Δεν είναι δύσκολο να προκληθεί ηθικός πανικός για ένα έργο τέχνης, αφενός όταν το ίδιο το έργο είναι αρκετά αμφιλεγόμενο, αφετέρου όταν αυτή η κατάσταση ενορχηστρώνεται από τους κατάλληλους ανθρώπους και μέσω της ακραίας παραπληροφόρησης και της απόκρυψης ουσιωδών πληροφοριών, βρίσκει ευήκοα ώτα ακόμα και στο κοινό που θεωρεί τον εαυτό του «προοδευτικό», και ίσως να είναι, ως ένα σημείο. Ο ηθικός πανικός μπορεί να στηθεί με ραγδαίους ρυθμούς και να λάβει τεράστιες διαστάσεις στη δημόσια σφαίρα όταν τα θέματα από τα οποία αναδύεται είναι επίμαχα, προκλητικά, προσβλητικά ή και βλάσφημα για μια ορισμένη μερίδα της κοινωνίας. Δεν είναι λίγες οι φορές που στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ηθικός πανικός για ένα έργο τέχνης, είτε πρόκειται για κινηματογραφική ταινία, είτε για βιβλία, είτε για μουσική και πάει λέγοντας.
Για να θέσουμε κάποιες βάσεις, ως «ηθικό πανικό» εννοούμε, εν γένει, τη δυσανάλογη και εχθρική κοινωνική αντίδραση απέναντι σε μια κατάσταση, πρόσωπο ή ομάδα που ορίζεται ως απειλή απέναντι στις κοινωνικές αξίες, εμπλέκει στερεοτυπικές αναπαραστάσεις των ΜΜΕ και οδηγεί σε απαιτήσεις για περισσότερο κοινωνικό έλεγχο.
Αυτή ακριβώς είναι και η ουσία του ηθικού πανικού, να σπείρει τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, αφού πρώτα έχει ερεθίσει τα ηθικά και συνειδησιακά αντανακλαστικά των υποκειμένων που θεωρούν με έναν εξολοκλήρου ταυτολογικό τρόπο πως οι οποιεσδήποτε ηθικές αξίες τους χαρακτηρίζουν, διαρρηγνύονται ή απειλούνται άμεσα από ένα έργο τέχνης. Ειδικά όταν πρόκειται για έργα τέχνης που απεικονίζουν βίαιο, ερωτικό ή θρησκευτικό περιεχόμενο, δεν ήταν λίγες οι φορές στην Ελλάδα που ο ηθικός πανικός ο οποίος συνήθως δημιουργείται από τα συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας, ξεσπάει με την ταχύτητα πυρκαγιάς και εξαπλώνεται απρόσκοπτα προς πάσα κατεύθυνση, καίγοντας μαζί με τα ξερά, και λίγα χλωρά. Απαιτώντας να εφαρμοστεί λογοκρισία ή, ακόμα, και ολοκληρωτική ακύρωση του έργου και του καλλιτέχνη.
Σύμφωνα με τους E. Goode και Ben-Yehuda, για να χαρακτηρίσουμε μια περίπτωση δημόσιας ενασχόλησης με ένα ζήτημα ως ηθικό πανικό πρέπει να πληρούνται πέντε βασικά κριτήρια: Αυξημένο δημόσιο ενδιαφέρον για το ζήτημα, διακεκριμένο επίπεδο εχθρότητας στο δημόσιο διάλογο, ένας διακριτός βαθμός ομοφωνίας για τη φύση και την αιτία του προβλήματος, δυσαναλογία πραγματικών/προβαλλόμενων διαστάσεων και απρόβλεπτη μεταβλητότητα του πανικού. Όπως αναφέρει ο Μιχάλης Κάτσαρης, «με μια πρώτη επισκόπηση αυτής της οριοθέτησης τίθεται εύλογα το ζήτημα ότι ειδικότερα στο πιο κρίσιμο κριτήριο που αφορά τη δυσαναλογία μεταξύ των πραγματικών και των προβαλλόμενων διαστάσεων υπεισέρχεται αναπόφευκτα ο υποκειμενικός παράγοντας, ιδιαίτερα όσον αφορά τις περιπτώσεις εκείνες όπου δεν συντελείται μια κατάφορη ψευδολογία επί της οποίας δομείται η διασπορά του πανικού, αλλά η πρόκληση της μαζικής κινητοποίησης αντλείται από μια αναγωγή, από μια εκτίμηση ότι ένα γεγονός είναι μέρος, σηματοδοτεί ή προοικονομεί μια γενικότερη κοινωνική απειλή».
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του Ηλία Κυριαζή, του δημιουργού κόμικς που τις τελευταίες ημέρες έχει μπει στο στόχαστρο του ακροδεξιού εσμού της χώρας με αφορμή δύο αμφιλεγόμενα σκίτσα που είχε δημοσιεύσει πριν είκοσι χρόνια. Η αιτία, όμως, που ο Κυριαζής στοχοποιείται ξαφνικά τόσα χρόνια μετά τη δημοσίευση των επίμαχων σκίτσων του δεν είναι ότι κάποιοι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων και της πολιτικής ορθότητας τα ανακάλυψαν δυο δεκαετίες αργότερα και απαιτούν από τον συγκεκριμένο σκιτσογράφο να λογοδοτήσει για αυτά, να πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντί τους, ακόμα και να απολογηθεί για αυτά στην κοινότητά των comics. Δεν πρόκειται ούτε για μια επαναδιαπραγμάτευση ενός καλλιτεχνικού παρελθόντος όπου εκεί τα πράγματα ήταν διαφορετικά, όπου οι δημιουργοί είχαν το ελεύθερο και το γενικό consensus να απεικονίζουν οτιδήποτε ήθελαν, όσο ωμό, βάρβαρο, τραυματικό και εγκληματικό και αν είναι ως πράξη στην πραγματική ζωή.
Η επίθεση και η στοχοποίηση του Ηλία Κυριαζή, η επαναφορά των παλαιών σκίτσων του στη δημοσιότητα, έργα τα οποία ο ίδιος έχει αποκηρύξει αρκετές φορές στο παρελθόν, λαμβάνει χώρα γιατί ο δημιουργός επέλεξε να καταγγείλει με θαρραλέα παρρησία μια μισογύνικη, σεξιστική, ρατσιστική και ομοφοβική διαδικτυακή σελίδα που ασχολείται με video games, η οποία υφαίνει εδώ και αρκετά χρόνια έναν alt–right λόγο και χαϊδεύει τα αυτιά σε ένα συγκεκριμένο κοινό, ένα κοινό που δηλώνει εξοργισμένο με τον «φασισμό της πολιτικής ορθότητας», που εξανίσταται στον όρο «γυναικοκτονία», που δεν αντέχει τον «woke» λόγο, όχι όμως από κάποια ουσιαστική θεωρητική σκοπιά η οποία αρθρώνει κάποια συμπαγή επιχειρηματολογία εναντίον, για παράδειγμα, του pink washed καπιταλισμού, αλλά επειδή απλά είναι ένα μισογύνικο, σεξιστικό, ομοφοβικό και ρατσιστικό κοινό. Επειδή, είναι ένα alt-right κοινό που προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική του όαση αποδοχής και ασφάλειας εντός της κοινότητας των κόμικς η οποία, αντιθέτως, γίνεται ολοένα και πιο συμπεριληπτική στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, ολοένα και πιο ανοιχτή στα φεμινιστικά προτάγματα, ολοένα και πιο μαχητική στην προστασία των μεταναστών, των ταξικά χαμηλών στρωμάτων και γενικά, των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Αλλά ας πιάσουμε την ιστορία από την αρχή:
Ο Ηλίας Κυριαζής, καταξιωμένος δημιουργός κόμικς, πρωτοστάτησε στο να αποβληθεί η προαναφερθείσα ιστοσελίδα από την επικείμενη διοργάνωση του Cyprus Comic Con, λόγω των θέσεων που έχει εκφράσει δημοσίως ο διαχειριστής της τα τελευταία χρόνια. Η διοργάνωση απέβαλλε τελικά το συγκεκριμένο διαδικτυακό εγχείρημα, τόσο από χορηγό επικοινωνίας όσο και από το να έχει δικό του περίπτερο στο φεστιβάλ. Και τότε άνοιξαν οι πύλες της κόλασης και ξεχύθηκαν από μέσα της όλα τα τέρατα που κρυβόντουσαν καλά κάτω από την ταμπέλα των -κατά τα άλλα προσφιλών- «gamers» και των «αναγνωστών κόμικς», ξεχύθηκε όλος ο ακροδεξιός εσμός ο οποίος ήταν ήδη χολωμένος από την αποβολή ενός άλλου alt-right δημιουργού κόμικς από το Comicdom Con της Αθήνας που έγινε την άνοιξη. Ο συγκεκριμένος δημιουργός είχε αποβληθεί διότι μέσα από τα έργα του γινόταν απολογητής του ταγματασφαλίτη Γεωργίου Γρίβα της ΕΟΚΑ Β’, ενώ έδινε το υλικό του σε αμφιλεγόμενα διαδικτυακά κανάλια που δημοσιεύουν βίντεο με τίτλο «Το έργο του Γεώργιου Παπάδοπουλου» (ναι, του δικτάτορα). Αυτό το «αγανακτισμένο» κοινό είχε ήδη ξεκινήσει να τα βάζει με ορισμένους δημιουργούς κόμικς -μεταξύ τους και ο Κυριαζής-, προσπαθώντας να δημιουργήσει έναν ηθικό πανικό που τελικά, δεν πέτυχε μεν, αλλά τοποθέτησε στο στόχαστρο των αισχρών επιθέσεων και απειλών τον Τάσο Μαραγκό (Tasmar) για τα αντιφασιστικά του σκίτσα.
Η συσπείρωση, όμως, αυτού του ακραίου κοινού εμφανίστηκε πιο αποτελεσματική πρόσφατα, όταν μπορούσαν να κατονομάσουν ακόμα έναν «εχθρό», εκείνον που παρακίνησε το όλο θέμα και κατάφερε να βάλει φρένο στη συμμετοχή της alt-right ιστοσελίδας στο φεστιβάλ της Κύπρου, τον Ηλία Κυριαζή.
Ξέθαψαν, λοιπόν, δύο σκίτσα που ο Κυριαζής έφτιαξε προ εικοσαετίας τα οποία απεικονίζουν με ωμότητα και σκληρότητα σκηνές παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, μέσω των οποίων είχε σκοπό να καταδείξει ένα θέμα που στις αρχές του 2000 θαβόταν ακόμα κάτω από το χαλί από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Τα σκίτσα αυτά διακινήθηκαν χωρίς πλαίσιο και χωρίς καμία άλλη πληροφορία, ενώ κραδαίνονται σαν σημαίες από εδώ και από εκεί λες και ο δημιουργός τους τα έφτιαξε την προηγούμενη εβδομάδα. Την ίδια στιγμή γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια να ταυτιστεί τελείως αυθαίρετα ο Κυριαζής ως παιδόφιλος, ενώ ποτέ μα ποτέ δεν υπήρξε καμία καταγγελία εις βάρος του. Ας το ξαναπούμε ακόμα μια φορά, η ακροδεξιά προσπαθεί να ταυτίσει τον Κυριαζή ως παιδόφιλο λόγω δύο σκίτσων που είχε κάνει κάποτε, χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως καταγγελία εναντίον του.
Αποτέλεσμα αυτής της αδιανόητης δολοφονίας χαρακτήρα προς το άτομό του ήταν η αποβολή και του ίδιου του Ηλία Κυριαζή από το Cyprus Comic Con, το οποίο μέσα σε μια κρίση υποκρισίας, απέβαλλε μεν τους ακροδεξιούς από χορηγούς και συμμετέχοντες, αλλά μάλλον δεν ήθελε να χάσει και τους ακροδεξιούς πελάτες του λόγω του Κυριαζή.
Τα δύο σκίτσα, για όσους γνωρίζουν από κόμικς και ειδικά από τα κόμικς εκείνης της εποχής, είναι μια μίμηση των Ιταλών και Γάλλων κομιστών των δεκαετιών του 1970-1990, οι οποίοι μέσα από τα έργα τους δημιούργησαν ένα πολιτιστικό ρεύμα που σκοπό είχε να σοκάρει την αστική κοινωνία της περιόδου, να την καταγγείλει για την αδυσώπητη υποκρισία της και να προκαλέσει όσο περισσότερες ακραίες αντιδράσεις ήταν δυνατές. Και δεν ήταν μόνο τα κόμικς, όλη η τέχνη του 20ου αιώνα προσπαθούσε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να υπερβεί τα όρια της, να καταπιαστεί με θέματα που το σύστημα, η πατριαρχία, η θρησκοληψία, η μισαλλοδοξία και κάθε είδους συντηρητισμός, προσπαθούσε να θάψει κάτω από το χαλί. Και, ομολογουμένως, δεν το έκανε πάντα καλά αυτό, δεν ήταν κάθε καλλιτεχνική έκφραση εύστοχη ή κατανοητή, αλλά ήταν και μια περίοδος που δεν ενδιέφερε τους περισσότερους καλλιτέχνες να γίνουν εύστοχοι ή κατανοητοί, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για τη σύγχρονη τέχνη.
Και παίζει ρόλο η εποχή που ο Κυριαζής έφτιαξε τα σκίτσα, διότι ήταν σε μια χρονική περίοδο που όχι μόνο η σκηνή των κόμικς -underground και εμπορικών- ήταν διαφορετική, όχι μόνο η τέχνη εξολοκλήρου ήταν διαφορετική, αλλά η ίδια η κοινωνία ήταν διαφορετική, σχεδόν ριζικά αλλιώτικη από ότι είναι σήμερα. Καταρχάς, η έννοια των δικαιωμάτων εν γένει, η έννοια της προστασίας των θυμάτων και των επιζήσαντων από σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση τόσο από τους θύτες τους όσο και από την κατακραυγή της κοινωνίας, η προστασία από τον συνεχή επανατραυματισμό των θυμάτων, δεν υπήρχαν καν ως φράσεις, πόσο μάλλον ως προθέσεις στην Ελλάδα. Όχι ότι τώρα έχουν γίνει ριζοσπαστικά βήματα για αυτά τα πράγματα, αλλά στις αρχές του 2000 αυτά τα ζητήματα αποτελούσαν ακόμα μια έρημη χώρα για τη πλειονότητα ακόμα και του προοδευτικού κόσμου.
Το μαύρο χιούμορ συμπεριλάμβανε εκτός από ρατσιστικές και ομοφοβικές κορωνίδες, την κουλτούρα του βιασμού και της γυναικοκτονίας, μέχρι και αναφορές σε παιδοφιλία, και για αυτό δόθηκαν αγώνες τα τελευταία χρόνια για να τοποθετηθούν κάποια όρια στη δημόσια σφαίρα, όχι στα πλαίσια της περιβόητης «πολιτικής ορθότητας» ή της λογοκρισίας στην τέχνη, αλλά στο να μην είμαστε τόσο καθάρματα οι άνθρωποι μεταξύ μας μέσα στον καθημερινό μας λόγο. Αντίστοιχα, και στον συστημικό λόγο, στον εμπορικό λόγο, σε αυτά που λέγονται στην τηλεόραση και στα ΜΜΕ, δίνονται μάχες για να ξεπεραστεί η εποχή που ο κάθε περιζήτητος κωμικός μπορούσε να κάνει αστεία για αυτά τα πράγματα μέσα από το τηλεοπτικό γυαλί, να επανατραυματίζει θύματα κακοποίησης, να στήνει ολόκληρα νούμερα με τον εξευτελισμό θυμάτων ή ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Κωμικοί ηθοποιοί που πριν είκοσι χρόνια, γέμιζαν ολόκληρα θέατρα με τις παραστάσεις τους, στις οποίες έλεγαν ξεκάθαρα παιδοφιλικά αστεία, τα οποία το κοινό που τώρα βγάζει πυρσούς και τσουγκράνες για τα δύο σκίτσα, τα χειροκροτούσε.
Ο Ηλίας Κυριαζής, ένας από τους πιο παλιούς κομίστες στην Ελλάδα, που πέρασε όλα αυτά τα στάδια των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών των τελευταίων δυο δεκαετιών, είχε κάνει προ πολλού την αυτοκριτική του για αυτά τα δύο σκίτσα, πολύ πριν τα ανακαλύψουν σήμερα οι αυτόκλητοι θεματοφύλακες των ηθών που παρουσιάζονται ως προστάτες των παιδιών. Είχε μιλήσει δημόσια για αυτά, αποκηρύσσοντας τα πολλάκις, με τον ίδιο στη συνέχεια να ακολουθεί ένα τελείως διαφορετικό καλλιτεχνικό ρεύμα από εκείνο των ενναλακτικών κόμικς και των ακραίων θεματικών. Ο Κυριαζής έγινε εμπορικός, και αυτό, μάλιστα, ήταν και η αιτία που ένα τμήμα του αρχικού του κοινού, που τον γνώρισε μέσα από τα φανζίνς και το θρυλικό «9», απομακρύνθηκε από αυτόν, κάτι που νομίζω ότι το γνωρίζει και ο ίδιος.
Για τα επίμαχα σκίτσα, ο ίδιος δήλωσε πρόσφατα απερίφραστα:
«Πρόκειται για σκίτσο που έγινε 25 περίπου χρόνια πριν, για underground φανζίν με τιράζ κάτι κατοστάδων. Ήταν μια ανεπιτυχής προσπάθεια μίμησης του “σοκαριστικού/ ακραίου” χιούμορ της εποχής των late 90s/early 00s (σκέψου South Park πχ). Δεν είχα τις ικανότητες όμως και το σκίτσο είναι κακό, χαζό, φτηνό και μια edgelord ανωριμότητα δίχως καλλιτεχνική αξία. Οπότε ποτέ δεν πόσταρα πουθενά ή επανακυκλοφόρησα το σκίτσο και όταν ανασύρθηκε αργότερα το αποκήρυξα απερίφραστα και επανειλημμένα.
Κάθε φορά που βλέπετε το σκίτσο οπουδήποτε, αυτό συμβαίνει ενάντια στις επιθυμίες μου. Το αποτελέσματα είναι, κάτι που βρισκόταν ουσιαστικά στον κάδο των αχρήστων μου, να το ποστάρουν Ακροδεξιά στοιχεία σε όλο το Ίντερνετ εκθέτοντας εκατονταπλάσια άτομα σε αυτό, σε σχέση με τη μια χούφτα που το είχαν δει όταν το σχεδίασα».
Ίσως αυτά να αρκούσαν για να ηρεμήσει αυτός ο οργισμένος όχλος που έχει ξεσηκωθεί εναντίον του δημιουργού, να σταματήσει να ψάχνει το νόημα της ζωής με το να συνεχίζει να τον παρενοχλεί και να μοιράζει δολοφονικές απειλές εις βάρος του. Ο όχλος, όμως, εικοσιπέντε χρόνια μετά, βρήκε τον «κακό» της ιστορίας που έψαχνε στον Ηλία Κυριαζή, και συνεχίζει να απειλεί τον ίδιο και όσους του συμπαραστέκονται. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της χυδαιότητας, ορισμένοι καλοθελητές παραποίησαν μέσω του προγράμματος photoshop κάποιες φωτογραφίες ώστε να παρουσιάσουν τον Ηλία Κυριαζή δίπλα στον μαστροπό παιδοβιαστή του Κολωνού, Ηλία Μίχο, μήπως και με αυτό τον τρόπο ψαρέψουν μερικούς ακόμα ανίδεους που θα βγάλουν τους πυρσούς και τις τσουγκράνες από την ντουλάπα του κήπου τους και θα τα στρέψουν στον δημιουργό κόμικς.
Ταυτόχρονα, ορισμένες δημοσιεύσεις του Κυριαζή στα προφίλ του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -οι οποίες εμφανίζονται πάλι χωρίς πλαίσιο- όπως και αποσπάσματα από αναρτήσεις που ο καθένας τα παίρνει και τα διανέμει κατά το δοκούν, διακινούνται ασύστολα, συμβάλλοντας στη δολοφονία χαρακτήρα του. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο ακροδεξιός εσμός που έχει συσπειρωθεί, αυτό θα γινόταν έτσι και αλλιώς και θα έβρισκε οτιδήποτε για να ψέξει τον δημιουργό, όπως θα βρει και το οτιδήποτε για να ψέξει τον κάθε δημιουργό. Είναι και ένα τμήμα του προοδευτικού κόσμου που έχει κλείσει τα αυτιά του σε όλη αυτή την κατάσταση. Μαζί με τα ξερά, όμως, εν τέλει καίγονται και τα χλωρά και αυτό συμβαίνει διότι, όπως είπα αρχικά, ο ηθικός πανικός δεν παύει να είναι… πανικός.
Έτσι, όλες οι δίοδοι του οποιουδήποτε λογικού συλλογισμού που θα μπορούσε να επιφέρει τη στοιχειώδη ψυχραιμία που χρειάζεται για να κατανοηθεί καλά ένα ζήτημα, κατεβάζουν απανωτά όλα τα ρολά η μία μετά την άλλη. Όλοι εμμένουν στο αρχικό σοκ και στο συναίσθημα ναυτίας που προκαλούν τα σκίτσα, χαρακτηριστικά που ήταν και ο αυτοσκοπός τους, αρνούμενοι πεισματικά να τα τοποθετήσουν τόσο στο πλαίσιο της εποχής τους, όσο και στο γενικότερο πλαίσιο ότι πρόκειται για τέχνη. Σκληρή και ωμή, βίαιη και ενδεχομένως, απαράδεκτη, αλλά τέχνη.
Η τέχνη είναι μια αναπαράσταση της πραγματικότητας, όχι η πραγματικότητα η ίδια, ένα κλισέ στο οποίο πρέπει να επιστρέφουμε οι ιστορικοί τέχνης ξανά και ξανά ώστε να δώσουμε στο κοινό να καταλάβει ότι όσα βλέπει στον κινηματογράφο και τις εικαστικές τέχνες, όσα διαβάζει στα κόμικς και τη λογοτεχνία, αποτελούν αντικατοπτρισμούς ορισμένων πτυχών της καθημερινότητας, απεικονίσεις και αναπαραστάσεις της ζωής και όχι την ίδια τη ζωή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να γίνουν συζητήσεις για τα όρια αυτών των αναπαραστάσεων, για το μέχρι ποια σημεία επιτρέπονται ή όχι να αγγίξει ένας καλλιτέχνης, ή τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκφραστεί καλλιτεχνικά, αν μη τι άλλο, η μισή βιβλιογραφία της θεωρίας της τέχνης αυτά τα ζητήματα πραγματεύεται. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης ταυτίζεται απαρέγκλιτα με τους χαρακτήρες που δημιουργεί, ταυτίζεται εξολοκλήρου με το ίδιο του το έργο. Όταν, δηλαδή, ένας καλλιτέχνης που αναπαριστά έναν βιασμό σε ένα έργο του, θεωρείται ότι και ο ίδιος είναι βιαστής. Όταν ένας καλλιτέχνης που αναπαριστά μια δολοφονία στο έργο του, θεωρείται πως και ο ίδιος είναι δολοφόνος. Ο Thomas Harris, για παράδειγμα, που έγραφε τον χαρακτήρα του κανίβαλου Hannibal Lecter, θα μπορούσε, αν ακολουθήσουμε αυτή τη συλλογιστική ατραπό, να είναι κανίβαλος και ο ίδιος. Για να μη μιλήσω για όλα όσα έχει φορτωθεί για δεκαετίες η metal μουσική, κάποιες ορθές κάποιες τελείως παρανοϊκές κριτικές, γιατί το άρθρο θα μετατραπεί σε διατριβή.
Ο ηθικός πανικός έρχεται να σπάσει τη λογική συλλογιστική αλυσίδα και να τοποθετηθεί ακριβώς σε αυτή τη μετέωρη μέση, τοποθετώντας ισχυρούς φραγμούς σε οποιαδήποτε νηφάλια προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης ενός ζητήματος.
Και αυτό καθίσταται ιδιαιτέρως προβληματικό όταν, μάλιστα, και ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει μιλήσει ανοιχτά για την κακή στιγμή στην τέχνη του, κάτι που θα μπορούσε να μην είχε κάνει και για εμένα προσωπικά, κακώς το έκανε εξαρχής. Ούτε ο Reizer, ούτε ο Gotlib, ούτε ο Αρκάς, ούτε ο Milo Manara, ούτε ο Ivan Brunetti, ούτε o Édika, και επειδή μπορώ να παραθέτω ονόματα για τις επόμενες δύο παραγράφους, κανένας από τους δημιουργούς κόμικς της γενιάς από την οποία επηρεάστηκε ο Κυριαζής, όπως και οι υπόλοιποι κομίστες, ένιωσαν ποτέ την ανάγκη να απολογηθούν για τα ακραία σκίτσα τους, έργα τέχνης μιας άλλης εποχής, ενός άλλου πολιτιστικού ρεύματος, μια άλλης πολιτικής συγκυρίας. Κανένας δεν υπέκυψε σε τρομοκρατικές τεχνικές που ωθούσαν στη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, κανένας δεν ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί σε ένα κοινό που δεν έχει καμία σχέση με τα κόμικς και που, στην ουσία, δεν θέλει να αποκτήσει. Υπάρχει ένα τμήμα του κοινού που αντιλαμβάνεται ότι η τέχνη αποτελεί μια συμπαγή κυριολεξία, αδυνατώντας ή μη θέλοντας να εντοπίσει την ειρωνεία και τις πολλαπλές αναγνώσεις που υπάρχουν πίσω από τα έργα τέχνης, ακόμα και πίσω από ορισμένα ακραία σκίτσα που απεικονίζουν εγκληματικές πράξεις. Έτσι, το σκίτσο μετατρέπεται σε μια φωτογραφία, και το εικονικό θύμα ταυτίζεται με ένα πραγματικό θύμα.
Για να ξεκαθαρίσουμε πάλι ένα πράγμα, ο καθένας έχει κάθε δικαίωμα να μην του αρέσει η δουλειά κάποιου καλλιτέχνη, να τη μισήσει, να αηδιάσει με αυτή. Έχει δικαίωμα να μισήσει τα σκίτσα της Charlie Hebdo γιατί είναι ρατσιστικά, σεξιστικά, ομοφοβικά, κοροϊδεύουν τα θεία, είναι κακοποιητικά και πάει λέγοντας. Κανένας, όμως, δεν είχε απολύτως κανένα λόγο να μπουκάρει μέσα στα γραφεία της εφημερίδας και να δολοφονήσει τους σκιτσογράφους και τους συντάκτες της, όπως έγινε το 2015. Κανένας μα κανένας δεν έχει απολύτως κανένα δικαίωμα να στέλνει απειλές για τη ζωή ενός σκιτσογράφου, να απειλεί τη σωματική του ακεραιότητα, να τον οδηγεί να ζει σε ένα κλίμα τρομοκρατίας και φοβίας επειδή το έργο του τον ενοχλεί. Όπως έχει γράψει και ο Δημήτρης Χριστόπουλος, δεν υπάρχει στις κοινωνίες μας ένα γενικευμένο δικαίωμα όλων στη μη προσβολή. Όσο υποκύπτουμε στους ηθικούς πανικούς που δημιουργεί η ακροδεξιά χωρίς να θέλουμε να αντιληφθούμε τη συνολική κατάσταση, τόσο θα δίνεται χώρος στο φίδι. Όσο το φίδι θρέφεται, τόσο πιο πολύ προετοιμάζεται στο να μας δαγκώσει. Όσο πιο πολύ κερδίζει έδαφος ο ακροδεξιός λόγος, τόσο περισσότερο οι νεοναζί θα ξαναβγαίνουν από τις τρύπες τους.
Τέλος, θέλω να τονίσω πως οι αλλαγές που έγιναν στον χώρο των κόμικς, ειδικά στην Ελλάδα που τυχαίνει να γνωρίζω καλά τι συμβαίνει, έλαβαν χώρα γιατί πρωτοστάτησαν προοδευτικοί άνθρωποι, όπως και ο Ηλίας Κυριαζής, που έκαναν τον κόπο να καταλάβουν ότι η κοινωνία γύρω τους αλλάζει, που θέλησαν οι ίδιοι να συμμετέχουν σε αυτή την κοινωνική αλλαγή, αλλάζοντας πρώτα τον εαυτό τους και κατ’ επέκταση, την τέχνη τους. Γιατί αντιλήφθηκαν ότι το χιούμορ τους κάποιες φορές είναι κακοποιητικό, ότι τα σκίτσα τους ενδέχεται να προσβάλλουν ή να τραυματίζουν τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, και μέσα σε είκοσι χρόνια, αποφάσισαν ότι δεν θέλουν να γίνουν καθάρματα. Γιατί οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες που τώρα απαρτίζουν τη σημερινή ελληνική σκηνή κόμικς, στην πλειονότητά τους, πάλεψαν για να δημιουργήσουν έναν ασφαλή χώρο, μια κοινότητα που μέσα τους χωράει όλους. Όλους; Όχι όλους. Εξαιρούνται οι σεξιστές, οι ομοφοβικοί, οι ρατσιστές, και, φυσικά, οι φασίστες.
Και για αυτό τώρα στοχοποιούνται τόσο πολύ από αυτό το σινάφι, για αυτό στοχοποιείται και ο Ηλίας Κυριαζής. Όχι με αφορμή δύο σκίτσα του, αλλά γιατί τόλμησε να τα βάλει με την ακροδεξιά που σηκώνει ξανά το κεφάλι, που απειλεί ανοιχτά, που σπέρνει τον φόβο και τον πανικό, που εξειδικεύεται στην προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση, στις θεωρίες συνομωσίας και την παραποίηση της πραγματικότητας.
Ε, δεν θα τους περάσει. Ούτε στα κόμικς, ούτε πουθενά.
*Ευχαριστώ τον Μιχάλη Κάτσαρη που μου έδωσε τμήμα από την αδημοσίευτη εργασία του: «Τα χρόνια της Μεγάλης Ζέστης»: Ο ηθικός πανικός ως επιφαινόμενο εθνικού αναστοχασμού.
** Το πρώτο σκίτσο είναι του Θανάση Πετρόπουλου.