Αυτό το σοκ που περνάμε, και που θα περάσουμε -και που θα χειροτερεύει μέρα με την ημέρα όσο θα εντείνεται ο εγκλεισμός, θα συσσωρεύονται οι πιέσεις και θα αυξάνεται ο αριθμός των θυμάτων- είναι ταυτοχρόνως και μία καταναγκαστική ευκαιρία για να αντιμετωπίσουμε κατάματα ποιοι όντως είμαστε. Την ονομάζω ευκαιρία χωρίς να είμαι καθόλου βέβαιος ότι θα βγει κάτι καλό από αυτό, ή ότι όλοι μας θα ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτά τα συμπεράσματα. Γιατί μια ψυχοθεραπεία έχει αυτό το ρίσκο, αφού διαυγάσει κανείς το ασυνείδητό του, μπορεί η λίμνη του ασυνειδήτου να μην ξεραθεί, καταπώς το περιέγραφε ο Φρόυντ, αλλά να μας πνίξει. Σαν την καμπάνα που έχει βουλιάξει στον πάτο της λίμνης, του Λευκάδιου Χερν, που είναι ακόμη καμπάνα, αλλά δεν μπορεί να χτυπήσει.
Μα τόσον καιρό οι σχέσεις μας δεν απορροφώνται από το κινητό; Δεν είναι οι κύριες επαφές μας μέσω του διαδικτύου; Ποιοι είναι αυτοί που τόσον καιρό δεν χόρταιναν τις αγκαλιές και τώρα ξαφνικά νιώθουν εγκλωβισμένοι; Όλοι στο κινητό τους δεν είναι σκυμμένοι όταν συναντιούνται; Πώς ξαφνικά πενθούν αυτά που τους άφηναν καθημερινά αδιάφορους; Εξάλλου, οι ανθρωπολόγοι που μελετούν ερευνητικά τις διαδικτυακές επαφές εξηγούν εδώ και καιρό ότι η ασώματη επαφή είναι λύση σωτηρίας για μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού.
Είναι τόσο απλοϊκό, όσο το ότι αντιλαμβάνονται την αξία ενός πράγματος που στερούνται; Ίσως. Αυτό που συμβαίνει κάθε μέρα δεν μπορείς να το δεις μέχρι κάποιος να το περιγράψει, όπως λένε ότι κανείς δεν είχε «δει» τη μυική δυστροφία μέχρι να την περιγράψει ο Ντισέν το 1850. Όπως επίσης μπορούμε με σιγουριά να πούμε και πάλι ότι χιλιες βέργες σε ξένο κώλο, λίγες είναι. Αναφέρομαι σε αυτούς που θα χρειαστεί να ρίξουν μία βιαστική ματιά στα κέντρα κράτησης, τις φυλακές και τους αναπήρους, για να αντιληφθούν τι θα πει περιορισμός, έστω και για λίγο, και μετά να επιστρέψουν στη ζωή τους.
Στο βιβλίο που έχω γράψει για το smartphone σχολιάζω αυτές τις παράξενες σχέσεις της εποχής της δικτύωσης. Αυτό που λείπει απ’ ό,τι φαίνεται είναι το σώμα. Συνδέουμε το σώμα με το σεξ, αλλά το σεξ μια χαρά μπορεί να ανθεί στην οφθαλμολαγνεία. (Το περιοδικό Forbes απηύθυνε ένα ερώτημα προς την ιστοσελίδα PornHub για να δει πώς διαμορφώθηκε η επισκεψιμότητα την περίοδο του κορονοϊού, και η ιστοσελίδα ανέθεσε στους στατιστικολόγους της να αναδείξουν με λεπτομερείς χάρτες και γραφήματα το αποτύπωμα του εγκλεισμού στην άνοδο της πορνογραφίας. Σωστά μαντέψατε, πάει καλά.) Αυτό που λείπει είναι η σωματικότητα, που οι δύο όψεις της είναι τώρα η ασθένεια, ο κορονοϊός, που απαιτεί εγγύτητα και σπέρνει θανάσιμο κίνδυνο, και βεβαίως το άγγιγμα, από το φιλί μέχρι τη χειραψία. Σπανίως σκεφτόμαστε ότι ακόμη και η χειραψία είναι μια μορφή σωματικότητας, επειδή είναι τόσο ξύλινη και πολιτικάντικη. Όμως είναι, και το ανακαλύπτουμε όταν κλειστούμε στο σπίτι.
Δεν είναι πολιτικό σχόλιο αυτό, είναι η στιγμή κατά την οποία μας κλειδώνουν σε ένα σπίτι για να σκεφτούμε πώς είναι οι σχέσεις μας.Τι έχουμε καταφέρει με τις φιλίες μας και τι έχουμε καταφέρει με τον/την σύντροφό μας. Τι σχέσεις μπορέσαμε να έχουμε με την οικογένειά μας και πάνω από όλα, αν αντέχουμε τον εαυτό μας. Με είχε σημαδέψει η ανάγνωση της φράσης του Ντοστογιέφσκι από το Υπόγειο, που ρωτάει ποιος γνωρίζει τον εαυτό του και τον αγαπάει; Είναι σαν να λέει ότι η ενδοσκόπηση δεν έχει ποτέ happy end. Το “ένδον σκάπτε” είναι πάντοτε συνταγή φρίκης, διότι ο εαυτός είναι όλα αυτά που δεν καταφέραμε. Εξαιρούνται τα ψώνια, βεβαίως, οι μονίμως ικανοποιημένοι με τα επιτεύγματά τους, οι απουσιολόγοι που παίζαν και καλό μπάσκετ στο σχολείο, αλλά και αυτοί θα έχουν τη στιγμή της αλήθειας τους, δεν μπορεί.
Δεν ανήκω σε καμία περίπτωση στους αισιόδοξους, που πιστεύουν πως από μία ισχυρή εμπειρία θα βγούμε αλλαγμένοι, και μάλιστα για καλό. Θα βγούμε τραυματισμένοι, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς θα είμαστε οι ίδιοι. Δεν αναφέρομαι στα πολιτικά, για τα οποία τρέφω τον ίδιο πεσιμισμό, δηλαδή ισχυρίζομαι ότι όποιος νομίζει ότι κάτι αποδείξαμε στους λάτρεις του ιδιωτικού τομέα θα διαψευσθεί οικτρά. Αναφέρομαι στις «ψυχικές υπόθεσες», πώς αντέχουμε τον εαυτό μας και άλλους σε συνθήκες εργαστηριακές, που ξαφνικά κάποιος έχει γυρίσει το κουμπί και όλοι μιλάνε τρεις φορές δυνατότερα, μιλάνε όλη μέρα μέσα στο αυτί μας.
Ή, δεν μιλάει κανείς. Στις ΗΠΑ στο 28% των σπιτιών μένει ένας άνθρωπος μόνος του, ποσοστό που για τη Στοκχόλμη φτάνει στο 60%. Η απομόνωση συνδέεται ιατρικά με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης άνοιας, κατάθλιψης, παχυσαρκίας και άλλων νοσημάτων. Αν αυτό μοιάζει με κατάσταση διπλού αδιεξόδου, όπου κανείς δεν αντέχει ούτε τη μοναξιά ούτε τη συντροφιά, είναι διότι κατά βάθος το πρόβλημα είναι ο εαυτός.
Φυσικά, δεν έχω ιδέα για το τι θα γεννήσει ο εγκλεισμός. Φαντάζομαι ότι κανείς δεν έχει. Μιλάμε για πράγματα που αγνοούμε, για ιούς και επιδημίες, για στατιστικές και επιδημιολογικά μοντέλα, πλέουμε σε πελάγη μακάριας ή τρομακτικής άγνοιας για το τι μας περιμένει, αλλά πάνω απ’ όλα, ή έστω μαζί με όλα τα άλλα, μαζί με τον θάνατο και τη φτώχεια, ξέρουμε ότι στο τέλος όλων αυτών μας περιμένει ο εαυτός μας.
Διαβάζω τις προτροπές για τα βιβλία που θα διαβάσουν οι έγκλειστοι στα σπίτια τους (όσοι έχουν), τις ταινίες που θα δουν, και καγχάζω σιωπηλά από την οθόνη μου. Όχι τίποτα άλλο, γιατί ξέρω ότι δεν θα αποφύγουμε ποτέ τον καθρέφτη μας. Και τότε; Γιατί μιλάμε και γιατί γράφουμε;
Όλα καλά στη θέση τους.
Τα δέντρα, τα συντριβάνια, οι επαύλεις,
Ο αττικός ορίζοντας, κάποια γαλήνη χορτασίλας.
Μια ομορφιά που άπλωνε σαν καρκίνωμα,
μολύνοντας τους περαστικούς μ’ ελπίδες.
Αυτός τους στίχους του Τίτου Πατρικίου παραθέτει ο Βύρων λεοντάρης για να μιλήσει για το πώς θα μπορούσε η ποίηση «να ρίξει λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή».
Με άλλα λόγια, μπορεί να μην ξέρω αν θα καταφέρουμε να λογαριαστούμε με αυτούς που πλουτίζουν από την καταστροφή της δημόσιας υγείας, αλλά είναι βέβαιο ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα χρειαστεί να λογαριαστούμε με τον εαυτό μας.
Αλλάζουν οι άνθρωποι; Θα ξυπνήσουμε ίδιοι, μόνο ελαφρώς παχύτεροι και φτωχότεροι; Δεν ξέρω. Ξέρω ότι η ζωή, όπως έλεγε μια φίλη, προσφέρει πάντα ευκαιρίες επανόρθωσης. Με εξαίρεση τον θάνατο (αλλά κι αυτός μόνο για τον θανόντα), δεν υπάρχει τίποτα που να μη διορθώνεται. Ενώ λοιπόν αποκλείεται να ξυπνήσουμε γεμάτοι όρεξη για γυμναστική και φιλοσοφία, αν δεν το κάναμε μέχρι χθες, αυτό που δεν αποκλείεται είναι την ώρα που όλοι φωνάζουν στο αυτί μας, ή που δεν υπάρχει κανείς στο άδειο σπίτι, να φροντίσουμε μέσα σε αυτό το σοκ αυτογνωσίας να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που θα μας δοθούν για να στήσουμε όρθιο ό,τι γκρεμίσαμε στο παρελθόν.
Και να που τελικά αυτό ίσως να είναι η δική μου εκδοχή μιας ήπϊας, τραυλής αλλά αποφασιστικής ορμής προς το μέλλον, που δεν είναι μεν αισιόδοξη, ωστόσο έχει ένα φιλόδοξο σχέδιο: την αυτογνωσία.