της Μίκας Αγραφιώτου
Το πρόβλημα βρίσκεται μέσα στην ρίζα της κοινωνίας, η οποία φαίνεται πως εφαρμόζει ολοένα και περισσότερο τον Θατσερικό λόγο στην καθημερινότητά της. Η κοινωνία δεν υπάρχει, στις πόλεις, στα χωριά, στα βουνά και στην θάλασσα. Χτες ήταν ο Φύσσας, ο Ζακ, η Δήμητρα της Λέσβου, ο Βαγγέλης Γιακουμάκης, ο Βασίλης Μάγγος, ο Άλκης Καμπανός, οι γυναίκες που δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους τους. Σήμερα αγνοείται ο Θύμιος. Αύριο θα είναι κάποιος άλλος που δεν χωράει στα μέτρα όσων προσπαθούν να διαρρήξουν με κάθε τρόπο την οποιαδήποτε κοινωνική συνοχή.
Και κάπου εδώ οφείλει να συζητηθεί και αυτός ο περιβόητος «ρόλος των αρχών». Άσχημα πράγματα συμβαίνουν εκεί όπου, σε γενικές γραμμές, έχουν τον χώρο να συμβούν. Και ακριβώς αυτό αποτελεί και το πιο σοκαριστικό κομμάτι όλων αυτών των καταστάσεων, ότι η καφρίλα δεν εκφράζεται εν κενώ, αλλά έχει λάβει την συλλογική αποδοχή, βρίσκει ιδεολογικό και σωματικό χώρο έκφρασης γιατί, πολύ απλά, της χαρίζεται απεριόριστα. Στις περισσότερες περιπτώσεις από τις παραπάνω, οι αστυνομικές αρχές όχι μόνο ήταν απούσες, αλλά ήταν (συν)αυτουργοί. Οι τοπικές δημογεροντίες ήταν απούσες. Οι φιλήσυχοι γείτονες ήταν απόντες. Και κανένας δεν βρέθηκε να πει «αφήστε ήσυχο, επιτέλους τον άνθρωπο» γιατί θα γινόταν μειοψηφία. Γιατί θα χαλούσε τη μαγιά ενός δηλητηριασμένου γλυκού που έχει δέσει με μίσος και φόβο, με μισαλλοδοξία και φανατισμό.
Όταν οι ίδιες οι «αρχές» επιδίδονται σε περίτεχνο bullying προς κάθε αδύναμο τμήμα της κοινωνίας, κάποια τμήματα είναι σχεσιακά βέβαιο ότι θα εξαγριωθούν εξίσου. Οι κοινωνικές και ταξικές ανισότητες που συναρθρώνουν τόσο βίαια την επαρχία, είναι οι ίδιες που κατασκευάζουν την περίκλειστη κόλαση ενός σκοτεινού διαμερίσματος στην πόλη. Ο δημόσιος λόγος των τηλεοπτικών καναλιών, του επιτελείου της κυβέρνησης, των δημοσιογράφων και όλου του σιναφιού τους, είναι κατεξοχήν βίαιος. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τους 30.000 νεκρούς της πανδημίας, που για αυτούς δεν γίνεται κουβέντα. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα νομοσχέδια που οδηγούν την χώρα σε εργασιακό μεσαίωνα, τις αυξήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης, στα καύσιμα, στο ρεύμα. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη βία απέναντι στους φοιτητές, απέναντι στους υγειονομικούς, απέναντι στους απλούς πολίτες που είδαν το αστυνομικό κλομπ να προσγειώνεται στο κεφάλι τους επειδή βγήκαν να πάρουν έναν καφέ.
Ο αδιανόητος κυνισμός και η συστηματική υπονόμευση της λαϊκής συνείδησης ως κάτι το κατακριτέο και το επονείδιστο, η συνεχής προβολή γραβατωμένων τραμπούκων που ως άλλες Μαρίες Αντουανέτες, σχολιάζουν βιτριολικά την ανέχεια, την απελπισία και τον πόνο των συμπολιτών τους, έχουν οδηγήσει σε γενικευμένη κοινωνική εξάρθρωση και στην υιοθέτηση αυτού του κυνισμού ως βασικό μέσο διαλόγου. Και επειδή αυτή η γενικευμένη καφρίλα χρειάζεται πάντα έναν «κατώτερο» για να εκφραστεί, η έννοια του «τρελού του χωριού» επανέρχεται στο προσκήνιο. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει το περιθώριο για να εξακοντιστούν όσοι δεν χωράνε στο κέντρο, οφείλει να δημιουργηθεί. Η συμπεριληπτικότητα είναι μια ωραία λέξη όταν ακούγεται από δημόσια πρόσωπα με καλυμμένη θέση, αλλά στην πράξη βρίσκεται και αυτή στο σύννεφο από ωραίες λέξεις που αιωρείται, με αόριστο τρόπο και αυτό, στον τωρινό εναλλακτικό δημόσιο λόγο.
Και όσο και αν μας σοκάρει η είδηση του άστεγου που κόπηκε στα δύο ψάχνοντας λίγη τροφή στον αυτόματο κάδο, όσο και αν τρέμουμε στην ιδέα ότι αύριο θα είναι το δικό μας παιδί που θα γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος ενός οικοσυστήματος που συνεχίζει να μισεί οτιδήποτε δεν μοιάζει με το είδωλο του στον καθρέφτη, ότι θα γίνει ο νέος Ζακ, η νέα Δήμητρα, ο νέος Βαγγέλης, ο νέος Θύμιος, δεν μας σοκάρει και δεν μας τρομάζει αρκετά.
Γιατί και συνηθίσαμε το τέρας, και το τέρας έχει λάβει και τα δικά μας χαρακτηριστικά. Γιατί κάποιος πρέπει να φταίει για τη μίζερη ζωή που μας έλαχε. Γιατί, ενώ η Ρώμη καίγεται, έχουμε εγκλωβιστεί τόσο βαθιά στον μικροαστικό μικρόκοσμο της κάλπικης ασφάλειας των λίγων τετραγωνικών μέτρων που έμελλαν να ορίσουν την ύπαρξή μας, που νομίζουμε πως όλα τα άλλα λαμβάνουν χώρα σε μια ετεροτοπία και όχι στο διπλανό σπίτι. Όχι στο δικό μας σπίτι. Ποτέ το κακό δεν θα φτάσει στο δικό μας, «κανονικό» σπίτι.
Τι θα γίνει όμως όταν το «σπίτι πάνω στον λόφο» γκρεμιστεί συθέμελα με εμάς μέσα; Κλείνοντας το εν λόγω μυθιστόρημα του, ο Τσεζάρε Παβέζε έγραφε: «μόνο για τους νεκρούς ο πόλεμος έχει τελειώσει στ’ αλήθεια». Η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει ότι ο πόλεμος δεν τελειώνει ούτε και για αυτούς.