του Γιώργου Πλειού
Για παράδειγμα, ήδη μεθοδεύεται η πώληση του Alter που έκλεισε πριν λίγα χρόνια. Στην Ισπανία μια παρόμοια περίπτωση με του Mega ήταν αυτή του Groupo PRISA. Τα χρέη του προς τις τράπεζες ανταλλάχτηκαν με μετοχές και έτσι το PRISA πέρασε στον έλεγχο των τραπεζών. Ο άμεσος έλεγχος των ΜΜΕ από τις τράπεζες οδηγεί σε αλλαγή της δομής της διαπλοκής, την κάνει ακόμα πιο σκληρή και σε πολιτικό επίπεδο μπορεί να οδηγήσει σε μια εκβιασμένη συναίνεση, με το σχήμα μιας οικουμενικής, μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού, κυβέρνησης εθνικής ενότητας κοκ. Κατά δεύτερο λόγο οι επιχειρηματίες που έχουν το Mega, καθώς και αρκετά πολιτικά στελέχη, το χρειάζονται. Επομένως θα κάνουν πολλά προκειμένου να μην κλείσει.
Το ζήτημα όμως που με απασχολεί εδώ, όπως τέθηκε στο δημόσιο διάλογο, είναι αν πρέπει να λυπάται κάποιος ή όχι στην περίπτωση που το Mega κλείσει. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, προσωπικά ούτε λυπάμαι ούτε χαίρομαι που “κλείνει” (ξαναλέω εκτιμώ πως δεν θα κλείσει) το Mega. Άλλωστε θα έπρεπε να έχει κλείσει εδώ και καιρό, είτε λόγω χρεών είτε επειδή εκπέμπει χωρίς άδεια. Ένας ακόμα λόγος που δεν χαίρομαι ούτε λυπάμαι είναι επειδή δεν με αφορά – με την έννοια ότι δεν είναι ένα κανάλι δημόσιας υπηρεσίας, δεν προσφέρει δημόσιο αγαθό, αλλά με τυπικούς όρους πρόκειται μια επιχείρηση. «Κλείνοντας» το Mega χάνει ο επιχειρηματίας ή οι επιχειρηματίες που το έχουν. Θα χαιρόμουν αν ήμουν ανταγωνιστής, θα στενοχωριόμουν αν ήμουν μέτοχος ή εργαζόμενος του καναλιού. Δεν είμαι τίποτα από αυτά τα δυο.
Λυπάμαι όμως μόνο για τους εργαζόμενους του σταθμού που θα χάσουν τη δουλειά τους αν κλείσει το Mega, όπως και κάθε επιχείρηση, αλλά όπως προείπα εκτιμώ πως δεν θα κλείσει, αλλά θα «κλείσει». Πιθανόν κάποιοι θα χάσουν τη δουλειά τους. Γι’ αυτούς λυπάμαι. Όμως για όλους τους εργαζόμενους που θα χάσουν τη δουλειά τους λυπάμαι? Όχι για όλους. Κατ’ αρχήν δεν λυπάμαι για όσους ενσυνείδητα και χωρίς τύψεις έθεσαν την “πένα” τους στην υπηρεσία της μνημονιακής εξουσίας, παραποιώντας γεγονότα, αποκρύπτοντας, λέγοντας ψέματα, υπερβολές, σπιλώνοντας πρόσωπα, ζωές, διαδρομές, κ.ά., εν τέλει πουλώντας τη δημοσιογραφική δεοντολογία και τη συνείδηση τους στο διάβολο, φυσικά με το αζημίωτο. Αυτοί δεν είναι για λύπηση ή μάλλον είναι για άλλου είδους λύπηση. Κατά δεύτερο λόγο δεν λυπάμαι για αυτούς που τυπικά είναι εργαζόμενοι δημοσιογράφοι, αλλά στην ουσία είναι επιχειρηματίες. Επιχειρηματίες που απασχολούν με μισθούς πείνας δεκάδες νέους δημοσιογράφους, τεχνικούς και υπαλλήλους προκειμένου να κερδίσουν όλη τη δόξα και το χρήμα. Το δημοσιογράφος από μόνο του δε σημαίνει και πολλά στην προκειμένη περίπτωση, όπως δεν σημαίνει το γιατρός, δικηγόρος κ.λπ. Υπάρχουν γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κ.ά. μεγαλοεπιχειρηματίες και άλλοι που εργάζονται για το μεροκάματο. Τέλος δεν λυπάμαι καθόλου αυτούς που έχουν και τις δυο αυτές ιδιότητες, εκείνη του τσανακογλείφτη της εξουσίας και την άλλη του εμπόρου του ανθρώπινου μόχθου.
Ως εκ τούτου, πράγματι εγείρεται ένα ερώτημα γι’ αυτούς που θα χάσουν τη δουλειά τους. Η κυβέρνηση έχει χρέος να τους φροντίσει όπως έχει χρέος να φροντίσει όλους τους ανέργους. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να εισπράξει με όλους τους νόμιμους τρόπους και το τελευταίο ευρώ που χρωστούν οι βρικόλακες της διαπλοκής. Ωστόσο θα μπορούσε να έχει φροντίσει γι’ αυτούς και με άλλο πιο ουσιαστικό και αποτελεσματικό και κυρίως, αριστερό, τρόπο. Θα μπορούσε για παράδειγμα να προβλέψει στον νόμο 4339/2015 τη δυνατότητα να λαμβάνουν άδεια για τη λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού σχήματα που δεν είναι Ανώνυμες Εταιρείες. Θα μπορούσε η κυβέρνηση να προβλέψει τη δυνατότητα ανάπτυξης ενός τρίτου, κοινωνικού τομέα της οικονομίας (και) στην περιοχή των ΜΜΕ ούτως ώστε οι δημοσιογράφοι, ιδίως οι άνεργοι δημοσιογράφοι, τεχνικοί κ.λπ. να αποκτήσουν θέσεις απασχόλησης και μάλιστα σε μέσα επικοινωνίας που δεν ελέγχονται από την πολιτική εξουσία ή το κεφάλαιο. Άλλωστε κάτι τέτοιο προβλεπόταν στις πάλαι ποτέ προεκλογικές θέσεις του κυβερνώντος κόμματος, και επιπλέον είχε προταθεί στον δημόσιο διάλογο πριν την ψήφιση του Ν4339/2015. Αλήθεια η κυβέρνηση γιατί δεν το έκανε?