της Λαμπρινής Θωμά
«Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ οὔτε ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»
Οι γραμμές αυτές, από την Αποκάλυψη του Ιωάννου, μου ήρθαν στο νου όταν έμαθα για την επίσκεψη του Σεβασμιωτάτου Φθιώτιδας Συμεώνος, στον απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, και την ευγενική άρνηση του απεργού να τον δεχθεί. Η εικόνα που μου τις θύμισε ήταν η εικόνα της αξιοπρεπούς στάσης δύο ανθρώπων με ακέραια την πίστη τους και τη θέρμη αυτή ή το ψύχος αυτό που δείχνει ακεραιότητα.
Συνεχίζει να με συγκλονίζει αυτή η εικόνα, μία από τις πολλές συγκλονιστικές εικόνες των τελευταίων ημερών, όμως ξεχωριστή, όπως το βλέπω, γιατί είναι μια στιγμή ιδιωτική, μες σε ένα θέμα δημόσιο τεραστίων διαστάσεων, μια εικόνα που και οι δύο παρόντες δεν διαφήμισαν, δεν χρησιμοποίησαν προς όφελος, και που, φοβούμαι πως ειδικά για τον Σεβασμιώτατο θα προσθέσει στο σταυρό του. Η εικόνα δύο ακεραίων προσώπων, με σεβασμό του ενός για το άλλο, το έτερον και ημέτερον.
Έτσι κάπως, γεννιέται σήμερα αυτό το κείμενο. Γράφεται σαν ευχαριστήριο στους ανθρώπους που έδρασαν όλο αυτό το διάστημα με βάση την πίστη τους και τις αρχές τους. Από τον Θεμιστοκλή Σοφό, που στάθηκε δίπλα στην μαχόμενη δικηγορία και τους πέντε βουλευτές ή πρώην βουλευτές της ΝΔ που εξέδωσαν σχετική ανακοίνωση, από τον Μαρίνο Σκανδάμη που άφησε όλo τo ΚΙΝΑΛ πίσω του και βγήκε να πει το αυτονόητο, ως τον Σεβασμιώτατο Φθιώτιδας, που την στάση του κάποιοι άθλιοι δήθεν χριστιανοί μετέφρασαν σε «πήγε να τον κοινωνήσει». Αυτός, που πήγε ως πατέρας όλων, όπως του ορίζεται από την πίστη του. Σε αυτόν που αρνήθηκε με σεβασμό, όπως του ορίζεται από την δική του. Ο ζεστός και ο ψυχρός. Εκεί που δεν υπάρχει χώρος για χλιαρούς. Τους χλιαρούς που στην Αποκάλυψη ο Θεός δηλώνει πως είναι ξεράσματα: «μέλλω ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου».
Κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα, που έληξε με μόνον κερδισμένο την κοινωνία των ανθρώπων, οι ζεστοί, οι ψυχροί και οι χλιαροί γίναν εμφανέστεροι από ποτέ. Και αυτή η βαθιά αίσθηση δικαίου του λαού λειτούργησε, υποβοηθούμενη από την καταστολή – από τους υπέροχους οπαδούς που υπερασπίστηκαν τις πορείες μας στη Νέα Σμύρνη, ως τους ανθρώπους που, όντως πολιτισμένοι, δεν ήθελαν το αίμα του Δημήτρη Κουφοντίνα στο κεφάλι τους και στα κεφάλια των παιδιών τους (πόσο τραγικό μοιάζει αυτό, και πόσα λέει, όταν συνδυαστεί με το αίμα του Ιάσονα, που χύθηκε έξω από τη Βουλή στην οποία κατέφυγε ο φονιάς του για να βρει ατιμωρησία ελέω εξουσίας..).
Κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει αυτό το λαϊκό κίνημα, που γεννιέται, μικρό ή δικό του – κανείς. Δεν ανήκει ούτε στο Δημήτρη Κουφοντίνα – που το ξέρει, και το είπε στο μήνυμα του, κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο της θρυαλλίδας -, ούτε στο ΣΥΡΙΖΑ όπως λέει ο πρωθυπουργός – πιο χλιαρός από τον επίσημο ΣΥΡΙΖΑ σε όλη αυτή την περίοδο δεν υπήρξε-, ούτε σε οποιαδήποτε οργανωμένη πολιτική ή κοινωνική ή πολιτιστική ή οπαδική οργάνωση, από όσες συνέτρεξαν και νοιάστηκαν και μας συγκίνησαν βαθιά, άνθρωποι από τον αντεξουσιαστικό χώρο ως το ΜΕΡΑ25 και το ΚΚΕ, και από τους ορθόδοξους φίλους μέχρι τα παιδιά της κερκίδας. Αυτό που αναδείχθηκε είναι βαθιά λαϊκό. Και χώρισε τους ζεστούς και τους κρύους από τους χλιαρούς.
Από τη μια, λοιπόν, οι λαϊκές δυνάμεις που βγήκαν στο δρόμο, από μια πλειονότητα χώρων και πεποιθήσεων, οι ζεστοί άνθρωποι με αίσθηση δικαίου και την πάντα παρούσα ενσυναίσθηση, αυτοί που ποτέ και με κανέναν τρόπο δεν εξαργυρώνουν την παρουσία τους σε αγώνες, και πληρώνουν συνέπειες που πολύ σπάνια θα μάθουμε.
Και, από την άλλη, οι αποκομμένοι χατζηαβάτηδες και γενίτσαροι, οι χλιαροί, τα ασπόνδυλα και οι παραδομένοι, που μας κουνούν το δάκτυλο από θεσούλες και θέσεις εξουσίας, αυτοί που, όπως σοφά έχει ειπωθεί, μισούν πιο πολύ από όλους εκείνους που στέκονται όρθιοι απέναντι σε όσα οι ίδιοι προσκυνούν.
Το είπα ξανά: σε τέτοιες στιγμές, μετριόμαστε από την αρχή. Σε τέτοιες στιγμές ξαναμαθαίνουμε το λαό μας, ξαναμαθαίνουμε πως στον αγώνα για το δίκαιο δεν υπάρχουν πόρτες, δεν υπάρχουν τείχη, δεν υπάρχουν εμπόδια, ιδεολογικά ή άλλα. Ξαναμαθαίνουμε το «Όλοι μαζί», που ανέθρεψε μια γενιά στις πλατείες, τη γενιά που μπαίνει σήμερα μπροστά, όπως ανέθρεψε εμάς η γενιά των δρόμων και του Πολυτεχνείου.
Ξαναμετριόμαστε. Η Ομορφιά που θα σώσει τον Κόσμο δηλώνει παρούσα.
Αντί υστερόγραφου: Έξω από τη Νομική, τότε στη χούντα, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ήταν ένα ακόμη ράσο να ανεμίζει και να γίνεται αγκαλιά και δικαιολογία για να σωθούν τα παιδιά του από το κράτος. Ήταν ο σημερινός Μακαριώτατος Αλβανίας, Αναστάσιος. Που δεν θα το αναφέρει ποτέ. Όπως σήμερα, σιωπηλός, στέκεται ο Φθιώτιδος, ξέροντας πως κι εκείνος έπραξε κατά συνείδηση. Την ευχή και των δύο να έχουμε, ο λαός.