Η διασημότητά του οφείλεται στο ότι το 2016 σε ηλικία μόλις 31 ετών κυκλοφόρησε μια αυτοβιογραφία του, η οποία θεωρήθηκε ότι εξηγούσε το φαινόμενο της ανόδου του τραμπισμού. Στην αρχή η δημόσια μιντιακή παρουσία του ήταν επικριτική προς τον Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο παρομοίαζε ακόμη και με έναν Χίτλερ για την Αμερική. Ωστόσο, ενώ στην αρχή αξίωνε μόνο τον ρόλο του ερμηνευτή πέρασε σύντομα σε αυτόν του συμπαθούντος, επιβεβαιώνοντας το κλισέ ότι η υπερβολική «κατανόηση» οδηγεί σε συγχώρεση και προσχώρηση.

Στην αυτοβιογραφία του Το τραγούδι ενός Χιλμπίλη. Αναμνήσεις μιας οικογένειας και μιας κοινωνίας σε κρίση ο Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς ισχυρίζεται ότι δεν ταυτίζεται με τους WASPS (White Anglo-Saxon Protestants) των Βορειανατολικών Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά με τα εκατομμύρια της εργαζόμενης τάξης, μέσω της Σκοτσέζικης- Ιρλανδικής καταγωγής του. Πρόκειται για τους ανθρώπους που αποτελούσαν τη λευκή εργατική τάξη κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και ενίοτε αποκαλούνται «white trash», δηλαδή «λευκά σκουπίδια», ενώ ως «άνθρωποι των λόφων»- «λοφάνθρωποι» (hillbillies) εννοούνται κυρίως οι κάτοικοι των Απαλαχίων Ορών. O Βανς προσπαθεί να περιγράψει το βίωμα μιας ευρύτερης περιοχής η οποία εκτείνεται στην Αλαμπάμα, τη Γεωργία, το Οχάιο, το Κεντάκι, αλλά και τις πολιτείες στη «Ζώνη της Σκουριάς», οι οποίες έχουν υποστεί αποβιομηχάνιση. Στην αυτοβιογραφία του περιγράφει μια κατάσταση αεργίας και κρίσης ανδρισμού, που συνδυάζεται με εξάρσεις βίας, ωστόσο συχνά κατηγορεί τα θύματα αυτής της κατάστασης για τη θεωρούμενη νωθρότητά τους και κυρίως για την εξάρτηση από επιδόματα, ενώ εξαίρει ως μέρος της λύσης την απεμπλοκή από παρόμοιες κοινωνικές πολιτικές. Γενικότερα, οι επιδοματικές κοινωνικές πολιτικές είναι ο κατ’ εξοχήν στόχος του βιβλίου. Ο Βανς τονίζει ότι ο λόγος που οι εργαζόμενοι μετακινήθηκαν από τους Δημοκρατικούς στους Ρεπουμπλικάνους ήταν η απέχθειά τους για τις επιδοματικές πολιτικές των Δημοκρατικών, σύμφωνα πάντα με την ερμηνεία του Βανς, ο οποίος χαρακτηρίζει ως «welfare queens» τους λαμβάνοντες τα επιδόματα. Στόχος του είναι κυρίως μια απεδαφικοποιημένη νομαδική μορφή καπιταλισμού, η οποία εγκαταλείπει πρώην θάλλουσες περιοχές σε μια μεταβιομηχανική απόγνωση, αναζητώντας πάντα εναλλακτικές περιοχές που προσφέρουν καλύτερες συνθήκες για το κεφάλαιο. Εντούτοις, δηλώνει ότι το «αμερικανικό όνειρο» παρέμενε άθικτο και η πορεία απαγκίστρωσης της οικογένειάς του από το Δημοκρατικό κόμμα, που ψήφιζαν παραδοσιακά ως εργατική τάξη, ήταν εξαιρετικά αργή.

Περιγράφει επίσης μια κοινωνία όπου η θρησκευτική πίστη είναι πολύ ζωντανή, μόνο που υπάρχει μια πλειάδα εκκλησιών και σεκτών που προσφέρονται για να καλύψουν τα ψυχικά αδιέξοδα, ενώ η δική του οικογένεια κατέφευγε περισσότερο στη Βίβλο, έχοντας δυσπιστία προς τις οργανωμένες θρησκείες· η «Ζώνη της Σκουριάς» (Rust Belt) λέγεται επίσης και «Ζώνη της Βίβλου» (Bible Belt). Αυτό που κυρίως επικρατεί στη ζωή του είναι η προβληματική σχέση με την τοξικο-εξαρτημένη μητέρα του, η οποία του παρουσιάζει μία πληθώρα πατρικών μορφών, έχοντας κάνει ένα πλήθος γάμων και ακόμη περισσότερων σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό η θρησκεία λειτουργεί συχνά ως υποκατάστατο της πατρότητας. Ο Βανς αναφέρεται σε κοινότητες χαρισματούχων, όπως οι Πεντηκοστιανοί με χάρισμα γλωσσολαλίας, ενώ ο ίδιος θα κατευθυνθεί περισσότερο σε μία εκδοχή του Ρωμαιοκαθολικισμού, η οποία πρεσβεύει την αγάπη του Θεού για όλους και την καθολική σωτηρία των πάντων (ουνιβερσαλιστική εσχατολογία). Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, το άγχος που κινητοποιούσε τον παιδικό θρησκευτικό προβληματισμό του νεαρού Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς ήταν το ότι θεωρούσε τον εαυτό του γκέι και από τους πλέον αυστηρούς Προτεστάντες ιεροκήρυκες εισέπραττε περισσότερο την απειλή της κόλασης. Αντιθέτως, ήταν στο οικογενειακό του περιβάλλον και στη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όπου βρήκε περισσότερο την εικόνα ενός Θεού που αγαπά όλους τους ανθρώπους. Η προσχώρησή του στον Ρωμαιοκαθολικισμό συνέβη πλήρως το 2019 μετά τη συνεργασία του με τον Πίτερ Τιλ.

Η θρησκευτικότητα ήταν πάντως έντονη στην τοπική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων και θεωρήσεων για την επικείμενη έλευση του Αντιχρίστου και για την «αρπαγή» κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Η θρησκεία ήταν η μεγάλη παρηγοριά για τον Βανς κατά την απώλεια των παππούδων του που τον είχαν μεγαλώσει. Κατά τον θάνατο της γιαγιάς του στάθηκε στο χωρίο του αποστόλου Παύλου από την Α΄ προς Κορινθίους 13,12 «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην», το οποίο αντικατόπτριζε την αποσπασματικότητα της εμπειρίας και τον θρυμματισμένο εαυτό του, αλλά και την ελπίδα συγκόλλησής του στο μέλλον. Η παραμονή του με τη μητέρα του σήμανε για τον νεαρό Βανς μια ζωή όπου κατά πάσα πιθανότητα θα αφηνόταν να παρασυρθεί από τα ναρκωτικά. Από την πλήρη έλλειψη ορίων αποφάσισε να περάσει αίφνης στη ζωή του στρατιώτη, όπου βρήκε μια μορφή πατρότητας που του έλειπε, και μετέβη στο Ιράκ με το σώμα πεζοναυτών, αν και τα καθήκοντά του αφορούσαν περισσότερο στη μιντιακή διαχείριση. Από τον στρατό, όπου διέπρεψε στις επικοινωνιακές κυρίως αποστολές μπόρεσε να μεταβεί στο κολέγιο και μετά στο πανεπιστήμιο του Γέιλ, επιτυγχάνοντας ένα σπουδαίο αμερικανικό success story, με τη μετακόμισή του στην Ivy League. Αυτό, όμως, που κυρίως τονίζει είναι το πώς η διάλυση των οικογενειών σε συνθήκες αποβιομηχάνισης διαλύουν τον αμερικανικό κοινωνικό ιστό.

Ήταν, όμως, στη συνέχεια κομβική η σχέση του με τον Πίτερ Τιλ, η οποία τον έφερε στην Καλιφόρνια να δραστηριοποιείται στον χώρο του venture capital και στην προώθηση νεοφυών επιχειρήσεων. Το 2016-2017 εργάστηκε για τη Mithril Capital του Τιλ, ενώ από το 2019 ίδρυσε την επενδυτική εταιρεία Narya Capital. Όλοι οι τίτλοι είναι εμπνευσμένοι από τα έργα του Τόλκιν, που είναι ο αγαπημένος συγγραφέας του Πίτερ Τιλ. Επόμενη πατρική μορφή του Βανς ήταν ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, που τον βοήθησε να εκλεγεί στη Γερουσία, ενώ η χρηματοδότηση της πολιτικής του καμπάνιας από τον Τιλ είχε ξεπεράσει τα 15 εκατομμύρια δολάρια. Η ιδεολογία των Βανς και Τιλ αποτελεί ένα εκρηκτικό μίγμα με τεχνοφουτουριστικά στοιχεία και ελευθεριακή βδελυγμία για τις επιδοματικές και κοινωνικές πολιτικές, καθώς και τον συνδικαλισμό, σε συνδυασμό, όμως, με μια στροφή της προσοχής στη μέσα κεντρική Αμερική μακριά από τις «νησίδες» της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνιας.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε εν προκειμένω ότι κατά τη διακυβέρνηση Μπάιντεν υπήρξαν διώξεις ενάντια στον μονοπωλιακό χαρακτήρα κολοσσών, όπως η Google, Amazon, Apple, Facebook, καθώς και η X του Έλον Μασκ. Μία περισσότερο ελευθεριακή (libertarian) πολιτική μη παρέμβασης θα ευνοούσε εντέλει εταιρίες της Σίλικον Βάλεϊ και για αυτό υπάρχει μία στροφή προς την υποστήριξη του Ντόναλντ Τραμπ. Ως προς την εξωτερική πολιτική, η στάση για την οποία διακρίνεται ο Βανς και τα συμφέροντα που εκπροσωπεί είναι μάλλον μια σχετική απαγκίστρωση από την Ουκρανία, με μεγαλύτερη εμπλοκή στη Μέση Ανατολή στο πλευρό του Ισραήλ. Βεβαίως, είναι τελείως διαφορετικές οι προθέσεις και η πραγματικότητα ενώπιον της οποίας θα βρεθεί μια κυβέρνηση, καθώς είναι εξίσου δύσκολη μια απεμπλοκή του ΝΑΤΟ από την Ουκρανία, αλλά και μια δυναμική παρέμβαση στη Δυτική Ασία, όπου το σιιτικό τόξο είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί πολεμικά.

Για το νέο περιβάλλον πάντως του Τραμπ έχουν κατασκευαστεί οι λεξιπλασίες «μπρολιγάρχες» (broligarchs < bro = αδελφός & ολιγάρχες ), δηλαδή ολιγάρχες που διακρίνονται για ματσιστικά και σεξιστικά χαρακτηριστικά, καθώς και μια αντιφεμινιστική «ανδρική αλληλεγγύη», ενώ ως «tech bros» χαρακτηρίζονται οι ειδικοί στην τεχνολογία που παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πλέον θετικός στην πρόταση του Ίλον Μασκ για τη συγκρότηση μιας «Επιτροπής Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Η επιτροπή θα διενεργεί πλήρη οικονομικό έλεγχο αποδοτικότητας της κυβέρνησης και θα κάνει συστάσεις για τη μεταρρύθμισή της. Η ιδέα αυτή είχε γίνει γνωστή σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Τραμπ στον Ίλον Μασκ στην πλατφόρμα Χ στις 13 Αυγούστου. Οι μηνιαίες χρηματοδοτήσεις ύψους 45 εκατομμυρίων δολαρίων του Μασκ είναι σημαντικές, αλλά ακόμη περισσότερο η βοήθεια μέσω της πλατφόρμας Χ. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς είναι εν πολλοίς ένα δημιούργημα του Πίτερ Τιλ, του συνιδρυτή της PayPal, αλλά και της Palantir, της διαβόητης εταιρίας εξόρυξης δεδομένων, η οποία επίσης λαμβάνει το όνομά της από τη λογοτεχνία του Τόλκιν, σηματοδοτείται μία στροφή των ελευθεριακών «μπρολιγαρχών» προς τον Τραμπ, με μια επένδυση τεχνοφουτουριστικών στοιχείων που αποτελούν μια μεταμοντέρνα εκδοχή των φουτουριστικών στοιχείων της ακροδεξιάς κατά τον Μεσοπόλεμο.