Ταπροβάνη την ονόμαζαν ο Ερατοσθένης, ο Πτολεμαίος, ο Πλίνιος, και τελευταίος τον έκτο αιώνα ο (μετέπειτα) μοναχός Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης: Αύτη εστίν η νήσος η μεγάλη εν τω Ωκεανώ, εν τω Ινδικώ πελάγει κειμένη, παρά μεν Ινδοίς καλουμένη Σιελεδίβα, παρά δε Έλλησι Ταπροβάνη, εν ή ευρίσκεται ο λίθος ο υάκινθος […]. Πολύ κοντά στο γεωγραφικό πλάτος τού Ισημερινού, ανάμεσα στις 10 και 5 μοίρες, υπήρξε σταθμός για τους κυρίους τού δρόμου των μπαχαρικών ως τον δέκατο έκτο αιώνα, τους ναυτικούς τής Αραβικής. Αυτοί έφεραν και το Ισλάμ, ποτέ όμως δεν μπολιάστηκε πραγματικά σε αυτό το ανέκαθεν βουδιστικό βασίλειο. Τον δέκατο τέταρτο αιώνα την επισκέφθηκε ο μεγάλος ταξιδευτής των Αράβων, ο Ιμπν Μπαττούτα, και μας έδωσε μια πολύ ζωντανή περιγραφή της.
 
Διακεκριμένος λόγιος του Ισλάμ, θεολόγος και κάδι (ιεροδικαστής), αξίζει τον σεβασμό αγίου-προστάτη των ταξιδιωτών. Τριάντα χρόνια από τη ζωή του, ξεκινώντας από την πατρίδα του την Ταγγέρη, ταξίδευε ασταμάτητα, σε όλο τον απέραντο τότε μουσουλμανικό κόσμο, και πέρ’ από τα όριά του: διέσχισε όλη τη Βόρειο Αφρική, τη Μικρά Ασία, τη Συρία και Παλαιστίνη, την Αραβική (προσκύνησε τουλάχιστον δύο φορές στη Μέκκα), το Ιράν και την Κεντρική Ασία, την Ινδία, την Κεϋλάνη, τη Μαλαισία, τη Σουμάτρα, κι έφτασε μέχρι το βασίλειο της Κίνας στα σύνορα της Μογγολίας· επισκέφθηκε τις περιοχές τού Βόλγα και την Κωνσταντινούπολη· ταξίδεψε στο Κέρας τής Αφρικής, ώς την Κίλουα και τη Ζανζιβάρη, και κατά μήκος του ποταμού Νίγηρα στο Μάλι μέχρι τα όρια του Σάχελ. Σπουδαίος παρατηρητής ανθρώπων, τόπων, ηθών και εθίμων, και γλαφυρός αφηγητής, μας ανοίγει μια μοναδική χαραμάδα στη μεσαιωνική οικουμένη, έναν κόσμο ατέλειωτης πολιτισμικής ποικιλομορφίας χωρίς σύνορα ωστόσο, χάρη στη μεγάλη πολιτική ενοποίηση που επέφερε το Ισλάμ.
 
Στις θάλασσες αυτές ήρθε από τα δυτικά τής Ινδίας. Αγκυροβόλησε πρώτα στις Μαλδίβες, ήδη μουσουλμανικές από τον δωδέκατο αιώνα, όπου έζησε μερικά χρόνια και υπηρέτησε κάποιο διάστημα ως κάδι. Διαβάζουμε στο παλιό βιβλίο: 
 
Επέστρεψα στο Καλικούτ όπου και αποφάσισα να ταξιδέψω στο Ντιμπάτ αλ-Μαχάλ [Μαλδίβες Νήσοι], για το οποίο είχα ακούσει πολλές ιστορίες. Δέκα μέρες μετά τον απόπλου μας από το Καλικούτ φθάσαμε στον προορισμό μας. Τα νησιά αυτά είναι ένα από τα θαύματα του κόσμου, γύρω στα δύο χιλιάδες όλα. Κάθε εκατό ή και λιγότερα σχηματίζουν κι από ένα σύμπλεγμα που μοιάζει με δαχτυλίδι, έχοντας μόνο μία είσοδο και μόνο από αυτήν μπορούν να μπουν τα πλοία […] Όταν φτάνει ένα πλοίο σ’ ένα από αυτά χρειάζεται απαραίτητα κάποιος από τους ιθαγενείς να το οδηγήσει στα άλλα νησιά τριγύρω. Είναι δε τόσο κοντά το ένα με το άλλο που, αφήνοντας το ένα νησί, οι κορυφές από τις φοινικιές τού διπλανού είναι ορατές. Αν κάποιο πλοίο ξεφύγει από την πορεία του δεν μπορεί να μπει μέσα, παρασύρεται από τον άνεμο και καταλήγει στην ακτή τού Κορομαντέλ ή στην Κεϋλάνη […] Οι κάτοικοι των Μαλδίβων Νήσων είναι έντιμοι και ευσεβείς και ειλικρινείς στις σκέψεις τους· τα σώματά τους είναι αδύνατα, είναι ασυνήθιστοι στη μάχη και η πανοπλία τους είναι η προσευχή […] Σε κάθε νησί υπάρχουν όμορφα τζαμιά, και τα περισσότερα κτήριά τους είναι ξύλινα. Είναι πολύ καθαροί άνθρωποι. Οι περισσότεροι κάνουν μπάνιο δύο φορές την ημέρα λόγω της μεγάλης ζέστης. Χρησιμοποιούν αρωματισμένα έλαια, όπως λάδι από σανταλόξυλο. Τα ρούχα τους είναι σαν ποδιές. Μία δένουν τριγύρω από τη μέση τους στη θέση τού παντελονιού, και στους ώμους τους ρίχνουν ρούχα που μοιάζουν σαν αυτά των προσκυνητών. Μερικοί φοράνε τουρμπάνι, άλλοι ένα μικρό μαντήλι […], Όλοι, σπουδαίοι και ασήμαντοι, κυκλοφορούν ξυπόλητοι. Οι δρομίσκοι τους είναι πάντα καθαροί και σκουπισμένοι και σκιάζονται από δέντρα, έτσι όταν περπατάει κανείς σε αυτούς νομίζει πως βρίσκεται σε περιβόλι. Κάθε άτομο που μπαίνει σε κάποιο σπίτι πρέπει να πλύνει τα πόδια του με νερό που φυλάνε σ’ ένα κανάτι και να τα τρίψει με μια τραχιά ψάθινη πετσέτα φτιαγμένη από φύλλα φοίνικα την οποία βρίσκει εκεί δίπλα. Το ίδιο κάνουν και όταν μπαίνουν σ’ ένα τζαμί […] Τα νησιά αυτά εξάγουν το ψάρι που έχουμε ήδη αναφέρει, καρύδες, υφάσματα και βαμβακερά τουρμπάνια, καθώς και μπρούτζινα αντικείμενα τα οποία διαθέτουν άφθονα, κοχύλια κάουρι και κανμπάρ. Αυτό το τελευταίο είναι το μαλλιαρό κάλυμμα της καρύδας το οποίο ξηραίνουν σε λάκκους ανοιγμένους στην ακτή, κατόπιν το χτυπούν με ραβδιά και ύστερα οι γυναίκες το γνέθουν και το κάνουν σχοινιά με τα οποία δένουν μαζί τις σανίδες των πλοίων. Αυτά τα σχοινιά εξάγονται στην Ινδία, στην Κίνα και στην Υεμένη και είναι καλύτερα από τα αντίστοιχα καννάβινα. Τα ινδικά πλοία κι εκείνα της Υεμένης συναρμολογούνται με αυτά, γιατί ο Ινδικός Ωκεανός είναι γεμάτος υφάλους, κι έτσι αν ένα πλοίο είναι καρφωμένο με σιδερένια καρφιά, σπάζει όταν χτυπήσει πάνω σε βράχια, ενώ αν είναι φτιαγμένο με αυτά τα σχοινιά, έχει μια κάποια ελαστικότητα και δεν διαλύεται. Οι κάτοικοι αυτών των νησιών χρησιμοποιούν κοχύλια κάουρι σαν χρήματα […] Οι γυναίκες δεν καλύπτουν τα κεφάλια τους, ούτε ακόμα κι οι βασίλισσές τους, και χτενίζουν τα μαλλιά τους μαζεύοντάς τα όλα στη μια μεριά. Οι περισσότερες απ’ αυτές φοράνε μόνο μια ποδιά από τη μέση και κάτω μέχρι το έδαφος ενώ το υπόλοιπο του σώματός τους μένει γυμνό. Όταν έγινα κάδι εκεί προσπάθησα ν’ αλλάξω αυτό τον τρόπο ένδυσης και τις διέταξα να φοράνε ρούχα, αλλά χωρίς επιτυχία. Καμιά γυναίκα δεν γινόταν δεκτή από εμένα χωρίς την ενδυμασία που είχα ορίσει, αλλά εκτός από αυτό δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω τίποτε άλλο […] Κάτι πολύ περίεργο σε αυτά τα νησιά είναι το γεγονός ότι ο κυβερνήτης είναι γυναίκα, η Χαντίτζα. Η εξουσία ανήκε στον παππού της, κατόπιν πέρασε στον πατέρα της, και μετά τον θάνατό του στον αδελφό της Σιχάμπ αντ-Ντιν, ο οποίος ήταν ανήλικος. Όταν αυτός εκθρονίστηκε και θανατώθηκε μετά από λίγα χρόνια, απέμεινε μονάχα η Χαντίτζα και οι δύο νεώτερες αδελφές της από το βασιλικό σόι, έτσι ανέβηκε στον θρόνο η Χαντίτζα. Παντρεύτηκε τον ιεροκήρυκά τους Τζαμάλ αντ-Ντιν […] αλλά οι διαταγές όλες εκδίδονται μονάχα στο δικό της όνομα. Γράφουν δε τις διαταγές σε φύλλα φοίνικα με ένα κυρτό σιδερένιο εργαλείο που μοιάζει με μαχαίρι.
 
Είδαμε κι εμείς αυτά τα σχοινιά στη Σρι Λάνκα, που χρησιμοποιούν ακόμα οι ναυτικοί τού Ινδικού· είδαμε τις ίδιες σχεδόν παραλίες με τα φοινικόδεντρα, τους ψαράδες καθισμένους σε ψηλά ξυλοπόδαρα μέσα στο νερό, άντρες με το παραδοσιακό σάρονγκ τυλιγμένο στους γοφούς και γυναίκες λιγνόκορμες με μαλλιά ανθοστόλιστα και μακριά  λόνγκι. Αναχωρώντας μια μέρα από τα κοραλλιογενή νησιά του, ο Ιμπν Μπατούτα έπλευσε τελικά –κατά τύχη;– στο μεγάλο νησί, όπου κοινότητες Μουσουλμάνων ζούσαν στις παρυφές ενός βασιλείου «απίστων» («σουλτάνο» αποκαλεί τον ηγεμόνα τους, μεταφέροντας την οικεία του γλώσσα των αξιωμάτων):
 
Ξεκινήσαμε χωρίς να έχουμε κάποιον έμπειρο πλοηγό μαζί μας· η απόσταση από το νησί μέχρι το Μαμπάρ ήτανε τρεις μέρες, κι εμείς μετά ταξίδι εννέα ημερών φτάσαμε στο Σαϊλάν [Κεϋλάνη]. Εκεί είδαμε το βουνό Σαραντίμπ που υψωνόταν προς τον ουρανό σαν μια στήλη καπνού […] Όταν συνάντησα τον άπιστο σουλτάνο Αουρί Σακαρβάτι, σηκώθηκε να με χαιρετίσει και κάθισε δίπλα μου μιλώντας πολύ ευγενικά […] Μια μέρα, αφού μου χάρισε μερικά πολύτιμα μαργαριτάρια, είπε, «μην ντρέπεσαι, ζήτησέ μου ό,τι θέλεις». «Από τότε που έφτασα σε αυτό το νησί δεν έχω παρά μία μόνο επιθυμία: να επισκεφθώ το ευλογημένο Πόδι τού Αδάμ». (Αυτοί αποκαλούν τον Αδάμ Πατέρα και την Εύα Μητέρα.) «Αυτό είναι απλό», μου απάντησε· «θα στείλουμε κάποιον να σε συνοδεύσει» […] Κατόπιν ο σουλτάνος μού έδωσε ένα φορείο που το κουβαλούσαν οι σκλάβοι του κι έστειλε μαζί μου τέσσερις γιόγκι, που το έχουν σαν έθιμο να επισκέπτονται μία φορά τον χρόνο το Πόδι, τρεις Βραχμάνους, άλλα δέκα άτομα από την ακολουθία του κι άλλους δεκαπέντε που κουβαλούσαν τις διάφορες προμήθειες. Νερό βρίσκει κανείς άφθονο σε αυτή τη διαδρομή. Την πρώτη μέρα κατασκηνώσαμε δίπλα σ’ ένα ποτάμι, το οποίο και διασχίσαμε με μια σχεδία φτιαγμένη από μπαμπού. Από εκεί κινήσαμε για το Μανάρ Μανταλί […] Ο δρόμος μας περνούσε μέσα από άγρια φύση γεμάτη με ρυάκια. Σε αυτό το μέρος υπάρχουν πολλοί ελέφαντες αλλά δεν κάνουν κακό στους ταξιδιώτες και στους προσκυνητές, ας είναι ευλογημένος ο Σεΐχ Αμπού Αμπντουλάχ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που άνοιξε αυτό τον δρόμο για το προσκύνημα στο Πόδι. Οι άπιστοι συνήθιζαν πρωτύτερα να εμποδίζουν τους Μουσουλμάνους να κάνουν προσκύνημα και τους κακομεταχειρίζονταν, κι ούτε έτρωγαν ούτε εμπορεύονταν μαζί τους, αλλ’ αφότου συνέβη η περιπέτεια που έχουμε ήδη αναφέρει στον Σεΐχ, άρχισαν να τιμούν τους Μουσουλμάνους, αφήνοντάς τους να μπαίνουν στα σπίτια τους, να τρώνε μαζί τους και να μην έχουν υποψίες όσον αφορά τις δοσοληψίες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους […] Κατόπιν φτάσαμε στην πόλη Κουνακάρ, που είναι και η πρωτεύουσα του πρώτου σουλτάνου αυτής της χώρας. Βρίσκεται σε μια στενή κοιλάδα ανάμεσα σε δύο λόφους κοντά σε μια μεγάλη λίμνη που λέγεται η Λίμνη των Ρουμπινιών, γιατί μέσα σε αυτήν βρίσκονται ρουμπίνια […] Από εκεί ξεκινήσαμε για τη Λίμνη με τις Μαϊμούδες. Σε αυτά τα βουνά οι μαϊμούδες είναι απειράριθμες. Είναι μαύρες με μακριές ουρές και τα αρσενικά έχουν μούσι σαν τους άνδρες […] Συνεχίσαμε το ταξίδι μας και φθάσαμε στη συνέχεια σ’ ένα μέρος που λέγεται «Η Καλύβα τής Γριάς», που είναι το τελευταίο κατοικημένο μέρος, κι από εκεί κινήσαμε προς μια περιοχή γεμάτη σπηλιές. Στα μέρη αυτά είδαμε την ιπτάμενη βδέλλα που κάθεται πάνω στα δέντρα και τη βλάστηση κοντά στο νερό. Όταν κάποιος πλησιάσει, πηδάει κατευθείαν πάνω του και όταν τον ακουμπήσει το αίμα αρχίζει να τρέχει ελεύθερα. Οι ιθαγενείς έχουν ένα λεμόνι πάντα μαζί τους, το στύβουν επάνω της και αυτή φεύγει από το δέρμα τους· κατόπιν ξύνουν το μέρος όπου κάθισε μ’ ένα ξύλινο μαχαίρι το οποίο έχουν ακριβώς γι’ αυτό τον σκοπό […] Το όρος Σαραντίμπ είναι ένα από τα ψηλότερα του κόσμου. Το είδαμε από τη θάλασσα όταν ακόμα ήμασταν μακριά εννιά μέρες ταξίδι, και όταν σκαρφαλώσαμε πάνω είδαμε τα σύννεφα να βρίσκονται από κάτω μας κλείνοντας τη θέα προς τα χαμηλά. Εκεί υπάρχουν πολλά αειθαλή δέντρα και λουλούδια με διάφορα χρώματα, ανάμεσά τους κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μεγάλο όσο μια ανθρώπινη παλάμη. Υπάρχουν δύο μονοπάτια στο βουνό που οδηγούν στο Πόδι: το ένα λέγεται μονοπάτι τού Πατέρα και το άλλο μονοπάτι τής Μητέρας, δηλαδή τού Αδάμ και τής Εύας. Το μονοπάτι της Μητέρας είναι πολύ ευκολοδιάβατο και το παίρνουν οι προσκυνητές όταν κατεβαίνουν, αν όμως το πάρει κανείς όταν ανεβαίνει θεωρείται ότι δεν έκανε καθόλου το προσκύνημα. Το μονοπάτι τού Πατέρα είναι πολύ δύσκολο στο ανέβασμά του. Οι προηγούμενες γενιές έφτιαξαν ένα είδος σκάλας πάνω στο βουνό και τοποθέτησαν σιδερένιους στύλους ενωμένους με αλυσίδες για να κρατιούνται αυτοί που ανεβαίνουν […] Το ευλογημένο Χνάρι, το Πόδι τού Πατέρα μας τού Αδάμ, βρίσκεται σ’ έναν μαλακό μαύρο βράχο σε ένα πλατύ οροπέδιο. Το ευλογημένο Πόδι βυθίστηκε στον βράχο και άφησε το αποτύπωμά του. Είναι έντεκα πιθαμές μακρύ. *
 
Ριγείς σχεδόν, αναγνωρίζοντας εικόνες που βλέπεις ακόμα σήμερα. Το είδος των πιθήκων που περιγράφει είναι οι γκρίζοι λανγκούρ, το ένα από τα δύο είδη που συναντάς παντού στη Σρι-Λάνκα· το άλλο είναι βέβαια οι μακάκοι, που τους αποκαλούν και «πιθήκους των ναών», γιατί πυκνοί πληθυσμοί τους αλητεύουν στα ερείπια, στις στέγες και στα προαύλια ναών και μοναστηριών – πολύ πιο εξοικειωμένοι με τους ανθρώπους, αλλά και φοβεροί κλέφτες… Οι βδέλλες των δέντρων είναι κάτι που πρέπει πάντα να προσέχεις στις ζούγκλες τής Σρι Λάνκα – και ο τρόπος είναι αυτός που λέει ο Ιμπν Μπαττούτα, λεμόνι και ξύλινο μαχαίρι. Βλέπεις ακόμα γιγάντιες σαύρες που φτάνουν το ένα μέτρο, κι ελπίζεις πάντα να μη συναντηθείς με μια κόμπρα… Οι λίμνες και τα ποτάμια είναι γεμάτα –μέχρι προσφάτως, τουλάχιστον– με κάθε είδους πολύτιμους λίθους (εκτός διαμαντιών), κρυμμένους βαθιά στον σκληρό γρανίτη των βουνών, τους οποίους με τη συνεχόμενη διάβρωση μεταφέρουν στο χώμα των πεδιάδων: σμαράγδια, ζαφείρια, τοπάζια, γρανάτες, ζιρκόνια, σεληνόλιθοι, στα οποία οφείλεται και η ονομασία «Σμαραγδένιο Νησί». Τα βρίσκεις να πουλιούνται παντού –αν ξέρεις να τα αναγνωρίσεις– σε μάλλον καλές τιμές, αλλά η μεγάλη τους αγορά είναι στη Ρατναπούρα. Και ο θρύλος τής Κορυφής τού Αδάμ (Σρι Πάντα), το μεγάλο προσκύνημα τριών θρησκειών, παραμένει ολοζώντανος.
 
Σε υψόμετρο 2.250 μέτρα, είναι η δεύτερη ψηλότερη κορυφή στη Σρι Λάνκα (μετά την Πιντουρουταλάγκαλα, 2.524 μέτρα). Δεν είναι μόνο η άγρια ομορφιά της, η μέθη τής ζούγκλας που την κυκλώνει –δάση καμφοράς και κανελλόδεντρων, πολύτιμα τικ και έβενοι, λεοπαρδάλεις, ελέφαντες, αγριοβούβαλοι, αρκούδες και αγριόχοιροι, παπαγάλοι– αυτό που την κάνει ιερή: μια μεγάλη εσοχή στην επιφάνεια του βράχου τής κορυφής μοιάζει με αποτύπωμα ανθρώπινης πατούσας (τεράστιας βέβαια: σε μήκος φτάνει σχεδόν τα δύο μέτρα και σε πλάτος κάτι λιγότερο από ένα…). Για τους βουδιστές Σινγκάλα (την πλειονότητα του αυτόχθονος πληθυσμού, κάπου 70%) είναι το σεβάσμιο αποτύπωμα του Ευλογημένου Γκωτάμα Βούδα· για τους ινδουιστές Ταμίλ (σχεδόν 20% του πληθυσμού) είναι το ιερό χνάρι τού Σίβα. Οι εγκατεστημένοι στο νησί Μουσουλμάνοι φαίνεται ότι από μια εποχή και μετά διεκδίκησαν τη δική του συμμετοχή στο προσκύνημα, ερμηνεύοντάς την ως το άγιο ίχνος τού προγόνου μας Αδάμ, όταν διωγμένος από τον Παράδεισο έπεσε, ασφαλώς από φιλευσπλαχνία τού Δημιουργού, σε αυτό εδώ το νησί που είναι το πιστότερο γήινο ομοίωμα του Παραδείσου. Λίγοι Χριστιανοί αργότερα συμφώνησαν με τους Μουσουλμάνους ότι είναι όντως το ίχνος τού Αδάμ, και όλοι μαζί μοιράζονται την περίοδο του προσκυνήματος, που διαρκεί από τον Δεκέμβρη ώς τον Μάη. Το Σρι Πάντα είναι για την Κεϋλάνη, μπορεί να πει κανείς, το αντίστοιχο του όρους Καϊλάς στα Ιμαλάια.
 
Εμείς πάντως δεν το επισκεφθήκαμε. Φτάσαμε ώς τη Νουάρα Ελίγια, κάπου 2.000 μέτρα, και διανυκτερεύσαμε δύο νύχτες στην Έλλα, λίγο χαμηλότερα. Την ημέρα εκείνη σκαρφαλώσαμε στον Βράχο τής Έλλα, ακολουθώντας την παλιά σιδηροδρομική γραμμή, και ύστερα κόβοντας ένα κατακόρυφο μονοπάτι βγήκαμε στην πευκόφυτη ορεινή εξέδρα: ο ήλιος άναβε πυρκαγιές στις απότομες πλαγιές και χείμαρροι πράσινης υγρασίας κατάκλυζαν το μάτι. Κατεβαίνοντας, μέσ’ από συστάδες καλαμιών που περνούσαν το ύψος μας, φάνηκαν οι καλύβες με τους μικρούς κήπους και λόγχες από καλαμποκιές, μπανανιές και ρυάκια γελαστά στο φως τού μεσημεριού. Και νάτο έτσι αιφνίδια πάλι το δόλωμα και το θήραμα του ταξιδιού, εκείνο που για χάρη του ξαναβγήκα στον δρόμο: τέσσερις τυχαίοι σπινθηρισμοί στο καντήλι τού κόσμου, τέσσερα αδιάγνωστα πεπρωμένα –η Νατάσα, η Αθηνά, ο Χριστόφορος κι εγώ– αγκιστρωμένα στην ίδια ακίνητη στιγμή, δεμένα απ’ το ίδιο πολύτιμο, τόσο έτοιμο να θρυμματιστεί, νήμα.
 
«Το πιστότερο γήινο ομοίωμα του Παραδείσου». Δεν το νιώθεις, να πω την αλήθεια, όταν ξεκινάς από το Κολόμπο. Σμήνη κοράκια πετούσαν στον Φάρο του λιμανιού και στις γειτονιές πελώρια δέντρα έριχναν τη σκιά τους στον δρόμο· δαιμονισμένα ρίκσο και ευωδιές από σανταλόξυλο και φτυσιές από μπέτελ στα πεζοδρόμια – όλα μου θύμιζαν την πρώτη ημέρα στο Δελχί και όλα απέπνεαν ένα γνώριμο άρωμα Ινδίας. Πολύ πιο καθαρή όμως, λιγότερο πολυάνθρωπη, χαλαρότερη και χωρίς το βάρος τής ορατής εξαθλίωσης που σε πλακώνει παντού στις ινδικές πόλεις… (Στο σημειωματάριό μου είχα γράψει: «Μια πιο light Ινδία, με πινελιές Ινδονησίας».) Λίγα ωραία δείγματα αποικιακής αρχιτεκτονικής –ο Πύργος του Ρολογιού, το Victoria Memorial, το μέγαρο της Cargills&Millers– και στο βάθος οι άσχημοι ουρανοξύστες της νέας πόλης και τα φουτουριστικά ξενοδοχεία που προαναγγέλλουν το επιχειρηματικό της μέλλον· σε όλο το μήκος τού αχανούς λιμανιού έργα και πυρετός ανοικοδόμησης, μπαζώνοντας όλο και βαθύτερα τα θολά νερά.
 
Κάο-λαν-Που αποκαλούσε αυτό τον οικισμό ο κινέζος έμπορος Βανγκ-Τα-Γιουάν στις αρχές του δέκατου τέταρτου αιώνα· πενήντα χρόνια αργότερα, ο Ιμπν Μπαττούτα την αναφέρει ως «Πόλη του Καλεμπού»· τον δέκατο έκτο αιώνα, ένας πορτογάλος μοναχός τής έδωσε τ’ όνομα Κολόμπο (διευκρινίζοντας ότι στα σινγκάλα σημαίνει «φύλλο τής συκιάς»). Τον δέκατο έβδομο αιώνα, όταν οι Ολλανδοί έδιωξαν τους Πορτογάλους, έχτισαν εκεί ένα οχυρό φρούριο κι εγκατέστησαν εμπορικό σταθμό· ήταν όμως οι Βρετανοί, τελευταίοι κατακτητές τού νησιού, εκείνοι που μετέφεραν εδώ την πρωτεύουσα της αποικίας κι έκαναν το Κολόμπο ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά τους λιμάνια στον Ινδικό. Η ανεξαρτησία τού 1948 (ταυτόχρονα με των Ινδιών) απαθανατίστηκε από την πρώτη εθνική κυβέρνηση στο Μνημείο της Ανεξαρτησίας, στην περιοχή που ακόμα ονομάζεται «Κήποι της Κανέλλας», νότια από το Νησί των Σκλάβων, όπου βρίσκονται τα περισσότερα κυβερνητικά κτήρια και μουσεία: ένα ορθογώνιο κτίσμα με στέγη παγόδας και περίτεχνες κιονοστοιχίες νοτιοϊνδικού στυλ, που λέγεται ότι μιμείται τη βασιλική Αίθουσα Ακροάσεων του Κάντυ, όταν το τελευταίο αυτό αυτόχθονο βασίλειο, στις 5 Μαρτίου 1815, υπέγραψε τη συνθήκη με τους Βρετανούς που σήμανε και το τέλος τής ανεξάρτητης εθνικής ζωής στο νησί.
 
«Νησί των Σκλάβων» λένε την περιοχή, ακριβώς κάτω από τις σιδηροδρομικές γραμμές, που μοιάζει με χερσόνησο ανάμεσα στα δύο κομμάτια τής λίμνης Μπέιρα (την οποία δύο στενά κανάλια ενώνουν με τη θάλασσα, εκατέρωθεν της συνοικίας του Φρουρίου)· οφείλει το όνομά της στο ότι εδώ κάποτε οι Πορτογάλοι είχαν στήσει τη μεγάλη αγορά μαύρων σκλάβων που έφερναν από την Ανατολική Αφρική. Λοφίσκοι και συστοιχίες τροπικών δέντρων συνοδεύουν σε όλο το μήκος της τη σιδηροδρομική γραμμή – εκεί συναντήσαμε και τον σπουδαιότερο ινδουιστικό ναό (κόβιλ) στο Κολόμπο,  αντίγραφο των μεγάλων ναών τού Ταμίλ-Νάντου με τα γιγάντια γκοπουράμ, αφιερωμένο στον πολεμικό θεό Σκάντα με την τρίαινα… Από τη βόρεια πλευρά των γραμμών, απλώνεται η πολύβουη εμπορική γειτονιά τής Πέττα, το πιο γραφικό –όπως λένε– κομμάτι του Κολόμπο. Εδώ η τρελή κοσμοσυρροή θύμιζε πραγματικά Ινδία: δεν ξέρω να πω αν αυτό είναι καθημερινό ή οφειλόταν στο ότι ήταν προπαραμονή τής Πρωτοχρονιάς με τον αναμενόμενο αγοραστικό πυρετό του κόσμου… Βρεθήκαμε γρήγορα στην καρδιά τής μουσουλμανικής συνοικίας, γύρω από το πελώριο τζαμί  Ουλ-Άφαρ, το Μεγάλο Τέμενος του Κολόμπο στον μικτό αραβο-ινδονησιακό ρυθμό, το λεγόμενο «Κόκκινο Τζαμί», βαμμένο ολόκληρο με κόκκινες-άσπρες ρίγες σταυρωτά, σαν τραπεζομάντηλο, που χρονολογείται από το 1826… Ξεθεωμένοι χωθήκαμε στο απέναντι ρεστωράν «χαράμ», χωρίς κάπνισμα και αλκοόλ, δεν χρειάζεται να το πω, απολαύσαμε όμως αρνάκι με ρύζι τυλιγμένο σε μπανανόφυλλο, πανδαισία μπαχαρικών και μαρμελάδα ανανά για επιδόρπιο.
 
Στη διαδρομή από το αεροδρόμιο, την προηγουμένη, βλέπαμε συνεχώς φωταγωγημένες εκκλησίες, χριστουγεννιάτικους στολισμούς με φάτνες κι ευχές για την Πρωτοχρονιά. Το αεροδρόμιο είναι βορειότερα του Κολόμπο, και όλο αυτό το κομμάτι κατά μήκος τής ακτής παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση χριστιανικού στοιχείου (κυρίως Καθολικού, κληρονομιά των πορτογαλικών ιεραποστολών). Οι Χριστιανοί στη Σρι Λάνκα είναι λιγότερο από 5% του πληθυσμού, έχουν όμως βαρύνουσα παρουσία στην οικονομική και πολιτική ζωή, εν πολλοίς λόγω των ισχυρών τους δεσμών με τις αποικιακές διοικήσεις. Οι Μουσουλμάνοι (που εδώ τους αποκαλούν «Σαρακηνούς») δεν είναι πολύ περισσότεροι, περίπου 7 ή 8%, η παρουσία τους είναι όμως εκκωφαντικά ορατή παντού και παντού συμβιώνουν με τις άλλες κοινότητες χωρίς σοβαρές εντάσεις. Το τραύμα που βασανίζει τη χώρα –και χρονολογείται όπως φαίνεται από την αρχή τής ιστορίας της– είναι η αντιπαλότητα βουδιστών Σινγκάλα και ινδουιστών Ταμίλ, εθνοτική και θρησκευτική ταυτόχρονα, και μοιραία πολιτική στις ημέρες μας. Κορυφώθηκε στον τραγικό εμφύλιο που κράτησε, με ελάχιστες περιόδους ανακωχής, από το 1983 ως το 2009 και κόστισε πάνω από 100.000 νεκρούς, τουλάχιστον άλλους τόσους εκτοπισμένους, και τεράστιες καταστροφές στην οικονομία και στις υποδομές τής χώρας. Ακόμα σήμερα, λένε, υπολείμματα του Εελάμ (του αντάρτικου «Τίγρεις των Ταμίλ») διατηρούνται στις ζούγκλες του βορρά, όπου είναι συγκεντρωμένοι συμπαγείς ινδουιστικοί πληθυσμοί. Το πρόβλημα ξεκίνησε αμέσως μετά την Ανεξαρτησία, όταν η μεγάλη μειονότητα των Ταμίλ βρέθηκε γλωσσικά, πολιτισμικά και πολιτικά αποκλεισμένη, καθώς οι μηχανισμοί τού κράτους –με τη βοήθεια των Εγγλέζων και την σύμπραξη των ιθαγενών Χριστιανών– μονοπωλήθηκαν από την πλειονότητα των βουδιστών Σινγκάλα· και αυτό που ξεκίνησε σαν διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων, εν πολλοίς λόγω τής αδιαλλαξίας των κυβερνήσεων εξελίχθηκε σε αληθινό αυτονομιστικό κίνημα. Η γειτονική Ινδία έστειλε στα τέλη τής δεκαετίας τού ’80 «ειρηνευτική δύναμη», ουσιαστικά προς υποστήριξη της κυβέρνησης, αλλά το ζήτημα περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο από το ότι το ινδικό διαμέρισμα Ταμίλ-Νάντου, απέναντι από το νησί, έβλεπε τους αυτονομιστές Ταμίλ ως ομοεθνείς του, πράγμα που το έστρεψε ευθέως ενάντια στη δική του κυβέρνηση (με αποκορύφωμα τη δολοφονία τού Ρατζίβ Γκάντι από ινδό Ταμίλ εθνικιστή). Όπως σε δεκάδες αντίστοιχες περιπτώσεις στον κόσμο (της Κύπρου περιλαμβανομένης), η υπόθεση φέρει το αλάνθαστο δείγμα γραφής τής βρετανικής αποικιακής πολιτικής. Οι ρίζες τού πράγματος όμως βυθίζονται βαθιά στην προϊστορία.
 
Αν δει κανείς το νησί τής Κεϋλάνης στον χάρτη, μοιάζει με δάκρυ που έσταξε απ’ το σώμα τής Ινδίας – σταγόνα με το πεπλατυσμένο της άκρο στον νότο και το στενό στον βορρά. Λίγο χαμηλότερα από τη βορεινή του απόληξη, μια λεπτή λωρίδα εδάφους εκτείνεται με βορειοδυτική κατεύθυνση σαν ομφάλιος λώρος που πάει να ενωθεί με μια εξοχή τής Ινδικής (στο σημερινό διαμέρισμα Ταμίλ-Νάντου). Στο μικρό κομμάτι όπου η συνέχεια της ξηράς διακόπτεται, μια αλυσίδα ασβεστολιθικών υφάλων σχηματίζει μία νοητή γέφυρα: είναι η Γέφυρα του Αδάμ, που περιγράφεται ήδη στη Ραμαγιάνα. (Θυμάμαι, το 2008, πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος, όταν με την Πέπη, τον Κώστα και τον Θοδωρή κατεβαίναμε το Ταμίλ-Νάντου προς το ακρωτήρι Κανυακουμάρι, στο Ραμεσβάραμ, έχοντας δει το συγκλονιστικό τέμπλο τού Σίβα Ραμαναθασουάμι, βγήκαμε σε μιαν αμμώδη έκταση κατά μήκος τής ακτής που απέπνεε μια αίσθηση τέλους τού κόσμου: εδώ, μας είπαν, έδενε το καΐκι τής γραμμής για τη Σρι Λάνκα, που είχε διακοπεί απ’ τον πόλεμο.) Από αυτό ακριβώς το σημείο, που κάποτε ίσως ήταν λωρίδα γης, τα τελευταία χρόνια τού τρίτου αιώνα π.Χ. έγινε μια μαζική μετανάστευση δραβιδιανού πληθυσμού από τη Νότιο Ινδία με προορισμό το σμαραγδένιο νησί. Εκεί συνάντησαν όμως ένα οργανωμένο βασίλειο που η ιστορία του πηγαίνει δύο και πλέον αιώνες πίσω· το χρονικό του μας αφηγείται το εθνικό έπος Μαχαβάνσα, σε γλώσσα Πάλι. Σε αντίθεση με τη δραβιδιανή ταμίλ, η Πάλι (όπως και η μεταγενέστερη σινγκάλα) είναι ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, συγγενής τής μέσης σανσκριτικής, κι εκείνοι που τη μιλούσαν ήταν παλαιότεροι έποικοι από τον βορρά τής Χερσονήσου, που ξεκίνησαν πιθανότατα κάπου από τις εκβολές τού Ινδού, στο σημερινό Γκουτζάρατ. Περιέπλευσαν με νοτιοανατολική πορεία ολόκληρη την Ινδική, και κατέληξαν στο άγνωστο παραδείσιο νησί, όπου ίδρυσαν ένα βασίλειο απωθώντας στις ορεινές ζούγκλες τούς λιγοστούς ιθαγενείς (τους αποκαλούμενους Γιάκσα και Νάγκα, λάτρεις τού φιδιού). Το 437 π.Χ. –όταν στην πολιτική ζωή τής Αθήνας θριάμβευε ο Περικλής– ο βασιλιάς Παντουκαμπάγια ίδρυσε μια οχυρωμένη πρωτεύουσα, την Ανουρανταπούρα, που επρόκειτο να γίνει το κέντρο ισχύος των Σινγκάλα επί μια χιλιετία. Κάπου δύο αιώνες αργότερα –όταν στην Ινδία βασίλευε ο Ασόκα, εγγονός τού ιδρυτή τής δυναστείας των Μαουρύα, Τσαντραγκούπτα, τον οποίο είχε συναντήσει ο Αλέξανδρος– ο Βουδισμός υιοθετήθηκε ως επίσημη θρησκεία τής αυτοκρατορίας, και οι αντίκτυποι του συμβάντος έφτασαν αμέσως στο μικρό νησιωτικό βασίλειο: ένας ινδός μοναχός, ο Μαχίντα (που ο θρύλος λέει πως ήταν γιος τού Ασόκα), έφτασε με θαυμαστό τρόπο εδώ και προσηλύτισε στη νέα θρησκεία τον βασιλιά Τίσα. Το βασίλειο των Σινγκάλα είναι έκτοτε ένα βουδιστικό βασίλειο – και θα παραμείνει τέτοιο ακόμη και μετά την εξάλειψη του Βουδισμού από την Ινδία.
 
Αυτό το βασίλειο συνάντησαν οι δραβίδες αποικιστές κάπου σαράντα χρόνια αργότερα, Ταμίλ προ πολλού εξινδουϊσμένοι και λάτρεις τού Σίβα· και οι επόμενοι αιώνες έγιναν μάρτυρες αλλεπάλληλων πολιορκιών, αιματηρών ανταγωνισμών και αμφίρροπων αναμετρήσεων ανάμεσα στις δύο εθνότητες. Η Ανουρανταπούρα αλώθηκε και ανακτήθηκε, λαφυραγωγήθηκε και ξαναχτίστηκε κάμποσες φορές, μέχρις ότου τον ενδέκατο αιώνα οι Σινγκάλα μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στην Πολονναρούα, φαινομενικά ασφαλέστερη θέση. Το μεσαιωνικό αυτό βασίλειο έζησε μόλις δύο αιώνες, γνωρίζοντας τη μέγιστη ακμή του επί βασιλείας τού Νισάνκα Μάλλα (1187-96)· αλώθηκε επίσης από τους Ταμίλ, και από τα τέλη τού δέκατου τρίτου ώς τα τέλη τού δέκατου έκτου αιώνα γνωρίζει βραχύβιες ανασυγκροτήσεις μεταφέροντας συνεχώς την πρωτεύουσά του. Οι δύο τελευταίες ήταν το Κόττε και το Κάντυ, οχυρωμένες στην ορεινή ενδοχώρα· ήδη όμως είχε φανεί ένας πιο σοβαρός κίνδυνος από τη θάλασσα: ένας πορτογαλικός στόλος υπό τον Λορέντζο ντ’ Αλμέιντα που το 1505 αποβιβάστηκε στο Κολόμπο για να μείνει: ο εμπορικός δρόμος των μπαχαρικών άλλαζε χέρια.
 
Οι Πορτογάλοι κατέλαβαν σταδιακά όλα τα νοτιοδυτικά παράλια αποσπώντας τα από το όλο και πιο αδύναμο βασίλειο του Κάντυ. Ο βασιλιάς Ρατζασίνα ο Β΄ (1635-87) ζήτησε βοήθεια από τους Ολλανδούς που εκείνη τη στιγμή έμπαιναν δυναμικά στις Νότιες Θάλασσες, αλλά το τίμημα ήταν υψηλό: το σύνολο σχεδόν του νησιού, εκτός από τα απομονωμένα ορεινά, περιήλθε στην αποκλειστική τους κυριαρχία και εκμετάλλευση. Μέχρι τουλάχιστον την έλευση των Βρετανών, οι οποίοι το 1815 αφάνισαν το βασίλειο του Κάντυ και ολόκληρο το νησί έγινε αποικία τους.
 
Ο βουδισμός, καταλαβαίνει κανείς, είναι η πολιτισμική υπογραφή τής Σρι Λάνκα – και η μύησή μας ξεκίνησε από την πρώτη εκείνη μέρα στο Κολόμπο. Το τέμπλο Γκανγκαραμάγια είναι ασφαλώς ο εντυπωσιακότερος ναός στην πόλη. Πλημμυρισμένος προσκυνητές όσο και τουρίστες, αρωματικά και λωτούς υπό μορφήν προσφοράς, ακτινοβολούσε σπάνια πολυτέλεια και χλιδή, ακόμα και για τον λαϊκό και γιορταστικό βουδισμό Θεραβάντα που είχα ήδη γνωρίσει σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία: χρυσάφι, ελεφαντόδοντο, πολύτιμες πέτρες και βαρύτιμα αναθήματα, πολυάριθμες αναπαραστάσεις του Φωτισμένου βέβαια, σε όλες τις δυνατές στάσεις, και μια ολόκληρη πτέρυγα με δωρεές εν είδει μουσείου – όπου και πολλές ινδουιστικές θεότητες, αλλά και μία κινέζικη γωνιά με κάμποσα ταοϊστικά ειδώλια και φιγούρες Αθανάτων! Δυο δρόμους πιο κάτω, μέσα στη λίμνη, ένας μικρός ασυνήθιστος ναός χτισμένος πάνω σε τεχνητή εξέδρα ανήκει επίσης στο τέμπλο Γκανγκαραμάγια: ολόκληρος από ξύλο, όπως και η στενή γέφυρα που οδηγεί στον περίβολό του, έχει στέγη από μπλε κεραμίδια και όλο το παραπέτο τού περιβόλου είναι στολισμένο με μπρούτζινα αγαλματίδια του διαλογιζόμενου Βούδα. Σε αντίθεση με το τέμπλο Γκανγκαραμάγια, εδώ επικρατεί μια ανακουφιστική απλότητα – ακόμα και οι ήχοι τής πόλης σβήνουν αν μια στιγμή κάτσεις να διαλογιστείς, τόσο κοντά στο νερό, στο σανιδένιο του πάτωμα…
 
Τη μέρα που ακολούθησε, μ’ ένα νοικιασμένο βαν και με οδηγό τον Νάντι, φύγαμε για το λεγόμενο πολιτισμικό τρίγωνο (Σιγκιρίγια-Ανουρανταπούρα-Πολονναρούα). Έγινε ένα ταξίδι στην καρδιά τής ζωντανής Θεραβάντα. Πρώτη στάση, μισή ώρα έξω από το Κολόμπο, το τέμπλο της Κελανίγια, σε μια κοιλάδα στις όχθες τού ποταμού Κελάνι: ένα από τα πιο σεβάσμια, και ίσως το πιο πολυσύχναστο, ιερό τής Σρι Λάνκα, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση του βουδισμού Θεραβάντα όχι μόνο στη χώρα, αλλά και σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία. Υπήρξε τόπος αδιάκοπης βουδιστικής λατρείας επί 2.000 χρόνια (και, λέει ο τοπικός θρύλος, ο ίδιος ο Βούδας το επισκέφθηκε δύο φορές…). Εν πάση περιπτώσει, ό,τι βλέπουμε σήμερα εδώ έχει χτιστεί μεταξύ 1880 και 1940. Η δομή τού χώρου αναπαριστά το «Τριπλό Διάδημα» του βουδισμού. Αριστερά καθώς μπαίνεις από την επιβλητική πέτρινη αψίδα στον περίβολο, μια τεράστια κατάλευκη στούπα (εδώ τις λένε νταγκόμπα) σε σχήμα ανεστραμμένου κώδωνα, με κόκκινη κορδέλα στη βάση της, αντιπροσωπεύει τη φυσική ύπαρξη του Βούδα· στο κέντρο, βαμμένο σε γλυκιά απόχρωση ώχρας, το κύριο τέμπλο αντιπροσωπεύει τη σάνγκα, την κοινότητα των μοναχών· δεξιά ένα δείγμα τής ιερής ινδικής συκομουριάς (μπάνυαν, το λεγόμενο «Δέντρο Μπο») συμβολίζει τη φώτιση του Βούδα και την επίτευξη της Νιρβάνα. Πλήθος πιστών, με πόδια γυμνά και λευκά ρούχα, πλημμυρίζουν το προαύλιο – κάθονται στο χώμα, προσεύχονται, διαλογίζονται, προσκυνούν τα ιερά σύμβολα και ανάβουν μικρά καντηλέρια σε ένα μακρόστενο μεταλλικό περίπτερο που μοιάζει λειψανοθήκη (και θα το δεις στα προαύλια όλων των ναών). Συνωστίζονται στον ναό φέρνοντας άνθη λωτού ή μια χούφτα ρύζι σαν προσφορά, και φέρνουν μαζί τα παιδιά τους για να ευλογηθούν απ’ τους μοναχούς. Σε αντίθεση με την εικονογραφική πανδαισία και της παραμικρής επιφάνειας στο εσωτερικό, το ενδότερο ιερό, που ονομάζεται «Αίθουσα των Αρωμάτων», έχει μόνο ένα χρυσό άγαλμα του Βούδα με φόντο αχνά ζωγραφισμένη μια κορυφή των Ιμαλαΐων και το γαλάζιο τ’ ουρανού. 
            Και ύστερα, κάποια στιγμή, λιτανεία: τρεις μουσικοί προπορεύονται (δεν φορούν ρόμπα μοναχού), ο ένας με ένα κοντό είδος ζουρνά και δύο με τύμπανα, και πίσω τους ένα γαϊτανάκι πιστών σε ακολουθία, περιφέρονται γύρω από τη νταγκόμπα, ενωμένοι όλοι κάτω από το ίδιο, ατελείωτα μακρύ κομμάτι υφάσματος στα κεφάλια τους – σαν λάβαρο με γραμμές κόκκινες, κίτρινες, πορτοκαλί και μπλε, που βλέπαμε σε διάφορα σχήματα σε όλα τα βουδιστικά ιερά, και μόνο εδώ στη Σρι Λάνκα… 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
* Ιμπν Μπαττούτα, Ταξίδια στην Ασία και την Αφρική, 1325-1354, εισαγ.-μετ. Σίσσυ Σιαφάκα (Στοχαστής: Αθήνα 1990), σελ. 222-4 passim / 232-7.