Ο τρόπος που φέρθηκαν και φέρονται στους συνεργάτες και φίλους τους οι ΗΠΑ, οι εικόνες και οι μαρτυρίες από το αεροδρόμιο της Καμπούλ, θα αποτελέσει ένα από τα κύρια κεφάλαια στις αυριανές ιστορίες για την άνοδο και πτώση της Βορειαμερικανικής Αυτοκρατορίας: οι ΗΠΑ απέδειξαν ακόμη μια φορά ότι δεν μπορείς να τις εμπιστευθείς, δεν έχουν «λόγο».

Κι αυτή τη φορά δεν το έδειξαν σε κάποια συμφωνία με εχθρική τους δύναμη – το έδειξαν με την περιφρόνηση και απαξία προς εκείνους που τις στήριξαν. Από την μέθοδο που επέλεξαν για την απομάκρυνση όσων πιθανώς να στοχοποιούσαν οι Ταλεμπάν ως τον τρόπο που διαχειρίστηκαν τις ανακοινώσεις για τα θύματα. Και μάλιστα ηθελημένα.

Στις 15 Αυγούστου 2021, την ημέρα που οι Ταλεμπάν μπήκαν στην Καμπούλ και οι Αμερικάνοι εγκατέλειπαν αλά Σαϊγκόν την πρεσβεία τους, το Κογκρέσο των ΗΠΑ ζήτησε και είχε μια εκτενή διαδικτυακή συζήτηση με την διπλωματική και στρατιωτική ηγεσία της κυβέρνησης Μπάιντεν.

Ο επικεφαλής του Στέητ Ντηπάρτμεντ, Άντονυ Μπλίνκεν, ο υπουργός Άμυνας, Λόυντ Ώστιν, ο γενικός επιτελάρχης στρατηγός Μαρκ Μίλλυ, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ερωτήσεις στις οποίες δεν είχαν να απαντήσουν απολύτως τίποτε. Κι οι περισσότερες αφορούσαν ακριβώς στην έξοδο των Αφγανών: ποιοί και πως θα έφταναν στις ΗΠΑ; Με ποιους τρόπους; πέρα από όσους έχουν την ειδική βίζα, γιατί δούλευαν για την πρεσβεία ή το στρατό των ΗΠΑ, με τους υπόλοιπους τι θα γίνει; Ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοσιογράφους, φοιτητές του Αμερικανικού Πανεπιστημίου; Μόνο από το νεόκοπο τμήμα Μελετών Φύλου (gender studies) θα έπρεπε να απομακρυνθούν 84 άνθρωποι κι οι οικογένειές τους – για να φέρουμε ένα παράδειγμα.

Ένας από τους Δημοκρατικούς, ο Τομ Μαλινόφσκι, κάποτε επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch), επέμενε να θέτει ξανά και ξανά ένα ερώτημα: Αν θα μπορούσε να παραμείνει ανοικτό, και για ποιό διάστημα, το αεροδρόμιο της Καμπούλ και σε εμπορικές και τσάρτερ πτήσεις. «Θέλω να ξέρω ότι δεν θα εγκαταλείψουμε όλους τους υπόλοιπους, μόλις οι Αμερικάνοι εργαζόμενοι και οι έχοντες ειδική βίζα απομακρυνθούν», είπε.

Μετά την τηλεδιάσκεψη, οι Δημοκρατικοί βουλευτές έλεγαν πως «φάνηκε πως ο στρατός θα καταφέρει να κρατήσει το αεροδρόμιο για κάποιο διάστημα», χωρίς όμως «να μπορεί να προσφέρει καμμία εγγύηση για την απομάκρυνση των Αφγανών» συνεργατών ή ακτιβιστών. Οι Ρεπουμπικάνοι ήταν πολύ πιο αυστηροί: «Το μόνο που είχαν να μας πουν ήταν δικαιολογίες».

Την ίδια ώρα, τα γραφεία των Γερουσιαστών όπου υπάρχει Αφγανο-αμερικανικός πληθυσμός, πνίγονταν στα μηνύματα που έβγαζαν στο φως μία ακόμη μαύρη στιγμή του Στέητ Ντηπάρτμεντ. Στην Καλιφόρνια, όπου ζουν πολλοί Αφγανοί, ο Δημοκρατικός Ρο Χάνα δέχθηκε δεκάδες μηνύματα γιατί το λινκ στον ιστότοπο του Στέητ Ντηπάρτμεντ που οδηγούσε στην σελίδα «Βοήθειας για επαναπατρισμό» δεν δούλευε. Όταν επιχείρησε να μιλήσει με το Στέητ Ντηπάρτμεντ, του έδωσαν ένα τηλέφωνο κι ένα ημέηλ όλο κι όλο, στο οποίο απαντούσε ένας μόνο υπάλληλος, ώστε να παραπέμπει όλους τους Αφγανο-αμερικάνους εκεί ― φυσικά η γραμμή μπλόκαρε από τις κλήσεις σε ελάχιστο χρόνο και τα ημεηλ που στάλθηκαν ακόμη περιμένουν απάντηση. Ο κος Χάνα ήταν πολύ ευγενής όταν σχολίασε πως «θα έπρεπε ο σύνδεσμος να δουλεύει και να υπάρχει τρόπος να προωθηθούν όλα τα αιτήματα», για τη διάσωση τόσων εκατοντάδων ανθρώπων.

Παρ’ ότι οι ΗΠΑ γνώριζαν ότι αποχωρούν, κανένας μηχανισμός που να μπορεί να συμπαρασταθεί και να απομακρύνει τους Αφγανούς που βρίσκονταν σε κίνδυνο δε δημιουργήθηκε. Οι άνθρωποι που ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου στο αεροδρόμιο, δεν είχαν καν τρόπο να αποδείξουν ότι ήταν αυτοί που έλεγαν ότι ήταν, πλην όσων είχαν τις ειδικές βίζες. Ο βασικότερος λόγος; Οι ΗΠΑ δεν νοιάστηκαν – σε δύο διαδοχικές προεδρίες, αφού επί Τραμπ συμφωνήθηκε και ξεκίνησε η απόσυρση –  να καταγράψουν, εκδώσουν χαρτιά, εν τέλει στοιχειωδώς προστατεύσουν τους χιλιάδες ανθρώπους που στήριξαν την παραμονή τους στο Αφγανιστάν. Δεν υπήρξε έστω προγραμματισμός για πτήσεις της αφγανικής αεροπορίας, πόσο μάλλον για εμπορικές πτήσεις.

Έχοντας πιστέψει τα ίδια τους τα ψέμματα, περί 18 μηνών αντίστασης στους Ταλεμπάν, και έχοντας διασφαλίσει τους πολίτες των ΗΠΑ και το άμεσο προσωπικό πρεσβείας και στρατού, δεν προχώρησαν στη δημιουργία καμίας δομής που να μπορούσε να βοηθήσει οποιονδήποτε άλλο θα βρισκόταν παγιδευμένος στο Αφγανιστάν με κίνδυνο της ζωής του λόγω της δράσης του.

Δεν μπήκαν καν στον κόπο, όταν κατάλαβαν τι θα συνέβαινε, να ζητήσουν πλήρη ανακωχή, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η κατάσταση στο αεροδρόμιο και η έξοδος όλων αυτών των ανθρώπων. Αυτά από στρατηγικής απόψεως. Γιατί, ο τρόπος και οι ακρότητες, κατά την εκκένωση της χώρας από δυτικούς των δυνάμεων κατοχής, τους συνεργάτες τους, εργαζόμενους στον Τύπο, ανθρώπους των ΜΚΟ και ειλικρινείς ακτιβιστές είναι μια ακόμη μεγάλη, διεθνών διαστάσεων, ντροπή για την καταρρέουσα αυτοκρατορία.

Τα εξ ιδίων πυρά

Χτες, οι ΝΥΤ ευχαριστούσαν με άρθρο τον υπουργό Εξωτερικών του Μεξικού, γιατί έδρασε εκεί που δεν έδρασε το Στέητ Ντηπάρτμεντ: Οι δημοσιογράφοι και υπάλληλοι του γραφείου της εφημερίδας στην Καμπούλ, όπως και οι δημοσιογράφοι του αντίστοιχου γραφείου της Wall Street Journal, βρήκαν φιλόξενη στέγη στο Μεξικό, που ανέλαβε την έξοδό τους. Η εφημερίδα γράφει ξεκάθαρα ό,τι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θέλησε να βοηθήσει  – και εδώ δεν πρόκειται για το αντιπολιτευόμενο Fox News αλλά για τη ναυαρχίδα των Δημοκρατικών.

«Η άφιξη των 24 οικογενειών [στο Μεξικό] ήταν ο τελικός σταθμός στην δύσκολη απόδρασή τους από την Καμπούλ. Κι ο ρόλος του Μεξικού στην διάσωση των δημοσιογράφων των NYT και, αν όλα πάνε καλά, και της Wall Street Journal, δείχνει την κατάσταση σύγχυσης στην οποία βρίσκεται η κυβέρνηση των ΗΠΑ, καθώς δύο από τους ισχυρότερους ειδησεογραφικούς οργανισμούς της χώρας ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια μακρυά από την Ουάσιγκτον. Οι μεξικανοί αξιωματούχοι, σε αντίθεση με τους ομολόγους τους στις ΗΠΑ, μπόρεσαν να προσπεράσουν τα γραφειοκρατικά κωλύματα της μεξικάνικης μεταναστευτικής νομοθεσίας, και να δώσουν ταχύτατα έγγραφα που επέτρεψαν στους Αφγανους [εργαζόμενους στις εφημερίδες] να φύγουν από το αεροδρόμιο της Καμπούλ…».

Κι εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι ήταν ο επικεφαλής των δημοσιογράφων των ΝΥΤ στην Καμπούλ που, είδε κι αποείδε με την Ουάσιγκτον, και στράφηκε προσωπικά στον ΥΠΕΞ του Μεξικού.

Μετά τις επιθέσεις αυτοκτονίας 

Για τις επιθέσεις αυτοκτονίας και τις δεκάδες ζωές, Αφγανών, Αμερικάνων και Βρετανών, που χάθηκαν στο αεροδρόμιο το τελευταίο 24ωρο, την ευθύνη ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος (Islamic State, ISIS, IS).

Σύμφωνα με τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι Βρετανοί γνώριζαν ότι επίκειται επίθεση και «προειδοποίησαν τους πολίτες τους να παραμείνουν μακρυά από το αεροδρόμιο». Θεωρητικώς σήμερα, 27 Αυγούστου, έπρεπε να τελειώσει η απομάκρυνση των μη στρατιωτικών, και να αρχίσουν να εγκαταλείπουν και οι ΝΑΤΟικοί, κυρίως Αμερικανοί, που ήταν υπεύθυνοι για το αεροδρόμιο. Η προθεσμία για την απομάκρυνση όλων και την παράδοση του αεροδρομίου, που έχει συμφωνηθεί με τους Ταλεμπάν, είναι η 31η Αυγούστου. Είναι χιλιάδες οι ΝΑΤΟικοί στρατιωτικοί – μόνο οι αμερικάνοι φτάνουν τις επτά χιλιάδες – που βρίσκονται στο αεροδρόμιο και θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα ως την Τρίτη. Και οι Ταλεμπάν έχουν τονίσει επανειλημμένως ότι η ημερομηνία είναι οριστική – μετά τα πλήγματα, όμως, μένει να δειχθεί. Το βέβαιο είναι ότι η ISIS, εφόσον είναι η ISIS πίσω από τις δολοφονικές βομβιστικές επιθέσεις, υποχρεώνει σε ανοικτή διπλωματία και τις δύο πλευρές – κάτι που πιθανώς να ήταν ο σκοπός της.

Όμως, η ISIS ήρθε και έχτισε πάνω στην αμερικάνικη ανικανότητα, σε αυτό που η Wall Street Journal περιέγραψε ως «πολύ χειρότερα και απ’ τη Σαϊγκόν» (Saigon on steroids). Με δεδομένο ότι οι ημερομηνίες ήταν γνωστές και οι διαδικασίες δεδομένες, και το αεροδρόμιο δεν το ενοχλούσε κανείς από τη νέα ντε φάκτο κυβέρνηση της χώρας, τους Ταλεμπάν, και με γνωστό ότι δόθηκε γενική αμνηστία, η έξοδος όσων επιθυμούσαν να φύγουν – που «μπορούν να φύγουν ελεύθερα», είπε ο εκπρόσωπος των Ταλεμπάν-, μπορούσε να γίνει χωρίς θύματα, με εμπορικές πτήσεις, κι όχι να μετατραπεί σε ένα απίστευτο θρίλερ με δεκάδες αθώα θύματα – πέραν εκείνων των βομβιστικών επιθέσεων. Κι εδώ, ας το σημειώσουμε, σύμφωνα με τα ίδια τα μέσα των ΗΠΑ και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία, οι Ταλεμπάν βοήθησαν να αποκατασταθεί στην περιοχή περί το αεροδρόμιο (που ήλεγχαν οι ίδιοι) η τάξη, και να μην θρηνήσουμε κι άλλους πατημένους από τις ρόδες των αμερικάνικων στρατιωτικών αεροσκαφών.

Είναι πραγματικά συγκλονιστικό, και κάνει τις διαφορές ακόμη πιο εμφανείς, να βλέπει κανείς τις φωτογραφίες, τα βίντεο και τις δορυφορικές εικόνες από μιαν ήρεμη, καθημερινή Καμπούλ και από τον πανικό στο αμερικανοκρατούμενο αεροδρόμιο… Και εδώ, αντίθετα με τις επαρχίες, στις οποίες αναφέρθηκαν ήδη ορισμένα περιστατικά αντεκδικήσεων, μιλάμε για μια περιοχή στην οποία οι Ταλεμπάν μπορούν εύκολα να ελέγξουν τους πολεμιστές τους. Και πράγματι, διασφάλισαν την περιοχή για την απομάκρυνση όσων επιθυμούσαν να φύγουν και βοήθησαν για την τάξη και την ασφάλεια ― κάτι που θα έπρεπε να έχουν αναλάβει οι απερχόμενοι. Μία μόνον αναφορά ας γίνει εδώ, για την απόφαση των Ταλεμπάν να δείξουν άλλο πρόσωπο: Οι σιίτες μουσουλμάνοι – που η προηγούμενη κυβέρνηση των Ταλεμπάν θεωρούσε ειδωλολάτρες και γενοκτονούσε – σήμερα οργανώνουν ανοικτά τελετές της θρησκείας τους στην Καμπούλ. Αυτό την ίδια ώρα που σε απομακρυσμένες περιοχές αναφέρονταν δολοφονίες σιιτών – ο επικείμενος διχασμός των ταλεμπάν θα περιμένει άλλο άρθρο όμως.

Οι βομβιστές δολοφονίας έφεραν στο φως και μία ακόμη διάσταση αυτής της τραγωδίας. Οι αναφορές των κυρίαρχων Αμερικάνικων μέσων στην νέα τραγωδία, των βομβιστών αυτοκτονίας της ISIS, που έπληξαν το (υπό τις ΗΠΑ) αεροδρόμιο της Καμπούλ. Από τους 100+ νεκρούς, ξεχωρίζουν και κάνουν τίτλο μόνο τους στρατιώτες των ΗΠΑ*. Κι αυτό την ίδια ώρα, που ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ζουν σε απόλυτο τρόμο ή ψάχνουν ατομικές διόδους για τη διάσωσή τους.


Κατακλείδα: Ο Φιλ Κλέι στο Νιου Γιόρκερ

«Είναι μια ιστορία που διηγούνται οι πεζοναύτες [των ΗΠΑ] – την έχω ακούσει πολλές φορές, κάπως παραλλαγμένη, και πάει κάπως έτσι: ενώ ήδη πολεμάμε χρόνια στο Αφγανιστάν, μια ομάδα πεζοναυτών φτάνει σε ένα απομακρυσμένο χωριό στα βουνά. Μόλις φτάνουν, οι χωρικοί τους περνάνε για Ρώσους. Όταν εξηγούν πως είναι αμερικάνοι, οι χωρικοί τους ρωτούν: Και τι ήρθατε να κάνετε εδώ;. Ένας πεζοναύτης που γνώρισα μου είπε ότι έμεινε κόκκαλο με την ερώτηση. Ήταν το 2010, θυμόταν. Γιατί είμαστε εδώ; τελικά, μου είπε, απάντησε στο χωρικό πως κάτι κακοί άνθρωποι που ζούσαν εδώ έριξαν αεροπλάνα σε κτήρια, και τα κτήρια κατέρρευσαν. Οι χωρικοί άρχισαν να κοιτούν ο ένας τον άλλο με απορία. Κανείς από όσους ζούσαν στο χωριό τους, δεν είχε καν μπει σε αεροπλάνο, πόσο μάλλον να το οδηγήσει κιόλας!

Διηγήθηκε την ιστορία με μια γκριμάτσα, σα να επρόκειτο για αστείο. Γι’ αυτό και είναι πάρα πολύ σοβαρή. Δες αυτό τον γελοίο πόλεμο, σου λέει ο πεζοναύτης, και δες και εμένα, με την αμερικάνικη σημαία στον ώμο μου, να προσπαθώ να τον καταλάβω. Αποτελεί αναφορά σε εκείνο το στοιχείο της αμερικάνικης ψυχής που ο Ραλφ Ελισον έλεγε «Ειρωνική επίγνωση του γελοίου που βρίσκεται μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι».

Από την πτώση της Καμπούλ, ωστόσο, το χάσμα μεταξύ φαίνεσθαι και είναι έχει μειωθεί, και πολλά παλιά αστεία φτάνουν στο τέλος τους. Το αστείο των στρατηγών που κοκορεύονταν για την πρόοδο στην εκπαίδευση του Αφγανικού στρατού. Το αστείο των υπηρεσιών πληροφοριών που προέβλεπαν πόσο καιρό μπορεί να αντισταθεί στους Ταλεμπάν η αφγανική κυβέρνηση. Το αστείο των υποσχέσεων μας στους Αφγανούς συμμάχους μας ό,τι στη χειρότερη περίπτωση θα τους προστατεύσουμε, θα τους δώσουμε βίζες, και θα τους ενώσουμε ξανά με τις οικογένειες τους με ασφάλεια».

*To συγκεκριμένο γεγονός ανέδειξε η αρχισυντάκτις του Mintpress, Μνάρ Αντλέι.