Ένα μπαλόνι σε σχήμα αστεριού ανεμίζει δεμένο στον κορμό ενός φρεσκοφυτεμένου δέντρου. Οι φλόγες από τα κεριά τρεμοπαίζουν ενώ κίτρινες κορδέλες και κίτρινα τριαντάφυλλα περιβάλλουν το μνημείο και τις φωτογραφίες.

“Γιατί είναι όλα κίτρινα;”

“Το κίτρινο είναι το χρώμα για την αυτοκτονία, την ευαισθητοποίηση και την πρόληψη” μου εξηγεί μία γυναίκα από την κοινότητα των Ιρλανδών Travellers. “Αλλά είναι και το χρώμα της ελπίδας για μια νέα αρχή.”

Το φλάουτο παίζει έναν πολύ γνώριμο σκοπό στην κοινότητα των Travellers:

Ever since you were a baby
Cradled in your mother’s shawl
Society said they did not want you
And now you have no home at all

“To “Tinker’s Lullaby” το τραγουδάμε σε στενάχωρα γεγονότα όπως σήμερα” μου λέει η 37χρονη Σίντυ, η πρώτη Traveller που έκανε ποτέ Διδακτορικό. “Τα λόγια μιλάνε για τη διαχρονική αδικία, την περιθωριοποίηση και την έλλειψη φροντίδας από την πολιτεία προς την κοινότητά μας”.

Οι Ιρλανδοί Travellers είναι μια εθνική μειονότητα με αιώνες παράδοσης, υπολογίζεται ότι αποκόπηκαν από τον σταθερά εγκατεστημένο (settled) πληθυσμό περί τα 1600s και συνέχισαν τη ζωή ως νομάδες. Ταξιδεύουν με τα καραβάνια τους πολλούς μήνες του χρόνου – εξ ου και “Ταξιδιώτες” – πουλάνε φρούτα, χαλιά, ρούχα και αντικείμενα, κατασκηνώνουν στη φύση, εκτρέφουν και αγαπούν πολύ τα άλογα και συμβιώνουν σε μεγάλα, υποστηρικτικά οικογενειακά δίκτυα.

Η εθνική μειονότητα των τουλάχιστον 33.000 Travellers της Ιρλανδίας μαστίζεται όμως σήμερα από μια επιδημία: τις αυτοκτονίες.

Μια σοβαρή, πολυπαραγοντική κρίση ψυχικής υγείας οδηγεί τους Travellers στο να έχουν 7 φορές υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών από τον γενικό πληθυσμό ενώ 11% των θανάτων των Travellers οφείλονται σε αυτοκτονία. Δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει χάσει τουλάχιστον έναν συγγενή ή φίλο.

Στο νεκροταφείο του Λίμερικ, στη δυτική Ιρλανδία, αποκαλύπτεται σήμερα ένα μνημείο προς τιμήν των Travellers που αυτοκτόνησαν. Οι ηλικίες τους ξεκινάνε από 9 χρονών και φτάνουν μέχρι τα 65.

Γιατί όμως οι Travellers είναι η πιο θλιμμένη μειονότητα της Ευρώπης;

Ο μύθος του μπαμπούλα και η πρόσβαση “όταν είναι πια αργά”

Ένα από τα βασικά προβλήματα που όλοι οι Travellers επίμονα επαναλαμβάνουν είναι η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.

«Βλέπουμε Travellers που καταλήγουν στα επείγοντα όταν βρίσκονται πια σε κρίση γιατί δεν είχαν πρόσβαση όταν την χρειάζονταν. Οι γενικοί ιατροί τους στέλνουν σπίτι χωρίς παραπομπή σε ψυχίατρο. Υπάρχει τεράστιο κενό στην πρόληψη» λέει ο Πάτρικ Ρέιλι, Traveller και συντονιστής προγραμμάτων ψυχικής υγείας στην οργάνωση Pavee Point.

“Μια οικογένεια χρειαζόταν επειγόντως ραντεβού για τον γιο τους και το σύστημα τους έδινε ραντεβού σε 2 χρόνια. Σε 2 εβδομάδες το αγόρι αυτοκτόνησε. Αυτό το πρόβλημα αφορά όλο τον πληθυσμό αλλά ειδικά την ψυχική υγεία των Travellers, δεν την παίρνει κανείς στα σοβαρά” εξηγεί η Σίντυ Τζόυς, ακτιβίστρια και κοινωνιολόγος που έχασε και τα δύο της αδέρφια.

Κρίσιμο είναι να υπάρχουν εκπαιδευμένοι Travellers σε θέματα ψυχικής υγείας μέσα στην κοινότητα ώστε να παρέχουν πρωτοβάθμια περίθαλψη εντοπίζοντας άμεσα το πρόβλημα καθώς το στίγμα της ψυχικής υγείας αποτρέπει συχνά τους ανθρώπους από το να ζητήσουν βοήθεια. Κρίσιμο ακόμα είναι να υπάρχουν πολιτισμικοί διαμεσολαβητές στο σύστημα υγείας αλλά και μια σχέση εμπιστοσύνης με το κράτος.

«Αυτό δυστυχώς έχει μεγάλη ιστορία. Υπάρχουν νέοι Travellers, 25-30 χρονών, που φοβούνται να πάνε σε γιατρό μην τυχόν και διαγνωστούν με ψυχική ασθένεια και τους πάρει το κράτος τα παιδιά τους. Ο θεσμικός ρατσισμός έχει τραυματίσει και στιγματίσει πολλές γενιές» λέει ο Ρέιλι ενώ μου εξηγεί “την ιστορία με τον μπαμπούλα”, ή the cruelty man case.

Ο όρος “cruelty man” αναφέρεται σε υπαλλήλους από την υπηρεσία προστασίας ανηλίκων στην Ιρλανδία των 60s-70s που έπαιρναν τα παιδιά από τους γονείς τους με τη δικαιολογία ότι τα παιδιά έδειχναν παραμελημένα.

“Ο φόβος αυτός επιδεινώθηκε όταν το 2014 είδαμε να παίρνουν από την οικογένειά τους παιδιά Ρομά με τη δικαιολογία ότι δεν ‘έμοιαζαν Ρομά’ γιατί είχαν ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια.”

Τα παιδιά των τελευταίων θρανίων και των μειωμένων ωραρίων

“Τα παιδιά δεν βρίσκουν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον ούτε στο σχολείο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα ασφαλές πλαίσιο ενδυνάμωσης και προστασίας” μου λέει η Μπρίτζι Κέισι που έχει χάσει 39 κοντινούς και μακρινούς συγγενείς από αυτοκτονία.

Αντιθέτως, τα παιδιά Travellers στην Ιρλανδία αποκλείονται με έναν περίεργο τρόπο από την εκπαίδευση.

Στην Ιρλανδία υπάρχει ο σχολικός θεσμός του “μειωμένου ωραρίου” όπου ένα παιδί παρακολουθεί τα μαθήματα για λιγότερες ώρες ή ημέρες την εβδομάδα. Το μέτρο εφαρμόζεται κατ’ εξαίρεση όταν κρίνεται απόλυτα αναγκαίο και μόνο αν διασφαλίζεται το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Δεν πρόκειται για τιμωρία αλλά για υποστήριξη αν το παιδί π.χ. βιώνει δύσκολα ένα διαζύγιο. Έξι εβδομάδες είναι το μέγιστο χρονικό διάστημα που μπορεί να εφαρμοστεί και αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση είναι η έγγραφη συναίνεση του γονέα ή κηδεμόνα.

Αυτό το μέτρο όμως χρησιμοποιείται καταχρηστικά και υποτιμητικά εις βάρος των παιδιών Traveller τα οποία εντάσσονται από τους διευθυντές των σχολείων σε μειωμένα ωράρια για ολόκληρη τη σχολική χρονιά, χωρίς τη συναίνεση των γονέων τους και χωρίς την επίσημη ενημέρωση του υπουργείου.

“Τα βάζουν πάντα στα τελευταία θρανία και δεν υπάρχουν προσδοκίες και απαιτήσεις από το σχολείο. Υπάρχουν παιδιά 10 και 14 χρονών που δεν ξέρουν να γράψουν ούτε το όνομά τους. Όταν οι συμμαθητές τους ετοιμάζονται για το πανεπιστήμιο, οι μαθητές Traveller έχουν ως εργασία για το σπίτι να ζωγραφίσουν” λέει η κοινωνική λειτουργός, Αν-Μαρί Κίλιγκαν.

Στο σχολείο τα παιδιά νιώθουν αποκλεισμένα. Τίποτα δεν αντιπροσωπεύει την κουλτούρα και τις παραδόσεις τους και οι διευθυντές καλούν τους γονείς τους μόνο για να ζητήσουν “περισσότερη πειθαρχία”.

Ακίνητες ρόδες και ακούνητα άλογα

Η κοινότητα των Travellers παραδοσιακά ταξίδευε από πόλη σε πόλη με τα καραβάνια της για αρκετούς μήνες του χρόνου. Σε αυτό βασιζόταν όχι μόνο η ταυτότητά τους αλλά και η οικονομία τους.

«Ήμασταν πάντα ανεξάρτητοι οικονομικά. Ο παππούς μου πουλούσε μπότες για τους εργάτες και η θεία μου χαλιά. Ο μπαμπάς μου φρούτα. Ο νομαδικός τρόπος ζωής στήριζε την κοινότητα των Travellers αλλά βοηθούσε και την κοινωνία συνολικά» λέει η Κίλιγκαν. “Έτσι ήταν η ζωή πριν τα σούπερ μάρκετ.”

“Τα πρώτα προβλήματα ξεκίνησαν όταν στα 70s, η Ιρλανδία αναζητούσε επενδύσεις από την Αμερική και αλλού. Οι υποψήφιοι επενδυτές παραπονούνταν γι’ αυτούς τους νομάδες με τα πολύχρωμα καραβάνια και τα άλογα που ζούσαν στην άκρη των δρόμων” λέει η Κίλιγκαν.

Σήμερα, τα πράγματα έχουν χειροτερέψει δραματικά εξαιτίας του Trespass Act, ενός νόμου που από το 2002 κάτεστησε δυσχερές για τους Travellers το να εγκαθίστανται προσωρινά σε δημόσια ή ιδιωτική γη και συνεπώς το να ταξιδεύουν.

Οι πολιτικές αφομοίωσης στοχεύουν στην ομογενοποίηση της κοινωνίας και την υπακοή στο mainstream καταναλωτικό μοντέλο ζωής. Η τραγική ειρωνεία εδώ είναι ότι αυτό που απαγορεύεται ως παράδοση και κουλτούρα, επιτρέπεται ως “μόδα”.

“Οι μη Travellers μπορούν να έχουν τροχόσπιτα και να πηγαίνουν σε συγκεκριμένα κάμπινγκ ή φεστιβάλ. Οι Travellers όμως δεν έχουν πρόσβαση εκεί εξαιτίας του ρατσισμού. Οι γονείς μου έχουν τροχόσπιτο και ταξιδεύουν αρκετά. Είναι σε ομάδες κατασκηνωτών στο Facebook και συχνά τους έρχονται ειδοποιήσεις: ‘Προσοχή! Υπάρχουν Travellers στην περιοχή!Έχετε τον νου σας!’ Δεν βλέπουν την υποκρισία;” συνεχίζει η Κίλιγκαν.

Οι Travellers σήμερα ζουν στα λεγόμενα halting sites (τόποι ακινητοποίησης) τα οποία οι ίδιοι περιγράφουν ως “ανοιχτές φυλακές” ή “στρατόπεδα συγκέντρωσης”.

Επισκέφτηκα αρκετά από αυτά τα μέρη – η μόνη λέξη για να τα περιγράψω στα ελληνικά είναι “καταυλισμοί” – και πράγματι οι συνθήκες είναι απάνθρωπες. Τροχόσπιτα χωρίς νερό, χωρίς ρεύμα, δίπλα σε αυτοκινητόδρομους με νταλίκες που τρέχουν σαν τρελές, μακριά από την πόλη, τα μαγαζιά, το σχολείο, τις παιδικές χαρές, μακριά από τους υπόλοιπους ανθρώπους και με ψηλά τείχη να τα κρύβουν. “Μακριά από τα μάτια τους, μακριά από το μυαλό τους” λένε με πικρία οι Travellers που βλέπουν την κουλτούρα, την οικονομία και τις ζωές τους να χάνονται.

“Μας αναγκάζουν να ζούμε σε σπίτια όπου δεν μπορούμε να εκτρέφουμε τα ζώα μας. Οι καταυλισμοί είναι τόσο πυκνοκατοικημένοι που αναγκαζόμαστε να μετακομίσουμε και έτσι διαλύεται το οικογενειακό δίκτυο που είναι πολύ σημαντικό για εμάς” λέει η Traveller Μάργκαρετ Ο’Μπράιαν. “Στην εποχή της συμπεριληπτικότητας και του diversity, εμείς γιατί δεν μετράμε; Κι όμως είμαστε κι εμείς άνθρωποι.”

Τα παιδιά παίζουν “κηδεία” και οι γυναίκες αναλαμβάνουν δράση

Στο halting site μερικά παιδιά παίζουν. Κουβαλάνε μια κούτα στην πλάτη τους και παριστάνουν ότι είναι φέρετρο. Τα παιδιά παίζουν “κηδεία”, όπως σε άλλα μέρη παίζουν “σχολείο” ή “πειρατές”. Tόσο εξοικειωμένα είναι με το φαινόμενο. Όμως η λέξη “παιδί” και η λέξη “αυτοκτονία” δεν θα έπρεπε να πηγαίνουν μαζί.

Η Νόρα ζει στο συγκεκριμένο halting site εδώ και 6 χρόνια. Έχει 4 παιδιά και μένει σε ένα τροχόσπιτο χωρίς τουαλέτα και χωρίς νερό. “Παρακαλάμε τις δημοτικές αρχές έδω και 6 χρόνια και όλο αναβάλλουν τις παροχές. Για μπάνιο και τουαλέτα πάμε στης πεθεράς μου που μένει σχετικά κοντά αλλιώς πρέπει να παρακαλάω τους γείτονες. Τον χειμώνα βρέχει και θέλω να πλύνω τα παιδιά πριν το σχολείο. Φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι;” μου λέει.

Και η ίδια η Νόρα έχει κατάθλιψη αλλά δεν το λέει σε κανέναν για να μην επιβαρύνει κι άλλο την οικογένειά της. Ανακουφίζεται μιλώντας με τις αδερφές της και διαβάζοντας βιβλία αυτογνωσίας. Σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας αντιμετωπίζει και ο μεγάλος της γιος, και η γυναίκα συγκεντρώνει τις δυνάμεις της στο να τον βοηθήσει.

“Στον Covid νιώσαμε απόλυτα εγκαταλελειμμένοι και καταλάβαμε ότι μόνο εμείς θα βοηθήσουμε τους εαυτούς μας. Τότε ήταν που 12 γυναίκες αποφασίσαμε να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας” μου εξηγεί.

Οι 12 γυναίκες Traveller από την περιοχή του Λίμερικ έδωσαν κατατακτήριες στο πανεπιστήμιο. Αποφάσισαν να μορφωθούν και να δυναμώσουν για να το προσφέρουν όλο αυτό πίσω στην κοινότητά τους. Όλες σπουδάζουν κάτι γύρω από την ψυχική υγεία και την ανάπτυξη της κοινότητας.

Η Νόρα φροντίζει το σπίτι, μαγειρεύει για τα παιδιά και το βράδυ όταν όλοι κοιμηθούν, ανοίγει ένα δανεικό λάπτοπ, παίρνει ίντερνετ από το κινητό της και μελετάει.

“Θέλω να δείξω στα παιδιά μου ότι μπορούν να τα καταφέρουν. Ότι υπάρχουν πάντα καλύτερες λύσεις από την αυτοκτονία” λέει.

Η αυτοκτονία είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που δεν μπορεί να αποδοθεί σε έναν παράγοντα.

Οι Travellers υποστηρίζουν ότι οι συνθήκες αποκλεισμού, ρατσισμού, η βεβιασμένη αφομοίωση σε αυτό που θεωρείται “κανονικό”, η διάρρηξη των οικογενειακών δεσμών, η περιθωριοποίηση στο σχολείο και η αδυναμία εύρεσης εργασίας λόγω προκαταλήψεων, όλα μαζί δημιουργούν ένα εκρηκτικό και αυτοκαταστροφικό μείγμα. Τα ίδια τα προβλήματα όμως υποδεικνύουν περίτρανα και τις λύσεις, αρκεί το κράτος να αναλάβει την ευθύνη προς τις ζωές των πολιτών.

Τα στερεότυπα της ιρλανδικής κοινωνίας απέναντι στους Travellers είναι ότι είναι “βρώμικοι”, “τεμπέληδες” ή “δεν θέλουν να πάνε σχολείο”. Αφήνοντας πίσω μου την Ιρλανδία, και μετά από αρκετές επισκέψεις σε Ρομά και Travellers (στο πλαίσιο ενός προγράμματος) στην Ελλάδα, τη Σλοβακία, τη Φινλανδία και την Ιρλανδία, σκέφτομαι ότι όσο κι αν αλλάζει το ιστορικο-κοινωνικο-οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο, συναντώ παντού έναν κοινό παρανομαστή:

Τίποτα από αυτά δεν είναι θέμα κουλτούρας. Όλα είναι θέμα φτώχειας.

Οι άνθρωποι υποφέρουν εξαιτίας ενός φαύλου κύκλου που, με απλά λόγια, πάει ως εξής: σου στερεί το κράτος το νερό, αναπόφευκτα δεν μπορείς να ακολουθήσεις τους κανόνες υγιεινής και μετά σε κατηγορούν ως “άπλυτο” ή ότι κλέβεις νερό. Η πολιτεία αποτρέπει την ένταξή σου στο σχολείο και την εργασία, εξωθείσαι στο περιθώριο κι έπειτα σε κατηγορούν ως  “κακό περιθωριακό”. Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος του ρατσισμού και της φτώχειας.

Οι φωτογραφίες (εκτός από τις φωτογραφίες αρχείου) είναι της Candice Imbert.