του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Κάποιοι περιμένουν, ίσως, μια ολόκληρη ζωή και είναι, στ’ αλήθεια, πολύ κρίμα αυτό. Ίσως γιατί το συνεργείο που απευθύνθηκαν δεν ήταν εξουσιοδοτημένο για το repair τέτοιων χατιριών. Ίσως, πάλι, γιατί τα χατίρια τους είναι κάπως προβληματικά από τη «μάνα» τους κι όσο και να το πεις, χρειάζεται κάπως περισσότερη δουλειά. 

 
Αν δεν το έχεις παρατηρήσει, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται νύχτα-μέρα στα εργαστήρια αυτά. Φορούν τις φόρμες τους, τρίβουν τα δυο τους χέρια να ζεσταθούν, μουτζουρώνονται ως την ψυχή τους, ανεβάζουν στη ράμπα τα χαλασμένα χατίρια κάποιου Άλλου, χώνονται ολόκληροι από κάτω τους, ίσα που διακρίνεις τα λερωμένα παπούτσια τους, τρίβουν τα μάτια τους στα σκουπιδάκια που πέφτουν απ’ τα χατίρια, απλώνουν τα χέρια τους να αγκαλιάσουν ένα περίτεχνο εργαλείο που βρίσκεται λίγο πιο κει. Και στο τέλος, αναδύονται ευτυχείς, σου κλείνουν το μάτι και σου λένε κάπως αινιγματικά, «για βάλε μπροστά…». Κι εσύ, βάζεις μπροστά. 
 
Οι επισκευαστές σπάνια απεργούν, σχεδόν ποτέ δεν «κάνουν κοπάνα», δεν ξέρουν τι σημαίνει οκτάωρο και οι υπερωρίες τους είναι το πιο συχνά κακοπληρωμένες. Όσο να πεις για ασφάλιση, εργασιακά δικαιώματα και τα λοιπά, δεν τους καίγεται καρφί. Κι αν η εργοδοσία τους πάει καμμιά φορά σε lockout ,είναι να τους λυπάσαι, λες και έκλεψες της χαρά τους. Τριγυρνούν άπραγοι στα καφενεία, ξεχνώντας την ίδια τη ζωή τους σε μιαν άκρη. 
 
Είναι, πραγματικά, πολύ-πολύ δύσκολη η δουλειά αυτή των επισκευαστών. Γιατί δεν ξέρεις πόσα και πόσα χαλασμένα χατίρια υπάρχουν εκεί έξω. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσων ειδών βλάβες συναντούν καθημερινά. Και δεν υπάρχει καν ένα manual της προκοπής, να έχουν κι εκείνοι ένα μπούσουλα, μια συνταγή, να ακολουθούν, να κάνουν τη δουλειά τους. 
 
Πολλά χαλασμένα χατίρια έχουν να κάνουν με την ανοιχτοσύνη γιατί, βλέπεις, τα εργοστάσια κατασκευής δεν φροντίζουν εξ’ αρχής να φτιάχνουν τους ανθρώπους ανοιχτούς στις νέες εμπειρίες, σε νέες αντιλήψεις και στους νέους τρόπους ζωής. 
 
Άλλα χατίρια έχουν να κάνουν με την αυθεντικότητα. Δεν μπορείς να φανταστείς τι σημαίνει να επισκευάζεις ένα χατίρι στραπατσαρισμένο από την υποκρισία και τη διπλή γλώσσα. Μεγάλη ζημιά. Για να μην πω για τα χατίρια που τράκαραν με την επιστήμη και την τεχνολογία. Έχω δει επισκευαστές να ξενυχτούν, χρόνια ολόκληρα, για να καθαρίσουν ένα τέτοιο χατίρι από την εύκολη πίστη στα «εργαλεία» αυτά, όταν χρησιμοποιούνται για να υποτάξουν τη φύση και να καταδυναστεύσουν τον άνθρωπο. 
 
Κάποια άλλα χατίρια χάλασαν, γιατί οι άνθρωποι εκπαιδεύτηκαν να ζουν σ’ έναν κομματιασμένο κόσμο, όπου το σώμα είναι ξεκομμένο από την ψυχή, η υγεία μένει σε άλλη γειτονιά από την ασθένεια, ενώ η λογική ζει σε κάποιο ακριβό ρετιρέ και το συναίσθημα σ’ ένα ξεχασμένο υπόγειο. 
 
Μου φαίνεται, καμιά φορά, πως μια από τις χειρότερες βλάβες έχει να κάνει με το χατίρι του «κοντά». Άμα χαλάσει το χατίρι αυτό, άστα να πάνε. Γιατί τότε οι άνθρωποι σταματούν να γυρεύουν την οικειότητα, τους κοινούς στόχους, τις μοιρασιές. 
 
Κι ύστερα, είναι και το χατίρι της αλλαγής. Αυτό που το πας; Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να επισκευάσεις τη χαλασμένη βεβαιότητα, ότι η μοναδική βεβαιότητα στη ζωή είναι η αλλαγή; Ζόρικα πράγματα, μάστορα. Γιατί απαιτείται μπόλικο θάρρος, δύναμη κι ένας ριψοκίνδυνος τρόπος ύπαρξης για να αποδεχτεί κανείς ότι βρίσκεται διαρκώς σε διαδικασία αλλαγής.
 
Αλλά, και το χατίρι της μέριμνας για τον Άλλο, χαλάει εύκολα. Μια δυο φορές να μην σου «κάτσει» όπως το θες και πάει, το ξεχαρβάλωσες το χατίρι. Άντε φτιάξ’ το μετά. Αλλά για κάτι τέτοια είναι οι επισκευαστές, θα μου πεις. Και πρέπει να το φτιάξεις το χατίρι με τρόπο που να νοιάζεται κανείς τον Άλλο, πάντα πρόθυμα και δίχως ηθικολογίες και αξιολογικές κρίσεις. Εδώ σε θέλω. 
 
Μια ακόμη πιο συνηθισμένη «ζημιά» έχει να κάνει με τα χατίρια της εμπειρίας. Άμα χαλάσει αυτό, οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται πια τη βιωμένη εμπειρία τους, κι αντίθετα, πέφτουν με τα μούτρα στις κάθε είδους αυθεντίες. Άσε να μη σου πω, τέλος, για τη «δουλειά» που χρειάζεται ένα τρακαρισμένο χατίρι που πήγε και «στούκαρε αφρενάριστο» πάνω στα «φράγκα». Ίσιωσε από δω, στόκαρε από κει, τρίψε, ξανατρίψε, βάψε, η χαρά του φαναρτζή, ένα πράγμα. 
 
Αν δεν το έχεις προσέξει είναι πολλοί ακόμη οι άνθρωποι που, σαν έρθει η βάρδια τους, χτυπούν την κάρτα, χαμογελούν ευχαριστημένοι και χώνονται από κάτω από χαλασμένα χατίρια κάθε είδους. Σκουπίζουν πρόχειρα τα χέρια τους στη φόρμα και σου τείνουν τον αγκώνα τους για να τους χαιρετίσεις μην τύχει και λερωθείς. Είδα πολλούς τις τελευταίες μέρες στις λάσπες της Ειδομένης ή στον Πειραιά. Είδα πιτσιρικάδες που κοιτάζονταν στα μάτια και γερόντια που αγγίζονταν στα μουλωχτά. Πάντα με τα παπούτσια τους σκονισμένα και τα χέρια μουτζουρωμένα απ’ τις επισκευές. 
 
Και κείνο που με «τρώει», είναι που δεν ξέρω αν θα βρεθεί κανείς να τους φτιάξει, όσο μπορεί, και τα δικά τους χαλασμένα χατίρια, αλλά αξίζει ρε φίλε τον κόπο. 
 
Γι’ αυτό σου λέω, αν τύχει να συναντήσεις κάποιον απ’ αυτούς, μην του χαλάσεις το χατίρι ρε συ, μαλακία θα είναι…