Οι επικείμενες αποφάσεις του Μάριο Ντράγκι έχουν γίνει κεντρικό ζήτημα τόσο στις αγορές, όσο και στους Ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι εμφανίζονται διχασμένοι ως προς τις προοπτικές της κίνησης.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η κίνηση, ενδεχομένως, θα δώσει ανάσα σε οικονομίες που ασφυκτιούν.

 
Η Γερμανία από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι η προσφορά «φρέσκου» χρήματος θα οδηγήσει σε χαλάρωση στις χώρες του Νότου και, όπως μετέδιδαν οι Financial Times, έχει ήδη συμφωνήσει με την ΕΚΤ να μην συμμετάσχει στην κίνηση. 
 
Στον αντίποδα, ο Φρανσουά Ολάντ, έχει εκράσει την άποψη πως η αγορά ομολόγων θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη και θα φέρει σημαντική ρευστότητα. 
 
 

Τύπωμα χρήματος
 

Ο Γάλλος πρόεδρος, μάλιστα, εκτίμησε ότι η απόφαση είναι ειλημμένη και ότι ο Μάριο Ντράγκι θα ανακοινώσει την Πέμπτη την αγορά κρατικών ομολόγων, η οποία ισοδυναμεί με αγορά κρατικού χρέους και τύπωμα χρήματος.
 
Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι η ΕΚΤ δεν έχει πλέον άλλα περιθώρια και ότι αυτή είναι η κίνηση που πρέπει να γίνει για να επιβιώσει το δόγμα «τα πάντα για το ευρώ» του Μάριο Ντράγκι.
 

Οι τράπεζες στον ELA

 
Στην Ελλάδα, οι διαθέσεις του Μάριο Ντράγκι σχετικά με τα ελληνικά ομόλογα δεν έχουν αποσαφηνιστεί. Αρκετά δημοσιεύματα αναφέρουν ότι η ΕΚΤ δεν θα αγοράσει χρέος από την Ελλάδα.
 
Υπενθυμίζεται ότι τρεις στις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες έχουν προσφύγει στον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας.
 
Ο δανεισμός των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, με επιτόκιο 0,05%, έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα 45 δισ. ευρώ και πληροφορίες τον ανεβάζουν στα 60 – 65 δισ. ευρώ. 

Ο δανεισμός από τον ELA, σημειώνουν ότι η προσφυγή στον ELA δεν συνιστά μείζονα ανησυχία και θυμίζουν ότι τώρα είναι μηδενικός, όταν το 2013 είχε φτάσει τα 123 δισ. ευρώ, θα γίνεται με επιτόκιο 1,55%. Σημειώνεται ότι με την υπαγωγή στον ELA, η ΤτΕ είναι εκείνη που αναλαμβάνει το κόστος και τους κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν από την έκτακτη παροχή ρευστότητας.

Τόσο στην ΕΚΤ, όσο και στον ELA, το κόστος δανεισμού των τραπεζών επιβαρύνεται κατά μία μονάδα, 1,05% και 2,55% αντίστοιχα, επειδή οι εγγυήσεις του Δημοσίου που χρησιμοποιούνται για την άντληση ρευστότητας ανήκουν στον πυλώνα ΙΙ του σχεδίου Αλογοσκούφη και επιβαρύνονται με 100 μονάδες βάσης.
 
 

Τα σενάρια για την Ελλάδα

 
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times της Δευτέρας, η ΕΚΤ θα συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μόνο αν η Ελλάδα παραμείνει σε πρόγραμμα.
 
Οι FT τονίζουν πως η ΕΚΤ ενδεχομένως να προβεί σε υποχωρήσεις μπροστά σε όσους έχουν αμφιβολίες, κυρίως το Βερολίνο, και να υποχρεώσει τις εθνικές τράπεζες να αναλάβουν τις απώλειες για το εθνικό τους χρέος.
 
Η ΕΚΤ θα μπορούσε να συμφωνήσει να συμμετέχει με την αγορά των ομολόγων της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας. Οι διαμορφωτές γνώμης θα μπορούσαν να επιτρέψουν στην Ελλάδα και άλλες χώρες με αξιολόγηση «junk» να αγοράσουν ομόλογα, επιμένοντας ότι θα μπορούν να το κάνουν μόνο αν οι χώρες τους παραμένουν στα προγράμματα μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
 
Ακόμα, όμως, και αυτό το βήμα, σύμφωνα με τους FT, δεν αναμένεται να κερδίσει την εμπιστοσύνη του προέδρου της Bundesbank Γιένς Βάιντμαν, ο οποίος επιμένει ότι πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης χωρίς εθνική ευθύνη για τις τυχόν απώλειες θα αντίκειται στους κανόνες της ΕΕ.
 
Τέτοιο σχέδιο θα λειτουργούσε κατευναστικά για τους Γερμανούς φορολογούμενους που φοβούνται ότι θα τιμωρηθούν για αυτό που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν ως ανηθικότητα εκ μέρους άλλων κρατών μελών. Οι προσδοκίες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θέλει να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, θα κερδίσει τις εκλογές της Κυριακής έχει επιδεινώσει αυτές τις ανησυχίες.
 

Σε εντεταλμένη υπηρεσία

 
Την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ επιτίθεται σε μέσα ενημέρωσης, αλλά και στον πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά, προσωπικά, κάνοντας λόγο για ακατάσχετη κινδυνολογία, με αφορμή τη συνεδρίαση της ΕΚΤ.
 
Η ανακοίνωση αναφέρει: «Τα δημοσιεύματα που αναφέρονται σε “έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη”, ενόψει της επικείμενης συνεδρίασης ΕΚΤ για την αγορά ελληνικών ομολόγων, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και με τη δημοσιογραφική δεοντολογία.
 
Μια εβδομάδα πριν τις εκλογές, συγκεκριμένη μερίδα των ΜΜΕ επιλέγει την ακατάσχετη κινδυνολογία, λειτουργώντας σε εντεταλμένη υπηρεσία, όπως έγινε και στις εκλογές του 2012.
 
Το μεγάλο όμως ερώτημα παραμένει: ποιά είναι η στάση του κ. Σαμαρά ενόψει της επικείμενης συνεδρίασης του ΔΣ της ΕΚΤ, εκτός από το να διαρρέει τέτοιου είδους ‘ρεπορτάζ’;».