του Δημήτρη Καλτσώνη
καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η Ταϊβάν ως ξεχωριστό κράτος δημιουργήθηκε το 1949, παρά το γεγονός ότι η Διάσκεψη των Συμμάχων στο Κάιρο το 1943 αναγνώρισε την Ταϊβάν ως έδαφος της Κίνας. Όταν εκείνη τη χρονιά επικράτησε η επανάσταση στην Κίνα, τα υπολείμματα του ηττημένου στρατού του εθνικιστικού Κουομιντάγκ μεταφέρθηκαν με τη βοήθεια των ΗΠΑ στην Ταϊβάν και επέβαλαν την εξουσία τους. Οι ακροδεξιοί εθνικιστές δεν ήταν διόλου ευπρόσδεκτοι από τους κατοίκους του νησιού. Το επαναστατικό κίνημα είχε αναπτυχθεί ραγδαία στο νησί κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, όπως ακριβώς και στην ηπειρωτική Κίνα. Ο πληθυσμός της Ταϊβάν έδωσε σκληρούς αγώνες ενάντια στην ιαπωνική κατοχή και δεν ήταν διατεθειμένος να υποταχθεί στον δικτάτορα Τσανγκ Κάι Σεκ. Αυτό οδήγησε σε λουτρό αίματος καθώς τα εθνικιστικά στρατεύματα, για να επιβληθούν, κατέσφαξαν χιλιάδες κομμουνιστές, αντιιμπεριαλιστές, προοδευτικούς, δημοκράτες και άλλους αντιτιθέμενους στη δικτατορία του Κουομιντάγκ.
Επομένως, η Ταϊβάν αποσχίστηκε από την υπόλοιπη Κίνα και αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος με τη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ. Πρόκειται για παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο απαγορεύει τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των κρατών. Στο έδαφός της, πέρα από τα άλλα αμερικανικά οπλικά συστήματα, κατά καιρούς φιλοξενήθηκαν αμερικανικοί πυρηνικοί πύραυλοι οι οποίοι στόχευαν ευθέως τη ΛΔ Κίνας. Η Κίνα και η διεθνής κοινότητα δεν την αναγνώρισαν διπλωματικά ποτέ μέχρι σήμερα. Ιστορικά η de facto απόσχιση της Ταϊβάν είναι ουσιαστικά ένα κατάλοιπο της αποικιοκρατίας, προϊόν ιμπεριαλιστικής επέμβασης.
Υπό την πίεση των ΗΠΑ η Ταϊβάν κατείχε μέχρι το 1972 τη θέση της Κίνας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μόνο μετά τη χρονολογία αυτή υπήρξε η στοιχειώδης ιστορική αποκατάσταση και την έδρα κατέλαβε η αντιπροσωπεία της ΛΔ Κίνας. Τη χρονιά εκείνη σημειώθηκε η θεαματική προσέγγιση ΗΠΑ – ΛΔ Κίνας με την επίσκεψη του αμερικανού προέδρου Ρ. Νίξον στο Πεκίνο και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Μάο. Επρόκειτο για μια προσέγγιση που βασίστηκε στην κοινή αντισοβιετική πολιτική των δύο κρατών. Έκτοτε, θεωρητικά τουλάχιστον οι ΗΠΑ δέχονταν την “αρχή της μίας Κίνας”. Στην πραγματικότητα βέβαια ουδέποτε συνέβαλαν στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής. Αντίθετα, κρατούσαν στάση στρατηγικής διγλωσσίας: διπλωματικά αναγνώριζαν τη ΛΔ Κίνας αλλά παράλληλα στήριζαν στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά την Ταϊβάν.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ΗΠΑ, όταν ολοκλήρωσαν την αντικομμουνιστική τους προσπάθεια ενάντια στη Σοβιετική Ένωση άρχισαν βαθμιαία να μεταβάλλουν την πολιτική τους έναντι της Ταϊβάν. Άρχισαν να απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από την πολιτική της μιας Κίνας, χωρίς να την αρνηθούν ολοκληρωτικά. Στις μέρες μας, σε συνθήκες όξυνσης των αντιθέσεων για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής και των αγορών, οι ΗΠΑ εντείνουν την επιθετικότητά τους σε βάρος της Κίνας με αιχμή την Ταϊβάν.
Στην άλλη γωνιά του κόσμου
Δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς αναλογίες με αυτό που συμβαίνει στην Κύπρο. Η Κύπρος, ανεξάρτητο κράτος μέλος του ΟΗΕ δέχθηκε επίθεση το 1974 από την Τουρκία, η οποία κατέλαβε έκτοτε το 40% περίπου της χώρας. Αυτό, όπως όλοι γνωρίζουμε πλέον και από τα σχετικά αρχεία, έγινε με την ανοχή αν όχι την ενθάρρυνση των ΗΠΑ, της Βρετανίας και του ΝΑΤΟ. Η εισβολή και κατοχή έχει επανειλημμένα αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ ως παραβίαση των θεμελιωδών αρχών του. Έχουμε και εδώ παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο απαγορεύει τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των κρατών.
Συνέχεια της εισβολής είναι οι διαρκείς προσπάθειες της Τουρκίας να επιβάλλει είτε την αναγνώριση των κατεχομένων ως δήθεν ανεξάρτητο κράτος είτε την αποδοχή κάποιου τύπου συνομοσπονδίας, χαλαρής δηλαδή συνένωσης δύο κρατών. Και η μια και η άλλη “λύση” συνιστούν παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στο κυπριακό οι ΗΠΑ ακολουθούν την ίδια πολιτική διγλωσσίας. Αναγνωρίζουν τυπικά τις αποφάσεις του ΟΗΕ αλλά με κάθε ευκαιρία ενθαρρύνουν την προοπτική μιας συνομοσπονδίας. Τέτοιο ήταν το σχέδιο Ανάν ή τα νεότερα σχέδια που βασίζονται στην “ισότητα δύο κρατών”, δηλαδή στην ισότητα Κυπριακής Δημοκρατίας και κατεχομένων. Πρέπει να θυμόμαστε ότι παρόμοιες παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας αποτελούν η συνεχιζόμενη κατοχή της Παλαιστίνης και η μη απόδοση στους Παλαιστινίους του δικαιώματος να έχουν τη δική τους πατρίδα, η de facto απόσχιση και η προσπάθεια ανακήρυξης του Κοσόβου ως ανεξάρτητου κράτους υπό τη σκέπη των νατοϊκών όπλων, η κατοχή από τη Βρετανία των Νήσων Μαλβίνων (Φώκλαντ), τα οποία ιστορικά ανήκουν στην Αργεντινή κά.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα η χώρα μας πρέπει να εργαστεί για την ειρήνη και να διακηρύξει την προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο και στις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ είτε σε σχέση με το κυπριακό, είτε σε σχέση με την Ταϊβάν είτε σε σχέση με οποιοαδήποτε άλλο ζήτημα. Η Ελλάδα οφείλει να τάσσεται σθεναρά ενάντια στις αμερικανικές προκλήσεις στην Ταϊβάν, όπως και ενάντια στη συνέχιση της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο. Αυτό σημαίνει στήριξη μιας πολιτικής ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών, άρα της ειρηνικής επίλυσης του ζητήματος της Ταϊβάν και του κυπριακού στη βάση αρχών του ΟΗΕ, απόρριψη κάθε προοπτικής συνομοσπονδίας ή “ανεξαρτητοποίησης” των κατεχομένων. Σημαίνει, σε διπλωματικό επίπεδο, στήριξη της κινεζικής θέσης για μια Κίνα, την οποία στα λόγια τουλάχιστον αναγνωρίζουν όλες οι χώρες ακόμη και οι ΗΠΑ. Ως μικρή χώρα έχουμε κάθε συμφέρον να επιμείνουμε στις αρχές του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών.
Αυτό πρέπει να γίνεται χωρίς αυταπάτες για τις προθέσεις και το γεωπολιτικό ρόλο της Κίνας, η οποία εντάσσει προφανώς το ζήτημα της Ταϊβάν στο πλαίσιο των ευρύτερων, διεθνούς εμβέλειας επιδιώξεών της. Ακόμη περισσότερο, στους ταραγμένους καιρούς που διανύει η
ανθρωπότητα, η Ελλάδα δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ακολουθήσει τις επικίνδυνες επιλογές των ΗΠΑ και των άλλων ΝΑΤΟϊκών συμμάχων για όξυνση των σχέσεων με την Κίνα. Ανάλογα μονόδρομος είναι η καταγγελία της επιθετικότητας του τουρκικού αντιδραστικού καθεστώτος. Δεν αρκεί όμως να μένει η χώρα μας στην τυπική υποστήριξη της ΛΔ Κίνας ή της Κύπρου. Η ουσιαστική υποστήριξη της τήρησης των αρχών του διεθνούς δικαίου είναι στην πραγματικότητα ασύμβατη με την παραμονή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, στον επιθετικό αυτό οργανισμό που συστηματικά παραβιάζει το διεθνές δίκαιο.