Η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ άρχισε με έναν καταιγισμό από ενέργειες που κυρίως αφορούσαν σε απελάσεις μεταναστών, άρσεις ορισμένων κεκτημένων της αμερικανικής πολιτικής ζωής και στοχευμένες απειλές.

Η κοινή υπόρρητη λογική τους είναι μια επαναχάραξη της διεθνούς τάξης, από τη στιγμή που, όπως παραδέχθηκε ο Υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, οι διεθνείς κανόνες στρέφονται πλέον εναντίον των ΗΠΑ λόγω της ανάδυσης της οικονομικής δύναμης της Κίνας. Οι κανόνες αυτές βεβαίως δεν μπορούν παρά να ξαναγραφούν με σκληρότητα, με εκμετάλλευση της εργασίας και των πόρων στις ίδιες τις ΗΠΑ, αλλά και στους συμμάχους τους, όπως την Ευρωπαϊκή Ένωση, προς την οποία έχουν εξαγγελθεί δασμοί. Αν, όμως, η πρώτη θητεία Τραμπ είχε χαρακτηρισθεί από τις παλινωδίες και τις εκκρεμότητές της, το εγχείρημα και της δεύτερης σημαίνει μια άρση της ιδεολογικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, που είχε βασιστεί στον δικαιωματισμό, αλλά και έναν κίνδυνο επιτάχυνσης των κινδύνων που επιθυμεί να αντιμετωπίσει. Το ελεύθερο εμπόριο εμφανίζεται αίφνης να το υπερασπίζεται η Κίνα, παρά τον ολοκληρωτικό έλεγχο στο εσωτερικό της, χωρίς μάλιστα να υπαγορεύει κανόνες για το εσωτερικό των χωρών. Στο πλαίσιο αυτό απομένει η Ευρωπαϊκή Ένωση να υπερασπίζεται τον κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό από τη θέση μιας ορφανής υποτέλειας.

Έχει προκαλέσει αμηχανία εν προκειμένω η προσπάθεια του Έλον Μασκ να επηρεάσει την πολιτική σκηνή σε κρίσιμους συμμάχους των ΗΠΑ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, η Γερμανία και η Ιταλία. Στη Γερμανία υποστήριξε την Αλίς Βάιντελ της AfD, οργανώνοντας διαδικτυακή συζήτηση μαζί της, και στην Ιταλία την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, η φιλία με την οποία χρονολογείται τουλάχιστον από το θέρος του 2023, όταν ο Νοτιοαφρικανός μεγιστάνας τη συνάντησε στο Palazzo Chigi, που αποτελεί την επίσημη κατοικία της Ιταλίδας πρωθυπουργού. Η Μελόνι θεωρεί τον Μασκ ως έναν μεγάλο μοντερνιστή, όπως δήλωσε στον ιταλικό Τύπο, και δεν θα ήταν άκαιρο να θυμηθούμε την παραδοσιακή σχέση του ιταλικού φασισμού με τον φουτουρισμό. Στόχος είναι η αποκαθήλωση της φιλελεύθερης συναίνεσης στη συλλογική Δύση, η οποία έχει ήδη αρχίσει να έχει αποτελέσματα λ.χ. με την κατάρρευση της κυβέρνησης Σολτς στη Γερμανία και την παραίτηση του Τζάστιν Τριντό στον Καναδά. Στο Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζεται ο ακροδεξιός ακτιβιστής Τόμι Ρόμπινσον. Αν στην πρώτη τετραετία του ο Ντόναλντ Τραμπ είχε επιχειρήσει μια ιδεολογική ηγεμονία μέσω αμφιλεγόμενων προσώπων, όπως ο Στηβ Μπάννον και ο πρέσβης στη Γερμανία Ρίτσαρντ Γκρενέλ, κατά τη δεύτερη τετραετία ο Έλον Μασκ είναι πολύ πιο επιδραστικός, όντας μάλιστα ιδιοκτήτης της πλατφόρμας X (πρώην Twitter). Πρόκειται για μια προσωποπαγή πολιτική, όπου συγχέονται τα όρια ανάμεσα στον θεσμό και το χάρισμα του επιχειρηματία ή το ιδιωτικό και το εθνικό συμφέρον.

O φουτουρισμός του Έλον Μασκ μεταφέρεται και στο γεωπολιτικό επίπεδο, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ ενδιαφέρεται για τη Γροιλανδία, η οποία μπορεί να καλύπτεται κατά το 81% της από παγετώνες, πλην βρίσκεται σε μια εξαιρετικά στρατηγική θέση για τη ναυσιπλοΐα και τη διακίνηση αγαθών μεταξύ των ηπείρων της Αμερικής και της Ευρώπης. Η ίδια φροντίδα εκδηλώνεται και για τον Αρκτικό Ωκεανό που μέλλει να είναι το κυρίως γεωπολιτικό διακύβευμα στις δεκαετίες που θα έλθουν ακόμη και εν όψει ενός ανταγωνισμού ΗΠΑ και Ρωσίας. Εξ ου και ο Ντμίτρι Πεσκόφ ήδη τόνισε ότι ο Αρκτικός Ωκεανός αποτελεί περιοχή εθνικών και στρατηγικών συμφερόντων της Ρωσίας. Ο Τραμπ κλείνει το μάτι στο αμερικανικό παρελθόν του 19ου αιώνα όχι μόνο ως προς το δόγμα Μονρό του απομονωτισμού στο δυτικό ημισφαίριο, αλλά και ως προς τις δυναμικές εξαγορές, καθώς είχε συμβεί με την Αλάσκα το 1867.

Οι Ευρωπαίοι δυσανασχετούν καθώς γίνονται αντικείμενα χλεύης με την οποία αυτοί προηγουμένως αντιμετώπιζαν τους μη δυτικούς, ενώ ο τραμπισμός δείχνει καλύτερο συντονισμό με τους «νταήδες» της γεωπολιτικής, όπως ο Ταγίπ Ερντογάν, με τους οποίους μπορεί να γίνει προσωπικό αλισβερίσι. Ταυτοχρόνως, ο κυριαρχισμός επεκτείνεται στην Ευρώπη με τον Χέρμπερτ Κικλ στην Αυστρία, ο οποίος παρουσιάζει εκλεκτικές συγγένειες με τον Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας και τον Ρόμπερτ Φίτσο της Σλοβακίας. Η οικονομική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ επικεντρώνει στα εμπορικά ισοζύγια και στην εσωτερική παραγωγή, αλλά και την ανάσχεση της αξιοποίησης της πρωτοποριακής δυτικής τεχνολογίας από την Κίνα. Η ιδεολογική νίκη του τραμπισμού είναι έκδηλη και στην παύση του ελέγχου γεγονότων στην πλατφόρμα Meta του Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ενώ υποχωρούν τα woke προτάγματα σε μεγάλους οικονομικούς κολοσσούς, όπως η αλυσίδα McDonalds. Ως προς τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ο καιροσκοπισμός του να συνταχθεί με τα νέα προτάγματα του τραμπισμού, μεταφέροντας ακόμη και τις επιχειρήσεις του στο Τέξας, μακριά από τη φιλελεύθερη Καλιφόρνια, καθώς πρόκειται για έναν επιχειρηματία με διαχρονικούς δεσμούς με το εκάστοτε αμερικανικό βαθύ κράτος. Σημειωτέον, άλλωστε, ότι στο Facebook είχε αρχικώς επενδύσει και ο Πίτερ Τιλ, ο οποίος πλέον διά του παλαιού του προστατευόμενου Τζέιμς Ντ. Βανς συνδέεται στενά με την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Ειδικά ο Τιλ έχει επενδύσει τον τραμπισμό με μια Πολιτική Θεολογία, εμπνευσμένη από τον Καρλ Σμιτ, πολιτικό φιλόσοφο που συμπορεύθηκε με τον ναζισμό. Σύμφωνα με την τελευταία, -αναπαράγοντας συνοπτικά και σχηματικά τη σκέψη του-, ο Αντίχριστος είναι το παγκόσμιο κράτος που προσπαθεί να εμποδίσει την εσχατολογική συντέλεια, εν προκειμένω του πυρηνικού ολέθρου, επιβάλλοντας έναν κοσμοπολίτικο ολοκληρωτισμό. Ο ρόλος του τραμπισμού είναι να αποτελέσει ένα «κατέχον», κατά την ορολογία του αποστόλου Παύλου, δηλαδή μία δύναμη που θα αναστείλει την έλευση του Αντιχρίστου και αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τον κυριαρχισμό, δηλαδή τον πολιτικό και οικονομικό εθνικισμό της κυριαρχίας, και τη γεωπολιτική πολυπολικότητα που αναβάλλουν την έλευση ενός παγκόσμιου ολοκληρωτισμού. Ένας Νοτιοαφρικανός και ένας Γερμανός μεγιστάνας που χρηματοδοτούν την τραμπική ξενοφοβία με ιδεολογικό περικάλυμμα φουτουριστικού μετανθρωπισμού και αποκαλυπτικής πολιτικής θεολογίας αντιστοίχως· τι μπορεί να πάει άσχημα;

Υπάρχουν, όμως, βαθύτερες δημογραφικές και ιδεολογικές αλλαγές στις οποίες βασίζεται ο τραμπισμός αρχής γενομένης από το ότι υπάρχει πλέον μία πολυφυλετική συντηρητική πλειοψηφία. Ο Τραμπ δεν βασίζεται πλέον στις ψήφους λευκών, αλλά σε ψήφους πολιτών από όλες τις φυλές που ασπάζονται μια συντηρητική αναδίπλωση. Η πολιτική των δασμών δεν μπορεί να επεκταθεί σε όλα τα αγαθά, αφού θα οδηγούσε σε χειροτέρευση του αμερικανικού βιοτικού επιπέδου, αλλά θα επικεντρωθεί σε αγαθά, όπως τα ιατρικά και τα αμυντικά. Αυτό που κάνει ιδιαιτέρως εντύπωση είναι η υποταγή των γιγάντων της ψηφιακής τεχνολογίας στον τραμπισμό. Βεβαίως ο Τζεφ Μπέζος της Amazon οφείλει μεγάλο μέρος του πλούτου του στα συμβόλαιά του με το ομοσπονδιακό κράτος, ενώ o Μαρκ Ζούκερμπεργκ της Meta προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τις καλές σχέσεις του με τον Λευκό Οίκο, προκειμένου να αποφύγει πρόστιμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ λόγω της παραβίασης των νόμων για τα τραστ.

Η κυβέρνηση Τραμπ χρησιμοποιεί την απαγόρευση πρόσβασης στην αγορά της ως θεμελιώδες διαπραγματευτικό χαρτί. Οι θεαματικές απελάσεις μεταναστών και οι σχετικές επιθέσεις κυρίως στην Κολομβία, αλλά και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως το Μεξικό και η Βραζιλία, δείχνει ότι σκοπός του Τραμπ είναι η περιχαράκωση του δυτικού ημισφαιρίου, κλείνοντας το μάτι σε άλλους ηγέτες ότι μπορούν να έχουν τις δικές τους σφαίρες επιρροής. Ταυτοχρόνως, όμως, το τεχνολογικό επίτευγμα της Κίνας με το DeepSeek δείχνει ότι παραδόξως η συγκεντρωτική Κίνα εμφανίζεται ως κύρια υποστηρίκτρια του καπιταλισμού των ανοικτών συνόρων. Η νέα εξέλιξη που έχει προκύψει είναι ότι ενδέχεται η παγκοσμιοποίηση να μη συμφέρει πλέον τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά τα κινεζικά, για αυτό και υπάρχει στροφή των ΗΠΑ προς τον οικονομικό εθνικισμό και τα προστατευτικά μέτρα. Ένα μέρος των ολιγαρχών που ασχολούνται με την ψηφιακή τεχνολογία στρέφονται περισσότερο προς την εθνική ασφάλεια και αναδίπλωση. Η αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση γίνεται έτσι ο συνδετικός κρίκος του τραμπισμού παρά το γεγονός ότι ήδη αναδύονται οι αντιθέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές τάσεις του, όπως είδαμε με τη σύγκρουση το Στηβ Μπάνον ενάντια στον Έλον Μασκ. Ο Στηβ Μπάνον που υπήρξε κομβικό πρόσωπο κατά την πρώτη θητεία Τραμπ άσκησε δριμεία κριτική στο αίτημα του Έλον Μασκ για παροχή βίζας σε μετανάστες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην ψηφιακή τεχνολογία. Κατά τον εθνολαϊκιστή Μπάνον, οι ολιγάρχες υποστηρίζουν ευκαιριακά τον Τραμπ, ενώ είναι προϊόντα του κερδοσκοπικού κεφαλαίου και οπαδοί του μετανθρωπισμού, ο οποίος συνδέεται με το woke κίνημα. Παρά την αντίθεση αυτή ανάμεσα στην εθνολαϊκή πτέρυγα του τραμπισμού και στους ολιγάρχες, υπάρχει ως συγκολλητική ουσία ο προστατευτισμός, τον οποίο ασπάζονται αμφότεροι. Σε αυτό το πλαίσιο η αριστερά χρειάζεται να αναδιατυπώσει επειγόντως το δικό της διεθνιστικό πρόταγμα.