της Γεωργίας Κριεμπάρδη

Ο Μιχάλης Κατσουρής πέφτει νεκρός μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα και μία τελική μοιραία μαχαιριά έξω από το γήπεδο της αγαπημένης του ομάδας στη Νέα Φιλαδέλφεια. Τα γαλάζια στελέχη, από τον Πρωθυπουργό μέχρι βουλευτές, ακόμα και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κάνουν λόγο για περιστατικό οπαδικής βίας. Όμως, αυτό που συνέβη έξω από το γήπεδο της ΑΕΚ, το βράδυ της 8ης Αυγούστου, ήταν κάτι παραπάνω.

Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Γιάννης Οικονόμου, πέταξε το μπαλάκι των ευθυνών στην ΕΛ.ΑΣ., ενώ στις δηλώσεις του δεν υπήρχε καμία αναφορά στα ακροδεξιά στοιχεία που ήρθαν για να σκοτώσουν. «Ένα κομβόι διάνυσε τη μισή Ελλάδα και δεν τους σταμάτησε κανείς» είπε. Τι κομβόι; Αποτελούμενο από ποιους; Γιατί δεν τους ονοματίζουμε; Παρακάτω στη δήλωσή του υπάρχει αναφορά στους δολοφόνους του Άλκη Καμπανού. Μα δεν είναι ίδια περίπτωση. Οι δολοφόνοι του Άλκη ήταν χούλιγκαν. Οι δολοφόνοι του Μιχάλη ήταν μέρος ενός ακροδεξιού τάγματος εφόδου.

Ο γαλάζιος βουλευτής Ηλείας, Ανδρέας Νικολακόπουλος, με παρέμβασή του στη Βουλή, σημείωσε:  «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ζητάει την παραίτηση του υπουργού για κάθε επιχειρησιακό λάθος της ΕΛ.ΑΣ. και για κάθε ανθρωποκτονία η οποία γίνεται στη χώρα. Αν γινόταν κάτι τέτοιο θα είχαμε αλλαγή υπουργών συχνά. Εγκλήματα συμβαίνουν είναι ένα πανευρωπαϊκό ζήτημα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε».

Ο βουλευτής της ΝΔ, Ιάσων Φωτήλας, μιλώντας στο ΟΡΕΝ, ανέφερε: «Τα τραγικά γεγονότα της Ν. Φιλαδέλφειας αναδεικνύουν δύο σοβαρότατα ζητήματα. Το ένα έχει να κάνει με τα φαινόμενα της οπαδικής βίας και το δεύτερο με την αποτελεσματικότητα της πράξης και τις παραλείψεις διοικητικών οργάνων της ΕΛ.ΑΣ. σε σχέση με το συγκεκριμένο περιστατικό».

«Το καλοκαίρι σημαδεύτηκε από πυρκαγιές και ένα περιστατικό αθλητικής βίας – Ο λαός μας όμως πάντοτε αντλούσε παρηγοριά από την Παναγία» δήλωσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου.

Όμως, αυτοί που σκότωσαν το βράδυ της Δευτέρας δεν ήταν βίαιοι οπαδοί. Έδρασαν ως τάγμα εφόδου. Ήταν ακροδεξιοί σκληροπυρηνικοί των Bad Blue Boys. Δεν μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι με τα 12 χουλιγκάνια της δολοφονίας του Άλκη. «Εδώ μιλάμε για εισβολή και κατάλυση της πολιτείας. Άνθρωποι οργανωμένοι μπαίνουν μέσα στη χώρα τη διασχίζουν, παίρνουν τον ηλεκτρικό, πάνε οργανωμένα και χτυπούν με μαχαίρια και με καπνογόνα και με άλλους τρόπους πολίτες, ανθρώπους που ανήκουν σε άλλη ομάδα» είχε δηλώσει στο Πρώτο Πρόγραμμα ο καθηγητής Εγκληματολογίας και πρώην υπουργός, Γιάννης Πανούσης,.

Ας αναρωτηθούμε -ρητορικά, γιατί τις απαντήσεις τις γνωρίζουμε- πόσο εύκολα η κυβέρνηση θα τους ονομάτιζε αν επρόκειτο για αναρχικούς ή τρομοκράτες για τους οποίους θα μας είχε κρούσει καμπανάκι η CIA. Θα το είχε κάνει παντιέρα. Θα το προέτασσε έναντι της οπαδικής βίας.

«Κλείνουν οι λέσχες οπαδών» -Ένα μέτρο… απ΄ τα παλιά

Το κλείσιμο για όλες τις λέσχες οπαδών ανά την Ελλάδα καθώς κάθε ομάδα θα έχει πλέον, όπως ο νόμος ορίζει, έναν σύνδεσμο οπαδών με έδρα την ΠΑΕ ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στις δηλώσεις του μετά από συνάντηση με τον πρόεδρο της UEFA, Αλεξάντερ Τσέφεριν, με τη συμμετοχή των ιδιοκτητών Ολυμπιακού, ΠΑΟ, ΑΕΚ και τον εκπρόσωπο του ΠΑΟΚ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκίνησε τις δηλώσεις του εκφράζοντας την οδύνη του «για τον χαμό ενός ανθρώπου στον βωμό της τυφλής οπαδικής βίας». Όπως είπε ο χουλιγκανισμός είναι «μάστιγα που δηλητηριάζει τις κοινωνίες, όπως είδαμε ακόμα και τις σχέσεις κρατών». Η οργανωμένη επίθεση από νεοναζί, που διέσχισαν ανενόχλητοι τη μισή χώρα μέχρι να φθάσουν στην Ν. Φιλαδέλφεια και να δολοφονήσουν, βαφτίστηκε από τον Πρωθυπουργό «ραντεβού θανάτου».

Ο Πρωθυπουργός εμφανίζεται πάλι ως ο μεσσίας που φέρνει «τάξη και ασφάλεια». Με απόφαση Μητσοτάκη το 2023 κλείνουν οι Σύνδεσμοι σε όλη τη χώρα. To ίδιο είχε ανακοινώσει και τον Φεβρουάριο του 2022 επί Υπουργίας Θεοδωρικάκου. Το ίδιο είχε ανακοινωθεί και τον Ιανουάριο του 2020, από τον Υφυπουργό Αυγενάκη. Κι αν πάμε πιο πίσω, το ίδιο είχε ανακοινωθεί τον Δεκέμβριο του 2015 επί Υπουργίας Κοντονή αλλά και το 2007 με Υφυπουργό τον Ιωαννίδη.

Υπό τον μανδύα της οπαδικής βίας συμβαίνουν πράματα και θάματα. Ο Πρωθυπουργός δεν ψέλλισε λέξη για το ότι ένα οργανωμένο ακροδεξιό τάγμα εφόδου διέσχισε τα Βαλκάνια, συναντήθηκε με Έλληνες ομοϊδεάτες και έδρασαν ανενόχλητοι, μπροστά στα μάτια της αστυνομίας. Αποφάσισε, όπως δήλωσε, να βάλει το κράτος μέσα στους ιδιώτες, δηλαδή την αστυνομία που πληρώνουν οι Έλληνες φορολογούμενοι να «καθαρίσει» όσα συμβαίνουν στα σπίτια ιδιωτών μεγαλοεπιχειρηματιών του ποδοσφαίρου -και όχι μόνο. Η «λύση« θυμίζει το μοντέλο Θάτσερ, στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω.

Το δεύτερο κομμάτι της συζήτησης αφορά όσα πραγματικά περιλαμβάνει ο χουλιγκανισμός. Η Αναστασία Τσουκαλά, ομότιμη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Université Paris-Saclay, μελετά για χρόνια το φαινόμενο του χουλιγκανισμού στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Σε ανάρτησή της στο Facebook εξηγεί πως υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής- η αναζήτηση ταυτότητας όσων συμμετέχουν στα επεισόδια.

«Ύστερα από πολλές δεκαετίες μελέτης του φαινομένου, δημοσίευσα στις αρχές του χρόνου στα Τετράδια Ψυχιατρικής μια ερμηνευτική προσέγγιση που εστιάζει σε αυτό που αποκαλώ πλέγμα αναζητήσεων ταυτότητας. Στόχος του άρθρου ήταν να καταστεί εμφανής η εγγενής ανεπάρκεια της καταστολής ως μέσου διαχείρισης της οπαδικής βίας. Εντόπισα τις εξής ταυτότητες που, πολλές φορές, λειτουργούν σωρευτικά.

1. Έκφραση νεανικής υποκουλτούρας που, μέσω διεγερτικών εμπειριών, προσφέρει στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα εδραίωσης της ταυτότητάς τους (χειραφέτηση, αυτοεπιβεβαίωση, αυτοπραγμάτωση και αναγνώριση) έναντι της γονεϊκής εξουσίας και της υπόλοιπης κοινωνίας.
2. Έκφραση έμφυλης ταυτότητας μέσω της εδραίωσης του ανδρισμού των συμμετεχόντων.
3. Έκφραση εδαφικής ταυτότητας, από τη μικροκλίμακα της κερκίδας μέχρι τη γειτονιά, την πόλη, την περιφέρεια και, στο άλλο άκρο, την εθνική κλίμακα.
4. Έκφραση πολιτικής ταυτότητας δεδομένου ότι, λόγω της υψηλής κοινωνικής ορατότητας τους, τα γήπεδα λειτουργούσαν ανέκαθεν ως χώροι πολιτικής στρατολόγησης οπαδών και επίδειξης πολιτικών ιδεολογιών, αποσχιστικών αιτημάτων, κ.ά. Η οπαδική πολιτικοποίηση μπορεί :
– να αντανακλά συγκεκριμένες πολιτικές πεποιθήσεις, συγκροτημένες σε βάθος ή επιφανειακές
– να εκφράζει ένα ατομικό/συλλογικό φαντασιακό σε συνάρτηση με μια πολιτική κοσμοαντίληψη ή/και την ιστορική παράδοση του ποδοσφαιρικού συλλόγου ή της οπαδικής ομάδας
– να είναι μιμητισμός, ως μέρος της διαδικασίας ένταξης σε μια οπαδική ομάδα
– να απορρέει από ένα παιγνίδι κατασκευής ταυτοτήτων μέσω της αντιπαράθεσης με ιδεολογικά αντίπαλες οπαδικές ομάδες
– να παραπέμπει σε ένα εξεγερσιακό lifestyle.
5. Έκφραση θρησκευτικής ταυτότητας, που παρατηρείται π.χ. στη Σκωτία, τη Βόρειο Ιρλανδία και τη Βόρεια Μακεδονία.
6. Έκφραση φυλετικής ταυτότητας μέσω της επίδειξης μιας φαντασιακής φυλετικής υπεροχής βασισμένης στην ανωτερότητα της λευκής φυλής.

7. Έκφραση παραβατικής ταυτότητας, όπου εμπλέκονται πολλά άτομα εντός και εκτός του οπαδικού χώρου. Πολλές φορές, συμπλοκές μεταξύ αντίπαλων οπαδών υποκρύπτουν παραβατικές αντιπαλότητες που εκδηλώνονται υπό τον μανδύα της οπαδικής βίας δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες είναι ταυτόχρονα οπαδοί και π.χ. διακινητές ναρκωτικών ή λαθρέμποροι».

Τα άλλα παιχνίδια των γηπέδων

Σύμφωνα µε τον Giulianotti (2002: 29), από τα τέλη του 1980 το ποδόσφαιρο περνάει από μια διαδικασία εµπορευµατοποίησης που αντανακλούσε τις συνθήκες
ανάπτυξης του μοντέρνου καπιταλισμού σε μια τροχιά υπερ-εµπορευµατοποίησης που είναι σύμπτωμά των συνθηκών του αποδιοργανωμένου καπιταλισμού.

Μέσα στην «κουλτούρα» των οπαδών βρίσκεται άμεσα και η ενασχόληση με την πολιτική. «Από την αρχή της συγκρότησης μας, είχαμε σαφείς ιδέες όσον αφορά
την πολιτική στο γήπεδο. Πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να αποφευχθεί, γιατί κάθε άνθρωπος, επομένως, κάθε ultra έχει τα δικά του ιδανικά και τις πεποιθήσεις του, και φαίνεται δίκαιο, ειδικά σε αυτό τον τόπο συγκέντρωσης, να μπορεί να τα εκθέσει» (Testa & Armstrong, 2010: 69). Αυτή η δήλωση αποτελεί ένα καλό παράδειγμα της ισχυρής ιδεολογικής θέσης που ενυπάρχει ανάμεσα στους Ιταλούς ultras. Μια προσέγγιση που έχει διατηρηθεί σταθερή, καθώς η πολιτική παίζει θεμελιώδη ρόλο στις οπαδικές κοινότητες. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, οι ακροδεξιοί και φασίστες ultras της Λάτσιο με τους αριστεριστές ultras της Ρόμα, έρχονται συχνά σε συγκρούσεις.

Κάτι ανάλογο έγινε και με τους λατινοαμερικάνους Bravas και Hinchadas, όπου οι δεσμοί με πολιτικές οργανώσεις ήταν έκδηλες. Οι πολιτικές διαμάχες στο εσωτερικό ή και ανάμεσα σε συλλογικότητες οπαδών έχει οδηγήσει σε μια διάκριση που εμφανίζεται σε κύκλους πολιτικοποιημένων οπαδών σε αντιφασίστες και εθνικιστές ή πατριώτες οπαδούς» (Ζαϊμάκης, 2016: 9).

Το ζήτημα εν προκειμένω μπορούν να το λύσουν οι ίδιες οι ΠΑΕ. Οι διοικήσεις που κάνουν τις δουλειές τους εντός κι εκτός γηπέδων. Οι διοικήσεις που «χρησιμοποιούν» τα παιδιά που επιδιώκουν να ανήκουν κάπου. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο και δεν απαιτεί επιφανειακές λύσεις. Κι όσοι υμνούν το μοντέλο Θάτσερ, δε βλέπουν το δάσος πίσω από το δάχτυλο.

Το μοντέλο Θάτσερ

Η Αναστασία Τσουκαλά μιλώντας στον Κόκκινο Θεσσαλονίκης, εξήγησε γιατί το μοντέλο Θάτσερ έχει παρουσιαστεί εντελώς διαστρεβλωμένα.

Μετά την τραγωδία του Χέιζελ, το 1985, οι αγγλικές ομάδες έμειναν για πέντε χρόνια εκτός ευρωπαϊκών κυπέλλων. Κατά τη διάρκεια αυτής της πενταετίας τα γήπεδα ανακατασκευάστηκαν. Οι ομάδες έπρεπε να αποσβέσουν την επένδυση. Οπότε αύξησαν τις τιμές των εισιτηρίων, πουλώντας εισιτήρια διαρκείας. Έτσι, αποκλείστηκε από τα γήπεδα η εργατική τάξη. Το κοινό των γηπέδων αποτελούταν από μία ελίτ με άλλη συμπεριφορά. Όμως, το πρόβλημα δε λύθηκε. Μεταφέρθηκε στις παμπ, εκεί όπου αναμεταδίδονταν οι αγώνες. Και οι συγκρούσεις γίνονταν εκεί. Συγκρούσεις που η Αστυνομία κατέγραφε ως φασαρίες μεταξύ μεθυσμένων. Στην ουσία, το πρόβλημα δε λύθηκε. Η αστυνομική καταστολή δεν έλυσε το πρόβλημα στην Αγγλία, αλλά το έκρυψε κάτω από το χαλί και το έκανε αόρατο στα ΜΜΕ, που πλέον λιβάνιζαν το μοντέλο Θάτσερ, λέγοντας πως εξαφανίστηκε η οπαδική βία.

Για να αντιμετωπίσεις κάτι, θα πρέπει πρώτα να το κατανοήσεις, να το ορίσεις. Με επιφανειακές λύσεις, δεν έρχεται αποτέλεσμα. Ο Γιάννης Οικονόμου, προκλητικά υποστήριξε πως τα μέτρα που πάρθηκαν μετά τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού, είχαν φέρει αποτελέσματα. Κάτι που δε βλέπουμε. Το χιλιοειπωμένο μέτρο του κλεισίματος των συνδέσμων πέφτει στο κενό, ακριβώς επειδή είναι ένας χώρος που παίζονται πολλά παιχνίδια. Και δεν είναι ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί το πεδίο. Δε θέλουν.

Η παρανομία, τα κανονίσματα κάτω από το τραπέζι και οι οργανωμένες ομάδες καλά κρατούν, όσο η Πολιτεία διαλαλεί πως θα καταστείλει την οπαδική βία με τη αστυνομία. Όμως αυτό το μέτρο έχει αποδειχθεί ανεπαρκές. Είναι επικοινωνιακό μέτρο, μάλλον θα λέγαμε. Αλλά το πρόβλημα παραμένει. Όχι επειδή δεν μπορεί να λυθεί. Επειδή αυτοί που θα μπορούσαν να κάνουν κάτι, δε θέλουν. Παίζονται πολλά παραπάνω από μία μπάλα.