Ας μου εξηγήσει κάποιος τι εννοεί ένας υπουργός της κυβέρνησης όταν λέει ότι τα μέτρα είναι άδικα. Το έχουν πει και ο Παπακωνσταντίνου και ο Βενιζέλος, αλλά το ρεκόρ έσπασε ο Χρυσοχοΐδης όταν τον ρώτησαν: «Μα είναι δίκαιο αυτό;» και απάντησε αποστομωτικά: «Γιατί, ήταν δίκαια τα προηγούμενα μέτρα;»! Η λογική εδώ σηκώνει τα χέρια ψηλά. Διότι η λογική λέει ότι ο Μίμης πιστεύει στο p διότι το θεωρεί καλύτερο από το q. Αν ο Μίμης αρχίζει να πιστεύει p και να υποστηρίζει q, τότε ο Μίμης ή έχει λαλήσει ή είναι ψεύτης. Εξηγούμαι: όταν συμμετέχεις σε κυβέρνηση που ασκεί νομοθετική εξουσία, δεν γίνεται άλλο να πιστεύεις και άλλο να εισηγείσαι. Μπορεί να μην περάσει η άποψή σου, οπότε βρίσκεις μια τίμια δουλειά να κάνεις, που να μην προδίδει τις αρχές σου (λέμε τώρα). Μπορεί επίσης να θεωρείς πως τα μέτρα είναι «σκληρά αλλά αναγκαία». Αυτό εμένα δεν με πείθει, αλλά τουλάχιστον δεν συνιστά σχιζοφρένεια. Όταν ο υπουργός αναγνωρίζει πως ο νόμος είναι άδικος, εύλογα θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει: και γιατί δεν φτιάχνετε έναν άλλον, ρε παιδιά, που να είναι δίκαιος; Εγώ δεν ζήτησα να επιβληθεί η έκτακτη εισφορά στα ακίνητα, την υφίσταμαι διότι διαφορετικά θα μου κόψουν το ρεύμα και θα σκουντουφλάω τα βράδια στο σπίτι μου. Δεν με ρώτησαν. Αυτόν που συμμετέχει στα κυβερνητικά όργανα τον ρώτησαν όμως. Πώς έρχεται δολίως και παίρνει τη θέση μου, σαν να γκρινιάζουμε μαζί για τα μέτρα;
Η εναλλακτική εξήγηση είναι πως ο Μίμης δεν είναι σχιζοφρενής αλλά ψεύτης. Προσπαθεί να υφαρπάξει τον ρόλο του θύματος, σαν να επρόκειτο για φυσική καταστροφή, την οποία αντιμετωπίζουμε στωικά από κοινού. Και προπαντός με πόνο. Σοφοί επικοινωνιολόγοι έχουν προφανώς συμβουλέψει τους πολιτικούς μας πως δεν πρέπει να εμφανίζονται ανάλγητοι. Πρέπει να παίρνουν ανάλγητα μέτρα αλλά «με πόνο ψυχής». Αυξήσεις του ΦΠΑ, περαίωση, έκτακτη εισφορά στα ακίνητα, όλα τους αγκάθια στην τρυφερή καρδιά των κυβερνητικών στελεχών. Και μάλιστα ενώ η παραδοχή μιας αδικίας είναι κανονικά μέρος της αποκατάστασης της δικαιοσύνης, στην πολιτική μπορεί ελευθέρως να λέει κανείς «τα μέτρα είναι άδικα, αλλά θα τα φάτε και θα πείτε κι ένα τραγούδι».
Στο ξεκίνημα του Οιδίποδα Τύραννου μαθαίνουμε ότι η πόλη παραπαίει, οι καρποί σαπίζουν, ψοφάνε τα κοπάδια στη βοσκή και τα παιδιά πεθαίνουν στη γέννα. Για όλ’ αυτά φταίει βεβαίως ο μιαρός Οιδίποδας, που δεν προσέχει πού βάζει το πουλί του. Ανοίγει το στόμα του όμως ο βασιλιάς και τι λέει; «Υποφέρετε, το ξέρω, αλλά κανείς δεν υποφέρει όπως εγώ. Γιατί καθένας έχει τον δικό του πόνο, ενώ εγώ πονάω και για σένα και για μένα και για την πόλη ολόκληρη». Αν δεν ήταν τόσο τραγική η κατάσταση, θα ήταν κατάλληλη στιγμή για να πει κανείς στον βασιλιά: βρε δεν… λέω γω.
Ας επιμείνουμε ωστόσο λίγο ακόμα, εξετάζοντας από άλλη σκοπιά την κρατική συμπόνια. Μπορεί ένα μέτρο να είναι άδικο αλλά σωστό, ή πάντως αναγκαίο; Ποιο θα ήταν ένα κριτήριο υψηλότερο από τη δικαιοσύνη; Ας πούμε ότι είναι η αποτελεσματικότητα. Κάποιοι την πληρώνουν, αδίκως, προκειμένου να μην την πληρώσουν πολύ χειρότερα, πάλι αδίκως. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να μπορώ να πειστώ ότι η συγκεκριμένη αδικία είναι η προϋπόθεση της σωτηρίας μου, ότι στο επιθυμητό αποτέλεσμα οδηγούμαστε αποκλειστικά και μόνον μέσω αυτής της αδικίας, διαφορετικά έρχεται η καταστροφή. Όμως ποτέ δεν είναι μόνο ένας ο δρόμος. Ο μονόδρομος είναι ιδεολόγημα. Η δεύτερη επιφύλαξη είναι πως δεν σωζόμαστε ή χανόμαστε όλοι μαζί. Αν κάποιος επισείει την καταστροφή ως απειλή για να χειροτερέψει η δική μου θέση, αυτό συνήθως το λέμε εκβιασμό. Άσε που τίποτε δεν δείχνει ότι όντως αποφεύγουμε την καταστροφή. Τρίτον: είναι γνωστό ότι τα μέτρα δεν αποδίδουν μόνο με τον βούρδουλα, χρειάζεται κάποια πειθώ (Αυτό το κενό είχε προσπαθήσει να καλύψει μια καταπληκτική διαφήμιση για τη «φορολογική συνείδηση», σχεδιασμένη μάλλον από τον τότε υπουργό Βουλγαράκη.). Επιστρέφοντας στο σήμερα, ποιος θα συναινέσει σε μέτρα που ο ίδιος ο υπουργός χαρακτηρίζει άδικα, και γιατί; Δεν θα συναινέσει κανείς, θα μας κόβουν το ρεύμα. Και θα το κόβουν, βεβαίως, σε αυτούς που απλώς δεν έχουν να πληρώσουν.
Ξαναγυρνάμε λοιπόν στην πηγή του προβλήματος: Άδικο μέτρο είναι ένα μέτρο στο οποίο οι ισχυροί επιβάλλουν τη θέλησή τους στους ανίσχυρους, διότι θέλουν και μπορούν. Η πραγματική ελπίδα των αδυνάτων είναι να σταθούν απέναντι σε αυτά τα συμφέροντα και να κάνουν τους ισχυρούς να θέλουν αλλά να μη μπορούν. Στο μεταξύ, κάποιος πρέπει να ενημερώσει τους επικοινωνιολόγους της κυβέρνησης ότι δεν είμαστε τόσο βλαμμένοι.