του Θάνου Καμήλαλη

Τα γεγονότα εντός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι πρωτοφανή, για οποιοδήποτε κόμμα. Ας σταχυολογήσουμε μερικά, μόνο τα πολύ πρόσφατα κατορθώματα: Ο Πρόεδρος διαγράφει βουλευτή, τον Παύλο Πολάκη, από την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Δύο μέρες μετά αρχίζει τις δηλώσεις υποστήριξης στον διαγραμμένο βουλευτή. Ο διαγραμμένος αλλά «αγαπημένος» βουλευτής απαντάει με ανοιχτή κόντρα με βουλεύτρια του κόμματος, την Αθηνά Λινού, πετυχαίνοντας τη διαγραφή της, ενώ θέτει ευθέως θέμα ηγεσίας. Αυτά συμβαίνουν μετά τη διαγραφή του και εντός των κεντρικών οργάνων του κόμματος στα οποία συμμετέχει κανονικά, παρά τη διαγραφή του. Ο Πρόεδρος με αναρτήσεις του επιτίθεται ευθέως σε στελέχη του κόμματος που αμφισβητούν τις προτάσεις του. Αλλά επιτίθεται στην ομάδα των «87», και όχι στον διαγραμμένο αλλά αγαπημένο πρώην βουλευτή, που είναι αυτός που έθεσε ξεκάθαρα το θέμα ηγεσίας. Παράλληλα, η δημόσια κριτική στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στον Στέφανο Κασσελάκη είναι καθημερινό φαινόμενο.

Το πιο σημαντικό όμως είναι η προκλητική αδιαφορία που επιδεικνύει η αξιωματική αντιπολίτευση απέναντι σε εργαζόμενους/ες του κόμματος. Οι εργαζόμενοι/ες σε «Αυγή» και «Κόκκινο», όπως κατήγγειλαν επανειλημμένα, παραμένουν απλήρωτοι/ες για τους δύο από τους τρεις μήνες του καλοκαιριού, χωρίς το επίδομα αδείας και, για πολύ καιρό, χωρίς σχέδιο και χωρίς καμία ενημέρωση για το μέλλον. Καταγγέλθηκε επανειλημμένα επίσης, τόσο από τους ίδιους, όσο και από τις ΕΣΗΕΑ-ΕΣΗΕΜΘ, η άρνηση για μήνες του Κασσελάκη να προχωρήσει σε συνάντηση μαζί τους.

Προσθέστε, τέλος, σε όλα αυτά μία απύθμενη χυδαιότητα που εκδηλώνεται εντός του κόμματος εδώ και έναν χρόνο, με φανατικούς οπαδούς του Κασσελάκη, επώνυμους και ανώνυμους, να βάλλουν μαζικά εναντίον όποιου στελέχους θεωρηθεί «εσωτερικός εχθρός». Μόνιμη επωδός είναι η επίκληση της «βάσης» που «θέλει τον Στέφανο». Αυτό ίσως ισχύει, αλλά το σίγουρο είναι πως αυτή η περίφημη «βάση» συρρικνώνεται. Στο τέλος θα μείνουν οι φανατικοί του Πολάκη και του Κασσελάκη (και θα τσακωθούν μεταξύ τους).

Καλωσήρθατε λοιπόν ξανά στον «πλανήτη ΣΥΡΙΖΑ», ή ακόμα χειρότερα, στο παράλληλο σύμπαν της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Έναν πλανήτη με μεσσίες, υπονομευτές, δράκους και μάγισσες. Με έναν Πρόεδρο εντελώς ακατάλληλο, όπως φαινόταν εξαρχής, με δύο ανθυποπροέδρους (Πολάκης – Παππάς) που κόβουν και ράβουν, διάφορους απολογητές του «μεσσία», μία διαρκή αναζήτηση του «εσωτερικού εχθρού της εβδομάδας» και με ελάχιστα στελέχη να προσπαθούν να σώσουν ό,τι «σώζεται».

Κάθε μέρα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι μία νέα περιπέτεια. Η μεγάλη μερίδα της κοινωνίας φυσικά είτε δεν ενδιαφέρεται καθόλου, είτε παρακολουθεί με μη πολιτικό ενδιαφέρον, σαν να βλέπει ένα ριάλιτι.

Σε αυτήν την πολιτική φάρσα, ο Κασσελάκης είναι η αιτία και το σύμπτωμα μαζί. Είναι η αιτία του μόνιμου διχαστικού κλίματος, αδυνατώντας να συνθέσει και να ηγηθεί. Κάθε του απάντηση σε οποιαδήποτε κριτική, καλόπιστη ή και μη, κυμαίνεται μεταξύ του «αν δεν σας αρέσει να φύγετε» και «αν δεν σας αρέσει θα ξανακάνω εκλογές». Είναι όμως και το σύμπτωμα της προηγούμενης κατάστασης, της προσωπολατρίας προς τον «Αλέξη», των διαδοχικών ηττών και της μη παραγωγής πολιτικής. Κάποια στιγμή, παλιά, ο Αλέξης Τσίπρας συμβόλισε την ελπίδα μεγάλης μερίδας των πολιτών. Ο Στέφανος Κασελάκης ήρθε και, με υποστήριξη σημαντικής πλευρά του κομματικού μηχανισμού, πήρε το κόμμα λόγω της απελπισίας της «κομματικής βάσης», στη λογική του «ας τον δούμε κι αυτόν».

Ένα ανοιχτό ερώτημα εδώ είναι αν θα περάσουμε στον επόμενο αρχηγό του κόμματος που θα είναι αιτία και σύμπτωμα της πτώσης.

Πάντως, από εκείνο το «εγώ θα κερδίσω τον Μητσοτάκη» φτάσαμε πολύ γρήγορα, σε λιγότερο από έναν χρόνο, στο «θα αλλάξω τον Φάμελλο για να βάλω τον Παππά ώστε να μη με φάει ο Πολάκης». Το γεγονός ότι με τον Φάμελλο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει, παρά τις διαρκείς τρικυμίες, να έχει ένα σοβαρό και αξιοπρεπές πρόσωπο εντός Κοινοβουλίου δεν απασχόλησε και πολύ τον Πρόεδρο, που εμφανίστηκε μέσω zoom και έβαλε μπουρλότο στη συνεδρίαση. Πριν δύο μέρες είχε ζητήσει δημόσια «να πέσουν οι τόνοι».

Τελικά κέρδισε την ψηφοφορία με πολύ μικρή πλειοψηφία, με 17 υπέρ, 12 κατά και 4 «παρών». Έλειπε ο Τσίπρας, έλειπε η νέα βουλεύτρια, Πόπη Τσαπανίδου, διαγράφηκε και η Λινού που καταψήφισε, εντάξει, βγαίνει μία πλειοψηφία. Ο Πρόεδρος κέρδισε. Πάλι. Κέρδισε και το Συνέδριο, κέρδισε και τις εσωκομματικές εκλογές, μη σας πω ότι και στις Ευρωεκλογές κέρδισε, όταν έχασε ποσοστό και ψήφους αλλά «ο ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται που έπεσε η ΝΔ», όπως λέγανε τότε. 

Κι αμα κέρδίσει και το φετινό Φθινόπωρο τους «υπονομευτές», ποιος τον πιάνει μετά. Το ίδιο έργο βέβαια παίχτηκε και πέρσι, ακριβώς την ίδια εποχή.

Η επιλογή του Νίκου Παππά δίνει στον Κασσελάκη την εσωκομματική στήριξη ενός «βαρόνου», αλλά παράλληλα δημιουργεί δύο ακόμα προβλήματα: Το πρώτο είναι ότι δημιουργεί περισσότερους εχθρούς μετά και από αυτήν την αυταρχική στάση του. Το δεύτερο, είναι ότι δίνει επιχειρήματα στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Θα γίνεται συζήτηση στη Βουλή, θα υπάρχει αντιπαράθεση για το Κράτος Δικαίου και το μόνο που θα κάνει ο Πρωθυπουργός για να διαφύγει, θα είναι να θυμίζει ότι ο Νίκος Παππάς καταδικάστηκε ομόφωνα σε Ειδικό Δικαστήριο για παράβαση καθήκοντος. Δεν ξέρω πόσες φορές θα ακούσουμε και θα διαβάσουμε τη φράση «13-0» από τη Νέα Δημοκρατία, που θα σχολιάζει την ομόφωνη καταδίκη. Είναι διαφορετικό να στηρίζεις ως κόμμα τον κ.Παππά για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, υποστηρίζοντας ότι «προσπάθησε να βάλει τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο» και εντελώς διαφορετικό να τον επιλέγεις ως το πρόσωπο που θα αντιπαρατίθεται με τον Μητσοτάκη στη Βουλή.

Μπροστά λοιπόν σε μια κοινωνία που έχει ανάγκη σοβαρές, ξεκάθαρες και ριζοσπαστικές λύσεις σε πολύ μεγάλα προβλήματα, όπως το κόστος ζωής, οι μισθοί, η Υγεία και η Πολιτική Προστασία, έχουμε μία κυβέρνηση που δεν θέλει και μία αξιωματική αντιπολίτευση που δεν μπορεί. Ακόμα χειρότερα, έχουμε μια αξιωματική αντιπολίτευση που πριμοδοτεί την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καταφέρνοντας να την εμφανίζει ως «σοβαρή» στη μεταξύ τους σύγκριση και σύγκρουση.

Αυτό είναι το μεγαλύτερο πολιτικό «κατόρθωμα».