Η ιερότητά του οφείλεται στο ότι κάτω από τον ήσκιο του έλαβε τη φώτιση, κάπου το 524 π.Χ., ο νεαρός ευγενής από το Νεπάλ Σιντάρτα Γκωτάμα, ο μετέπειτα Βούδας. Το γεγονός έλαβε χώρα στο Μπιχάρ τής Βορείου Ινδίας, στον τόπο που σήμερα ονομάζεται Μποντ-Γκάγια και είναι από τα ιερότερα μέρη τού Βουδισμού (το μόνο που έχει απομείνει στην Ινδία). Όταν ο Τίσα τής Κεϋλάνης προσηλυτίστηκε από τον Μαχίντα στον Βουδισμό, λέγεται ότι ζήτησε να του φέρουν ένα βλαστάρι από το ίδιο εκείνο δέντρο, το οποίο έφερε όντως η αδελφή τού Μαχίντα, η μοναχή Σανγακμίττα, και φύτεψαν εδώ. Το δέντρο που βλέπουμε σήμερα στον περιφραγμένο χώρο, στολισμένο με αναρίθμητα κουρελάκια, χαρτιά με ευχές, κορδέλες και αναθήματα, να προσκυνάνε ουρές πιστών ή να διαλογίζονται καθισμένοι στον πελώριο ήσκιο του, είναι εκείνο που φύτεψε ο Τίσα, και είναι 2.260 χρονών! Όλα τα ιερά δέντρα που απαρέγκλιτα συντηρούνται και λατρεύονται σε κάθε ναό τής χώρας, προέρχονται από δικά του βλαστάρια. Η δεντρολατρεία, άλλωστε, υπήρξε πολύ πιο αρχαία από τον ίδιο τον Βουδισμό.
 
Ο προσηλυτισμός τού Τίσα είναι ολοφάνερα καταγωγικό γεγονός για την ιστορία τής χώρας η οποία υπήρξε αδιάσπαστο βουδιστικό βασίλειο επί δύο χιλιετίες. Ο τόπος που διαδραματίστηκε είναι ένας λόφος, ή μάλλον ένα σύμπλεγμα λόφων, 12 χιλιόμετρα ανατολικά τής Ανουρανταπούρα στον δρόμο προς το Τρινκομαλί: το Μιχίνταλε. Εδώ υποτίθεται ότι ο Μαχίντα συνάντησε τον βασιλιά την ώρα που κυνηγούσε, και αφού τον υπέβαλε σε μια σειρά ερωτήσεις που έδειξαν ότι ήταν πνευματικά ώριμος για τη μεταστροφή, του αποκάλυψε τις αλήθειες της νέας διδασκαλίας. Είναι μια θεαματική γρανιτένια έκφυση από το στρώμα τής ζούγκλας με τουλάχιστον τρεις ανισόπεδες κορυφές, στεφανωμένες με μπανανόδεντρα και φοινικιές, σχηματίζοντας ένα γυμνό πλάτωμα στο μέσον. Ανεβαίνεις μέχρις εκεί από 1.840 σκαλοπάτια (πόσα σκαλοπάτια σ’  αυτή τη χώρα!) που ήτανε σε όλο το μήκος καλυμμένα με γιρλάντες και λαμπιόνια δίνοντας την αίσθηση σκεπαστής γαλαρίας· στη μέση τού πλατώματος μια λευκή νταγκόμπα επίσης τυλιγμένη με κορδέλες, λαμπιόνια και άνθη, πάνω σε μια χαμηλή εξέδρα, ήταν το τελετουργικό κέντρο, σαν να λέμε: αληθινή λαοθάλασσα βομβούσε γύρω της, οι πάντες λευκοντυμένοι και σε βαθιά κατάνυξη, καθισμένοι κατάχαμα σωρηδόν, ψέλνοντας και μουρμουρίζοντας ευχές. Στη μία από τις κορυφές μια άλλη, πολύ μεγαλύτερη νταγκόμπα, με αστραφτερή λευκότητα, αντίκριζε ένα τεράστιο, εξίσου λευκό άγαλμα του Φωτισμένου, σε καθιστή στάση, στην απέναντι κορυφή. Φτάσαμε απόγευμα, και καθώς ανεβαίναμε, χρειάστηκε να παραμερίσουμε προς στιγμήν, μαζί με όλο το πλήθος των προσκυνητών, για να περάσει μια θεαματική λιτανεία: οι μουσικοί –ζουρνάδες και τύμπανα– φορούσαν παραδοσιακά κοστούμια, κόκκινο γιλέκο, λευκό σάρονγκ και τουρμπάνι, κι έκαναν έναν δαιμονισμένο, διονυσιακό σαματά που κορύφωνε την έκσταση των πιστών, οι οποίοι τους έραιναν με άνθη λωτού· ακολουθούσαν αγόρια με τελετουργικά λάβαρα, η περιφορά ενός είδους μεταλλικού νάρθηκα στολισμένου με λουλούδια (θύμιζε τόσο Επιτάφιο!) και μοναχοί μέσα στις πορτοκαλιές τους ρόμπες που ευλογούσαν τον κόσμο. Παράξενα πύκνωνε ο χρόνος καθώς βουλιάζαμε ασυναίσθητα στα βάθη τής λαϊκής γιορτής· είχε ελαφρότητα και ανάταση, καταβύθιση και ταπείνωση, πένθος και χαρά – και κάτι ακόμα που τούτη την ώρα, γράφοντας, μου είναι  αδύνατο να ξεδιαλύνω…
 
Είναι αυτός, ο εξωστρεφής και γιορταστικός Βουδισμός τής Θεραβάντα, παλλαϊκός και διόλου μυστικιστικός, που φέρνει στον νου γνώριμες δικές μας εικόνες λαϊκής ευσέβειας. Τον είχα συναντήσει κι αλλού· όμως εδώ, στη Σρι Λάνκα, βρίσκεται η πηγή και η καρδιά του. Η ποικιλία των εκδηλώσεών του, η τελετουργική του αίγλη, το εύρος και η ένταση της συμμετοχής, δεν έχουν σύγκριση: έπρεπε να φτάσω εδώ για να το νιώσω, αυτό δηλαδή που ήξερα απ’ τα βιβλία… Γιατί εδώ είναι που ο Βουδισμός έγινε εκκλησία. Σε αυτό το νησί έγιναν οι μεγάλες ιδρυτικές του σύνοδοι κι εδώ διαμορφώθηκαν τα ιερά του κείμενα – ο Κανόνας Πάλι. Κωδικοποιήθηκε σε αυτή που πιθανότατα ήταν η 4η Σύνοδος (29-17 π.Χ.) στο κείμενο που είναι γνωστό ως «Τριπιτάκα» (Τρικάλαθος): Βινάγια Πιτάκα (οι κανόνες της κοινότητας)· Σούτρα Πιτάκα (τα θεμελιώδη κηρύγματα του Βούδα)· και Αμπιντάρμα Πιτάκα (ύστερα σχόλια και προσθήκες, μεταφυσικού και ψυχολογικού ενδιαφέροντος). Το σχίσμα τής Μαχαγιάνα ήρθε μετά. Η Σρι Λάνκα, σκέφτομαι,  είναι για τον Βουδισμό Θεραβάντα ό,τι, τηρουμένων των αναλογιών, το Θιβέτ για τον Μαχαγιάνα.
 
Βράδυ της Πρωτοχρονιάς καταλύσαμε στο Resort Sigiri Charuka μέσα σε ωραίο τροπικό κήπο. Είχαμε αγοράσει νοτιοαφρικάνικο κρασί (πολύ ακριβό σε αυτά τα μέρη) και χαζεύαμε τις επιγραφές με μαρκαδόρο, σε διάφορες γλώσσες, πάνω στον εξωτερικό τοίχο της κουζίνας. Ξάφνου, συνειδητοποιούμε, ελληνικά: Το κοτόπουλό σας είναι σαν της γιαγιάς μου της Γιωρκούλας…!
 
Την εποχή αυτή, αν δεν κάνω λάθος το ξαναείπα, εδώ είναι καλοκαίρι. Οκτώβρη με Γενάρη ο μουσώνας χτυπάει το βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, Μάη με Σεπτέμβρη το νοτιοδυτικό που βρισκόμαστε τώρα. Για την ακρίβεια, σχεδόν στο κέντρο. Υπάρχει ένας τόπος στη Σρι Λάνκα που όλοι επιθυμούν να επισκεφθούν, είναι ίσως το κίνητρο του ταξιδιού για πολλούς: ο φοβερός Βράχος τής Σιγκιρίγια, σχεδόν δίπλα μας.  Η Σιγκιρίγια είναι μια ιστορία ωμότητας και φιλοδοξίας, λαγνείας και μεγαλείου, αποτυπωμένα όλα σε μια γεωμορφολογική ιδιαιτερότητα που κόβει την ανάσα. Μίλησα κιόλας για τους μαύρους γρανίτες και τους σεληνόλιθους, σπαρμένους μέσα στην τροπική ζούγκλα, που δίνουν αυτή την ονειρική όψη στην ενδοχώρα του νησιού. Στους περισσότερους πάνω είναι χτισμένα βουδιστικά μοναστήρια και ναοί, πολλά έχοντας σαν αφετηρία τους σπηλιές, όπου στην αρχή ασκήτευαν αναχωρητές μοναχοί – όπως τα περίφημα σπήλαια της Νταμπούλα, ένα ακόμη προσκύνημα, με τις εκπληκτικές ζωγραφιές στην ανώμαλη οροφή που δίνουν μια αίσθηση τσαλακωμένου χαρτιού… Ο πιο τεράστιος όμως, ο πιο επιβλητικός και απόκοσμος, που υψώνεται σαν κρημνώδης εξέδρα πάνω από το κυματιστό πράσινο σεντόνι, μέσα σε μυστηριακή ησυχία που διακόπτουν σφυρίγματα πιθήκων και κρωγές άγνωστων πουλιών, είναι ο Βράχος τής Σιγκιρίγια όπου, το 477 μ.Χ., μετέφερε το παλάτι του ο φιλότεχνος και αιμοδιψής βασιλιάς Κασυάπα, αφού έχτισε ζωντανό τον πατέρα του Ντατουσένα και σφετερίστηκε το βασίλειο του αδελφού του. Φοβούμενος την εκδίκηση του τελευταίου, που διέφυγε, οχυρώθηκε σε αυτό τον απόρθητο μεγάλιθο με τους αυλικούς και τις ερωμένες του, τους αρχιτέκτονες και τους μουσικούς του, δημιουργώντας μια ολόκληρη νέα πόλη γύρω από τους πρόποδές του: βλέπεις ακόμα τα ρυμοτομημένα θεμέλια, τις δεξαμενές τού νερού και τις τεχνητές λίμνες, θαύματα της αρχαίας μηχανικής στην οποία, παρεμπιπτόντως, διέπρεψαν κατεξοχήν οι αρχαίοι κυβερνήτες της Σρι Λάνκα (όπως ο Παρακραμαμπάχου ο Μέγας…). Δεκαοχτώ χρόνια έζησε έτσι απομονωμένος με τις παρηγοριές τής τέχνης και τ’ αναλγητικά τής τρυφής, μέχρις ότου το 495 συνέβη το αναμενόμενο: ο αδελφός του εμφανίστηκε επικεφαλής μιας στρατιάς Ταμίλ με αναμμένους πυρσούς και πολεμικούς ελέφαντες, ο ίδιος κατέβηκε ν’ αντιμετωπίσει οριστικά τον εφιάλτη του, αγωνίστηκε  γενναία λέγεται, αλλά στο μέσον τής μάχης ο ελέφαντάς του απομονώθηκε, τον κύκλωσαν και τον κομμάτιασαν δίχως οίκτο (είχε προλάβει πάντως να μπήξει ένα στιλέτο στον λαιμό του). Η πρωτεύουσα επανήλθε στην Ανουρανταπούρα και το όνειρο του Κασυάπα θάφτηκε μέσα στη λησμονιά τής ζούγκλας. Χίλια τετρακόσια χρόνια αργότερα, μετά από αναφορές βρετανών αξιωματικών και μηχανικών για παράξενα ευρήματα σε έναν επικίνδυνο βράχο, ο αρχαιολόγος H.C.P. Bell ξέθαψε πρώτα δύο γιγάντιες πατούσες λιονταριού από πέτρινους πλίνθους, ύστερα ένα παχύ οχύρωμα ύψους τριών μέτρων που περιέκλεινε την πλατφόρμα με τις πατούσες, και τέλος σε μια κατακόρυφη σχεδόν πλευρά τού βράχου, στα μισά τής απόστασης ώς την κορυφή, τη λεγόμενη «Στοά τού Καθρέφτη» και τον θάλαμο των «Ουρανίων Παρθένων». Μόλις το 1938 η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Κεϋλάνης κατασκεύασε την ιλιγγιώδη σπειροειδή σκάλα που σκαρφαλώνουμε σήμερα, εκθέτοντας τους θησαυρούς τού Κασυάπα στα διψασμένα μάτια των επισκεπτών.
 
Σιγκιρίγια σημαίνει «Πόλη τού Λιονταριού». Οι πέτρινες πατούσες με τα γαμψά νύχια είναι ό,τι απέμεινε από τη γιγάντια πύλη που είχε αληθινό σχήμα λιονταριού (αιώνιο σύμβολο των Σινγκάλα), και η είσοδος περνούσε ακριβώς μέσ’ από το στόμα του. Κρεμασμένοι πάνω από την άβυσσο και μούσκεμα στον ιδρώτα, μπαίνουμε επιτέλους στον θρυλικό θάλαμο. Διάσημες όσο και οι σπηλαιογραφίες τής Αγιάντα, μας ατενίζουν μέσ’ από το χάσμα δεκαπεντέμιση αιώνων 22 ξεδιάντροπες νύμφες, ινδάλματα της ηδονής από τέμπερα στον βράχο – 22 μόνο, από «πέντε χιλιάδες χρυσές κόρες» που γράφει ένα παλιό χάραγμα στη Στοά τού Καθρέφτη… «Ουράνιες Παρθένες», «Κυρίες τής Αστραπής», «Δεσποινίδες των Νεφών», είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που τους χάρισαν –και τους επιδαψιλεύουν ακόμα– οι ποιητές Σινγκάλα, μαγνητισμένοι από το αίνιγμά τους. Μισόγυμνες, με βαριά προκλητικά στήθη και λεπτή μέση, διάφανα πέπλα στο σώμα και βαριά κοσμήματα στο κεφάλι, στο λαιμό και στα χέρια, κρατάνε μπουκέτα με άνθη ή κάτι που μοιάζει με όστρακο, σε χειρονομία μαγικής προσφοράς· θεραπαινίδες τείνουν σε κάποιες τους δίσκους με φρούτα. Τα έξοχα φωτεινά χρώματα συλλαμβάνουν λεπτότατα την χροιά τής σάρκας, σιταρόχρωμη στις πιο πολλές, σκούρα και αδιάφανη σε άλλες. Όλη τους η μαγεία και το μυστήριο όμως, τολμώ να πω, βρίσκεται στο βλέμμα: λιγωμένα μάτια και χείλη μισάνοιχτα, βαθύ, αισθησιακό χαμόγελο, ακόρεστα λάγνο με μιαν υποψία σκληρότητας, αιχμαλωτίζει μία από τις πιο αβυσσώδεις όψη τού θηλυκού που μπόρεσε ν’ αποδώσει ποτέ η παγκόσμια τέχνη.
 
Περάσαμε το υπόλοιπο της ημέρας στα ερείπια της Πολονναρούα. Συστάδες-συστάδες σπαρμένες σε μια τεράστια έκταση, χρειάζεσαι αυτοκίνητο για τα καλύψεις· στη μεγάλη τεχνητή λίμνη τού Παρακραμαμπάχου πετούσαν πυκνά σμήνη ερωδιών και γυναίκες λούζονταν κι έπλεναν ρούχα. Το σύμπλεγμα Γκαλ Βιχάρα (ή Βιχαράγια), σκαλισμένο σε όρθιο μέτωπο του γρανίτη, απαρτίζεται από τρία αγάλματα του Φωτισμένου σε τυπικές στάσεις: στη μέση όρθιος (με τις απολλώνιες αναλογίες και την ελληνική εσθήτα τής γλυπτικής Γκαντάρα), αριστερά σε στάση διαλογισμού, και δεξιά κεκλιμένος, με το γαλήνιο χαμόγελο αυτού που εγκαταλείπει τον κόσμο τής οδύνης. Δεκατέσσερα μέτρα είναι ο κεκλιμένος, λίγο μικρότεροι οι άλλοι. Μια παλιά, χορταριασμένη νταγκόμπα μάς τράβηξε το μάτι, και ανεβήκαμε να κάνουμε τον γύρο της. Προχωρούσαμε δίπλα-δίπλα με την Αθηνά όταν, τη στιγμή που βρεθήκαμε στο πίσω μέρος της, όλοι οι ήχοι τού κόσμου ξαφνικά έπαψαν: απροσδόκητα, σαν να είχαμε διαβεί ένα αόρατο σύνορο, ένας κόσμος χωρίστηκε με το μαχαίρι και βυθιστήκαμε σ’ ένα μυστηριακό σύμπαν σιωπής. Δεν χρειάστηκε να κάνουμε τίποτα οι ίδιοι, επιστρέψαμε στον κοινό κόσμο γυρνώντας από την άλλη μεριά.
 
Υπάρχουν πολλά αγάλματα του Βούδα σε αυτά τα ερείπια του δωδέκατου αιώνα, ανάμεσα σε αρχαίες κολώνες και υπολείμματα λαμπρών οικοδομημάτων· σε όλα μπαίνεις υποχρεωτικά ακολουθώντας το τελετουργικό των ναών: ξέσκεπος και ανυπόδητος. Είναι, σαν να λέμε, προσκυνήματα. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτά που εμείς λέμε «αρχαιολογικό» και «θρησκευτικό» – όπως εάν έμπαινες, στην Ελλάδα, με το ίδιο αίσθημα και την ίδια δεοντολογία σε αρχαιολογικούς τόπους και σε μια σημερινή εκκλησία! Δεν είναι αυτό άραγε μια οξύτατη ένδειξη συνοχής τού συγκεκριμένου πολιτισμού, μιας αδιάσπαστης εθνοπολιτισμικής συνέχειας που ελάχιστα δείγματά της θα βρεις σε ολόκληρο τον κόσμο;
 
Ένα από τα σπάνια δείγματα, επίσης, του Βουδισμού ως επίσημης κρατικής θρησκείας – μέχρι σχεδόν τις ημέρες μας. Ένα από τα ιερότερα βουδιστικά κειμήλια στον κόσμο, και  ταυτόχρονα σύμβολο της πολιτικής εξουσίας των Σινγκάλα, είναι το πολύτιμο Δόντι τού Βούδα που φυλάσσεται στον Ναό τού Κάντυ. Η κατοχή του νομιμοποιούσε τους αρχαίους βασιλείς, και η αίγλη του είναι ακόμα συνδεδεμένη με την ταυτότητα του έθνους. Λέγεται ότι όταν το σώμα τού Βούδα αποτεφρώθηκε το 543 π.Χ. σώθηκαν τέσσερα δόντια· τα τρία πέρασαν σε άλλους κόσμους, το τέταρτο μεταφέρθηκε στο βασίλειο της Σρι Λάνκα και φυλάσσεται σε βαρύτιμη λειψανοθήκη στην κάθε φορά πρωτεύουσα του κράτους. Κατέληξε συνεπώς στο Κάντυ, στο επιβλητικό τέμπλο Σρι Νταλάντα Μαλιγκάουα, όπου και παραμένει ώς τώρα. Τον δέκατο έκτο αιώνα οι Πορτογάλοι, σε μια κρίση θρησκευτικού ζηλωτισμού, άρπαξαν το «λείψανο του διαβόλου» και το έκαψαν στη Γκόα. Ατάραχοι ωστόσο οι βουδιστές μοναχοί υποστήριξαν πως την κρίσιμη στιγμή είχαν κρύψει το Δόντι, κι εκείνο που έκαψαν οι Καθολικές αρχές ήταν ένα ομοίωμα. Έτσι το κειμήλιο επανήλθε θριαμβευτικά, και λατρεύεται ως τις μέρες μας αθέατο από τα βέβηλα μάτια. (Μια επίθεση Ταμίλ αυτονομιστών κατέστρεψε το 1998 ένα σημαντικό μέρος τού ναού, αποκαταστάθηκε όμως και πάλι). Μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου γίνεται η πιο θεματική ιερή παρέλαση, η Κάντυ Εσάλα Περαχέρα, όπου το κειμήλιο περιφέρεται τελετουργικά σφαλισμένο στην οχταπλή θήκη του από φύλλα χρυσού, σμαράγδια και ρουμπίνια.     
 
Μπροστά στον πολυτελή θάλαμο που έχει σχήμα παγόδας, με περίτεχνα ξυλόγλυπτη στέγη και κολώνες, είναι στερεωμένοι ορθοί οχτώ τεράστιοι χαυλιόδοντες· το βαρύ βυσσινί χαλί που σκεπάζει την είσοδο έχει μια χρυσή στούπα και γύρω τέσσερις Βούδες. Άνθη, μυρωδικά, θυμιάματα, δεν χρειάζεται να το πω, πλημμυρίζουν τον χώρο. Ο ναός έχει πολλά δωμάτια και ορόφους, ως επί το πλείστον από ξύλο, και ολόκληρος –όπως και όλοι οι ναοί που είδαμε, των σπηλαίων περιλαμβανομένων– είναι μια πραγματική πινακοθήκη: αναρίθμητες αναπαραστάσεις του ίδιου τού Βούδα, τοιχογραφίες με επεισόδια της ζωής του σε συνέχειες, νταγκόμπες, τροχοί και όλο το ρεπερτόριο των συμβόλων που σχετίζεται με τη λατρεία του. Πολλές φορές στάθηκα μπροστά σε μια κλασική του αναπαράσταση, αυτή με την Κόμπρα: ο λαιμός τού ερπετού είναι φουσκωμένος, και περιβάλλει το κεφάλι τού Φωτισμένου σαν διάδημα. Μνημονεύει, λένε, τη στιγμή που ενόσω εκείνος διαλογιζόταν ήρθε βροχή, και το φίδι έσπευσε να τον προστατεύσει σαν ομπρέλα. Μήπως στ’ αλήθεια έχουμε ακόμα ένα εύγλωττο δείγμα θρησκευτικού συγκρητισμού, αν σκεφτούμε ότι το φίδι λατρευόταν από τους ιθαγενείς Νάγκα πριν από την έλευση των Σινγκάλα;
 
Ψάχνοντας θ’ ανακαλύψεις κι άλλα αρχαϊκά, προ-βουδιστικά στοιχεία στην τελετουργική ζωή τού νησιού – πυροβασία, αίφνης, η οποία τελείται ακόμα σε ορισμένα μέρη και, ακούω, περιλαμβάνεται επίσης στις παραστάσεις που οργανώνει το δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο του Κάντυ, πίσω από το Σρι Νταλάντα Μαλιγκάουα, στις όχθες τής λίμνης… Πρέπει επίσης να πω ότι μέσα στο συγκρότημα του Ναού υπήρχε ένα μικρό ινδουιστικό τέμπλο· σε όλους άλλωστε, αν κοιτούσες προσεκτικά, θα έβλεπες μερικές ινδουιστικές θεότητες ζωγραφισμένες ή σκαλισμένες κάπου – πράγμα που ίσχυε ήδη στα μεσαιωνικά ερείπια. Στα περίχωρα του Κάντυ επισκεφθήκαμε ένα πολύ όμορφο απόμερο τέμπλο, το Λανκατιλάκε Βιχάρα που χρονολογείται από τον δέκατο όγδοο αιώνα· η ιδιομορφία του έγκειται στο ότι είναι Βουδιστικό-Ινδουιστικό ταυτόχρονα, ανάλογα με την είσοδο από την οποία μπαίνεις. Ακούμε πολλά για την προαιώνια σύγκρουση Βουδιστών-Ινδουιστών που διχάζει τη χώρα, δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε και τις αναρίθμητες συναντήσεις και οσμώσεις.
 
To Κάντυ έχει μια γλυκιά τοπική ατμόσφαιρα, οπωσδήποτε όμως όχι αρχιτεκτονική· αν εξαιρέσεις μεμονωμένα κτίσματα, κανένα αστικό κέντρο της Σρι Λάνκα δεν έχει αρχιτεκτονικό ύφος. Η βόλτα γύρω από τη λίμνη και ο Βοτανικός Κήπος της Περαντενίγια αξίζουν τον κόπο. Περισσότερο απ’ όλα όμως βαραίνει η ιστορία του – και είναι αυτή που το λούζει ακόμα με τη ακτινοβολία τής «πολιτιστικής πρωτεύουσας» της χώρας. Χτίστηκε στα τέλη τού δέκατου τέταρτου αιώνα κι έγινε το κέντρο τού τελευταίου –συρρικνωμένου πολύ– βασιλείου Σινγκάλα, βαθιά στην ενδοχώρα, τούς αιώνες τής πορτογαλικής και ολλανδικής κατοχής· έπεσε οριστικά στους Εγγλέζους το 1815, την ίδια χρονιά που ξέσπασε μια εξέγερση στην επαρχία η οποία αντιμετωπίστηκε με άγρια καταστολή: ελάχιστα μέλη των αριστοκρατικών οικογενειών έμειναν ζωντανά ενώ η πείνα και η χολέρα αποδεκάτισαν τον υπόλοιπο πληθυσμό.
 
Για τους Ευρωπαίους, ως τότε, το σχεδόν θρυλικό αυτό βασίλειο ήταν ένα μυστήριο. Ο πρώτος –και ο μόνος– που είχε μιλήσει γι’ αυτό ήταν ο Robert Knox, ένας άγγλος ναύτης που το 1660 αιχμαλωτίστηκε κοντά στο Τρινκομαλί και μεταφέρθηκε στην αυλή τού βασιλιά Ρατζασίνα του Β΄. Προς έκπληξή του βρήκε εκεί αρκετούς άλλους ευρωπαίους αιχμαλώτους –Ολλανδούς, Γάλλους, Πορτογάλους και Άγγλους– οι οποίοι ζούσαν σχεδόν ελεύθερα υπό τον όρον ότι δεν θα έφευγαν από την επικράτεια του Κάντυ και θ’ ακολουθούσαν την εθιμοτυπία τής αυλής. Του επιτράπηκε να ασκήσει επάγγελμα, να αγοράσει ένα σπίτι και να παντρευτεί – πράγμα που απέφυγε, επειδή είχε πάντα στον νου του να δραπετεύσει… Αναφέρει πάντως πόσο εύκολες και κοινωνικά ανεκτές ήταν οι εξωγαμιαίες ερωτικές σχέσεις (εν μέρει λόγω τού ότι το τοπικό σύστημα των καστών επέτρεπε σε άνδρες των ανώτερων καστών να συνδέονται με γυναίκες τής κατώτερης κάστας, αλλά όχι να τις παντρεύονται). Δραπέτευσε τελικά, ύστερα από 20 ολόκληρα χρόνια, στο ελεγχόμενο από τους Ολλανδούς νότιο τμήμα, και όταν επέστρεψε στην Αγγλία δημοσίευσε τις αναμνήσεις του στο Historical Relation of Ceylon (1681).
 
Και μετά το Κάντυ, ανάβαση… Το μικρό βαν αγκομαχούσε σε στριφογυριστούς δρόμους ανάμεσα σε θεαματικούς λόφους με κωνοφόρα, διασταυρωνόταν ριψοκίνδυνα με παλιά λεωφορεία ή ξεχαρβαλωμένα φορτηγά (Lanka Ashok Leyland πάντα), και το φωτεινό πράσινο χαλί τού τσαγιού άρχιζε να σκεπάζει κάθε σπιθαμή καλλιεργημένης γης. Ήταν μαγικό να το βλέπεις· μικρά μονοπάτια έκοβαν σε φέτες τις αχανείς φυτείες, και ανάμεσα στους λαμπερούς θάμνους ήταν φυτεμένοι αραιά, σε σειρές, πανύψηλοι ευκάλυπτοι. Μέσα στην ομίχλη που άρχισε να μας σκεπάζει, το ψιλόβροχο και την αισθητή ψύχρα –φτάναμε πλέον τα 2.000 μέτρα– μυρμήγκιαζαν οι φιγούρες γυναικών με βαριά στολίδια και πολύχρωμα σάρι, σκυμμένες να μαζεύουν δεξιοτεχνικά και με γρηγοράδα τα τρυφερά βλαστάρια που απόθεταν σ’ ένα μεγάλο κοφίνι κρεμασμένο στην πλάτη τους, ενώ άντρες μάς προσπερνούσαν σε μηχανάκια φορτωμένα με το πολύτιμο φορτίο για το εργοστάσιο κατεργασίας (επισκεφθήκαμε κι εμείς ένα τέτοιο εργοστάσιο)· κάτω χαμηλά, στα βάθη των σχεδόν κατακόρυφων πλαγιών, έβλεπες σειρές από  παραπήγματα με τσίγκινες στέγες, όπου έμεναν, και κάθε τόσο ανάμεσά τους λιλιπούτεια ινδουιστικά τέμπλα με μικρά γκοπουράμ. Μια στιγμιαία, κλεμμένη σχεδόν ανάπαυλα, ένα καταπρόσωπο κοίταγμα, κι ένα αισθησιακό τραχύ βλέμμα, με την κόκκινη βούλα στο μέτωπο, αιχμαλωτίστηκε στη μηχανή.
 
Σκλάβοι-εργάτες, μαζί με τις οικογένειές τους, δεμένοι σχεδόν ισόβια με τις φυτεμένες πλαγιές, κάτω από το άγρυπνο μάτι των επιστατών: φτωχοί Ταμίλ από τις κατώτερες κάστες, μετανάστες οι περισσότεροι από την απέναντι ακτή, που τους έφεραν μαζικά για εργατικά χέρια στις φυτείες με συμβόλαια δουλοπαροικίας. Την ιστορία ξεκίνησαν βέβαια οι Εγγλέζοι· γιατί το τσάι δεν ήταν αυτοφυές στην Κεϋλάνη. Πατρίδα του ήταν η Κίνα, απ’ όπου οι Πορτογάλοι το έφεραν πρώτη φορά στην Ευρώπη τον δέκατο έκτο αιώνα. Το 1667 η British East India Company έστειλε το πρώτο της φορτίο τσαγιού από την Κίνα (που έφτασε δύο χρόνια αργότερα), για να γίνει το ευνοούμενο ρόφημα των Εγγλέζων και μεγάλη πηγή τού εθνικού εισοδήματος. Στη δεκαετία τού 1830 άρχισαν να το καλλιεργούν πειραματικά στο Ασάμ της Ινδίας, και λίγο αργότερα στο Νταρτζίλινγκ και στην Κένυα· το 1868, όταν μια αρρώστια κατέστρεψε τις εκτεταμένες, βρετανικών συμφερόντων φυτείες τού καφέ στην Κεϋλάνη, η αντικατάστασή τους με καλλιέργειες τσαγιού αποδείχθηκε λαμπρή ιδέα. Για τον σκοπό αυτό έκαναν εισαγωγή φτηνής εργατικής δύναμης από το Ταμίλ-Νάντου – και πολλοί από τους σημερινούς εργάτες είναι απόγονοι εκείνων των μετοίκων του δέκατου ένατου αιώνα. Σαν να λέμε, αυτοί οι «ινδοί» Ταμίλ είναι άλλη ομάδα από τους «ιθαγενείς» Ταμίλ τής Σρι-Λάνκα, μιλούν διαφορετική διάλεκτο και ζουν αποκλειστικά σχεδόν στα ορεινά τού Νότου· ήταν άλλωστε τα κύρια θύματα του «νόμου περί ιθαγένειας» της κυβέρνησης Μπανταρανάικε, το 1960, που πυροδότησε το εθνοτικό σχίσμα.
 
Στη Νουάρα Ελίγια κάνει σχεδόν κρύο. Στη μέση ενός οροπεδίου στα 1.890 μέτρα, περιστοιχισμένη από φυτείες τσαγιού που φτάνουν μέχρι τις παρυφές της, είναι μια μικρή πόλη που μπορείς να διασχίσεις απ’ άκρη σε άκρη με τα πόδια. Το κλίμα της επιτρέπει κήπους με καλλιέργειες στα περίχωρα – λάχανα, καρότα, φασόλια, τομάτες, πατάτες, φράουλες, ακόμη και τριαντάφυλλα. Τον καιρό που «ανακαλύφθηκε» από τους Βρετανούς ήταν ένα ασήμαντο χωριό πνιγμένο στη ζούγκλα· το δροσερό, υποαλπικό κλίμα της που «θύμιζε τόσο την πατρίδα» την έκανε ανακουφιστικό καταφύγιο για τους  ευρωπαίους αξιωματούχους που βασανίζονταν από την τροπική ζέστη και την ελονοσία στα πεδινά, και γρήγορα εξελίχθηκε από σανατόριο σε φημισμένο ορεινό θέρετρο – μια αληθινή «Ελβετία τής Ανατολής». Η αγορά με τα πολύχρωμα φρούτα, τα κρέατα και τα παστά ψάρια στο κέντρο της, απέναντι από το κομψό κτήριο του ταχυδρομείου με το γοτθικό ρολόι, ήταν ασφαλώς τοπική, όμως οι σπαρμένες παντού αγροτικές επαύλεις με τις κεραμιδί και πράσινες ξύλινες στέγες έδιναν την αλλόκοτη, υβριδική εικόνα μιας βικτωριανής πολιτείας στους τροπικούς.
 
Είμαι το αντίθετο απ’ αυτούς τους Ευρωπαίους. Λατρεύω την τροπική ζέστη, τον ιδρώτα και την αποφορά τής υγρασίας, τη γλυκιά αποκάμωση που σε κυριεύει σαν ναρκωτικό, τον ήλιο που σπάζει μέσα στα φυλλώματα και οι σπίθες του καθρεφτίζονται σε φουσκωμένα νερά, τις ψάθινες καλύβες μισοκρυμμένες ανάμεσα στις μπανανιές, και αυτούς τους απέραντους, καταπράσινες ορυζώνες με τους βουβάλους και τα λευκά στίγματα των ερωδιών που μας υποδέχονται πάλι τώρα καθώς κατεβαίνουν νότια, για να βρούμε τη θάλασσα. Στο Τανγκάλε συναντήσαμε ένα περιδέραιο από παραλίες με κοκοφοίνικες, κι εκεί σταματήσαμε. Πολύχρωμες βάρκες, μονόξυλα με παλάντζο από τη μία πλευρά, τεράστια καβούρια στα βράχια και νερό αρκετά βαθύ για να κολυμπήσεις· δυο ψαράδες, πατέρας και γιος, μας μαγείρεψαν ένα πελώριο ψάρι και γαρίδες με καρυκεύματα εκείνο το βράδυ, για κάτι σαν δείπνο αποχαιρετισμού στην αυτοσχέδια σανιδένια βεράντα (που ανέβαινες με ξύλινη σκάλα) ενώ το σκοτάδι έπεφτε στον ωκεανό. Η αόρατη άκρη του ακουμπούσε στη Σουμάτρα.
 
Τελείωνε το ταξίδι λοιπόν, και ο τελευταίος σταθμός μας ήταν Γκάλε. Στο νοτιοδυτικό άκρο τού νησιού, με έναν προτεταμένο κάβο που δείχνει προς την Ανταρκτική,  ήταν το οχυρό Πορτογάλων και Ολλανδών πριν οι Βρετανοί μεταφέρουν το κύριο λιμάνι τους στο Κολόμπο. Πολλούς αιώνες νωρίτερα, τα νησιά των Μαλδίβων συνήθιζαν να πληρώνουν ετήσιο φόρο υποτέλειας στους βασιλείς τής Κεϋλάνης μέσ’ από τούτο το λιμάνι. Ο φυσικά προστατευμένος του κόλπος το έκανε εξαιρετικά στρατηγική τοποθεσία, και οι Πορτογάλοι βάλθηκαν να χτίζουν ένα παχύ οχύρωμα – το οποίο ενίσχυσαν και ολοκλήρωσαν οι Ολλανδοί. Ξεκίνησαν τέσσερις αιώνες αδιαμφισβήτητης ευρωπαϊκής κυριαρχίας, που άφησαν πίσω τους αυτό το απίστευτα γοητευτικό πολιτισμικό, εθνικό και αρχιτεκτονικό υβρίδιο που κλείνεται μέσα στο λεγόμενο Galle Fort, ικανό για να ανακηρυχτεί από την Unesco Μνημείο τής Παγκόσμιας Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Το τσουνάμι του 2004 έπληξε άγρια αυτή την ακτή, και το ιθαγενές κομμάτι τής πόλης που βρίσκεται έξω από το Φρούριο πλήρωσε τεράστιο τίμημα σε νεκρούς και καταστροφές· το «τουριστικό» κομμάτι εντός των τειχών, αντίθετα, διασώθηκε με ελάχιστες ζημιές.
 
Για πρώτη φορά εδώ είδαμε πραγματική αρχιτεκτονική. Επαύλεις με εσωτερικές αυλές και καμάρες, μπαλκόνια με σκαλιστές κολώνες και ξυλόγλυπτα κάγκελα, γραμμές αποικιακού μπαρόκ και βεράντες κλεισμένες σε κομψά, δικτυωτά καφασωτά· πολυκαιρισμένες εκκλησίες, μικρές άσπρες νταγκόμπες, τζαμιά σε ινδονησιακό ύφος κι ένα επιβλητικό ιεροδιδασκαλείο· ο πέτρινος φάρος, τα τείχη της προκυμαίας με αυτό το απίθανα ετερόκλητο ανθρωπομελίσσι στον απογευματινό του περίπατο, και μαύρες σειρές από βράχια που πάνω τους αφρίζει ο θυμός του ωκεανού – καθώς στεκόμαστε για να βγούμε την τελευταία φωτογραφία, ενώ το φως σπαρταράει κι ένα μεγάλο γεράκι ζυγίζεται πάνω από τις γερμένες φοινικιές.