της Τζένης Τσιροπούλου
Στα γραφεία των New York Times στο Χονγκ Κονγκ, ο δημοσιογράφος που έχει βάρδια κατεβάζει μια γελοιογραφία από την γκάμα του πρακτορείου σκιτσογράφων με το οποίο συνεργάζονται. Την επομένη, στις 25 Απριλίου, στο φύλλο της The New York Times International Edition που κυκλοφορεί σε 160 χώρες, δημοσιεύεται το σκίτσο: ο Νετανιάχου, σαν σκύλος με το αστέρι του Δαβίδ στο κολάρο, οδηγεί τον τυφλό Τραμπ που φορά στο κεφάλι του το παραδοσιακό εβραϊκό καπελάκι, την κιπά.
Το επίμαχο σκίτσο.
Ο δημοσιογράφος που – λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά – επέλεξε αυτή τη γελοιογραφία τού Πορτογάλου Antonio Antunes, μάλλον δεν θα μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη: διαμαρτυρίες με ισραηλινές σημαίες έξω από τα γραφεία της εφημερίδας και τα social media να παίρνουν φωτιά κατά του σκιτσογράφου και της εφημερίδας με κατηγορίες για αντισημιτισμό.
Οι Times απολογήθηκαν δημόσια, υποστηρίζοντας ότι το συμβάν έγινε από λάθος καθώς ένας δημοσιογράφος χωρίς επίβλεψη από κάποιον αρχισυντάκτη, αποφάσισε να δημοσιευτεί το επίμαχο σκίτσο. Πιθανόν το επεισόδιο αυτό να είχε ήδη ξεχαστεί αν έμενε εκεί. Όμως στις αρχές Ιουνίου η παγκόσμιας εμβέλειας εφημερίδα ανακοίνωσε ότι από την 1η Ιουλίου καταργούνται οριστικά οι πολιτικές γελοιογραφίες από τις σελίδες τους. Κατά τα λεγόμενά τους, η σκέψη αυτή υπήρχε εδώ κι ένα χρόνο αλλά το timing μόνο τυχαίο δεν θεωρήθηκε. Η εφημερίδα αμέσως απέλυσε τους δύο μόνιμους σκιτσογράφους της – Patrick Chappatte και Heng Kim Song – οι οποίοι συνεργάζονταν με τους Times για πάνω από δύο δεκαετίες.
Επικριτές έγραψαν ότι η γελοιογραφία-μήλο της έριδος σε άλλες εποχές θα είχε δημοσιευτεί στη Der Stürmer, την εφημερίδα των Ναζί και όργανο της αντισημιτικής τους προπαγάνδας (αυτή η άποψη δημοσιεύτηκε μάλιστα στους ίδιους τους Times). Άλλοι σχολιαστές μίλησαν για ένα ατόπημα, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν έπρεπε να οδηγήσει στη λογική «πονάει δόντι, κόβει κεφάλι». Ευρωπαίοι και Αμερικανοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί γελοιογράφοι, από την άλλη, σήκωσαν τα μανίκια και τις πένες τους για να διεκδικήσουν τον απεγκλωβισμό της σάτιρας από τη δαμόκλειο σπάθη της πολιτικής ορθότητας αλλά και της αρχισυντακτικής δειλίας σε καιρούς που αφενός ο κλάδος τους συρρικνώνεται οικονομικά και αφετέρου η φύσει και θέσει καυστική σάτιρα μπορεί, χωρίς το βαρίδι της γλώσσας, να ασκήσει οξεία κριτική στις εξουσίες ακόμα κι αν βρίσκεται δίπλα σ’ ένα κατ’ επίφαση «αντικειμενικό» άρθρο.
Η ιστορία λέει ότι οι Times είχαν ανέκαθεν μια αλλεργία στις πολιτικές γελοιογραφίες καθώς, μαζί με την The Wall Street Journal, ήταν από τις μοναδικές εφημερίδες που κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους δεν περιείχαν καθόλου γελοιογραφίες. Και ίσως λίγο ειρωνικό σε πρώτη ανάγνωση είναι το γεγονός ότι οι Times κέρδισαν μόλις πέρυσι το Πούλιτζερ στην κατηγορία «Editorial Cartooning». Επρόκειτο όμως στην πραγματικότητα για την εικονογραφημένη ιστορία μιας οικογένειας προσφύγων από τη Συρία που περισσότερο αντιστοιχούσε στο comic journalism παρά στη σάτιρα.
Ο Patrick Chappatte που απολύθηκε, έγραψε στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά του: «Οι γελοιογραφίες ξεπερνούν τα σύνορα. Ποιος θα δείξει ότι ο βασιλιάς Ερντογάν είναι γυμνός όταν οι Τούρκοι σκιτσογράφοι δεν μπορούν; – ο φίλος μας, ο [γελοιογράφος] Musa Kart, είναι στη φυλακή». Ο Chappate άφησε το πενάκι του κάτω «με έναν αναστεναγμό». «Πολλά χρόνια δουλειάς πάνε χαμένα για μία και μόνη γελοιογραφία – ούτε καν δικιά μου – που δεν έπρεπε ποτέ να δημοσιευτεί στην καλύτερη εφημερίδα του κόσμου».
Σκίτσο του Nikola Listes.
Στις 3 Μαΐου 2019, μια πλειάδα γελοιογράφων υπέγραψε διακήρυξη προς την UNESCO ζητώντας να καταστεί η γελοιογραφία βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, θυμίζοντας τους σκιτσογράφους που βρίσκονται στη φυλακή ή δέχονται ακόμα και απειλές για τη ζωή τους και τονίζοντας ότι η ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου είναι βαρόμετρο των κοινωνιών μας.
Οι γελοιογράφοι λένε συχνά ότι είναι «τα καναρίνια μέσα στο ορυχείο». Τι σημαίνει όταν σβήνει το τραγούδι τους; Ποιος ο ρόλος της πολιτικής ορθότητας στις μέρες μας, και έχει τελικά δυο μέτρα και δυο σταθμά;
Ο σκιτσογράφος Antonio που έκανε την αμφιλεγόμενη γελοιογραφία, ένας εβραίος σατιρικός αρθρογράφος των New York Times, ένας Έλληνας γελοιογράφος και ένας ανώνυμος συνάδελφός του από αραβική χώρα που κυνηγήθηκε από το καθεστώς, καθώς και μία πανεπιστημιακός με ειδίκευση στην ιστορία της Τέχνης και τον οπτικό πολιτισμό απαντούν.
«Αν ξαναέκανα τη γελοιογραφία, θα την έκανα ακριβώς ίδια»
Antonio Moreira Antunes, σκιτσογράφος
Η απόφαση των NYT να μην δημοσιεύουν πια πολιτικές γελοιογραφίες είναι τρομερά σοβαρή, ειδικά επειδή είναι μια μεγάλη εφημερίδα που πήρε θέση ενάντια στον ακραίο σκοταδισμό του Τραμπ. Η γελοιογραφία μου θεωρήθηκε αντισημιτική ενώ η κριτική αφορούσε τις πολιτικές Νετανιάχου με τη στήριξη του Τραμπ, την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και συνεχείς προσαρτήσεις που υποδηλώνουν το τέλος της ιδέας για δύο κράτη.
Οι πιέσεις που οδήγησαν τις NYT να αποσύρουν το σκίτσο μου και να απολογηθούν δημόσια – με τον Τραμπ να επωφελείται από τη διαμάχη – είναι μια νίκη της πολιτικής ορθότητας και των social media και αποτελούν μια σοβαρή απειλή για την ελευθερία της έκφρασης. Μόνο με μια δυναμική αντίδραση από τους πολίτες μπορούμε να νικήσουμε αυτό το κύμα οπισθοδρόμησης και να επανακτήσουμε τον δρόμο για μια κοινωνία με περισσότερη ελευθερία, περισσότερη δημοκρατία και περισσότερη σάτιρα.
Είναι δύσκολο να ορίσουμε τα όρια της πολιτικής ορθότητας και να θέσουμε περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης. Αντιμετωπίζουμε πολιτικούς, πολιτισμικούς, οικονομικούς και θρησκευτικούς περιορισμούς οι οποίοι ενισχύονται με την πολιτική ορθότητα που δύσκολα συμφιλιώνεται με την ελευθερία της έκφρασης. Γνωρίζουμε τους περιορισμούς των δικτατορικών καθεστώτων – Σαουδική Αραβία, Ιράν, Κούβα, Κίνα – αλλά και των λεγόμενων ανελεύθερων δημοκρατιών (illiberal democracies) – Τουρκία, Ρωσία, Ουγγαρία – που απαγορεύουν εφημερίδες και τιμωρούν σκιτσογράφους. Και στις φιλελεύθερες δημοκρατίες όμως, που η πολιτική ορθότητα έχει κερδίσει έδαφος μέσα από την αποστείρωση της γλώσσας, την ισχύ των κοινωνικών δικτύων, τα fake news και τα οικονομικά και θρησκευτικά lobbies, οι γελοιογραφίες περνάνε διά πυρός και σιδήρου και χάνουν έδαφος, όπως στην περίπτωση των NYT.
Το να διαβάζεις μία γελοιογραφία, σημαίνει να ερμηνεύεις μια ιστορία, μια αλληγορία. Όταν ζωγραφίζω τον Νετανιάχου σαν σκύλο, δεν εννοώ ότι είναι πράγματι σκύλος, και όταν βάζω το αστέρι του Δαυίδ στον λαιμό τού σκύλου, χρησιμοποιώ απλώς το πολιτικό σύμβολο που αντιπροσωπεύει το κράτος του Ισραήλ ( ξέρω ότι είναι και θρησκευτικό σύμβολο αλλά αυτό δεν έχει σχέση με την αφήγησή μου εδώ). Όπως έγραψε ο Μαγκρίτ: «Αυτή δεν είναι μια πίπα». Δεν πρέπει να αρκούμαστε σε μια επιφανειακή ανάγνωση όπως έκαναν οι μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές με τα σκίτσα του Μοχάμεντ.
Αν ξαναέκανα αυτή τη γελοιογραφία, θα την ξαναέκανα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο γιατί είναι κριτική στην επεκτατική πολιτική της κυβέρνησης Νετανιάχου.
Σκίτσο του Marco De Angelis.
«Αντισημιτισμός και αντιμουσουλμανισμός: Δυο μέτρα και δυο σταθμά στην πολιτική ορθότητα»
Εύη Σαμπανίκου, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Οπτικού Πολιτισμού στο Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Πριν από λίγες ημέρες διάβασα στο ηλεκτρονικό φύλλο της Washington Post, με υπότιτλο: «Democracy Dies in Darkness», δηλαδή “Η Δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι”, αυτή την περίεργη για μένα είδηση.
Αν και ο ίδιος ο σκιτσογράφος, ο Antonio, αρνείται την κατηγορία, το σκίτσο του θεωρήθηκε από πολύ μεγάλο αριθμό Αμερικανών αναγνωστών, αντισημιτικό. Διαβάζοντας πολλές τοποθετήσεις στο διαδίκτυο, συγκράτησα μόνο μία περίπτωση αναγνώστη που δήλωνε ευθαρσώς ότι δεν θεωρεί αντισημιτικό το περιεχόμενο του σκίτσου, διότι θίγει αποκλειστικά την πολιτική που ακολουθούν οι δύο ηγέτες και περιγράφει μια αλληλεξάρτηση των πολιτικών συμφερόντων τους. Θυμίζω εδώ ότι ο Νετανιάχου έχει επανειλημμένα εκφράσει ακραίες πολιτικές θέσεις που συχνά προκαλούν αντιδράσεις και στη χώρα του και στη διεθνή εβραϊκή κοινότητα, όπως η δήλωση του το 2015 στο Παγκόσμιο Εβραϊκό Συμβούλιο, ότι το Ολοκαύτωμα δεν ήταν ιδέα του Χίτλερ αλλά του Παλαιστίνιου μουφτή της Ιερουσαλήμ! Ωστόσο, κανείς στα δίκτυα δεν συνέδεσε το σκίτσο με την καιροσκοπική «φιλία» των δύο ηγετών (φιλία που δεν υπήρχε με τον Ομπάμα) και τα παράγωγά της – την είδηση, για παράδειγμα, της αναγνώρισης από τον Τραμπ των υψιπέδων του Γκολάν ως ισραηλινό έδαφος – παρά τη διαφωνία όλων των υπολοίπων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ – και την ίδρυση από τον Νετανιάχου του οικισμού «Υψίπεδα Τραμπ» (!!!), που σχολιάστηκε αρνητικά από την ισραηλινή αντιπολίτευση, ή ακόμη και με τη μόνιμη σχεδόν χρήση της εικόνας του Τραμπ σε όλη την προεκλογική εκστρατεία του Νετανιάχου.
Με την ευκαιρία, θυμίζω πόσο υπερασπίστηκε, λίγα χρόνια πριν, η διεθνής κοινή γνώμη το δικαίωμα του σκιτσογράφου στην καυστική (ακόμη και «βλάσφημη») σάτιρα σε μια άλλη περίπτωση, και πόσο θρήνησε για την αιματηρή επίθεση στο Charlie Hebdo. Σε αυτή την περίπτωση όμως η σάτιρα φαινόταν να έχει αντιμουσουλμανική στόχευση. Η θανατηφόρα επίθεση στο περιοδικό δεν άφηνε εξάλλου περιθώρια για συζητήσεις περί «πολιτικής ορθότητας». Πολύ αργότερα, μόνο, τέθηκαν ορισμένα ζητήματα.
Αισθάνομαι ότι η αίσθηση του «πολιτικά ορθού» τείνει να έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά στη διεθνή κοινότητα και τα κοινωνικά δίκτυα: σε άλλες περιπτώσεις μιλάμε για την ταύτιση της σάτιρας με τη δημοκρατία ενώ σε άλλες επιβάλλουμε σιγή στον πολιτικό σχολιασμό διότι θεωρούμε ότι αγγίζει ευαίσθητες χορδές της ιστορίας της ανθρωπότητας, όπως το Ολοκαύτωμα.
Στη δημοκρατία θα έπρεπε να είναι αυτονόητη η καυστική πολιτική κριτική που φέρνει η οπτικοποιημένη σάτιρα των Τεχνών από το σκίτσο ως το τραγούδι, το θέατρο, τον κινηματογράφο – ο Αριστοφάνης αποτελεί τη χιλιοειπωμένη κλασική επιβεβαίωση σε αυτό. Ακόμη κι αν το χιούμορ ενοχλεί. ΚΥΡΙΩΣ αν ενοχλεί. Διαφορετικά, όσο ενοχλεί η εικόνα και η αναπαράσταση, ενοχλούν και οι λέξεις. Και όταν σιγήσουν οι λέξεις, δεν έχουμε απλώς λογοκρισία, έχουμε σκοταδισμό. Και η Δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι.
Σκίτσο του Gianfranco Uber.
«Διαφωνώ αλλά υπερασπίζομαι τους NYT γιατί είναι το αντίβαρο στις τοξικές φαντασιώσεις του Fox News και του Τραμπ»
Yoni Brenner, σεναριογράφος και σατιρικός κειμενογράφος στους New York Times και το The New Yorker
Μια μέρα έλαβα ένα email από τη μητέρα μου που ζει στο Ισραήλ. Μου είχε επισυνάψει το σκίτσο και ρωτούσε να μάθει τη γνώμη μου. Ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα να της απαντήσω.
Ενστικτωδώς, ένιωσα αμηχανία: σκόπιμα ή μη, η εικόνα περικλείει τόσα πολλά αντισημιτικά μοτίβα των τελευταίων 150 χρόνων: το μοχθηρό αστέρι του Δαβίδ, τον Εβραίο που απεικονίζεται σαν ζώο, τη Δυτική ελίτ που χειραγωγείται από τον πονηρό Εβραίο, την κιπά παράδοξα κολλημένη στο κεφάλι του Τραμπ. Εννοιολογικά, είδα ότι υπήρχε αλήθεια στο, κατά τα άλλα, ενοχλητικό μεταφορικό σχήμα. Παρ’ όλα αυτά, ένιωσα την επιθυμία να υπερασπιστώ τους New York Times – όχι την εφημερίδα καθεαυτή ή συγκεκριμένους συντάκτες, αλλά αυτά που αντιπροσωπεύει το όνομά της.
Με την κατάρρευση των τοπικών εφημερίδων, το βάρος της πολιτικής και μιντιακής κουλτούρας έγειρε προς τα Μέσα εθνικής εμβέλειας. Οι New York Times έγιναν μια εθνική εφημερίδα που έδωσε φωνή στα διαφορετικά ρεύματα της κεντροαριστεράς στην Αμερική. Όταν οι δημοσιογράφοι και οι αρθρογράφοι της εμφανίζονται στην τηλεόραση ή ποστάρουν στο Twitter, η σχέση τους με το όνομα των New York Times τούς προσδίδει ένα ηθικό πλεονέκτημα και μια αξιοπιστία. Αποτελούν ένα σημαντικό αντίβαρο στις τοξικές φαντασιώσεις του Fox News και του «Make America Great Again» του Τραμπ.
Έτσι, όταν είδα τη γελοιογραφία, παρά την ενόχλησή μου, υπερασπίστηκα τους Times. Και όταν έπειτα, το σκίτσο αποκηρύχθηκε, πάλι υπερασπίστηκα τους Times – αυτή τη φορά απέναντι στις κατηγορίες για λογοκρισία. Και τώρα, ενόψει της πλήρους κατάργησης των πολιτικών γελοιογραφιών, το ένστικτό μου – ακόμα και ως σατιρικού κειμενογράφου – μου λέει να υπερασπιστώ τους Times. Η αντίδρασή μου δεν αποτελεί απόδειξη της δύναμης της εφημερίδας – και της τραυματισμένης κεντροαριστεράς που πάει μαζί της – αλλά της ευαλωτότητάς της.
Σε αντίθεση με άλλα έντυπα, όπως η The Washington Post και το The New Yorker, το χιούμορ και οι γελοιογραφίες δεν ήταν ποτέ κάτι παραπάνω από ένα περιθωριακό και παράταιρο στοιχείο στους Times. Το The Nation γράφει χαρακτηριστικά ότι ανέκαθεν οι Times αντιμετώπιζαν τις γελοιογραφίες με μια «ψηλομύτικη περιφρόνηση». Όταν, λοιπόν, ένα περιθωριακό στοιχείο απείλησε το brand name, οι υπεύθυνοι υποθέτω ότι έκριναν πως η κατάργησή του είναι μια λογική θυσία – αν και πρόκειται για προληπτική λογοκρισία – και πως η αποστολή του δημοσιογραφικού οργανισμού θα εξυπηρετηθεί καλύτερα αν καλμάρουν τους φιλελεύθερους επικριτές τους. Σε πιο ήρεμες εποχές, μακριά από το καθημερινό μπαράζ αγριοτήτων του Λευκού Οίκου, πιθανόν οι υπεύθυνοι να είχαν αντιδράσει διαφορετικά.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό το συμβάν λέει πολλά για τη δύναμη της εικόνας, τη δύναμη των social media, αλλά και την ευθραυστότητα των φιλελεύθερων οργανισμών και συμμαχιών σε έναν ολοένα και λιγότερο ελεύθερο κόσμο.
Σκίτσο του Μιχάλη Κουντούρη.
«Είναι το καλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε στους τρομοκράτες της Charlie Hebdo και τους ισλαμιστές»
-Ζ-, ανώνυμος Τυνήσιος πολιτικός γελοιογράφος. Το blog του είχε γίνει αρκετές φορές στόχος του καθεστώτος του Μπεν Αλί ενώ μια γυναίκα είχε συλληφθεί με την κατηγορία ότι ήταν ο -Z-. Παρά την πτώση του Μπεν Αλί με την «Αραβική Άνοιξη» το 2011, παραμένει ανώνυμος.
Πράγματι, η γελοιογραφία παραπέμπει στην ιδέα του Εβραίου που εξουσιάζει τον κόσμο, ιδέα-κλισέ στον 19ο και 20ο αιώνα, που δεν ξεχνάμε ότι οδήγησε σε πογκρόμ, γενοκτονία και σε ό,τι πιο φρικαλέο μπορούσε να παράξει ο φασισμός στην Ευρώπη. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, μπορούμε άραγε στο σημερινό διεθνές σκηνικό να συνεχίσουμε να φωνάζουμε «προσοχή! έρχεται ο λύκος!» σε κάθε γελοιογραφία που απεικονίζει ένα αστέρι του Δαβίδ ή έναν ραβίνο; Φέρουν ακόμα αυτά τα σύμβολα τους ίδιους συμβολισμούς σε έναν κόσμο όπου ένα κράτος που αποκαλείται εβραϊκό, εφαρμόζει μια πολιτική απαρτχάιντ και αποικιοκρατίας με την άνευ όρων στήριξη της μεγαλύτερης δύναμης στον κόσμο;
Ειλικρινά, το να ανατρέχουμε στα παλιά κλισέ της δεκαετίας του ‘30 για να διασύρουμε έναν σύγχρονο γελοιογράφο, το να χρησιμοποιούμε τον αιώνιο εκβιασμό του αντισημιτισμού για να ασκήσουμε πίεση σε μια εφημερίδα όπως οι New York Times ώστε να καταργήσει τις γελοιογραφίες, είναι ντροπή και είναι ένας οιωνός δυσοίωνος. Είναι το καλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε στους τρομοκράτες της Charlie Hebdo, τους ισλαμιστές και τους σαουδάραβες που θα τρίβουν τα χέρια τους τώρα.
Τα λόμπι των πετροδολαρίων θα μπορούν σε λίγο, όπως οι φίλοι τους οι σιωνιστές, να καταργήσουν το παρακάτω σκίτσο ως ισλαμοφοβικό. Σκίτσο που συνάδει τέλεια με τη Σαουδική Αραβία όπου η θρησκευτική διάσταση είναι εγγενώς συνδεδεμένη με όλες τις στρατιωτικές της περιπέτειες στην Υεμένη και αλλού, απολαμβάνοντας και αυτοί την τυφλή και άνευ όρων στήριξη των Αμερικανών συμμάχων τους.
Σκίτσο του -Z-.
«Το σκίτσο κουβαλάει ιδεολογικό φορτίο. Και αυτό στους καιρούς μας κρίνεται ως επικίνδυνο και περιττό…»
Πάνος Ζάχαρης, πολιτικός γελοιογράφος
Πάντοτε οι πολιτικοί γελοιογράφοι απολάμβαναν λίγη περισσότερη ελευθερία από τους υπόλοιπους δημοσιογράφους. Είτε διότι θεωρούνταν οι «τρελοί του χωριού» που μπορούν να πουν και μια κουβέντα παραπάνω είτε γιατί ακόμα και τα πιο βαθιά συστημικά Μέσα χρειάζονταν ένα άλλοθι, μια επίφαση πολυφωνίας και πλουραλισμού, η αλυσίδα του σκιτσογράφου ήταν αισθητά μακρύτερη από των ρεπόρτερ και των αρθρογράφων. Με τον τρόπο αυτό οι γελοιογραφίες αν και κατεξοχήν δημοσιογραφικά προϊόντα, έβρισκαν τα προηγούμενα χρόνια αρκετό χώρο σε εφημερίδες κάθε απόχρωσης και λειτουργούσαν πολλές φορές σαν κραυγές ή έστω ψίθυροι υπέρ των αδυνάτων, ακόμα και σε απόλυτη κόντρα με το γειτονικό άρθρο γνώμης. Τέχνη εξ ορισμού αντιεξουσιαστική και βλάσφημη, η πολιτική γελοιογραφία είναι βαθιά λαϊκή, ακριβώς γιατί μιλάει γι’ αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν από το εχθρικό βήμα του Τύπου. Έστω και για τα λίγα δευτερόλεπτα που της αφιερώνει ο αναγνώστης. Εκεί οφείλεται και η δημοφιλία της που την κατέστησε αναπόσπαστο κομμάτι του Τύπου, εξίσου απαραίτητη με τα ρεπορτάζ, την αρθρογραφία, τις στήλες των παραπολιτικών. Μέχρι πρόσφατα.
Η απόφαση των New York Times επιβεβαιώνει πρώτα απ’ όλα, πως σε εποχές που τα πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται, ακόμα και οι μικρές νησίδες πολυφωνίας πρέπει να βουλιάξουν και να χαθούν κάτω από τα κύματα της καθοδηγούμενης ενημέρωσης. Η απόφαση – που επί της ουσίας πρόκειται για προληπτική και σαρωτική λογοκρισία – είναι κρίκος μιας αλυσίδας περιστατικών, όπου σκίτσα ξεσήκωσαν αντιδράσεις από θιγόμενους ή από το περιβάλλον τους, τόσο στο εξωτερικό όσο και στη χώρα μας. Πολύ συχνά τελευταία, τα σκίτσα και οι δημιουργοί τους απασχολούν την επικαιρότητα για λάθος λόγους. Ενδεικτικά αναφέρω τις διώξεις Τούρκων δημιουργών, την προγραφή του Carlos Latuff από το Ισραήλ, το κόψιμο της έκθεσης της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τις ανακοινώσεις του Μαξίμου επί Α.Σαμαρά για πρωτοσέλιδο σκίτσου του Soloup, τις κατηγορίες για τον δήθεν αντισημιτισμό του Μ.Κουντούρη, του Τ.Αναστασίου , του Στάθη και πολλών ακόμα συναδέλφων.
Παράλληλα, η απόφαση αυτή σηματοδοτεί και την αλλαγή του χαρακτήρα της ενημέρωσης: Η γελοιογραφία, που αποτελεί συμπυκνωμένο εικονογραφημένο σχόλιο, περισσεύει σε μια εποχή που η ανάλυση και η εμβάθυνση υποχωρούν σημαντικά μπροστά στην απαίτηση για ταχύτητα και αμεσότητα. Είναι ενδεικτικό ότι ολοένα και περισσότερες εφημερίδες κυκλοφορούν χωρίς σκίτσα, ενώ οι ιστοσελίδες που συνεργάζονται επαγγελματικά με σκιτσογράφους είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Μπορεί να ζούμε στην εποχή της εικόνας, το σκίτσο όμως είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Κουβαλάει σκέψη, ιδεολογικό φορτίο και άποψη. Και κάτι τέτοιο στους καιρούς μας μάλλον κρίνεται ταυτόχρονα ως επικίνδυνο και περιττό…