του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Ο κόσμος αυτός έχει τις δικές του λεωφόρους, τα δικά του δίκτυα επικοινωνίας, τις δικές του θάλασσες, τα δικά του χάρτινα καράβια, το δικό του ουρανό, τις δικές του Κυριακές, τα δικά του μεσημέρια, το δικό του κόκκινο, τη δικιά του «γλώσσα», το δικό του χώμα, τα δικά του κρουασάν και τις δικές του φράουλες. Δεν έχει μπάτσους, δεν έχει δικαστές, δεν έχει γραφειοκρατία, δεν έχει θεσμούς, δεν έχει στρατούς, δεν έχει, ούτε καν καλώς εννοούμενα, συμφέροντα κι ακόμη δεν έχει δημοσιογράφους, ούτε βέβαια τηλεόραση.    
 

Σ’ αυτόν τον τόπο, ο χρόνος γίνεται χώρος, επιβεβαιώνοντας το χωροχρονικό συνεχές. Κάπως έτσι και η Ιστορία ενός Τόπου, ίσως δεν είναι τίποτα περισσότερο, παρά οι σκέψεις που κάναμε ο ένας για τον άλλο. Κάπως έτσι, και η Ιστορία ενός Τόπου δεν είναι τίποτα περισσότερο, παρά οι σκέψεις που κάναμε για τη θάλασσα, το κόκκινο χρώμα, τον ουρανό, τα μεσημέρια, τα κρουασάν και τις φράουλες.   
 
Με τον καιρό, ακροπατώνταςστην αμοιβαία εμπιστοσύνη τους, οι δύο αυτοί άνθρωποι αρχίζουν να αποδέχονται τον κόσμο-δημιούργημα τους, σαν πραγματικό. Ίσως, σαν τον μόνο πραγματικό κόσμο. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη τους χαράζει τα σύνορα της χώρας τους. Μερικοί,μάλιστα, παύουν πια να ανησυχούν για τον τυχόν χωρισμό τους,γιατί ξέρουν ότι θα ζήσουν για πάντα ο ένας μέσα στον άλλο.Κάπως έτσι, η Χώρα μας είναι ο Έρωτας μας κι ο Έρωτας μας γίνεται ο καινούργιος κόσμος μας.
 
Μια σχέση με έναν άλλο άνθρωπο είναι μια χώρα που δεν νιώθουμε μόνοι. Είναι ο τόπος όπου μπορούμε να είμαστε ένα ιδιαίτερο κομμάτι του εαυτού μας, εκείνο το ιδιαίτερο κομμάτι του εαυτού μας, όπου όταν κάτι πάει στραβά, ο άλλος ενδιαφέρεται, το ίδιο όπως κι εμείς, για να διορθώσει τα πράγματα. Κάπως έτσι, η Χώρα μας είναι εκείνος ο τόπος όπου δεν φοβόμαστε να αποκαλύψουμε εκείνο το κομμάτι του εαυτού μας που «κλωτσάει» μέσα μας και που, στα σίγουρα, αν κάτι δεν πάει καλά, κάποιοι θα είναι εκεί να «βάλουν ένα χέρι».
 
Μια σχέση είναι ένας τόπος που μας επιτρέπει να αγαπήσουμε, δηλαδή να παραβλέψουμε λάθη κοινά σε όλους, να συν-χωρέσουμε, δηλαδή να χωρέσουμε μαζί, «παρ’ όλα αυτά», «εν τούτοις», «κι’ όμως», ίσως και «εξ’ αιτίας».  Κάπως έτσι, η Χώρα μας είναι εκεί όπου επιτρέπεται «να κάνουμε τα κλειστά μάτια» στα λάθη που κάνουμε όλοι μας. Ναι, παρ’ όλα αυτά.
 
Μια σχέση είναι ένας τόπος όπου μοιραζόμαστε, είναι ο ίδιος ο τόπος τον οποίο μοιραζόμαστε, δίχως αυτή η μοιρασιά να λιγοστεύει το «έχει» μας. Το παράδοξο μιας μοιρασιάς που δεν διαιρεί, αλλά πολλαπλασιάζει. Κάπως έτσι, η Χώρα μας γίνεται η κοινότητα της μοιρασιάς μας. 
 
Μια σχέση είναι μια ουτοπία, όπου εύκολα μπορεί να πει κανείς τι είναι αληθινό και τι όχι. Είναι, «απλά», αυτό που «άπαντες ομοδοξούσι», αλλά και «έκαστος επιμαρτυρεί». Είναι ο συντονισμός της βιωμένης εμπειρίας μας.
 
Μια σχέση είναι η χώρα στην οποία επιτρέπεται να βλέπει ο άλλος το πιο κρυφό κομμάτι του εαυτού μας, το κομμάτι που φοβόμαστε ότι αν φανερωθεί θα απορριφθεί από τους άλλους, το κομμάτι που μας «καίει» περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα. Η χώρα δημιουργείται από τη στιγμή που απομακρύνεται αυτό το παραβάν και συναντάμε την άνευ όρων αποδοχή του άλλου, πέρα από ηχηρές λέξεις και σπουδαία ρήματα. Κάπως έτσι, η Χώρα μαςείναι ένας τόπος αβίαστης φανέρωσης των καμένων κομματιών όλων μας. 
 
Σ’ αυτήν την ουτοπία, όταν χωρίζουν οι άνθρωποι, ακόμη και για ένα μικρό διάστημα, νιώθουν λίγο χαμένοι, σαν εξόριστοι από τον τόπο τους, σαν ξένοι, κάτι σαν πρόσφυγες και σαν περιπλανώμενοι φυγάδες αναζητούν ένα οικείο πρόσωπο μέσα στο πλήθος, μέσα σε ξένους τόπους. Προσπαθούν να αναγνωρίσουν σκιές, ίχνη βημάτων, οικείες φιγούρες, γνώριμες εκφράσεις σε άγνωστα πρόσωπα και πάντα μπερδεύονται από κάποια απόσταση. Κάπως σαν να ζητάς να ακούσεις μια λέξη απ’ τη γλώσσα σου σε μια ξένη χώρα. Συχνά-πυκνά θαρρείς πωςτην άκουσες. Αναθαρρεύεις προς στιγμήν. 
 
Σ’ αυτήν την Ουτοπία,  όταν χωρίζουν οι άνθρωποι, νιώθουν και πάλι πολύ μόνοι και το ιδιαίτερο κομμάτι του εαυτού τους κρύβεται, ξανά, πίσω από το παραβάν και όλοι πια δεν ανησυχούν για τον τυχόν χωρισμό τους, αφού έχουν ήδη χωρίσει.  Και ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανείς για να διορθώσει τα πράγματα.
Σ’ αυτήν την Ουτοπία, όταν χωρίζουν οι άνθρωποι, τίποτα πια δεν παραβλέπεται, κανείς δεν χωράει πουθενά, τίποτα δεν αγαπιέται και η παραμικρή μοιρασιά λιγοστεύει απειλητικά το «έχει» μας. 
 
Σ’ αυτήν την Ουτοπία, όταν χωρίζουν οι άνθρωποι, περπατούν τυχαία στα παλιά κατατόπια τους. Μετρούν τις πέτρες που έριξαν κάποτε πίσω τους, μην τύχει και χαθούν. Προσπαθούν να δουν ποιος άλλος πέρασε από κει, αφότου εκείνοι είχαν φύγει. Μην τυχόν κάποιος σφετερίστηκε τη χώρα τους. Συνήθως, τους φαίνεται αστείο πόσο σημαντικές μπορούν να γίνουν ξαφνικά κάποιες πέτρες, που μέχρι χθες τις κλωτσούσαν περιμένοντας βαριεστημένα. 
 
Σ’ αυτήν την Ουτοπία, όταν χωρίζουν οι άνθρωποι, ο τόπος αδειάζει, ο κόσμος τους γκρεμίζεται, το χωροχρονικό συνεχές διασπάται με βία, οι διαστάσεις επανέρχονται στη «φυσική» τους τάξη και ο ένας δεν σημαίνει πια και πολλά για τον άλλο. Η ιστορία στην αρχή διαστρεβλώνεται, «πειράζεται», ώσπου, ύστερα, μια μέρα, λησμονιέται, ακολουθώντας τη ροή των σκέψεων, που διακόπτεται κι αυτή.
 
Σ’ αυτήν την Ουτοπία,  όταν χωρίζουν οι άνθρωποι, απορρίπτουν τον κόσμο που δημιούργησαν ως μη πραγματικό. Πείθονται ότι ήταν ένας κόσμος ψεύτικος, ίσως ο μοναδικός ψεύτικος κόσμος και γι’ αυτό χαίρονται που δεν θα ζήσουν ποτέ ξανά ο ένας για τον άλλο. Κάπως έτσι η Χώρα τους γίνεται ο Φόβος τους κι ο Φόβος τους γίνεται, τώρα, ο καινούργιος κόσμος τους. Ο Φόβος, μην τυχόν συστήσουν και πάλι μια νέα ψεύτικη χώρα. Κι έτσι δεν είναι καθόλου εύκολο να πει κανείς τι είναι αληθινό και τι όχι. Ακόμη και  τα κρουασάν, οι φράουλες ή τα μεσημέρια της Κυριακής.  
 
Οι σχέσεις ξεχαρβαλώνονται όταν παύει πια να είναι σημαντικός ο ένας για τον άλλο. Ο κόσμος τους αποσυντίθεται, όταν δεν σημαίνει τίποτα πια ο ένας για τον άλλο. Το ίδιο και οι Χώρες. Είναι εκεί ακριβώς που βρίσκουν λόγο ύπαρξης οι μπάτσοι, οι δικαστές, η γραφειοκρατία, οι δημοσιογράφοι και κυρίως η τηλεόραση. Όταν δυο άνθρωποι δεν αγγίζονται, καθηλώνουν ολόκληρο τον κόσμο στο Χειμώνα. Το ίδιο και οι Χώρες, καθηλώνονται στο Χειμώνα, όταν οι κάτοικοι τους δεν αγγίζονται και δεν σημαίνουν τίποτα πια ο ένας για τον άλλο. 
 
 
Το άρθρο στολίζει το έργο της AnthosKosmos