Τον Αύγουστο του μακρινού 2013, το NBC Sports κυκλοφόρησε μια σειρά από promos για τα αθλητικά προγράμματα της νέας σαιζόν. Σε ένα από αυτά, ο Ted (Jason Sudeikis), ένας παντελώς άσχετος με το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο προπονητής αμερικάνικου football, εμφανιζόταν να αναλαμβάνει την επόμενη χρονιά της Τότεναμ στην Πρέμιερ Λιγκ. Εφτά χρόνια μετά, έναν άλλον Αύγουστο, ίσως τον πιο μελαγχολικό της πρόσφατης μνήμης, το concept θα επανερχόταν ως ολοκληρωμένη τηλεοπτική σειρά, με τον Ted Lasso και τον coach Beard (Brendan Hunt) να προπονούν όχι την Τότεναμ αλλά την φανταστική AFC Richmond. Θα κρατούσε τα quirks του Ted κάνοντάς τον λίγο πιο αγαθό, τους αφορισμούς και την αποκλειστικά ατακαδόρικη ομιλία του Beard, το αμερικάνικο χιούμορ και την άθραυστη ψυχραιμία και των δύο, και θα έχτιζε γύρω τους ένα πρωτόφαντο τηλεοπτικά ποδοσφαιρικό σύμπαν.
Αδιαμφισβήτητα, το Ted Lasso έγινε διάσημο γιατί έκανε πολύ κόσμο να νιώσει καλά σε μια εποχή που το χρειαζόταν πάρα πολύ. Στη διάρκεια της πρώτης σαιζόν του, το reddit και το twitter πλημμύριζαν από μηνύματα χρηστών που κατέθεταν ότι η σειρά κυριολεκτικά τους έσωσε τη ζωή. Πέρα από την αγάπη του κοινού, το Ted Lasso έλαβε και θεσμική αποθέωση, όταν το 2021 κατάφερε να είναι υποψήφιο για 20 βραβεία Emmy, σπάζοντας το ρεκόρ του Glee! για την σειρά με τις πιο πολλές υποψηφιότητες στην πρώτη της σαιζόν. Σε άρθρο της περιόδου, το Jezebel έκανε μια απόπειρα να σκιαγραφήσει το τι ήταν αυτό που έκανε τη σειρά τόσο ξεχωριστή, κάνοντας αναφορά στη πραγματοποιημένη φαντασίωση των πρώτων αποδυτηρίων στα οποία «οι άντρες δεν θα συμπεριφέρονταν σαν μαλάκες», σημειώνοντας εύστοχα πως ανάλογο παράδειγμα σε κινηματογράφο και τηλεόραση ίσως να μην είχε υπάρξει καν μέχρι το Ted Lasso. Πράγματι, αυτό που σημειώνεται πανταχόθεν, και βέβαια ισχύει, είναι ότι η δύναμη της σειράς αναβλύζει από την διάχυτη καλοσύνη του ίδιου του Ted, από την ικανότητά του να συνομιλεί με τα θετικά στοιχεία μέσα στους άλλους ενώ, πολύ σημαντικά, προσθέτω εγώ, ο ίδιος έχει καθόλα την ικανότητα να αντιλαμβάνεται και τα αρνητικά τους. Αυτή η ποιότητα του Ted ακτινοβολεί μέσα στους ανθρώπους, ανακλάται από αυτούς, έχει την ικανότητα να μεταμορφώνει ομάδες, πόλεις, εν μέρει την ίδια την ποδοσφαιρική κουλτούρα μιας χώρας.
Πιστεύω, παρ’ όλα αυτά, ότι η δύναμη αυτή δεν θα ήταν αρκετή για να κάνει το Ted Lasso να κερδίσει μια τόσο ζεστή θέση στις καρδιές των ανθρώπων. Μόνη της, θα αρκούσε για να δημιουργήσει, πώς να το πει κανείς, μόνο μια χαζοχαρούμενη σάχλα. Ο Ted και οι γύρω του δεν είναι απλά καλοί· δεν έχουν υφαρπαχθεί από αντι-ανθρώπινη, μεταφυσική καλοσύνη. Μαθαίνουν, επίπονα, όχι απλά να συνυπάρχουν, αλλά και να συνδέονται συναισθηματικά μεταξύ τους ως άντρες (γυναικείες παρέες υπάρχουν, αλλά η παρουσία τους είναι λιγότερο αισθητή και η απεικόνισή τους λιγότερο καινοτόμα). Οι πρωταγωνιστές της σειράς είναι κατά κύριο λόγο άντρες, άντρες που μοιράζονται, πειράζονται, αυτοσαρκάζονται και γίνονται ανόητοι, δείχνουν τις ρωγμές τους χωρίς να τις διαφημίζουν, όλα αυτά τα πράγματα που είναι αυτονόητες προϋποθέσεις της ανθρώπινης επικοινωνίας δηλαδή, αλλά που για κάποιον λόγο δεν συμβαίνουν. Παρά την οικεία μας στα Βαλκάνια μυθολογία της αντρικής φιλίας που αξεπέραστη είναι και όμοιό της δεν έχει και αδέρφια από άλλη μάνα φτιάχνει και και και, ένας στους πέντε άντρες στις ΗΠΑ δεν έχει καθόλου στενούς φίλους, ενώ υψηλότατα ποσοστά εμφανίζονται και στην Ευρώπη, με τα εμφανιζόμενα νούμερα να είναι κατά πάσα πιθανότητα χαμηλότερα από τα αληθινά λόγω του στίγματος που συνεπάγεται η μοναξιά (και η παραδοχή της). Το πρόβλημα στους νέους άντρες είναι τόσο μεγάλο ώστε η μοναξιά να θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες απειλές κατά της ζωής τους (μας), αφού το να νιώθει κανείς έντονη μοναξιά έχει βιολογικά αποτελέσματα εφάμιλλα με το να καπνίζει 15 τσιγάρα την ημέρα. Το Ted Lasso έρχεται, εν γνώσει του ή όχι, να ασχοληθεί με αυτό το πρόβλημα όχι απλά μοστράροντας μια ακόμα αντρική παρέα που γύρευε αν και πώς στέκεται ακόμα στα πόδια της όπως τόσα και τόσα άλλα έργα του θεάματος, αλλά δείχνοντάς μας πώς να φτιάξουμε μια ουσιαστική τέτοια. Ίσως δε να μην πρέπει να μας κάνει μεγάλη έκπληξη ότι η συμβουλή του είναι να είμαστε λίγο περισσότερο γυναίκες· σε λίγο μεγαλύτερη επαφή με το συναίσθημα, την ευαλωτότητα, την αμφιβολία και τον δισταγμό μας. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να σχετιστεί κανείς με κάτι που βλέπει στο γυαλί και το οποίο ο ίδιος δεν έχει: με ζήλια, με εκνευρισμό για αυτούς που έχουν την απόλαυση που εμείς στερούμαστε, με προσποιητή αδιαφορία. Ή: μέσω μιας προοπτικής να συμπεριληφθεί ο ίδιος σε αυτό το κάτι, εν προκειμένω στην αντρική φιλία, πράγμα εφικτό μόνο όταν ο θεατής νιώσει την ζεστασιά της. Αυτήν την ξεχασμένη ζεστασιά πιστεύω πως έφερε το Ted Lasso στα σαλόνια εκατομμυρίων λευκών αντρών της Δύσης, και αυτή θεωρώ πως είναι η μεγάλη του επιτυχία.
Μια σειρά με τέτοιες αφετηρίες κινδυνεύει να γίνει από μιας αρχής αφόρητη, και η αρχή αυτή είναι η τοξική θετικότητα. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι χαρακτήρες δεν είναι ούτε κωμικές παραινέσεις των οποίων τα σκοτεινά στοιχεία δεν μας πολύ-αφορούν εφόσον βγάζουν γέλιο, ούτε καρικατούρες εγχειρίδιων αυτοβοήθειας που καταφέρνουν να ξεπερνούν τις δυσκολίες μέσα από τον θρίαμβο της θέλησης. Γενναία, το Ted Lasso μας βάζει και να εμπλακούμε με τα προβλήματα και τα συναισθηματικά αδιέξοδα των χαρακτήρων του, αλλά και να υπομείνουμε την μη επίλυσή τους – όπως συχνά συμβαίνει με τους αγαπημένους μας ανθρώπους και στη ζωή δηλαδή. Χαρακτηριστικότερες τέτοιες στιγμές είναι αυτές που η σειρά γυρνάει τον καθρέφτη στον ίδιο τον Ted, αποκαλύπτοντας, ρεαλιστικότατα, ότι πρόκειται για μια βαθιά καταθλιπτική ψυχοδομή, η οποία χρησιμοποιεί το χιούμορ και τους αφορισμούς συμπληρωματικά με την αρραγή του θετικότητα για να μονώσει συναισθηματικά ό,τι την απειλεί και να αποφύγει να το αντιμετωπίσει. Για την ακρίβεια, και παρότι ο Ted υποφέρει σημαντικά από αυτό, το πρόβλημα δεν λύνεται ποτέ μέσα στη σειρά, κάτι που έχει θεωρηθεί μέρος των μεγάλων μειονεκτημάτων της μαζί με άλλες σεναριακές γραμμές που παρουσιάζονται χωρίς να κορυφώνονται και να επιλύονται. Για εμένα, αποτελεί μάλλον μεγάλο πλεονέκτημα. Αφενός γιατί αυτά τα πράγματα δεν επιλύονται ποτέ εντελώς – η νευρωσική διάρθρωση μιας προσωπικότητας δεν μπορεί ποτέ να ξεριζωθεί από τη ρίζα εξόν από την αμερικάνικη τηλεόραση – αφετέρου και σημαντικότερα γιατί αυτό το ανεπίλυτο αδιέξοδο γίνεται τελικά το μέσο μέσα από το οποίο το Ted Lasso αναδεικνύει την πολυδιάσταση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών, και φυσικά των μηχανισμών άμυνας σαν πρωταρχικό τέτοιο. Η θετικότητα του Ted είναι και νεύρωση, και προϊόν τραύματος, και κάπως ανώφελο καταφύγιο στην άμμο για να κρυφτεί ο ίδιος από την συναισθηματική πλημμύρα, αλλά επίσης και: μέσο αλληλεγγύης και βοήθειας στους άλλους, ουσιαστικής σύνδεσης, ποιοτικότερης συνύπαρξης. Όπως συμβαίνει και στην πραγματική ψυχική πολυπλοκότητα των ανθρώπων δηλαδή, ένα πράγμα δεν είναι ποτέ μόνο ένα· το θέμα δεν είναι τι είναι από μόνη της μια ψυχολογική καταβολή, αλλά το πόσο εκλεπτυσμένες της εκδοχές εμείς μπορούμε να αρθρώσουμε, πόσα καλά παράγωγα μπορούμε να πάρουμε από τον μεταβολισμό των κακών της.
To Ted Lasso μας τελείωσε στις 31 Μάϊου. Οι κριτικές της τρίτης και τελευταίας σαιζόν, και ειδικά του φινάλε, απείχαν παρασάγγας από αυτές της πρώτης. Πολλές δεν ήταν άδικες. Στο άρθρο που ξεχώρισα, ενδεικτικό του ρεύματος στον διεθνή διανοούμενο τύπο, ο Alan Sepinwall του Rolling Stone κατηγορεί τη σειρά ότι, μαζί με την απόσταση που πήρε από αυτήν ο Bill Lawrence (τρανός Αμερικάνος παραγωγός, δημιουργός μεταξύ άλλων και του Scrubs), έχασε και οποιαδήποτε έννοια τηλεοπτικού προσανατολισμού και δομής. Τα επεισόδια χτυπούσαν το 50λεπτο και το 70λεπτο, plot arcs που χτίζονταν για σαιζόν επιλύονταν περίπου ως δια μαγείας ή και εκτός οθόνης/χωρίς να περάσει επί σκηνής το κορυφαίο τους σημείο, άλλα ζητήματα δεν θα επιλύονταν ποτέ, ενώ η σειρά ενίοτε κατηγορείται ότι παρα-ερωτεύτηκε το αρχικό της πνεύμα και παραέγινε διδακτική σχετικά με την πολιτική ορθότητα και το πώς να είναι κανείς στη ζωή του σωστός. Κάποια από τα ζητήματα που υπογραμμίζονται έχουν όντως ως λένε οι κριτικοί· η τελευταία σαιζόν προσπαθεί να κάνει όντως πολλά, και καταλήγει να σπαταλάει κάποια δυνατά χαρτιά της. Όπως είπα και παραπάνω όμως, τα ανεπίλυτα αδιέξοδα, που είναι δομικό μέρος της ζωής και γι’ αυτό άλλωστε λέγονται αδιέξοδα, δεν ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Έχει σημασία να μάθουμε πώς μπορούμε να προχωράμε μαζί με αυτό που δεν μπορούμε (ή δεν θέλουμε) να λύσουμε, και έχει ως εκ τούτου σημασία και ο κινηματογράφος που μας επιτρέπει να φανταζόμαστε πώς να κάνουμε κάτι τέτοιο, πέρα και πάνω από τις φαντασιώσεις λύσεων διαπαντός κάθαρσης.
Με ένα από αυτά που διάβασα πάντως διαφωνώ κάθετα: το Ted Lasso δεν αποτελεί μια ακόμα σειρά πολιτικής ορθότητας του συρμού, μια ακόμα θρησκευτική χορωδία που ψέλνει στους ήδη προσηλυτισμένους λευκούς liberal ηθών άλλη μία ωδή ανώδυνου ηθικισμού. Μόνο ένα παράδειγμα αρκεί για να ανατραπεί αυτή η οπτική, και αυτού είναι το επεισόδιο που αφιερώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μια οξεία κριτική στις πολιτικές κλειστών συνόρων της Μεγάλης Βρετανίας. Πρόκειται για μία απόφαση που η σειρά πήρε με πλήρη γνώση ότι το κοινό της είναι κατά πλειοψηφία νέοι λευκοί άντρες, πολλοί από τους οποίους θα αποξενωθούν από τέτοιες θέσεις, θέσεις που δεν έχουν την ακινδυνότητα που – πολύ καλώς – έχει μια δήλωση υπέρ του φεμινισμού ή κατά της ομοφοβίας στον σύγχρονο δυτικό κόσμο. Και είναι ακριβώς εκεί που το Ted Lasso αποδεικνύει ότι δεν αποτελεί μια κενή χειρονομία γενικής και αόριστης καλοσύνης, αλλά μια υπόκλιση στην τοποθετημένη αλληλεγγύη, σε εκείνη την ανθρώπινη εφεύρεση που κινείται με βάση την τρυφερότητα, αλλά που δεν διστάζει να πάρει αιχμηρή θέση για τα σημαντικά γεγονότα της δημόσιας ζωής. Και είναι ίσως για αυτόν τον λόγο περισσότερο από όλους τους άλλους που όλα τα αυστηρώς τηλεοπτικά, όσο εύστοχα κι αν είναι, μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, που η σειρά αυτή, και παρά το ότι άρχισε τρία χρόνια πριν ως μια χαρακτηριστικά μέτρια-‘nice’ σειρά της αμερικάνικης τηλεόρασης, μπόρεσε να μετατραπεί σε μια από τις πιο δυνατές εμπειρίες των τελευταίων ετών. Να κάνει εμένα προσωπικά να κλαίω σαν μικρό παιδί στο φινάλε της, σαν «να έφυγε ένας καλός μου φίλος» όπως είπε πρόσφατα και ένας καλός φίλος, ποιός να μου το ‘λεγε.