του Γιώργου Μουργή

Το κλίμα φτιάχνεται, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζονται οι επόμενες κινήσεις, αφού πρώτα τίθεται σε εφαρμογή η διατύπωση συγκεκριμένου προλόγου από τα «δημοσιογραφικά» κέντρα, με αποκλειστικά ρεπορτάζ και εκτιμήσεις που έρχονται στο φως της δημοσιότητας μέσα από τα επιτελικά γραφεία της ΕΛ.ΑΣ. ή του αρμόδιου Υπουργείου, ως μέρος ενός σχεδίου, γνωστού από τα παλιά.

Απαραίτητη προϋπόθεση ο τίτλος που προϊδεάζει και κεντρίζει το ενδιαφέρον όπως «Τα Εξάρχεια, ο φόβος εκρηκτικού φθινοπώρου και οι μνήμες του 2009» για να φτάσει κάποιος να διαβάσει, μεταξύ άλλων, ότι:

«Μεγάλο φόβο ότι η αποφυλάκιση του αστυνομικού Επαμεινώνδα Κορκονέα, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, η αναμενόμενη επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ. στα Εξάρχεια, αλλά και το γεγονός ότι βρίσκονται πλέον εκτός φυλακής δυο-τρεις αναρχικοί με «ένοπλη δυναμική», μπορεί να οδηγήσουν σε μια εκρηκτική κατάσταση τις επόμενες εβδομάδες εκφράζουν επιτελείς της ΕΛ.ΑΣ.

Οι αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας συνεκτιμούν ότι την καλοκαιρινή περίοδο μεγάλο τμήμα του αντιεξουσιαστικού χώρου είναι σε αδράνεια, ενώ υπάρχει συρρίκνωση των ένοπλων οργανώσεων με 3-4 επιθέσεις, πλέον, ετησίως κ.λπ.

Όμως γνωρίζουν ότι ίσως ακολουθήσει μια «θερμή» περίοδος με κινητοποιήσεις αναρχικών, με καταδρομικές επιθέσεις κυρίως εναντίον αστυνομικών, ίσως και με ”στόχευση” δικαστικών

Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. εστιάζουν το ενδιαφέρον τους αφενός στα τωρινά κείμενα αναρχικών, αλλά και σε ό,τι είχε συμβεί το 2009, μετά την τότε προσπάθεια του υπουργείου Δημόσιας Τάξης – πάλι προϊστάμενος ήταν ο κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης –να υπάρξει επέμβαση της Αστυνομίας στον χώρο των Εξαρχείων.».

Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς ότι πρόκειται για το γνωστό και ιδιαίτερα διαδεδομένο φαινόμενο «δημοσιογραφικής» γραφής που δεν λειτουργεί μόνο ως «κριτήριο» δημοσιογραφικής επαγγελματικής επιτυχίας.

Μεταφράζεται, δε, εύκολα ως συστηματική διαρροή ειδήσεων από αστυνομικά κέντρα προς ελεγχόμενες ή ανώνυμες πηγές ενημέρωσης.

Ουσιαστικά πρόκειται για διοχέτευση συγκεκριμένων  ειδήσεων προς προσεκτικά επιλεγμένους «πομπούς – συντάκτες» έτσι ώστε να επιτευχθεί η χειραγώγηση της πληροφόρησης,  η φίμωση, ή, η εν δυνάμει στοχοποίηση – ενοχοποίηση πολιτικών χώρων, ομάδων και προσώπων.

Μια δοκιμασμένη, δηλαδή, και αποτελεσματική σε γενικές γραμμές μέθοδος εφαρμοσμένου δημόσιου χαφιεδισμού που αξιοποιεί, συνήθως – χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτές εδώ – τη σχέση αστυνομικών συντακτών, παρακρατικών κέντρων, στα συγκοινωνούντα δοχεία της πληροφόρησης εκ των έσω.

Ένα αλισβερίσι, ένα δούναι και λαβείν με το αζημίωτο, για όλους τους συμμετέχοντες, το οποίο βασίζεται κυρίως σε στοχευμένα – στημένα δημοσιεύματα που ενίοτε χρησιμοποιούνται, πολλαπλασιαστικά της ίδιας της πληροφορίας από διάφορα ΜΜΕ αλλά και από δικαστικούς κύκλους, όπως έχουμε δει στο πρόσφατο παρελθόν, ώστε να κατασκευαστούν ολόκληρα κατηγορητήρια.

Η συστηματική διασπορά ψεύτικων ειδήσεων ή φημών «αστυνομικού» και τρομολαγνικού είδους και περιεχομένου έχει άμεσο στόχο και επιδίωξη την παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Ταυτόχρονα καλλιεργεί το έδαφος για φοβικά σύνδρομα προκειμένου να αιτιολογηθεί κατόπιν η εφαρμογή του δόγματος «Νόμος και Τάξη».

Ορισμένοι δημοσιογράφοι, αν και ο ρόλος τους θα έπρεπε να είναι (όπως είναι για πολλούς) εξ ορισμού, αντίθετος με το ρόλο που μόλις περιγράφηκε, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να κινούνται ελεύθερα διαδίδοντας κατά παραγγελία ψέματα και συκοφαντίες, ενώ παράλληλα στήνουν κατ’ εντολή κατηγορίες.

Αυτού του τύπου οι «δημοσιογράφοι» λειτουργούν ως αυτόκλητοι τιμωροί του «κακού» και ως φύλακες άγγελοι κατ’ επάγγελμα, συχνά εμπλεκόμενοι σε κρυφά payroll της κρατικής παραεξουσίας. Κι όλα αυτά στο όνομα της πληροφόρησης.

Στις πλευρές του τριγώνου: πολιτικό σύστημα, κατασταλτικοί μηχανισμοί και δικαιοσύνη, εδράζεται το πεδίο προσδιορισμού όσων επιλέγουν να διαχειρίζονται τις πληροφορίες, από όπου κι αν προέρχονται σε κοινή γραμμή με τα συμφέροντα των αφεντικών τους στα ΜΜΕ. Ακυρώνοντας εξ αρχής κάθε έννοια ελευθεροτυπίας, σήμερα, αυτοί οι «δημοσιογράφοι» και αυτή η «δημοσιογραφία» συνθέτουν  το πλεον προβληματικό τοπίο στο κάδρο της αληθινής πληροφόρησης.

Η λεγόμενη τετάρτη εξουσία μετατρέπεται στα χέρια εντεταλμένων κονδυλοφόρων σε εργαλείο ανελεύθερης χειραγώγησης ή στοχοποίησης έξω και πέρα από το πεδίο της αληθινής ενημέρωσης.

Στις πλευρές του τριγώνου: πολιτικό σύστημα, κατασταλτικοί μηχανισμοί και δικαιοσύνη, εδράζεται το πεδίο προσδιορισμού όσων επιλέγουν να διαχειρίζονται τις πληροφορίες, από όπου κι αν προέρχονται σε κοινή γραμμή με τα συμφέροντα των αφεντικών τους στα ΜΜΕ.

Ακυρώνοντας εξ αρχής κάθε έννοια ελευθεροτυπίας, σήμερα, αυτοί οι «δημοσιογράφοι» και αυτή η «δημοσιογραφία» συνθέτουν ένα προβληματικό τοπίο στο κάδρο της αληθινής πληροφόρησης. Η λεγόμενη τετάρτη εξουσία μετατρέπεται στα χέρια εντεταλμένων κονδυλοφόρων σε εργαλείο ανελεύθερης χειραγώγησης ή στοχοποίησης έξω και πέρα από το πεδίο της αληθινής ενημέρωσης.

Τα μνημόνια ως «αναγκαία λύση», η «μια σοβαρή χρυσή αυγή», «οι πολλοί που ήταν με το Ναι», το «επίδομα σφραγίδας», η «Βενεζουέλα της φτωχιάς και της εξαθλίωσης», ο «αιμοσταγής ληστής της Πάρου», το «εξαφανισμένο» μέλος του Ρουβίκωνα είναι μερικά από τα «επιτεύγματα» αυτού του είδους.

Η αμαύρωση, δηλαδή, ενός επαγγέλματος, μην ακούτε τα περί «λειτουργήματος», και η μετατροπή του σε μακρύ χέρι ή πυλώνα της καθεστηκυίας τάξης του πολιτικού συστήματος και των συμφερόντων της ολιγαρχίας των μιντιαρχών, εργολάβων, επενδυτών και εφοπλιστών και τέλος  η επίτευξη του βασικού στόχου – σκοπού, χειραγώγησης της ελεύθερης, ακηδεμόνευτης και ανεξάρτητης ενημέρωσης.

Οι δαιμόνιοι -έτσι δεν είναι ο προσφιλής χαρακτηρισμός;- αστυνομικοί συντάκτες –  δίνουν την αίσθηση ότι λειτουργούν ως βαποράκια που διακινούν πληροφορίες – πακέτο, όπως τους παραδίνονται από τους έμπορους της αντιτρομοκρατικής ή του υπουργείου. Μοιάζουν, δε, να συνθέτουν πάνω στο γνωστό μοτίβο περί «αναμενόμενου χτυπήματος», κάνοντας το ρεπορτάζ να φαίνεται «δεμένο» στη δημοσιογραφική γλώσσα.

Παρόμοια ρεπορτάζ είναι η απτή απόδειξη ότι ούτε η τακτική της διατήρησης φακέλων λόγω πολιτικών φρονημάτων έχει εγκαταλειφθεί από την αντιτρομοκρατική ή από όποια άλλη υπηρεσία, ούτε οι λογικές της χαφιέδικης παρακολούθησης.

Και προφανώς όταν δημοσιεύεται ένα τέτοιο «ρεπορτάζ» που έχει «γίνει πάσα» από τους «εμπόρους» της αντιτρομοκρατικής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δακρύζει και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση.

Ο νόμος της βαρύτητας, σε τέτοιου τύπου δημοσιογράφους, φαίνεται, δε, πως είναι άγνωστος.

Απορούμε όμως πώς δεν πέφτουν από τα σύννεφα και οι, κατά τα άλλα, λαλίστατοι συνάδελφοί τους, οι γνωστοί «ακηδεμόνευτοι» δημοσιογράφοι, οι σχολιαστές των πάντων, όσοι δηλαδή, δεν βαριούνται να λένε πόσο πολύ οραματίζονται μια ελεύθερη και ανεξάρτητη δημοσιογραφία – ενημέρωση.