Σ’ ένα από εκείνα τα πειράματα που οι –καθώς τους λεν- επιστήμονες γυρεύουν να επεξεργαστούν τη συμπεριφορά των ζωντανών για να βγάλουν συμπεράσματα, πριν απ’ όλους, για τους ίδιους, ρίχνουν μερικά ποντίκια σε μια γούρνα γιομάτη νερό.
Τα δύστυχα ζώα πνίγονται, πολύ πριν εξαντλήσουν τις δυνάμεις τους, όταν πειστούν, κι αφού κολυμπήσουν γύρω-γύρω τη δεξαμενή, ότι δεν υπάρχει τρόπος να σκαρφαλώσουν και να απελευθερωθούν.
Όταν οι ερευνητές, που διενεργούσαν το πείραμα, τράβηξαν κάποια στιγμή έξω απ’ το νερό, εγκαίρως, ένα από τα ποντίκια, η διάσωσή του προκάλεσε μια κρίσιμη αλλαγή. Στην επανάληψη του πειράματος, το συγκεκριμένο ποντίκι, αντί να παραιτηθεί από την προσπάθεια του, και παρά το γεγονός ότι «πείσθηκε» και πάλι για την απελπιστική του κατάσταση, αναζητώντας διέξοδο γύρω-γύρω στα τοιχώματα της δεξαμενής, συνέχισε να κολυμπάει, αυτή τη φορά δίχως να εγκαταλείψει την προσπάθεια, ως την πλήρη του εξάντληση.
Είχε αλλάξει η εικόνα του για την δεξαμενή. Είχε αλλάξει η εικόνα του για τον κόσμο. Αλλά, θα μπορούσε αυτή η «πίστη» του να αλλάξει και τον κόσμο; Θα μπορούσε η «πίστη» του, ακόμη και να αφαιρέσει τα τοιχώματα της δεξαμενής που το έπνιγαν; Θα μπορούσε, δηλαδή, να αλλάξει και ο κόσμος;
Σπεύδω να απαντήσω: του ποντικού όχι, των ανθρώπων ναι! Με άλλα λόγια, αν είμαστε ποντίκια, όχι! Αν είμαστε άνθρωποι, ναι!
Και καθώς μιλώ για ανθρώπινη «πίστη», εντός εισαγωγικών, αφού και θεολόγος δεν είμαι, αλλά και ο χριστιανισμός μου «παίζεται», δεν μπορώ να μην ανατρέξω στην κατηχητική που η επίσημη θρησκεία επέβαλλε στανικά –και- στη δική μου γενιά.
«Το πλοίο βρισκόταν κιόλας καταμεσής της λίμνης, ταλαιπωρούμενο από τα κύματα, περιγράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, γιατί ο άνεμος ήταν αντίθετος».
«Ήν γαρ εναντίος ο άνεμος!» Τι εικόνα κι αυτή, με τον αντίθετο άνεμο, «με τον καιρό να ‘ναι κόντρα», όπως θα το πουν οι Χαίνηδες στον «Ακροβάτη» τους!
Κι εκεί, κατά την τέταρτη βάρδια της νύχτας, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, ξεκίνησε, λέει, ο Ιησούς να πάει κοντά στους θαλασσοδαρμένους μαθητές του, περπατώντας πάνω στη λίμνη. Πόσα και πόσα νεανικά ανέκδοτα δεν παρήγαγε η εικόνα αυτή; «Όχι από κει Πέτρο, απ’ τα βραχάκια ρε συ!» ήταν η κωμική επωδός της αθεϊστικής εφηβείας μας. Ανυποψίαστοι για το εναντίον του ανέμου! Η εικόνα του κόσμου μας, προφανώς, δεν μπορούσε να χωρέσει κανέναν «περιπατούντα επί της θαλάσσης».
Κατ’ αναλογίαν και εκείνοι οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατά πάνω στη λίμνη, ταράχτηκαν. «Ότι φάντασμα εστί!». Δεν γίνεται ρε συ, σου λέει. Και από το φόβο τους έβαλαν τις φωνές. Άκουσε ο Ιησούς τις κραυγές και έσπευσε να τους καθησυχάσει, λέγοντας «Θαρσείτε, εγώ ειμί, μή φοβείσθε». Πώς θα το περιέγραφαν οι πιτσιρικάδες του σήμερα; «Μη μασάτε, ρε γατάκια! Εγώ είμαι!»
Ο Πέτρος όμως, ο τύπος με την ακλόνητη σιγουριά και βεβαιότητα, δεν έλεγε με τίποτα να πεισθεί. «Άμα είσαι μάγκας, πες μου να έρθω να περπατήσω κι εγώ», ήταν η πρόκληση που έθεσε. Σιγά, δηλαδή, μην τσιμπήσουμε στη μαλακία που μας υπόσχεται ο «πασαείς»!
Πού θα βρείτε τα λεφτά, τώρα μάλιστα που «ήν γαρ εναντίος ο άνεμος»; Πού οέο; Πώς γίνεται να περπατήσουμε στο νερό; Πώς γίνεται να βρείτε λεφτά; Σιγά μην τα βρείτε! Οπότε, αφού δεν γίνεται που δεν γίνεται, δεν είναι καλύτερα να πείτε κι εσείς «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης νοικοκύρης, για ν' αποχτήσης πρόβατα, ζευγάρια κι' αγελάδες, χωριά κι' αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν»; Αλέξη κάτσε φρόνιμα για να ‘μπεις στο Ποτάμι, για να αποχτήσεις Μπόμπολα, το Σκάι και το Μέγκα, παρατρεχάμενους πολλούς, μαλάκες να δουλεύεις.
Παρ’ όλα αυτά ο Ιησούς ανταποκρίνεται στο στοίχημα. Έλα ρε συ, προσκαλεί τον Πέτρο να περπατήσει στο νερό. «Ελθέ!». «Το ’χεις ρε συ», θα αναφωνούσαν οι πιτσιρικάδες του σήμερα. Οπότε κι εκείνος κατέβηκε απ’ το ανεμοδαρμένο σκαρί καμαρωτός -καμαρωτός και ω του θαύματος –που λένε- άρχισε να περπατά πάνω στο νερό. Έτσι ισχυρίζεται ο Ματθαίος ο Ευαγγελιστής, μεγάλη η χάρη του.
«Έλα ρε μαλάκα! Στη θάλασσα βουλιάζεις, αφού!» μας κράζει ο έφηβος μέσα μας!
Βλέποντας, όμως, δυνατό τον άνεμο, ο Πέτρος φοβήθηκε. Διότι είπαμε «με τον καιρό να ‘ναι κόντρα», «ήν γαρ εναντίος ο άνεμος»! Ούτε κουβέντα δεν θέλανε να ακούσουνε οι Αγορές, η Μέρκελ και ο Σόϊμπλε, καλή τους ώρα. Και καθώς φοβήθηκε, άρχισε να βουλιάζει. Καλά ρε, με το Χριστό δίπλα και φοβήθηκε; Κοτζάμ απόστολος Πέτρος- πάλι μεγάλη η χάρη του- και κόλλωσε; Κι’ όμως! Έτσι! «Βλέπων τον άνεμον ισχυρόν, εφοβήθη και αρξάμενος καταποντίζεσθαι…» Παρά λίγο να πνιγεί το μικρό μας ποντικάκι.
Ο Ιησούς άπλωσε το χέρι, τον έπιασε απ’ το μανίκι και τον τράβηξε –αντίθετα απ’ ότι το Κόμμα- έξω, λέγοντας του: «Ολιγόπιστε, τι σε έκανε να διαστάσεις; Ολιγόπιστε, είς τι εδίστασας;» Μόλις μπήκαν στο πλοίο, κόπασε ο δυνατός άνεμος.
«Με τον καιρό να ‘ναι κόντρα, έχει τιμή σαν πετάς».
Τότε είναι που τα θαύματα διαρκούν! Διαρκούν μόνο και για όσο τα πιστεύεις! Τα θαύματα διαρκούν όσο τα πιστεύεις! Αρκεί να μην είσαι ποντίκι! Αρκεί να μην σου «φτάνει» ο κόσμος που ζεις, αρκεί να μην κάνεις ότι δεν σε πνίγουν τα τοιχώματα της δεξαμενής. Κι ας «ήν γαρ εναντίος ο άνεμος!». Ιδιαίτερα τότε, ρε συ! Για να μπορεί ο κόσμος μας να χωρέσει αυτούς που τολμούν να περπατάνε στη θάλασσα!
To άρθρο στολίζει το έργο του Χοκουσάι “Το μεγάλο κύμα έξω από την Kαναγκάουα”.