Ποιά είναι όμως τα αποτελέσματα, οι κίνδυνοι και το κόστους τους; Τουλάχιστον δύο πτυχές θέλουν περισσότερη συζήτηση. Η μια έχει να κάνει με τον τρόπο λειτουργίας και την αποτελεσματικότητα των εφαρμογών, ενώ η άλλη αφορά τις εταιρείες που αναπτύσσουν τις εφαρμογές. Πέρα όμως από τα στενά πλαίσια των τεχνο-εφαρμογών που προτείνονται σχεδόν κυριολεκτικά ως από ‘μηχανής θεοί’, οι συγκεκριμένες προτάσεις αναδεικνύουν την επιτήρηση ως κυρίαρχη τάση στο νεοφιλελευθερισμό και μια πορεία προς τον καπιταλισμό της επιτήρησης (Zuboff, 2019). Παρατηρούμε πως, όπου έχει αρθρωθεί κριτική, η άμεση αντίρρηση είναι “εδώ πεθαίνουμε κι εσείς διυλίζετε τον κώνωπα”. Ωστόσο, η κριτική δεν έχει σκοπό να σταματήσει την τεχνολογία, αλλά να εξετάσει τις δυνατότητες της και να θέσει τους παραμέτρους και τους όρους λειτουργίας της.

Πως λειτουργούν οι εφαρμογές;

Η πιο δημοφιλής τεχνολογία ανίχνευσης βασίζεται στην κοινή πρόταση των Apple/Google. Η πρόταση υιοθετεί ένα αποκεντρωμένο μοντέλο βασισμένο στην τεχνολογία Bluetooth. Στην πράξη η εφαρμογή δουλεύει με τον εξής τρόπο (α) ενεργοποίηση του  Bluetooth (β) κάθε 5-15 λεπτά δημιουργία και εκπομπή ενός μοναδικού αριθμού/κλειδιού (γ) άλλα τηλέφωνα στην εμβέλεια του σήματος δέχονται και αποθηκεύουν τον αριθμό τοπικά (δ) τα κωδικοποιημένα στοιχεία και μεταδεδομένα (ώρα και εγγύτητα) αποθηκεύονται τοπικά και ελέγχονται μια φορά τη μέρα. Αν ο χρήστης βρεθεί θετικός, τότε με τη συγκατάθεσή του τα αποθηκευμένα στοιχεία των τελευταίων 14 ημερών ανεβαίνουν σε ένα server που ανήκει σε φορέα υγείας. Αν ένας αριθμός ταιριάξει με τον αριθμό ενός θετικού περιστατικού ο χρήστης ενημερώνεται αμέσως.

Αυτός ο τρόπος λειτουργίας αποτελεί μια καλύτερη προσέγγιση από την πλευρά της προστασίας της ιδιωτικότητας σε σύγκριση με τις υπηρεσίες GPS. Αμέσως όμως διακρίνουμε προβλήματα. Από τεχνολογικής άποψης, είναι πιθανό να έχουμε ψευδώς θετικές και αρνητικές επαφές, καθώς το Bluetooth δεν έχει πάντοτε την ίδια ακρίβεια λόγω σήματος.  Κυρίως όμως τα προβλήματα είναι τεχνο-κοινωνικά. Για να λειτουργήσει η εφαρμογή, πρέπει να την χρησιμοποιείται καθολικά. Εντούτοις, τουλάχιστον 2 δισ συσκευών δεν έχουν την κατάλληλη τεχνολογία και ανήκουν κυρίως σε άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα. Δεύτερον, ορισμένες ηλικίες δεν έχουν την πρόσβαση στις σχετικές υποδομές πληροφορικής και επικοινωνιών ή την γνώση, για να χειριστούν την εφαρμογή. Τρίτον, εστίες λοιμώξεων τείνουν να είναι χώροι όπου οι άνθρωποι δεν έχουν πολλές δυνατότητες επιλογής, όπως φυλακές, οίκοι ευγηρίας, εργοστάσια και αποθήκες. Τέταρτον, κάποιοι χρήστες, θετικοί στον ιό, ίσως αρνηθούν την επεξεργασία των δεδομένων τους. Αυτά τα προβλήματα υπάρχουν, αφήνοντας στην άκρη πιθανές κακόβουλες ενέργειες χειραγώγησης των δεδομένων (το άρθρο αυτό του Serge Vaudenay παρέχει μια λεπτομερή ανάλυση).  Η εφαρμογή εξαρτάται δηλαδή από την καθολικότητα της χρήσης (60% μίνιμουμ αναφέρει μια έρευνα) , την ακρίβεια των δεδομένων, και την καλή πίστη των χρηστών, καθιστώντας το έργο της σχεδόν απίθανο.

Η εφαρμογή επίσης βασίζεται σε μια λανθασμένη αντίληψη των κοινωνικών συμπεριφορών, ανάγοντας αυτες σε μεταβλητές εγγύτητας χώρου, χρόνου και εμβέλειας ραδιοκυμάτων. Και το χειρότερο είναι ότι μαζεύει δεδομένα, στα οποία μετά ενδέχεται να βασίζει μελλοντικές πολιτικές στο χώρο της υγείας και της διαχείρισης επιδημιών.

Τέλος, παραμένει το πρόβλημα της ιδιωτικότητας. Η εφαρμογή δεν ασχολείται με την τοποθεσία ενός ανθρώπου αλλά με τον κοινωνικό του περίγυρο. Τεχνικά, είναι δυνατό μέσω της εφαρμογής να καταγραφεί όλος ο κοινωνικός κύκλος ενός χρήστη. Μιλάμε, δηλαδή, για την πλήρη καταπάτηση της ιδιωτικότητας. Το πρόβλημα εδώ είναι η απουσία εγγυήσεων για την χρήση αυτών των προσωπικών δεδομένων. Και αν πολίτες-χρήστες εμπιστεύονται τους (δημόσιους) φορείς υγείας, ισχύει το ίδιο για τις εταιρείες παραγωγής των εφαρμογών;

Οι παραγωγοί των εφαρμογών

Ενώ στην πρόταση της Apple/Google υπάρχει μια βασική διαφάνεια στον τρόπο και σκοπό λειτουργίας, υπάρχουν παράλληλα σχέδια που χρησιμοποιούν διαφορετικά πρωτόκολλα. Συγκεκριμένα, στην Αγγλία, η NHSX, η νέα ψηφιακή μονάδα του Βρετανικού ΕΣΥ, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ένα κεντρικοποιημένο μοντέλο ανίχνευσης επαφών, που θα μαζεύει όλα τα δεδομένα σε δικούς του διακομιστές. Πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας του δεν εχουν δει ακομα το φως της δημοσιότητας. Όμως, η NHSX συνεργάζεται με την Palantir για να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα έτσι ώστε όχι μόνο να μειώσει τον κίνδυνο μετάδοσης αλλά να προβλέψει τις ανάγκες για ΜΕΘ, προστατευτικό εξοπλισμό, κλίνες κλπ. Η Palantir, που ανήκει στον Peter Thiel, συνιδρυτή της Paypal, μέλος του Δ.Σ. του Facebook, και δωρητή της καμπάνιας του Trump, παρέχει υπηρεσίες ανάλυσης δεδομένων στην CIA, FBI, στο Αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας κλπ. Στην NHSX, η Palantir παραχώρησε 45 μηχανικούς που κοστίζουν $88,000 την εβδομάδα, με ονομαστική αμοιβή £1. Έτερο μέλος της συνεργασίας αυτής είναι η εταιρεία Faculty, γνωστή για τις υπηρεσίες της στην προεκλογική καμπάνια της Vote Leave και τώρα φαίνεται πως ‘ανταμείβεται’ με 7 κυβερνητικά συμβόλαια τους τελευταίους 18 μήνες. Συνεπώς είναι αφελες να πιστεύουμε ότι χωρίς κάποιον έλεγχο και εγγυήσεις, θα υπάρξει προστασία των πολιτών και των δεδομένων τους. Και χωρίς να αναφέρουμε καν το ζήτημα ότι με βάση τα δεδομένα αυτά χτίζεται μελλοντική πολιτική υγείας ουσιαστικά από ιδιωτικές εταιρείες.

Η μεγαλύτερη εικόνα

Παρατηρεί κανείς, λοιπόν, μία αντίφαση μεταξύ του φιλελεύθερου σκέλους του νεοφιλελευθερισμού και της τάσης που η Zuboff αποκαλεί καπιταλισμό της επιτήρησης (“surveillance capitalism”). Ένα βασικό στοιχείο αυτού του σταδίου βρίσκεται στην εκμετάλλευση προσωπικών δεδομένων για κέρδος (Google, Facebook κλπ.). Με την μετάφραση των προσωπικών δεδομένων σε συμπεριφορικές τάσεις, δημιουργούνται νέες οικονομικές αλλά και κοινωνικο-πολιτικές πρακτικές. Συνεπώς, ενώ στον κλασικό φιλελευθερισμό έχουμε έμφαση στο άτομο και στα ατομικά δικαιώματα, στον καπιταλισμό της επιτήρησης το άτομο και οι συμπεριφορές του μετατρέπονται σε αποκομμένα ανώνυμα σημεία δεδομένων (data points) που αθροίζονται με άλλα, χωρίς ουσιαστική προστασία. Το άθροισμα αυτών των πρακτικών παρεκκλίνει από τις βασικές αξίες του κλασικού φιλελευθερισμού αλλά παραμένει στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού και της παρεπόμενης διείσδυσης της ελεύθερης αγοράς στην κοινωνία.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι τεχνο-λύσεις στην πανδημία αποτελούν στην ουσία ευκαιρία για το χτίσιμο νέων αγορών και για την εξόρυξη κερδών. Αυτό συμβαίνει γιατί αφενός κράτη και κυβερνήσεις αναθέτουν την κατασκευή τους σε ιδιωτικές εταιρείες και αφετέρου γιατί η λογική τους είναι περιοριστική, καθώς ανάγουν ζητήματα σύνθετης κοινωνικής συμπεριφοράς σε μετρήσιμα σημεία δεδομένων. Τι σημαίνει αυτό για τους πολίτες; Πρώτα ότι δυστυχώς δεν υπάρχει κάποιος από μηχανής θεός να μας σώσει από τον ιό. Οι τεχνολογικές λύσεις  μπορεί να βοηθούν αλλά δεν αντικαθιστούν κοινωνικές λύσεις. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κοινωνικές πολιτικές, όπως υποστήριξη των ευάλωτων ατόμων και ομάδων, επένδυση στα συστήματα υγείας, απεγκλωβισμό των ανθρώπων από φυλακές και καταυλισμούς κλπ. Δεύτερο και ίσως πιο πραγματιστικό, με δεδομένο ότι οι εφαρμογές αυτές φαίνεται να είναι αναπόφευκτες, θα πρέπει να απαιτήσουμε ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων μας σε σχέση με αυτές. Ήδη έχουν γίνει κάποιες αρχικές ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή από το Computer Chaos Club, από ομάδες πανεπιστημιακών και κοινωνικές οργανώσεις. Και στις αντιρρήσεις τύπου “διυλίζουμε τον κώνωπα” η απάντηση είναι αντιστρόφως ότι θα πρέπει να προσέξουμε να μη καταπιούμε την κάμηλο.

 

 

*H στήλη (φιλ≠) ελευθέρως παίρνει θέση σε ζητήματα επικαιρότητας από ριζοσπαστική σκοπιά. Η σύνταξη της στήλης γίνεται συλλογικά από τη συντακτική της ομάδα και είναι ανοιχτή σε κάθε ενδιαφερόμενο. Μπορείτε να βρείτε τα άρθρα της στήλης: εδώ. Μπορείτε να βρείτε το πολιτικό μας πλαίσιο εδώ. Για προτάσεις κειμένων σε συμφωνία με το πλαίσιό μας ή για επικοινωνία με τη συντακτική ομάδα της στήλης μπορείτε να μας αποστέλλετε e–mail στο editorial@peernet.gr