Του Λάρμπι Σαντίκι*

Ένα μεγάλο ποσοστό από τα ρεπορτάζ και τα σχόλια για το Αφγανιστάν, αυτές τις τελευταίες εβδομάδες, έχει πνιγεί στον Οριενταλισμό. Είμαστε πολλοί οι ένοχοι αυτής της πρακτικής στη διαδικασία της παραγωγής γνώσης και γνώμης. Γι αυτό και οφείλουμε να αναρωτηθούμε εάν κατά τη συγγραφή, τον σχολιασμό, την αναφορά ή την ανάλυση όσων συνέβαιναν στο Αφγανιστάν,  όσοι τα γράφουν όντως δείχνουν πτυχές της ιστορίας, του πολιτισμού και του λαού του, ή αν απλώς αναπαράγουν στερεότυπα και καρικατούρες.

Πόσοι από εμάς μπορούν να αναγνωρίσουν έναν Αφγανό ποιητή όπως ο Γκιουλ Ζοβαντάι, που πέθανε το 1988, ή γνωρίζουν το μαθηματικό Σεντίκ τον Αφγανό, που γεννήθηκε το 1958; Ελάχιστοι θα συνέδεαν το Αφγανιστάν με τον μεγάλο ποιητή και λόγιο μελετητή και μυστικιστή του Ισλάμ, Τζαλάλ Αλ-Ντιν Ρουμί, που πέθανε το 1273. Στην καλύτερη περίπτωση, θα ψελλίσουν το όνομα του Χαλέντ Χοσεϊνί, συγγραφέα του φημισμένου μυθιστορήματος Χαρταετοί Πάνω Από την Πόλη.

Παρ’ όλα αυτά, το Αφγανιστάν άμεσα και εύκολα συγχέεται με «τους Ταλεμπάν». Πολλοί φοιτητές πανεπιστημίων δεν γνωρίζουν ούτε ένα από τα ονόματα των φωτισμένων αυτών ανθρώπων. Στην καλύτερη περίπτωση, έχουν μια κάποιαν ιδέα για τους ηγέτες των Ταλεμπάν όπως ο Αμπντούλ Γκανί Μπαραντάρ και, περισσότερο το συγχωρεμένο μουλά Ομάρ. Ακόμη και η βραβευμένη στις Κάννες Αφγανή σκηνοθέτις, Σαχράμπου Σαντάτ, όπως και η σκηνοθέτις Σαχρά Καρίμι, αναφέρονται [στις ειδήσεις] σήμερα στο πλαίσιο της διαφυγής τους από τους Ταλεμπάν, οι οποίοι χαρακτηρίζονται γενικευμένα ως «φονταμενταλιστές», «πολέμαρχοι» και βίαιοι Παστούν.

Συγχέοντας τους Ταλιμπάν με το Αφγανιστάν, μια ολόκληρη χώρα Οριενταλίζεται. Με βάση τον ορισμό του Έντουαρντ Σαΐντ για τον Οριενταλισμό, το «στυλ σκέψης» για αυτή τη μουσουλμανική χώρα της Κεντρικής Ασίας αναπαράγει τον επιστημολογικό πολωτικό δυισμό που τοποθετεί το Αφγανιστάν εναντίον ολόκληρου του κόσμου, και ειδικά απέναντι στις χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.

Με αυτό τον τρόπο, η διαφορετικότητα (diversity) υποτάσσεται στην μοναδικότητα (singularity). Το πλούσιο πολυεθνικό υφάδι που φτιάχνει το Αφγανιστάν (που περιλαμβάνει από Παστούν, Τατζίκους, Ουζμπεκους, Τουρκμένους και Χαζάρα έως Κιργίζιους, Σαντάτ, Παμίρι, Γκουτζάρ, και τόσους άλλους) υποτιμάται, αν δεν αφανιστεί ολότελα. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη περίπτωση επιστημονικής βίας, όπως θα έλεγε η ειδική στην μεταποικιοκρατία καθηγήτρια του Κολούμπια, Γκαγιάθρι Τσακραβόρτυ Σπίβακ. Γιατί με αυτό τον τρόπο, το Αφγανιστάν παύει να είναι το συνολικό άθροισμα αυτών των εθνοτήτων και γενικεύεται σε «Ταλεμπάν-ιστάν», μια χαρτογραφία Παστουν-ική, αποστερημένη από «αληθινούς» πολιτισμούς και «πολιτισμένους» λαούς.

Έτσι, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, αυτό που έρχεται στο προσκήνιο είναι ενός πολιτισμικά καθυστερημένου, πολιτικά χαοτικού και κοινωνικά κατακερματισμένου Αφγανιστάν. Ξεχάστε τη σοβιετική εισβολή το 1979 και τον δεκαετή πόλεμο που ακολούθησε και ξεχάστε τον Αμερικανό διάδοχό της που διήρκεσε δύο φορές περισσότερο, και ξεχάστε τις συνέπειες κάθε μίας από αυτές τις σύγκρουσεις. Ξεχάστε τη βία που δέχθηκαν και υπέστησαν όλοι οι Αφγανοί, που πάνω τους χρησιμοποιήθηκε το πιο εξελιγμένο οπλοστάσιο στον κόσμο – όσο κι αν υποστηρίζεται ότι ο πόλεμος των ΗΠΑ και των συμμάχων τους ήταν κυρίως με τους Ταλεμπάν (ή την Αλ Κάιντα).

Ένα χαρακτηριστικό του ηγεμονικού λόγου είναι η υπεραπλούστευση των κατηγοριών. Στο πλαίσιο της οριενταλιστικής πολιτιστικής παραγωγής, η γενίκευση και η υποτίμηση λειτουργούν παράλληλα. Σημειώστε πώς η άκριτη γραφή για το Αφγανιστάν στηρίζει την σημερινή υπερβολή που περί την «ασφάλεια». Η ξαφνική αποχώρηση του αποικιοκράτη (οι ΗΠΑ και σύμμαχοί τους) διαβάζεται με όρους μελλοντικής (υποτιθέμενης) απειλής, βίας, αταξίας και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους αποικισμένους. 

Το υποκείμενο της κριτικής που ασκείται στον Μπάιντεν αποσκοπεί να τονίσει την εμμονή με την ισορροπία δυνάμεων, τις απειλές για την εθνική ασφάλεια και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φίλοι των ΗΠΑ στην Κεντρική Ασία. Η έννοια της ρεάλ πολιτικ έχει συρρικνωθεί σε αυτό και μόνον. Το χάος και οι θάνατοι που προκάλεσε ο αποικιοκράτης δεν αναφέρονται σχεδόν ποτέ. Καλύτερα, αυτό που αναφέρεται πάντα είναι πως η αποικία είναι η δυνητικώς χαμένη, σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον.

Έτσι, όλη η φιλελεύθερη φλυαρία, η οποία μπορεί να είναι και δικαιολογημένη, περί των αμάχων που απειλούνται από αντίποινα και βία των Ταλεμπάν, δεν δύναται να αποκρύψει ότι [όλοι αυτοί] προτιμούν να συνεχιστεί η κατοχή. Οι ρεαλιστικές διεθνείς σχέσεις είναι υπεύθυνες για τις ουσιαστικές κατασκευές κατηγοριοποιήσεων. Είναι παρούσα η δυναμική του ο – εαυτός- εναντίον- των -άλλων, και η ανασφάλεια του άλλου δεν έχει καμία ηθική βαρύτητα στους υπολογισμούς της εξουσίας, ιδίως της εξουσίας των όπλων (δηλαδή της ασφάλειας του εαυτού), όταν εμπλέκεται ή απεμπλέκεται στρατιωτικά από τους «άλλους». 

Εδώ αντικατοπτρίζεται η ηθική ανεπάρκεια στα ποικίλα παραδείγματα των διεθνών σχέσεων, η οποία και αμφισβητήθηκε σαφέστερα από τις φεμινίστριες. Όπως όλες οι «άλλες» του «άλλου», η ρεαλιστική πρακτική τόσο της παραγωγής γνώσης (όπως γνώση της έννοιας της ασφάλειας, του εθνικισμού) όσο και της πολιτικής (φιλελεύθερη δημοκρατία) τις αναπαράγουν ως υποβαθμισμένο παράγοντα, «συμβιβασμένα» όντα (όπως τα γράφει η Anne Tickner)  και, πάνω απ ‘όλα, ανασφαλή.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η δομική βλάβη που άφησαν στους Αφγανούς τριάντα χρόνια δυτικών πολέμων δεν λαμβάνει τη δέουσα προσοχή ως εχθρός της ανθρώπινης ασφάλειας – γυναικών και ανδρών. Όσο βίαιοι και αν είναι, οι Ταλεμπάν δεν είναι οι μόνοι ένοχοι, οι μόνοι πραγματικοί ή δυνητικοί παράγοντες καταπίεσης. Ολόκληρο το καθεστώς «ανοικοδόμησης» του αποικιοκράτη, έχει αποδείξει προφανώς το διαρκώς ηγεμονικό του περιεχόμενο, βασισμένο σε κάθε είδους -ισμούς (ανθρωπισμός, διεθνισμός, πατερναλισμός και φιλελεύθερος φεμινισμός). Σήμερα, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε για τη χρησιμότητα της ανοικοδόμησης (εφαρμοσμένης και θεωρητικής) που υποστηρίζεται και αναδεικνύεται εδώ και χρόνια από στρατούς και λεφτά (μεγάλο μέρος των οποίων διοχετεύτηκαν άφθονα σε ΜΚΟ που απαιτούν προστασία). Κι αυτό γιατί δεν έχουν αποδείξει καμμίαν αξία ως όργανα αυτοαναγέννησης.

Αν δεν υπήρχε η, υπό την αποικιοκρατία, ατροφία της ανοικοδόμησης, σήμερα δεν θα διαβάζαμε για τους Αφγανούς λες και πρόκειται για αντικείμενα. Οι Αφγανοί κατασκευάστηκαν αρχικά ως αντικείμενα Οριενταλιστικής γραφής, ως γυναίκες που είχαν ανάγκη προστασίας (αυτό που η Λίλα Αμπού-Λούγκοντ αποκαλεί «Να σώσουμε τις μουσουλμάνες») και ως άνθρωποι που χρειάζονται να τους σώσεις. Αντί να αυτο-αναγεννώνται ως ίσοι με τα θύματα της αποικιοκρατίας, οι Αφγανοί σήμερα, αντί για  εμφανίζονται ως αυτο-δημιουργούμενοι ίσοι, παρουσιάζονται ως προβληματικοί και εξασθενημένοι, κατώτεροι ως παράγοντες, έτσι ώστε να υπονοείται, σε ορισμένα κείμενα, ότι το Αφγανιστάν είναι άξιο μιας νέας εισβολής. Μήπως και ξαναπροσπαθήσουμε να «εκπολιτίσουμε» αυτούς τους πρωτόγονους Παστούν…

 A la Foucault, η συγγραφή και η κατασκευή του Αφγανιστάν διαμεσολαβείται μέσω λόγου που δεν αμφισβητεί κανείς. Είναι λόγοι που στηρίζονται στο πλαίσιο εξουσίας – γνώσης, δράσης και διανόησης, την ώρα που ο κόσμος αγωνίζεται να κατανοήσει την απόσυρση των ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, το καθεστώς της αλήθειας του Ηγεμόνα χτίζεται ώστε να δίνει την εντύπωση ότι είναι καθολικό. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αναπαραγωγής των αντιθέσεων του εαυτού/άλλου, κατά τις οποίες τα στερεότυπα που παράγουν τα κέντρα εξουσίας (στρατιωτικά, οικονομικά ή πολιτιστικά) επιβάλλονται ως η αληθής γνώση περί του «άλλου».

Όπως και στο «Μεγάλο Παιχνίδι» της δεκαετίας του 1830, όταν η Βρετανία και η Ρωσία αναμετρήθηκαν για τον έλεγχο του Αφγανιστάν και άλλων περιοχών της Κεντρικής και Νότιας Ασίας, το παιχνίδι της εξουσίας βρίσκει παραλληλίες στο παιχνίδι λέξεων. Η παιχνίδι των λέξεων αποδεικνύει ότι έχει πιο μακροχρόνιο αποτέλεσμα και είναι πιο επικίνδυνη γιατί οι στρατοί, εν τέλει, φεύγουν. Οι Βρετανοί υποχρεώθηκαν να φύγουν μετά από τρεις αγγλο-αφγανικούς πολέμους, στους οποίους κυνηγούσαν την χίμαιρα του πλήρως υποταγμένου Αφγανιστάν, εις βάρος των Ρώσων αντιπάλων τους στην Ασία. Αυτή η επιδίωξη αποδείχθηκε «ηλίθια»: αυτή ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε ο δούκας του Ουέλινγκτον το 1838 στο βρετανικό κοινοβούλιο για να τονίσει την αντίθεσή του στην εισβολή στο Αφγανιστάν.

Κανένα παιχνίδι λέξεων όμως να κρατήσει όρθιο το «καθεστώς της αλήθειας» του ηγεμόνα ως αληθοφανές, και ακόμη περσότερο ως αξιόπιστο. Όπως εκείνοι οι βρετανικοί στρατοί και οι λέξεις τους εγκατέστησαν τον σάχη Σουτζαχ Ντουρανί στο θρόνο στο Αφγανιστάν πριν από σχεδόν δύο αιώνες (το 1839), αλλά δεν κατάφεραν να εντυπωσιάσουν τους Αφγανούς, έτσι και οι λέξεις και η εξουσία που αποπειράθηκαν πριν 20 χρόνια οι αμερικάνοι σήμερα καταρρέουν. Οι Ταλεμπάν επέστρεψαν, όπως επέστρεψε και ο Ντοστ Μοχάμεντ Χαν πριν από αυτούς, τον οποίον εκδίωξαν οι Βρετανοί το 1838 και επέστρεψε στην εξουσία το 1842.

Αν απομένει κάτι να πούμε για να κλείσουμε τη συζήτηση σχετικά με τις προσπάθειες «επανακατασκευής» του Αφγανιστάν, τόσο αυτές του παρελθόντος όσο και τις σύγχρονες, είναι ότι δεν υπάρχει ποσότητα από οριενταλιστικούς ευφημισμούς και συνακόλουθες ηγεμονικές αλήθειες, είτε των ΜΜΕ, είτε των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ή των επίσημων ανακοινώσεων της Εξουσίας, που να επαρκούν για να κερδίσουν τη μάχη για τις καρδιές και τα μυαλά της «Δύσης» ή της «Ανατολής».

Αυτή η μάχη σίγουρα δεν θα κερδηθεί από πρακτικές που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ιμπεριαλιστικής παθολογίας, όπως ο «ατελείωτος πόλεμος», ο «μακροχρόνιος πόλεμος» και ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», πρακτικές γλώσσας και γνώσεων. Οι παραγωγοί γνώσης και πληροφορίας έχουν σήμερα να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο δρόμους και μόνον: είτε να συνεισφέρουν στις υπεκφυγές της εξουσίας ή να αντιμετωπίσουν κριτικά τον ρατσισμό, το σεξισμό και τον ιμπεριαλισμό.

Η σημασία της ακαδημαϊκής κοινότητας ή των μέσων μαζικής ενημέρωσης έγκειται στην προθυμία μας να είμαστε παραβατικοί, λέγοντας την αλήθεια στην εξουσία, να μετουσιώσουμε τις «αλήθειες» για κάθε είδους «ετερότητα» στον κόσμο μας. Είναι αυτή ακριβώς η υπέρβαση που ανασυντάσσει τη χρήση της γνώσης- εξουσίας από την ιμπεριαλιστική επιστημονική βία σε μια διανοητική συνείδηση, διαποτισμένη με κοινωνικές και ηθικές δέσμευσεις. Κι αυτό σημαίνει, δέσμευση για επανεξέταση των σχέσεων εξουσίας μεταξύ αποικιοκρατών και αποικιοκρατούμενων και απόρριψη όλων των καθεστώτων καταπίεσης – λόγου ή πολιτικής.

 

 

* Ο Λάρμπι Σαντίκι είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κατάρ, ειδικός στον εκδημοκρατισμό των αραβικών κοινωνιών και συγγραφέας του βιβλίου The Search for Arab Democracy: Discourses and Counter-Discourses. Το άρθρο μετάφρασε από τα αγγλικά η Λαμπρινή Θωμά.