της Naomi Klein για το The Intercept
Το όλο επεισόδιο έδειξε τη δύναμη της αντίστασης, του δικαστικού θάρρους και υπήρχαν πολλοί λόγοι για εορτασμούς. Κάποιοι έχουν καταλήξει και στο συμπέρασμα ότι αυτό το αρχικό χαστούκι έχει τιμωρήσει τον Τραμπ και ότι τώρα έχει δεσμευτεί σε μια πιο λογική, συμβατική πορεία. Αυτή είναι μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση.
Είναι αλήθεια ότι πολλά από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία στη λίστα επιθυμιών της κυβέρνησης δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί. Αλλά μην κάνετε κανένα λάθος, η πλήρης ατζέντα είναι ακόμα εκεί, σε αναμονή. Και υπάρχει ένα πράγμα που θα μπορούσε να τα εξαπολύσει όλα: μια μεγάλη κρίση.
Τα ισχυρά σοκ χρησιμοποιούνται συχνά για να επιβάλλουν τις απεχθείς φιλο-εταιρικές και αντιδημοκρατικές πολιτικές που ποτέ δεν θα ήταν δυνατές σε φυσιολογικές συνθήκες. Είναι ένα φαινόμενο που έχω προηγουμένως ονομάσει «Δόγμα του Σοκ» και είδαμε να συμβαίνει ξανά και ξανά εδώ και δεκαετίες, από τη Χιλή μετά το πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοτσέτ, μέχρι τη Νέα Ορλεάνη μετά τον τυφώνα Κατρίνα.
Και το έχουμε δει να συμβαίνει και πρόσφατα, πολύ πριν από τον Τραμπ, σε πόλεις των ΗΠΑ, όπως το Ντιτρόιτ και το Φλιντ, όπου η επικείμενη χρεοκοπία των κομητειών έγινε το πρόσχημα για τη διάλυση της τοπικής δημοκρατίας και για τον διορισμό «διαχειριστών έκτακτης ανάγκης» που διεξήγαγαν πόλεμο ενάντια στις δημόσιες υπηρεσίες και στη δημόσια εκπαίδευση. Αυτήν τη στιγμή, το φαινόμενο αυτό εκτυλίσσεται στο Πουέρτο Ρίκο, όπου η τωρινή κρίση χρέους χρησιμοποιήθηκε για την εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου «Συμβουλίου Οικονομικής Εποπτείας και Διοίκησης», ενός μηχανισμού για την επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας, συμπεριλαμβανομένων των περικοπών στις συντάξεις και μιας κίνησης για το κλείσιμο σχολείων. Αυτή η τακτική χρησιμοποιείται και στη Βραζιλία, όπου η εξαιρετικά αμφισβητήσιμη καθαίρεση της προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ το 2016 ακολουθήθηκε από την εγκαθίδρυση ενός μη εκλεγμένου καθεστώτος, που είναι έντονα υπέρ των επιχειρήσεων, έχει παγώσει τις δημόσιες δαπάνες για τα επόμενα 20 χρόνια, επέβαλε λιτότητα με μορφή τιμωρίας και ξεκίνησε το ξεπούλημα των αεροδρομίων, των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής και άλλων δημόσιων αγαθών σε μια μανία για ιδιωτικοποίηση.
Όπως έγραψε ο Μίλτον Φρίντμαν πριν πολύ καιρό, «μόνο μια κρίση- πραγματική ή εκλαμβανόμενη- φέρνει πραγματική αλλαγή. Όταν συμβαίνει αυτή η κρίση, οι ενέργειες που γίνονται εξαρτώνται από τις ιδέες που υπάρχουν. Πιστεύω ότι αυτή είναι η βασική μας λειτουργία: να αναπτύξουμε εναλλακτικές λύσεις στις υπάρχουσες πολιτικές, να τις διατηρήσουμε ζωντανές και διαθέσιμες μέχρις ότου το πολιτικά αδύνατο να γίνει πολιτικά αναπόφευκτο». Οι επιβιωτιστές μαζεύουν αποθέματα κονσερβοποιημένων φαγητών και νερού ενόψει των μεγάλων καταστροφών. Αυτοί οι τύποι μαζεύουν αποθέματα τρομερά αντιδημοκρατικών ιδεών.
Τώρα, όπως πολλοί έχουν παρατηρήσει, το μοτίβο επαναλαμβάνεται με τον Τραμπ. Στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας, δεν είπε στον κόσμο που τον λάτρευε ότι θα κάνει περικοπές στη χρηματοδότηση των υπηρεσιών παροχής γευμάτων, ούτε παραδέχτηκε ότι θα προσπαθούσε να στερήσει την ασφάλεια υγείας από εκατομμύρια Αμερικάνους ή ότι σχεδίαζε να παραχωρήσει κάθε στοιχείο στη λίστα επιθυμιών της Goldman Sachs. Είπε το ακριβώς αντίθετο.
Από την ανάληψη των καθηκόντων του όμως, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν επέτρεψε ποτέ να φύγει το κλίμα του χάους και της κρίσης. Κάποιο από το χάος, όπως οι έρευνες για τη Ρωσία, έχει επιβαρύνει τον ίδιο ή είναι απλώς αποτέλεσμα ανικανότητας, αλλά πολλά φαίνεται να δημιουργούνται σκόπιμα. Όπως και να έχει, όσο αποσπάται (και εξαρτάται) η προσοχή μας από το σόου του Τραμπ, κάνοντας κλικ και χαζεύοντας τις κινήσεις στα χέρια της συζύγου και στις μυστηριώδεις σφαίρες, το κρυφό και μεθοδικό έργο της αναδιανομής του πλούτου συνεχίζει χωρίς διακοπή.
Αυτό ενισχύεται επίσης από την ταχύτητα των αλλαγών. Παρακολουθώντας το τσουνάμι των εκτελεστικών διαταγμάτων κατά τη διάρκεια των πρώτων 100 ημερών του Τραμπ, καταλαβαίνουμε εύκολα ότι οι σύμβουλοί του ακολουθούσαν τις συμβουλές του Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα»: «Τα χτυπήματα πρέπει να γίνονται όλα μαζί, έτσι ώστε να γίνονται λιγότερο αισθητά». Η λογική είναι αρκετά απλή. Οι άνθρωποι μπορούν να αναπτύξουν έναν αντίλογο σε διαδοχικές ή σταδιακές αλλαγές. Όταν γίνονται όμως δεκάδες αλλαγές από όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα, ελπίζουν ότι οι πληθυσμοί θα εξαντληθούν γρήγορα, θα συγκλονιστούν και τελικά θα καταπιούν το πικρό φάρμακο τους.
Αλλά αυτό είναι το βασικό: Όλα αυτά είναι ένα υποείδος του δόγματος του σοκ. Είναι το καλύτερο που μπορεί να καταφέρει ο Τραμπ για να καλύψει τα σοκ που φέρνει ο ίδιος. Και όσο πρέπει να το εκθέσουμε αυτό και να αντισταθούμε, τόσο πρέπει και να επικεντρωθούμε στο τι θα κάνει αυτή η κυβέρνηση όταν θα έχει ένα πραγματικό σοκ που θα έχει προέλθει από εξωτερική πηγή για να εκμεταλλευτεί. Ίσως να είναι μια οικονομική κρίση, όπως η κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου του 2008. Ίσως μια φυσική καταστροφή, όπως ο τυφώνας Σάντι. Ή ίσως να είναι μια τρομερή τρομοκρατική επίθεση όπως η βομβιστική επίθεση στο Μάντσεστερ. Οποιαδήποτε τέτοια κρίση θα μπορούσε να προκαλέσει μια πολύ γρήγορη αλλαγή των πολιτικών συνθηκών, καθιστώντας αυτό που μοιάζει σήμερα απίθανο να εμφανίζεται ξαφνικά ως αναπόφευκτο.
Ας αναλογιστούμε λοιπόν κάποιες κατηγορίες πιθανών σοκ και πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να ξεκινήσουν να υλοποιούνται πράγματα από την τοξική λίστα όσων θέλει να κάνει Τραμπ.
Ένα Τρομοκρατικό Σοκ
Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Λονδίνο, το Μάντσεστερ και το Παρίσι δίνουν κάποιες γενικές υποδείξεις για το πώς η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί μια μεγάλης κλίμακας επίθεση που μπορεί να λάβει χώρα στις ΗΠΑ ή στις υποδομές των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Μετά από τις τρομακτικές βόμβες στο Μάντσεστερ τον περασμένο μήνα, οι συντηρητικοί στην κυβέρνηση ξεκίνησαν μια σκληρή εκστρατεία εναντίον του Τζέρεμι Κόρμπιν και του Εργατικού Κόμματος επειδή ισχυρίστηκαν ότι ο αποτυχημένος «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» αποτελεί μέρος αυτού που ενισχύει τέτοιες πράξεις, καλώντας κάθε τέτοια πρόταση «τερατώδη» (μια καθαρή αναφορά στην ρητορική «με εμάς ή με τρομοκράτες» που εμφανίστηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001). Από την πλευρά του, ο Τραμπ έσπευσε να συνδέσει την επίθεση με τους «χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπους που εισέρχονται στις διάφορες χώρες μας»- δεν έχει σημασία που ο βομβιστής, Σαλμάν Αμπεντί, γεννήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Παρομοίως, αμέσως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Ουεστμίνστερ του Λονδίνου τον Μάρτιο του 2017, όταν ένας οδηγός παρέσυρε πλήθος πεζών, σκοτώνοντας σκοπίμως τέσσερις ανθρώπους και τραυματίζοντας δεκάδες ακόμη, η κυβέρνηση των Συντηρητικών δεν έχασε καθόλου χρόνο και δήλωσε αμέσως ότι οποιαδήποτε προσδοκία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ψηφιακές επικοινωνίες αποτελούσε πλέον απειλή για την εθνική ασφάλεια. Η υπουργός Εσωτερικών, Άμπερ Ρουντ, πήγε στο BBC και δήλωσε ότι η κρυπτογράφηση «από τον αποστολέα στον αποδέκτη» που παρέχεται από προγράμματα όπως το WhatsApp είναι «απολύτως απαράδεκτη». Και είπε ότι συναντήθηκαν με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας «για να τους ζητήσουμε να συνεργαστούν μαζί μας» για μια παροχή πρόσβασης από την πίσω πόρτα αυτών των πλατφόρμων. Έκανε επίσης και μια ακόμα πιο έντονη έκκληση για να σπάσει το ιδιωτικό απόρρητο στο διαδίκτυο μετά την επίθεση στη Γέφυρα του Λονδίνου.
Ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν το ότι η κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που απαγόρευε τις πολιτικές διαμαρτυρίες μετά τις συντονισμένες επιθέσεις στο Παρίσι το 2015, στις οποίες σκοτώθηκαν 130 άτομα.
Ήμουν στη Γαλλία μια εβδομάδα μετά από αυτά τα τρομακτικά γεγονότα και ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι, παρόλο που οι επιτιθέμενοι είχαν στοχεύσει σε μια συναυλία, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, εστιατόρια και άλλα μέρη της καθημερινής ζωής του Παρισιού, ήταν μόνο η πολιτική δραστηριότητα που δεν επιτρεπόταν στους εξωτερικούς χώρους. Μεγάλες συναυλίες, χριστουγεννιάτικες αγορές και αθλητικές εκδηλώσεις- τα είδη των χώρων που ήταν πιθανότατοι στόχοι για περαιτέρω επιθέσεις- ήταν όλα ελεύθερα να συνεχίσουν ως συνήθως. Τους μήνες που ακολούθησαν, το διάταγμα για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης παρατάθηκε ξανά και ξανά μέχρι να εφαρμοστεί για πάνω από ένα χρόνο. Αυτήν τη στιγμή προβλέπεται να παραμείνει σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι τον Ιούλιο του 2017 (Σ.τ.Μ.: το άρθρο δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2017. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει παραταθεί τουλάχιστον ως την 1η Νοεμβρίου 2017). Στη Γαλλία, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι η νέα νόρμα.
Αυτό έγινε όσο ήταν στην κυβέρνηση μια κεντροαριστερή κυβέρνηση, σε μια χώρα με μακρά παράδοση απεργιακών κινήσεων και διαμαρτυριών. Θα πρέπει να είναι κανείς αφελής για να πιστέψει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μάικ Πενς δεν θα αδράξουν την ευκαιρία αμέσως μετά από οποιαδήποτε επίθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες για να προχωρήσουν πολύ περισσότερο προς την ίδια κατεύθυνση. Κατά πάσα πιθανότητα θα το κάνουν γρήγορα, ανακηρύσσοντας τις διαμαρτυρίες και απεργίες που εμποδίζουν τους δρόμους και τα αεροδρόμια (τα οποία ανταποκρίθηκαν στην απαγόρευση των ταξιδιών των Μουσουλμάνων) ως απειλή για την «εθνική ασφάλεια». Οι διοργανωτές των διαδηλώσεων θα είναι στόχοι παρακολούθησης, συλλήψεων και φυλακίσεων.
Πράγματι, θα πρέπει να περιμένουμε ότι θα υπάρξει εκμετάλλευση των σοκ σε θέματα ασφάλειας για τη δικαιολόγηση της αύξησης των φυλακίσεων για μεγάλο αριθμό ανθρώπων από τις κοινότητες που έχει ήδη βάλει ως στόχο αυτή η κυβέρνηση: τους Λατίνους μετανάστες, τους Μουσουλμάνους, τους οργανωτές του κινήματος Οι Ζωές των Μαύρων Μετράνε («Black Lives Matter»), τους περιβαλλοντικούς ακτιβιστές, τους δημοσιογράφους που ασκούν ερευνητική δημοσιογραφία. Όλα είναι πιθανά. Και στο όνομα της στήριξης της επιβολής του νόμου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Τζεφ Σέσιονς θα έχει τη δικαιολογία που έψαχνε για να καταργήσει την ομοσπονδιακή επίβλεψη της πολιτειακής και τοπικής αστυνομίας, ειδικά για αυτούς που έχουν κατηγορηθεί για συστηματική κακομεταχείριση για φυλετικούς λόγους.
Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πρόεδρος θα βρει την ευκαιρία μέσα από οποιαδήποτε εγχώρια τρομοκρατική επίθεση για να κατηγορήσει τα δικαστήρια. Το έκανε αυτό απόλυτα σαφές όταν δημοσίευσε στο τουίτερ, μετά την πρώτη επιβολή ταξιδιωτικής απαγόρευσης: «Απλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι ένας δικαστής θα έβαζε τη χώρα μας σε τέτοιο κίνδυνο. Αν συμβεί κάτι, κατηγορείστε αυτόν και το δικαστικό σύστημα». Και τη νύχτα της επίθεσης στη Γέφυρα του Λονδίνου, το προχώρησε ακόμα περισσότερο, δημοσιεύοντας στο τουίτερ: «Χρειαζόμαστε τα δικαστήρια για να μας δώσουν πίσω τα δικαιώματά μας. Χρειαζόμαστε την απαγόρευση των ταξιδιών ως ένα επιπλέον επίπεδο ασφάλειας!». Σε μια κατάσταση δημόσιας υστερίας και αλληλοκατηγοριών που θα ακολουθούσε σίγουρα μετά από μια επίθεση στις ΗΠΑ, το θάρρος που είδαμε να δείχνουν τα δικαστήρια στην απάντησή τους στις ταξιδιωτικές απαγορεύσεις του Τραμπ ίσως να είναι πολύ πιο λίγο.
Το σοκ του πολέμου
Ο πιο θανατερός τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις αντιδρούν στις τρομοκρατικές επιθέσεις σε υπερβολικό βαθμό είναι η εκμετάλλευση της ατμόσφαιρας του φόβου για να ξεκινήσουν έναν πόλεμο (ή δύο) στο εξωτερικό. Δεν έχει σημασία αν ο στόχος δεν έχει σχέση με τις αρχικές τρομοκρατικές επιθέσεις. Το Ιράκ δεν ήταν υπεύθυνο για την 11η Σεπτεμβρίου και εισέβαλαν εκεί ούτως ή άλλως.
Οι πιθανότεροι στόχοι του Τραμπ είναι κυρίως στη Μέση Ανατολή και περιλαμβάνουν (αλλά σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται σε αυτές) τη Συρία, την Υεμένη, το Ιράκ και, πιο επικίνδυνα, το Ιράν. Και στη συνέχεια, βέβαια, υπάρχει η Βόρεια Κορέα, όπου ο υπουργός Εξωτερικών, Ρεξ Τίλερσον δήλωσε ότι «όλες οι επιλογές βρίσκονται στο τραπέζι», αρνούμενος κατηγορηματικά να αποκλείσει μια προληπτική στρατιωτική επίθεση.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι του Τραμπ, ιδιαίτερα εκείνοι που ήρθαν απ’ ευθείας από τον χώρο της άμυνας, θα μπορούσαν να αποφασίσουν ότι η περαιτέρω στρατιωτική κλιμάκωση είναι σωστή. Η επίθεση του Τραμπ στη Συρία με τους πυραύλους τον Απρίλιο του 2017- που διατάχθηκε χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου και ως εκ τούτου ήταν παράνομη σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς- του έδωσε την πιο θετική κάλυψη των Μέσων για την προεδρία του. Ο κύκλος του, εν τω μεταξύ, επεσήμανε αμέσως ότι οι επιθέσεις ήταν μια απόδειξη ότι δεν υπήρχε τίποτα άσχημο μεταξύ του Λευκού Οίκου και της Ρωσίας.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος, λιγότερο γνωστός λόγος για τον οποίο αυτή η κυβέρνηση μπορεί να βιάζεται να εκμεταλλευτεί μια κρίση στην ασφάλεια για να ξεκινήσει έναν νέο πόλεμο ή να εντείνει μια εν εξελίξει σύγκρουση: Δεν υπάρχει πιο γρήγορος ή πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αυξήσουν την τιμή του πετρελαίου, ειδικά αν η βιαιότητα δημιουργήσει εμπόδια στον ανεφοδιασμό πετρελαίου για την παγκόσμια αγορά. Αυτό θα ήταν σπουδαία είδηση για τους πετρελαϊκούς γίγαντες όπως η Exxon Mobil, οι οποίοι είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται δραματικά λόγω της πτώσης τιμής του πετρελαίου- και η Exxon, φυσικά, έχει την τύχη να έχει τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλό της, τον Τίλερσον, να υπηρετεί σήμερα ως υπουργός Εξωτερικών. (Όχι μόνο ήταν ο Τίλερσον στην Exxon για 41 χρόνια, για ολόκληρη δηλαδή την καριέρα του, αλλά η Exxon Mobil συμφώνησε να του καταβάλει και ένα πακέτο συνταξιοδότησης αξίας εννέα εκατομμυρίων δολαρίων).
Εκτός από την Exxon, ο μόνος ίσως που θα κέρδιζε πολλά από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου μέσω μιας παγκόσμιας αστάθειας είναι η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, ένα τεράστιο κράτος που στηρίζεται στο πετρέλαιο και βρίσκεται σε οικονομική κρίση από τότε που κατέρρευσε η τιμή του πετρελαίου. Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου στον κόσμο και ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου (μετά τη Σαουδική Αραβία). Όταν η τιμή ήταν υψηλή, ήταν σπουδαίο γεγονός για τον Πούτιν: Πριν από το 2014, το 50% των εσόδων του προϋπολογισμού της Ρωσίας προέρχονταν από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Αλλά όταν οι τιμές κατέρρευσαν, η κυβέρνηση έχασε ξαφνικά εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, μια οικονομική καταστροφή με τεράστιο κόστος για τον λαό. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 2015 οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν στη Ρωσία κατά σχεδόν 10%. Το ρωσικό ρούβλι υποτιμήθηκε σχεδόν κατά 40% και ο αριθμός των ανθρώπων που κατατάσσονται ως φτωχοί αυξήθηκε από τα 3 εκατομμύρια σε πάνω από 19 εκατομμύρια. Ο Πούτιν παίζει τον ρόλο του ισχυρού άνδρα, αλλά αυτή η οικονομική κρίση τον καθιστά ευάλωτο στη χώρα του.
Έχουμε ακούσει επίσης πολλά για αυτήν την τεράστια συμφωνία μεταξύ της Exxon Mobil και της ρωσικής κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας Rosneft για την εξόρυξη πετρελαίου στην Αρκτική (ο Πούτιν καυχιόταν ότι είχε αξία ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων). Η συμφωνία αυτή υπονομεύτηκε από τις αμερικανικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και παρά τη στάση και των δύο πλευρών σχετικά με τη Συρία, είναι ακόμα πολύ πιθανό ο Τραμπ να αποφασίσει να άρει τις κυρώσεις και να ανοίξει το δρόμο για να προχωρήσει η συμφωνία, γεγονός που θα ενισχύσει γρήγορα τα κέρδη της Exxon Mobil.
Αλλά ακόμα και αν αρθούν οι κυρώσεις, υπάρχει ένας άλλος παράγοντας που παρεμποδίζει το έργο από το να προχωρήσει: η υποβαθμισμένη τιμή του πετρελαίου. Ο Τίλερσον έκανε τη συμφωνία με την Rosneft το 2011, όταν η τιμή του πετρελαίου σημείωνε μια άνοδο φτάνοντας στα περίπου 110 δολάρια το βαρέλι. Η πρώτη δέσμευσή τους ήταν να ψάξουν για πετρέλαιο στη θάλασσα βόρεια της Σιβηρίας, κάτω από δύσκολες, παγωμένες συνθήκες για να γίνει άντληση. Η τιμή από την οποία οι γεωτρήσεις της Αρκτικής είναι οικονομικά βιώσιμες υπολογίζεται σε περίπου 100 δολάρια το βαρέλι, αν όχι περισσότερο. Έτσι, ακόμη και αν ο Τραμπ άρει τις κυρώσεις, δεν θα έχει νόημα για την Exxon και τη Rosneft να προχωρήσουν με το έργο τους εκτός αν οι τιμές του πετρελαίου είναι αρκετά υψηλές, που είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίο θα μπορούσαν να θελήσουν μια μορφή αστάθειας που θα έστελνε τις τιμές του πετρελαίου πάλι στα ύψη.
Αν η τιμή του πετρελαίου ανέλθει σε 80 δολάρια ή περισσότερο το βαρέλι, τότε ο αγώνας για να σκάψουν και να προχωρήσουν στην καύση των πιο βρώμικων ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται κάτω από τον πάγο που λιώνει, θα επανέλθει. Μια ανάκαμψη των τιμών θα εξαπέλυε μια παγκόσμια φρενίτιδα για μια νέα εξαγωγή ορυκτών καυσίμων υψηλού κινδύνου και υψηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα, από την Αρκτική μέχρι και από την ασφαλτούχο άμμο. Και αν επιτραπεί να συμβεί κάτι τέτοιο, θα χάσουμε πραγματικά την τελευταία μας ευκαιρία για να αποφύγουμε την καταστροφική κλιματική αλλαγή.
Έτσι, στην πραγματικότητα, η αποφυγή του πολέμου και η αποτροπή του κλιματικού χάους είναι στην ουσία ένας κοινός αγώνας.
Οικονομικά Σοκ
Ένα βασικό στοιχείο του οικονομικού σχεδίου του Τραμπ μέχρι στιγμής είναι η δημιουργία μιας οικονομικής απορρύθμισης που κάνει τις οικονομικές κρίσεις και τις καταστροφές πολύ πιο πιθανές. Ο Τραμπ ανακοίνωσε σχέδια για την κατάργηση του Νόμου Dodd-Frank, της πιο ουσιαστικής νομοθεσίας που εισήχθη μετά την τραπεζική κατάρρευση του 2008. Ο Νόμος Dodd-Frank δεν ήταν αρκετά σκληρός, αλλά η απουσία του θα αφήσει ελεύθερη τη Wall Street να δημιουργήσει νέες φούσκες, οι οποίες αναπόφευκτα θα σκάσουν, φέρνοντας νέες οικονομικές κρίσεις.
Ο Τραμπ και η ομάδα του το γνωρίζουν αυτό και είναι απλά αδιάφοροι- τα κέρδη από αυτές τις φούσκες της αγοράς είναι πολύ εντυπωσιακά. Εκτός αυτού, ξέρουν ότι από τη στιγμή που οι τράπεζες δεν έφτασαν ποτέ στη διάλυση, είναι ακόμα πολύ ισχυρές για να καταρρεύσουν, πράγμα που σημαίνει ότι εάν συντριβούν όλα, θα ξεμπλέξουν ξανά, όπως και το 2008. (Στην πραγματικότητα, ο Τραμπ εξέδωσε ένα εκτελεστικό διάταγμα που ζητά την αναθεώρηση του συγκεκριμένου τμήματος του Νόμου Dodd-Frank που έχει σκοπό να εμποδίσει τους φορολογούμενους να παραμείνουν δεσμευμένοι με ένα ακόμα σχέδιο διάσωσης- ένα δυσοίωνο σημάδι, ειδικά με τόσα πρώην στελέχη της Goldman στον Λευκό Οίκο).
Ορισμένα μέλη της κυβέρνησης σίγουρα βλέπουν επίσης μερικές πολυπόθητες πολιτικές ευκαιρίες που μπορούν να ανοίξουν μετά από κάνα δυο δυνατά σοκ στην αγορά. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Τραμπ κέρδισε ψηφοφόρους υποσχόμενος να μην αγγίξει την Κοινωνική Ασφάλιση ή το Medicare. Αλλά αυτό μπορεί να είναι αδύνατο, δεδομένων των μεγάλων φορολογικών περικοπών που ετοιμάζονται (και του φανταστικού μαθηματικού υπολογισμού σύμφωνα με το οποίο υποτίθεται ότι θα πληρώσουν για τον εαυτό τους). Ο προτεινόμενος προϋπολογισμός του ξεκινά ήδη την επίθεση κατά της κοινωνικής ασφάλισης και μια οικονομική κρίση θα δώσει στο Τραμπ μια καλή δικαιολογία για να εγκαταλείψει εντελώς αυτές τις υποσχέσεις. Μέσα σε μια στιγμή που θα εμφανίζεται στο κοινό ως ένας οικονομικός Αρμαγεδώνας, η Μπέτσι Ντέβος μπορεί να βρει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει μέχρι και το όνειρό της, να αντικαταστήσει δηλαδή τα δημόσια σχολεία με ένα σύστημα που θα στηρίζεται σε δελτία και επιχορηγήσεις.
Η συμμορία του Τραμπ έχει μια μεγάλη λίστα επιθυμιών για πολιτικές που δεν προσφέρονται υπό φυσιολογικές συνθήκες. Στις πρώτες μέρες της νέας κυβέρνησης, για παράδειγμα, ο Μάικ Πενς συναντήθηκε με τον κυβερνήτη του Ουισκόνσιν, Σκοτ Ουόλκερ, για να ακούσει το πώς ο κυβερνήτης κατόρθωσε να πάρει από τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα το δικαίωμά τους για συλλογικές διαπραγματεύσεις το 2011. (Υπαινικτικό στοιχείο: Χρησιμοποιούσε την κάλυψη της δημοσιονομικής κρίσης του κράτους, προκαλώντας τον αρθρογράφο των New York Times Πολ Κρούγκμαν να δηλώσει ότι στο Ουισκόνσιν «το δόγμα σοκ είναι σε πλήρη λειτουργία»).
Αν δούμε όλα αυτά συνδυαστικά, η εικόνα είναι ξεκάθαρη. Πολύ πιθανόν να μην δούμε την απόλυτη οικονομική βαρβαρότητα αυτής της κυβέρνησης κατά το πρώτο έτος. Αυτό θα αποκαλυφθεί μόνο αργότερα, μετά τις αναπόφευκτες κρίσεις του προϋπολογισμού και των σοκ στην αγορά. Στη συνέχεια, στο όνομα της διάσωσης της κυβέρνησης και ίσως ολόκληρης της οικονομίας, ο Λευκός Οίκος θα ξεκινήσει να τσεκάρει τα πιο απαιτητικά στοιχεία της εταιρικής λίστας επιθυμιών.
Κλιματικά Σοκ
Ακριβώς όπως είναι βέβαιο ότι η εθνική ασφάλεια και οι οικονομικές πολιτικές του Τραμπ θα δημιουργήσουν και θα εντείνουν τις κρίσεις, έτσι και οι κυβερνητικές κινήσεις θα αυξήσουν την παραγωγή ορυκτών καυσίμων, θα καταργήσουν σημαντικά τμήματα των περιβαλλοντικών νόμων της χώρας και θα ρίξουν στα σκουπίδια τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Έτσι, θα ανοίξουν τον δρόμο για βιομηχανικά ατυχήματα ακόμα μεγαλύτερου επιπέδου- για να μην αναφέρουμε τις μελλοντικές κλιματικές καταστροφές. Υπάρχει ένα χρονικό διάστημα περίπου μιας δεκαετίας μεταξύ της απελευθέρωσης διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και της συνεπαγόμενης αύξησης της θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα οι χειρότερες κλιματικές επιπτώσεις των πολιτικών μιας κυβέρνησης να μην γίνονται αισθητές μέχρι να αποχωρήσει αυτή από το αξίωμα.
Με αυτό ως δεδομένο και επειδή έχουμε ήδη προξενήσει τέτοια αύξηση της θερμοκρασίας, κανένας πρόεδρος δεν μπορεί να ολοκληρώσει τη θητεία του χωρίς να αντιμετωπίσει έντονες καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα. Στην πραγματικότητα, ο Τραμπ δεν ήταν ούτε δυο μήνες πρόεδρος όταν είχε να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές πυρκαγιές στις Μεγάλες Πεδιάδες, που οδήγησαν σε τόσους πολλούς θανάτους βοοειδών ώστε ένας κτηνοτρόφος περιέγραψε το γεγονός ως «ο δικός μας τυφώνας Κατρίνα».
Ο Τραμπ δεν έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις πυρκαγιές και δεν δημοσίευσε τίποτα στο τουίτερ σχετικά με αυτές. Αλλά όταν η πρώτη ισχυρή καταιγίδα χτυπήσει μια ακτή, θα πρέπει να αναμένουμε μια πολύ διαφορετική αντίδραση από έναν πρόεδρο ο οποίος γνωρίζει την αξία της παράκτιας ακίνητης ιδιοκτησίας, περιφρονεί ανοιχτά τους φτωχούς και πάντα ενδιαφερόταν να χτίσει για το 1 τοις εκατό του πληθυσμού. Η ανησυχία, φυσικά, είναι να υπάρξει μια επανάληψη των καταστροφών του Κατρίνα στα δημόσια κτίρια και σχολεία, καθώς και το ελεύθερο στους εργολάβους για όλα όσα ακολουθήσουν μετά την καταστροφή, ιδίως δεδομένου του κεντρικού ρόλου που διαδραμάτισε ο Μάικ Πενς στη διαμόρφωση της πολιτικής μετά τον Κατρίνα.
Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της εποχής του Τραμπ, ωστόσο, πιθανότατα να είναι στις υπηρεσίες αντιμετώπισης καταστροφών που θα διατίθενται ειδικά για τους πλούσιους. Όταν έγραφα το «Δόγμα του Σοκ», αυτή η βιομηχανία ήταν ακόμα στα σπάργανα και αρκετές αρχικές εταιρείες δεν τα κατάφεραν. Έγραψα, για παράδειγμα, για μια βραχύβια αεροπορική εταιρεία που ονομάζεται Help Jet, με έδρα το αγαπημένο Γουέστ Παλμ Μπιτς του Τραμπ. Όσο κράτησε, η Help Jet προσέφερε μια σειρά υπηρεσιών διάσωσης σε χρυσές πιατέλες, με αντάλλαγμα μια συνδρομή μέλους.
Όταν ερχόταν ένας τυφώνας, η Help Jet έστελνε λιμουζίνες για να πάρει τα μέλη, να τα κρατήσει σε πέντε αστέρων θέρετρα για γκολφ και σπα σε κάποιο ασφαλές μέρος και στη συνέχεια να τα απομακρύνει με ιδιωτικά τζετ. «Δεν υπάρχει αναμονή στις ουρές, καμία ταλαιπωρία μέσα στα πλήθη, απλώς μια εμπειρία πρώτης κατηγορίας που μετατρέπει ένα πρόβλημα σε διακοπές», διαβάζεις στα διαφημιστικά της εταιρείας. «Απολαύστε το συναίσθημα της αποφυγής του συνηθισμένου εφιάλτη εκκένωσης λόγω τυφώνων». Με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, φαίνεται ότι η Help Jet, πέρα από το ότι έκρινε εσφαλμένα την αγορά για αυτές τις υπηρεσίες, ήταν απλώς μπροστά από τον καιρό της. Αυτές τις μέρες, στη Silicon Valley και στη Wall Street, οι πιο σοβαροί και πλούσιοι επιβιωτιστές προστατεύονται από τις κλιματικές διαταραχές και την κοινωνική κατάρρευση, αγοράζοντας χώρο σε υπόγεια, κατά παραγγελία καταφύγια στο Κάνσας (που προστατεύονται από βαριά οπλισμένους μισθοφόρους) και κατασκευάζοντας σπίτια διαφυγής σε υψίπεδα της Νέας Ζηλανδίας. Είναι αυτονόητο ότι χρειάζεστε το δικό σας ιδιωτικό αεροσκάφος για να φτάσετε εκεί.
Το ανησυχητικό με όλο αυτό το φαινόμενο της υψηλής ποιότητας επιβιωτισμού (εκτός από το ότι είναι γενικά περίεργο) είναι ότι, ενώ οι πλούσιοι δημιουργούν τα δικά τους πολυτελή καταφύγια, το ενδιαφέρον για τη διατήρηση οποιασδήποτε υποδομής αντιμετώπισης καταστροφών για να βοηθηθεί το σύνολο της κοινωνίας- ασχέτως του εισοδήματος του καθενός- μειώνεται- η δυναμική ακριβώς που οδήγησε σε τεράστια και περιττή ταλαιπωρία στη Νέα Ορλεάνη κατά τη διάρκεια του Κατρίνα.
Και αυτή η υποδομή δυο επιπέδων για τυχόν καταστροφές προχωρά με ανησυχητική ταχύτητα. Σε πολιτείες που είναι επιρρεπείς σε πυρκαγιές, όπως η Καλιφόρνια και το Κολοράντο, οι ασφαλιστικές εταιρείες παρέχουν υπηρεσία συντήρησης στους αποκλειστικούς πελάτες τους: Όταν οι πυρκαγιές απειλούν τα αρχοντικά τους, οι εταιρείες αποστέλλουν ομάδες ιδιωτικών πυροσβεστών για να τα καλύψουν με επιβραδυντικά φωτιάς. Εντωμεταξύ, ο δημόσιος τομέας αφήνεται να παρακμάσει.
Η Καλιφόρνια δίνει μια γεύση για την κατεύθυνση που παίρνει η κατάσταση. Για την πυρόσβεση, το κράτος στηρίζεται σε πάνω από 4.500 φυλακισμένους, οι οποίοι πληρώνονται ένα δολάριο την ώρα όταν τοποθετούνται μπροστά στις πυρκαγιες, θέτοντας τις ζωές τους σε κίνδυνο δίνοντας μάχη με τη φωτιά και περίπου δύο δολάρια την ημέρα όταν επιστρέφουν πίσω στο στρατόπεδο. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, η Καλιφόρνια εξοικονομεί ένα δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως μέσω αυτού του προγράμματος- ένα στοιχείο για το τι συμβαίνει όταν συνδυάζεται η πολιτική λιτότητας με τη μαζική φυλάκιση και την κλιματική αλλαγή.
Ένας Κόσμος με Πράσινες και Κόκκινες Ζώνες
Η ανοδική τάση της υψηλού επιπέδου προετοιμασίας για καταστροφές σημαίνει επίσης ότι οι μεγαλύτεροι νικητές στην οικονομία μας δεν έχουν λόγο να υποστηρίξουν τις απαιτητικές αλλαγές πολιτικής που είναι απαραίτητες για να αποφευχθεί ένα ακόμη πιο θερμό και πιο επιρρεπές σε καταστροφές μέλλον. Αυτό θα μπορούσε να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης του Τραμπ να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να επιταχύνει την κλιματική κρίση.
Μέχρι στιγμής, μεγάλο μέρος της συζήτησης γύρω από τις αρνήσεις του Τραμπ σχετικά με τα περιβαλλοντικά ζητήματα έχει επικεντρωθεί σε υποτιθέμενες διαφωνίες μεταξύ των μελών του στενού κύκλου του που αρνούνται έντονα την κλιματική επιστήμη, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της EPA Σκοτ Προύιτ και του ίδιου του Τραμπ και εκείνων που παραδέχονται ότι οι άνθρωποι πράγματι συμβάλλουν στη θέρμανση του πλανήτη, όπως ο Ρεξ Τίλερσον και η Ιβάνκα Τραμπ. Αλλά έτσι δεν προσέχουμε το εξής σημαντικό: ότι όλοι αυτοί στον κύκλο του Τραμπ πιστεύουν ότι αυτοί, τα παιδιά τους και μάλιστα η τάξη τους θα είναι μια χαρά, ότι ο πλούτος και οι διασυνδέσεις τους θα τους προστατεύσουν από τα χειρότερα των σοκ που θα έρθουν. Θα χάσουν κάποια παραθαλάσσια ιδιοκτησία, σίγουρα, αλλά τίποτα που δεν μπορεί να αντικατασταθεί με ένα νέο αρχοντικό σε μια γη σε μεγαλύτερο υψόμετρο.
Αυτή η ξεγνοιασιά είναι αντιπροσωπευτική μιας εξαιρετικά ανησυχητικής τάσης. Σε μια εποχή με συνεχώς διευρυνόμενη ανισότητα στους μισθούς, μια σημαντική ομάδα της ελίτ απομακρύνεται όχι μόνο φυσικά αλλά και ψυχολογικά, διαχωρίζοντας τον εαυτό της από τη συλλογική μοίρα της υπόλοιπης ανθρωπότητας. Αυτή η απόσχιση από το ανθρώπινο είδος (αν και μόνο στο μυαλό τους) αποδεσμεύει τους πλούσιους έτσι ώστε όχι μόνο να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους από την επείγουσα ανάγκη για δράση σχετικά με το κλίμα, αλλά και για να επινοήσουν ολοένα και πιο επιζήμιους τρόπους για να επωφεληθούν από τις τρέχουσες και μελλοντικές καταστροφές και την αστάθεια. Κινούμαστε προς έναν κόσμο που είναι διαχωρισμένος σε οχυρωμένες Πράσινες Ζώνες για τους πολύ πλούσιους και σε Κόκκινες Ζώνες για όλους τους άλλους- και σε μαύρες τοποθεσίες για όσους δεν συνεργάζονται. Η Ευρώπη, η Αυστραλία και η Βόρεια Αμερική ανυψώνουν όλο και πιο περίτεχνα (και ιδιωτικοποιημένα) διασυνοριακά φρούρια για να περιχαρακωθούν από τους ανθρώπους που διαφεύγουν για να επιβιώσουν. Η διαφυγή αυτή, που πολύ συχνά είναι το άμεσο αποτέλεσμα της εξουσίας αυτών των οχυρωμένων ηπείρων, είτε μέσω ληστρικών εμπορικών συμφωνιών, είτε με πολέμους ή με οικολογικές καταστροφές, εντάθηκε από την κλιματική αλλαγή.
Στην πραγματικότητα, αν δούμε τα μέρη με τις πιο έντονες συγκρούσεις αυτήν τη στιγμή στον κόσμο- από τα πιο αιματηρά πεδία μάχης στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν, στη Λιβύη, την Υεμένη, τη Σομαλία και το Ιράκ- αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι αυτά συμβαίνουν επίσης στα πιο ζεστά και ξηρά μέρη της Γης. Δεν θέλει πολύ για να βρεθούν οι περιοχές αυτές σε ξηρασία και πείνα, συνθήκες που συχνά ενισχύουν τις συγκρούσεις, γεγονός που με τη σειρά του φυσικά οδηγεί στη μετανάστευση.
Και η ίδια η ιδέα για την έκπτωση της ανθρωπότητας του «άλλου», η οποία δικαιολογεί τους θανάτους άμαχου πληθυσμού και τα θύματα από βόμβες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε μέρη όπως η Υεμένη και η Σομαλία, τώρα δοκιμάζεται στους ανθρώπους στα πλοία- απορρίπτοντας την ανάγκη τους για ασφάλεια ως απειλή, την απελπισμένη τους φυγή ως ένα είδος στρατού εισβολής. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο περισσότεροι από 13.000 άνθρωποι έχουν πνιγεί στη Μεσόγειο προσπαθώντας να φτάσουν στις ευρωπαϊκές ακτές από το 2014, πολλοί από τους οποίους είναι παιδιά, νήπια και μωρά. Είναι το πλαίσιο στο οποίο η αυστραλιανή κυβέρνηση προσπάθησε να κανονικοποιήσει τη φυλάκιση προσφύγων σε νησιά- στρατόπεδα κράτησης στο Ναουρού και το Μάνους, υπό συνθήκες που πολλές ανθρωπιστικές οργανώσεις χαρακτήρισαν ως ισοδύναμες με βασανιστήρια. Αυτό είναι και το πλαίσιο στο οποίο το μεγάλο, πρόσφατα κατεδαφισμένο μεταναστευτικό στρατόπεδο στο Καλαί της Γαλλίας αποκαλούταν «ζούγκλα»- μια αντήχηση του τρόπου με τον οποίο οι εγκαταλελειμμένοι άνθρωποι του Κατρίνα χαρακτηρίστηκαν στα δεξιά Μέσα ως «ζώα».
Η δραματική άνοδος του δεξιού εθνικισμού, του ρατσισμού κατά των Μαύρων, της ισλαμοφοβίας και της λευκής υπεροχής κατά την τελευταία δεκαετία δεν μπορεί να αναλυθεί ανεξάρτητα από αυτές τις ευρύτερες γεωπολιτικές και οικολογικές τάσεις. Ο μόνος τρόπος για να δικαιολογήσουν αυτές τις βαρβαρικές μορφές αποκλεισμού είναι να αυξήσουν τις θεωρίες της φυλετικής ιεραρχίας που εξιστορούν το πώς οι άνθρωποι που είναι έξω από την παγκόσμια Πράσινη Ζώνη είναι άξιοι της μοίρας τους, είτε με τον Τραμπ να χαρακτηρίζει τους Μεξικανούς ως βιαστές και κακούς και τους Σύριους πρόσφυγες ως κρυφούς τρομοκράτες είτε με την προεξέχουσα συντηρητική Καναδή πολιτικό Κέλι Λέιτς να προτείνει να εξεταστούν οι μετανάστες για «καναδικές αξίες» ή με τους τελευταίους πρωθυπουργούς της Αυστραλίας να δικαιολογούν αυτά τα τρομερά νησιά-στρατόπεδα κράτησης ως μια «ανθρωπιστική» εναλλακτική λύση στο θάνατο στη θάλασσα.
Αυτή είναι η κατάσταση της παγκόσμιας αποσταθεροποίησης στις κοινωνίες που ποτέ δεν έχουν επανορθώσει για τα βασικά εγκλήματά τους- σε χώρες που επέμεναν στη δουλεία και την κλοπή των εγχώριων εδαφών σαν να ήταν μικρά πταίσματα στην κατά τ’ άλλα λαμπρή ιστορία τους. Εξάλλου, ο διαχωρισμός Πράσινη Ζώνη/ Κόκκινη Ζώνη βρίσκεται και στην οικονομία των φυτειών με σκλάβους- στους χορούς στο σπίτι του αφέντη μακριά από τα βασανιστήρια στα χωράφια και όλα αυτά σε μια κλεμμένη με βία γη από τους γηγενείς, στην οποία χτίστηκε ο πλούτος της Βόρειας Αμερικής. Και τώρα, οι ίδιες θεωρίες της φυλετικής ιεραρχίας που δικαιολόγησαν αυτές τις βίαιες κλοπές στο όνομα της οικοδόμησης της βιομηχανικής εποχής βγαίνουν στην επιφάνεια, καθώς το σύστημα πλούτου και άνεσης που κατασκευάζουν αρχίζει να ξετυλίγεται ταυτόχρονα σε πολλαπλά μέτωπα.
Ο Τραμπ είναι μόνο μια πρώιμη και έντονη εκδήλωση αυτής της εξάπλωσης. Δεν είναι ο μόνος. Δεν θα είναι ο τελευταίος.
Μια Φανταστική Κρίση
Φαίνεται ότι η περιτοιχισμένη πόλη όπου οι λίγοι πλούσιοι ζουν με σχετική πολυτέλεια, ενώ οι μάζες έξω πολεμούν μεταξύ τους για την επιβίωση τους είναι η προεπιλεγμένη σχεδόν προϋπόθεση κάθε ταινίας επιστημονικής φαντασίας που κυκλοφορεί, από τους Αγώνες Πείνας («The Hunger Games»), με το διεφθαρμένο Κάπιτολ εναντίον των απελπισμένων αποικιών, ως το «Εlysium», με ένα διαστημικό σταθμό της ελίτ που μοιάζει με σπα και αιωρείται πάνω από μια μεγάλη και θανάσιμη φαβέλα. Είναι μια απεικόνιση των βαθιά ριζωμένων κυρίαρχων δυτικών θρησκειών, με τις μεγάλες αφηγήσεις των μεγάλων πλημμυρών που ξεπλένουν τη γη και την αφήνουν καθαρή με μια μικρή επιλεγμένη ομάδα για να ξανακτίσει τον κόσμο. Είναι η ιστορία των μεγάλων πυρκαγιών που σαρώνουν, καίνε τους απίστους και παίρνουν τους δίκαιους σε μια πόλη στον ουρανό. Έχουμε όλοι φανταστεί συλλογικά τόσες πολλές φορές αυτό το ακραίο τέλος για το είδος μας με νικητές και ηττημένους, που ένα από τα πιο επείγοντα καθήκοντά μας είναι να μάθουμε να φανταζόμαστε άλλες πιθανές καταλήξεις στην ανθρώπινη ιστορία στις οποίες θα ενωνόμαστε όταν υπάρχει κρίση αντί να χωριζόμαστε, θα ρίχνουμε τα σύνορα αντί να χτίζουμε νέα.
Ο σκοπός όμως όλης αυτής της δυστοπικής τέχνης δεν ήταν ποτέ να λειτουργήσει ως παγκόσμιο σύστημα πλοήγησης που θα μας δείχνει πού οδηγούμαστε θέλοντας και μη. Ο σκοπός ήταν να μας προειδοποιήσει, να μας αφυπνίσει, έτσι ώστε, βλέποντας πού οδηγεί αυτός ο επικίνδυνος δρόμος, να μπορούμε να αποφασίσουμε να αλλάξουμε κατεύθυνση.
«Είναι στο χέρι μας να αρχίσουμε τον κόσμο ξανά από την αρχή». Έτσι είπε ο Τόμας Πέιν πριν από πολλά χρόνια, περιγράφοντας το όνειρο να ξεφύγουμε από το παρελθόν που έχει ως επίκεντρο τόσο τον αποικισμό όσο και το αμερικάνικο όνειρο. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι δεν έχουμε αυτή τη θεϊκή δύναμη επανίδρυσης, ούτε την είχαμε ποτέ. Πρέπει να ζήσουμε με το χάος και τα λάθη που έχουμε κάνει, εντός των ορίων των όσων μπορεί να αντέξει πλανήτης μας.
Αλλά είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε τον εαυτό μας, να προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε τα λάθη του παρελθόντος και να επιδιορθώσουμε τις σχέσεις μας μεταξύ μας και με τον πλανήτη που μοιραζόμαστε. Αυτό είναι το βασικό έργο για την αντίσταση στα σοκ.
Προσαρμοσμένο από το νέο βιβλίο της Ναόμι Κλάιν, «Το Όχι Δεν Είναι Αρκετό: Αντιστεκόμενοι στην πολιτική του σοκ του Τραμπ και κερδίζοντας τον κόσμο που χρειαζόμαστε», που θα εκδοθεί από τη Ηaymarket Books στις 13 Ιουνίου. www.noisnotenough.org