των Γιάνη Βαρουφάκη, Γιώργου Τυρίκου Εργά στο project-syndicate
Ήδη από τις αρχές του 2017 ο κόσμος είχε πειστεί μέσα από την κυρίαρχη –καθησυχαστική- αφήγηση ότι η Λέσβος είχε ξεφύγει από το χειρότερο κομμάτι της προσφυγικής κρίσης. Τότε γνωρίσαμε τον Σαμπίρ η ιστορία του οποίου δείχνει το πόσο σφοδρά αντιτίθεται η πραγματικότητα με την επίσημη Ευρωπαϊκή παρουσίαση των γεγονότων. Ο Σαμπίρ, ένας σαραντάχρονος Πακιστανός έμενε σε μια μικρή πόλη και είχε επιχείρηση ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Μια νύχτα τον Δεκέμβρη του 2015 κάποια τοπική οργάνωση Ισλαμιστών έβαλε φωτιά στο διπλανό σπίτι του Σαμπίρ και περίμεναν απέξω -με τις χειρότερες προθέσεις- τους ένοικους που θα έπρεπε βγουν για να γλιτώσουν από τις φλόγες. Ο λόγος; Οι γείτονες του Σαμπίρ ήταν χριστιανοί και οι φονταμενταλιστές ήθελαν να τους διώξουν και να μετατρέψουν το σπίτι τους σε “madrasa” (θρησκευτικό σχολείο). Δίχως να το σκεφτεί ο Σαμπίρ έσπευσε να βοηθήσει τους γείτονές του. Αυτό ήταν αρκετό να στιγματιστεί ως «αποστάτης». Έκαψαν την επιχείρησή του, ο αδερφός του δολοφονήθηκε βάναυσα, η γυναίκα και τα παιδιά του αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε γειτονικά χωριά και ο Σαμπίρ μαζί τον γέροντα πατέρα του αναγκάστηκε να πάρει τον μακρύ και απάνθρωπο δρόμο προς κάποια ελπίδα ασφάλειας, μέσω Ιράν και Τουρκίας, στην πολιτισμένη Ευρώπη.
Στο δρόμο, σε κάποια χιονισμένη βουνοκορφή της Τουρκίας, ο πατέρας του Σαμπίρ πέθανε από την κούραση. Προσπαθώντας να βρει βοήθεια για να τον θάψει ο Σαμπίρ συνάντησε Τούρκους επίορκους αστυφύλακες και ντόπιους μαφιόζους οι οποίοι τον τραυμάτισαν σοβαρά. Μήνες μετά και αφού κατάφερε να μπει σε μια από αυτές τις σάπιες βάρκες των Τούρκων διακινητών ναυάγησε. Βρέθηκε περικυκλωμένος από σώματα πνιγμένων συνταξιδιωτών. Στάθηκε τυχερός : τον περισυνέλεξαν ανοιχτά της Λέσβου και τον πήγαν στη Μόρια, στο μεγαλύτερο “hot spot” των νησιών. Και εκεί ξεκίνησε η επόμενη δοκιμασία του.
Κανείς δε θα μπορούσε να μπει, να δει, να μυρίσει και να ακούσει όσα γίνονταν στο κέντρο υποδοχής στη Μόρια κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2016/17 δίχως να χάσει ένα κομμάτι της ανθρωπιάς του. Λάσπη, βρωμιά και ανθρώπινες ακαθαρσίες σε ένα μάγμα αθλιότητας περιτριγυρισμένο από αγκαθωτό συρματόπλεγμα και αδιαφορία από τους επισήμους. Πράγματα γιγαντωμένα από τις πενιχρούς πόρους που είχαν να προσφέρουν σε κάθε επίπεδο Ευρωπαϊκή Ένωση και ελληνικές αρχές. Αιτούντες άσυλο, όπως ο Σαμπίρ, θα έπρεπε να περιμένουν τουλάχιστον εννιά μήνες πριν κάποιος επίσημος ασχοληθεί μαζί τους για να συμπληρωθεί η αίτηση ασύλου. Μέσα στο κέντρο και πίσω από διπλές σειρές φράχτη, τα γραφεία από πανέλα ήταν περικυκλωμένα από απεγνωσμένους ανθρώπους : από αυτούς ελάχιστοι γινόταν δεκτοί ανά ώρα για την πρώτη τους συνέντευξη. «Λίγο ανήμπορος να είσαι, Αφγανός ή Πακιστανός, μπορεί να σου πάρει μέχρι και ένα χρόνο μέχρι να μιλήσεις σοβαρά σε κάποιον υπεύθυνο», μας είπε ένας πρόσφυγας. «Είμαστε σαν φαντάσματα που γυρνάμε εδώ και εκεί δίχως κανείς να μας δίνει σημασία», και συμπλήρωσε τελικά, «καλύτερα να πεθαίναμε στον πόλεμο».
Καθώς περιπλανάται κανείς στο κέντρο, βλέπει τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των διακρίσεων. Κάποιες οικογένειες είχαν την «πολυτέλεια» να μένουν σε κοντεϊνερς, φυλασσόμενες πίσω από φράχτες. Παρόλη τη συχνή έλλειψη τρεχούμενου νερού, θέρμανσης ή κάθε άλλης σύγχρονης υποδομής, αυτοί θεωρούνταν οι «ευνοημένοι». Ανεβαίνοντας τον λόφο ισοδυναμούσε με μια πορεία προς την απανθρωπιά. Σε μια πλευρά συναντούσες την «συνοικία» των Αφγανών, τα παραπήγματά τους τα οποία προσπαθούσαν να κρατήσουν στεγνά μέσα στη λάσπη και την αφόρητη μυρωδιά, κατάσταση στην οποία ήρθαν άνθρωποι που –τι ειρωνεία- είχαν πληρώσει τους δουλεμπόρους τιμές business class για να καταλήξουν εδώ. Το “winterization” που είχαν σκεφτεί ορισμένοι υπεύθυνοι (αφρός πολυουρεθάνης στο πάτωμα μιας τέντας) έδειχνε εδώ το πόσο απέλπιδο και πρόχειρο μέτρο ήταν : ο,τι είχε απομείνει ήταν μια λεπτή, τσακισμένη φλούδα στο πάτωμα η οποία έμπαζε νερό… Ψηλά στο λόφο «οι Πακιστανοί», στις ίδιες απαίσιες συνθήκες να καίνε ο,τι μπορούσαν να βρουν για να μαγειρέψουν και να ζεσταθούν, πιο δίπλα «οι Αλγερινοί» τους οποίους « φοβούνται όλοι οι άλλοι», κλεισμένοι πίσω από τριπλούς φράχτες, συρματόπλεγμα και φυλασσόμενοι. Σε μια γωνιά στη βάση του λόφου «οι Αφρικανοί» κοντά στα ανοιχτά και πανάθλια αποχωρητήρια. Ανάμεσα στις τέντες τους και κάτω από αυτές (κάτω από τις ξύλινες παλέτες που είχαν για πάτωμα) τρέχει το νερό από το λόφο μαζί με βρωμιά από τις τουαλέτες και σκουπίδια κάθε λογής…
Ο Σαμπίρ απόρησε με την καρδιά του για την υποδοχή που του επιφύλαξε η Ευρώπη. Περιμένοντας και περιμένοντας στην κρύα λάσπη, με πέντε ανθρώπους να πεθαίνουν σε διπλανές σκηνές από το κρύο στο κέντρο υποδοχής στη Μόρια καθώς προσπαθούσαν να ζεσταθούν και με πολλές έγκυες γυναίκες να αποβάλουν από την κακουχία – πάσχιζε να γιατρέψει ένα σπασμένο κόκαλο στο πρόσωπό του με αναλγητικά και την μελαγχολία του με αντικαταθλιπτικά. Στο μεταξύ, η πραγματική πηγή της αγωνίας του ήταν η αίτηση ασύλου του. Έναν ολόκληρο χρόνο αφότου έφτασε στη Λέσβο και τρεις μήνες μετά την πρώτη του συνέντευξη η αίτηση του απορρίφθηκε και εκδόθηκε εντολή επαναπροώθησης. Η ένστασή του απορρίφθηκε άδοξα και όταν προσπάθησε να καταφύγει σε φίλους σε ένα διπλανό χωριό η αστυνομία εξαπόλυσε ανθρωποκυνηγητό. Τελικά, παραδόθηκε στις αρχές και στάλθηκε πίσω στην Τουρκία. Δεν έχουμε νέα του από τότε.
Ο Σαμπίρ είχε φανταστεί, όπως μας είπε, ότι η Ευρώπη θα του έδινε άσυλο «παρόλο που είμαι Μουσουλμάνος και μάλιστα γιατί θεωρούσα ότι το να υπερασπιστώ χριστιανούς με κόστος την ασφάλεια της οικογένειάς μου, θα σήμαινε κάτι εδώ». Παρόλα αυτά η «Ευρώπη» είχε άλλες ιδέες. Η συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Πρόεδρο της Τουρκίας, Ερντογάν η οποία υλοποιήθηκε διαπραγματευτικά από την Γερμανίδα Καγκελάρι Μέρκελ είχε έναν μοναδικό σκοπό : να σταματήσει την έλευση των προσφύγων από την Τουρκία με κάθε κόστος – ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κατέληγε να δωροδοκεί τον κ. Ερντογάν με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ ώστε να μπορεί να παραβαίνει την διεθνή νομοθεσία που προστατεύει πρόσφυγες όπως ο Σαμπίρ.
Μόνο τον περασμένο Σεπτέμβρη 2.238 πρόσφυγες έφτασαν στη Λέσβο παρ’ όλες τις δεσμεύσεις της Τουρκίας να διακόψει την πορεία τους. Το κέντρο υποδοχής Μόριας το οποίο έχει σχεδιαστεί για 2.000 τώρα προσφέρει «φιλοξενία» σε πάνω από 6.000 ψυχές. Το φαγητό, ακόμα και το πόσιμο νερό παραμένουν σε έλλειψη και οι νύχτες όσο πάνε γίνονται όλο και πιο ψυχρές. Δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη το ότι η Ευρώπη καμώνεται πως αυτό το ανθρωπιστικό έγκλημα δεν είναι κανενός λάθος. Οι ελληνικές αρχές κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν προσφέρει πόρους, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατηγορεί την Ελλάδα που δεν αξιοποιεί διαθέσιμα κονδύλια, οι μεγάλες ΜΚΟ είναι πολύ απασχολημένες σε μια ατέρμονη προσπάθεια να διατηρήσουν τις δικές τους ιεραρχίες και χρηματοδοτήσεις. Οι μόνοι που επιβιώνουν από αυτό το ηθικό ναυάγιο είναι οι απίθανοι εκείνοι εθελοντές από όλο τον κόσμο, οι μικρότερες ΜΚΟ, οι τοπικές ομάδες που κρατούν ένα πνεύμα διεθνισμού και αλληλεγγύης ζωντανό. Η Ευρώπη συνεχίζει να γλιστράει προς την άβυσσο καθώς ανθρώπινα δικαιώματα καταπατώνται και καθώς οι πραγματικές ρίζες του προσφυγικού παραμένουν υγιείς. Ένα αποτυχημένο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα το οποίο οδηγεί σε μια παράλογη και άνιση κατανομή πόρων και πλούτου, η εμπλοκή της Δύσης γενικά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ειδικότερα στην δημιουργία και συντήρηση πολέμων, η συλλογική μας ευθύνη ως προς τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι αυτά τα θέματα τα οποία με κάθε ειλικρίνεια πρέπει να τεθούν τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και στον καθημερινό μας λόγο. Διαφορετικά θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τη μια «προσφυγική κρίση» μετά την άλλη. Τελικά –αν αυτή είναι η επιλογή μας- το να αγνοήσουμε αυτά τα θέματα και απλά να γυρίσουμε την πλάτη μας σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη (ή να στρέψουμε τα όπλα μας πάνω τους καθώς εκείνοι προσπαθούν να φτάσουν σε ασφαλές καταφύγιο) θα σημαίνει την απώλεια της ψυχής και της ουσίας μας.
Ο Γκαλρίμ, ένας ακόμη πρόσφυγας από το Πακιστάν μας εξήγησε την παγίδα στην οποία πέφτει η Ευρώπη : «Οι Ισλαμιστές των άκρων έχουν ένα σχέδιο. Με το να σπέρνουν το φόβο και το μίσος προσπαθούν να γκετοποιήσουν τους πρόσφυγες στην Ευρώπη, να τους αποκόψουν από τις κοινωνίες, να τους κάνουν θύματα ξενοφοβίας. Είναι ο τρόπος που στρατολογούν και που κρατούν αναμμένη τη φωτιά του μίσους μεταξύ Ανατολής και Δύσης έτσι ώστε αυτοί οι ίδιοι να αποτελούν σημαντικό παίκτη του παιχνιδιού». Ο Γκαλρίμ ξέρει : δημοκράτης ο οποίος αντιστάθηκε σε προσπάθεια νοθείας σε τοπικές εκλογές. Χρειάστηκε να φύγει από τη χώρα του απειλούμενος πως θα τον σκοτώσουν. Είδε το σώμα του να σπάει καθώς τον απήγαγαν για λύτρα και τον βασάνισαν μαφιόζοι στην κατά τα άλλα «ασφαλή» Τουρκία – τον έσυραν, μεταξύ άλλων πίσω από ένα φορτηγό. Δεν αποτελεί έκπληξη πως η αίτηση του Γκαλρίμ για άσυλο απορρίφθηκε και πως ο αιτών προστέθηκε στη λίστα των ελληνικών αρχών που περιλαμβάνει τους υπό επαναπροώθηση.
Πρόσφατα ένας από εμάς πήγε στο εβδομαδιαίο εθελοντικό μάθημα ελληνικών σε ένα γκρουπ το οποίο περιλαμβάνει και τον Γκαλρίμ. Η μισή τάξη έλλειπε, θύματα της τελευταίας φρενίτιδας επαναπροωθήσεων. Στο τέλος του μαθήματος ο Γκαλρίμ πλησίασε και με μια αγκαλιά είπε : «Μπορεί να μη σε δω ποτέ ξανά, Δάσκαλε ευχαριστώ για όλα». Κανείς και ποτέ δεν πρέπει να νιώσει τι περιλαμβάνει μια τέτοια αγκαλιά. Λίγο πιο μακριά, στο λιμάνι της Μυτιλήνης ένα πλοιάριο αράζει. Κάποτε πήγαινε και έφερνε κατοίκους της Λέσβου στην Τουρκία για ψώνια. Τώρα έχει νοικιαστεί για να μεταφέρει τα «φαντάσματα» της Λέσβου δια μέσου της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Στύγας. Είναι το σύμβολο της συλλογικής μας ντροπής.
Περισσότερο από 2,500 χιλιάδες χρόνια πριν η Σαπφώ είχε εκφραστεί με τους στίχους
<..> η καρδιά τους πάγωσε
και πέσαν τα φτερά τους <..>
Πρέπει το δίχως άλλο να σκεφτούμε έναν νέο, διεθνή τρόπο προσέγγισης του προσφυγικού σε δυο κατευθύνσεις. Πρώτον να δούμε τις άμεσες ανάγκες στα ελληνικά νησιά : ασφαλές πέρασμα για τους πρόσφυγες, ανθρώπινες συνθήκες υποδοχής, ένα γρήγορο και δίκαιο σύστημα ασύλου και επανεγκατάστασης. Δεύτερον, το να ασχοληθούμε με τις πραγματικές αιτίες που παγκοσμίως μετατρέπουν έναν άνθρωπο σε «φάντασμα» – σε πρόσφυγα (τη φτώχεια, τον πόλεμο, το περιβάλλον) πριν ο ερχόμενος χειμώνας παγώσει οριστικά κι άλλες καρδιές και πριν τα φτερά μας, συλλογικά, πέσουν -ή κοπούν- ακόμα χειρότερα.