«Επισημαίνουμε εδώ ότι η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων είχε ήδη εκδώσει το από 14/7/2022 δελτίο τύπου, προφανώς από αφορμή των δημόσιων συζητήσεων για την από 13/7/2022 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, αναφορικά με την καταδικαστική απόφαση σε βάρος κατηγορουμένου για το αδίκημα του βιασμού δύο ανηλίκων. Το δελτίο αυτό, ανεξαρτήτως της συμφωνίας ή όχι με το περιεχόμενό του, επισημαίνει θεμιτά τους κινδύνους από τις παρεκτροπές δημόσιων συζητήσεων επί δικαστικών αποφάσεων και επαναλαμβάνει ορθά γενικές αλήθειες για τη δικαιοδοτική κρίση των δικαστηρίων επί τη βάσει της δικογραφίας και της αποδεικτικής διαδικασίας», επισημαίνει ο κ. Καμαγιάννης και συνεχίζει:
«Αντίθετα, το από 16/7/2022 δελτίο τύπου, γραμμένο σε γλώσσα ανοίκεια και μορφή αλλόκοτη για κείμενο δικαστικής ένωσης, δημιουργεί εύλογη απορία για τον λόγο έκδοσής του, με δεδομένο ότι όσα χρειαζόταν να ειπωθούν, περιέχονταν ήδη στο από 14/7/2022 δελτίο.
»Πέραν της προφανούς έλλειψης νηφαλιότητας του συντάξαντος το δελτίο (στοιχείο που μας προξενεί απορία πώς δεν “αμβλύνθηκε” πριν τη δημοσιοποίησή του), το περιεχόμενό του έρχεται σε προφανή σύγκρουση με τον νόμο, τη νομολογία και τη συνδικαλιστική πρακτική μιας δικαστικής ένωσης». Και αναλύει:
«Με τον νόμο: Η υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών θα επανακριθεί σε δεύτερο βαθμό. Μάλιστα, το τρέχον χρονικό διάστημα είναι ενεργή η προθεσμία υποβολής έφεσης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, όπως εξάλλου έχει ήδη δημοσιοποιηθεί, καθώς η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών κυρία Μ. Γκανέ φέρεται να έχει ζητήσει τον απαιτούμενο έλεγχο της αιτιολογίας όλων των αποφάσεων που ελήφθησαν από το εν λόγω δικαστήριο. Αντί, λοιπόν, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων να επισημάνει την ύπαρξη αυτών των ελεγκτικών μηχανισμών, που εξασφαλίζουν την δίκαιη κρίση και (αν κριθεί έτσι) ακόμα και τη διόρθωση ληφθεισών αποφάσεων, προβαίνει σε ασύγγνωστη ταύτιση με την κρίση κάποιων εκ των μελών της δικαστικής συνθέσεως. Με τον τρόπο αυτό και με τη χρήση φράσεων όπως “εκβιαστική παρέμβαση” και λέξεων όπως “χειραγώγηση”, θέτει προσκόμματα στις υπαρκτές ελεγκτικές διαδικασίες που το ίδιο το κράτος δικαίου προβλέπει.
»Με τη νομολογία: Αν και στο από 16/7/2022 δελτίο η Ένωση δεν επανέρχεται στο ζήτημα του “κοινού περί δικαίου αισθήματος”, παραβλέπεται συνειδητά η αποσαφήνιση ότι αυτό προφανώς και έχει θέση σε μια έννομη τάξη, όπως εξάλλου έχει αναπτύξει η πρόσφατη με αριθμό 2/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου: όχι βέβαια γιατί το “κοινό περί δικαίου αίσθημα” δικάζει υποθέσεις, καθώς η δικαιοδοτική αρμοδιότητα των δικαστηρίων είναι αδιαμφισβήτητη. Αλλά γιατί η σε τελική ανάλυση σύγκλιση των λαμβανόμενων δικαστικών αποφάσεων με το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών – και μάλιστα όχι το πλειοψηφικό ή το μειοψηφικό, αλλά το κοινό – αποτελεί όρο νομιμοποίησης της δικαστικής εξουσίας, ειρήνευσης των εννόμων αγαθών και αποφυγής της αυτοδικίας.
»Με τη συνδικαλιστική πρακτική: Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων διήλθε μια ταραχώδη δεκαετία, που εν πολλοίς συμβαδίζει με την ταραχώδη δεκαετία που βίωσε και η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Ακόμα όμως και στις στιγμές των πλέον έντονων και δημόσιων αντιπαραθέσεων (θα μου επιτραπεί εδώ να ξεδιαλέξω τις δημόσιες συζητήσεις από αφορμή τις τολμηρές ανακοινώσεις της προηγούμενης Διοίκησης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για την απαγόρευση των συναθροίσεων και την τήρηση της νομιμότητας σε υποθέσεις κρατούμενων απεργών πείνας), τα δελτία τύπου της αποτελούσαν πάντοτε λαμπρά νομικά κείμενα, με θεωρητικές και νομολογιακές αναφορές που δίδασκαν όσες και όσους τα διαβάζαμε, ανεξαρτήτως συμφωνίας η διαφωνίας. Το από 16/7/2022 δελτίο τύπου της Ένωσης, με τις αναφορές του σε “κέντρα” και σε “κεντρικές πολιτικές επιλογές” και την καταφανώς υποτιμητική χρήση λέξεων όπως “πλατείες” και φράσεων όπως “δημόσιους χώρους θεαμάτων”, θα μείνει στην ιστορία (και ελπίζουμε να μην επαναληφθεί) ως προχειρογραμμένο κείμενο κομματικής τοπικής, και μάλιστα μιας ακραίας και διαχωρισμένης από την κοινωνία ελίτ.»
Και καταλήγει: «Δεν θα μάθουμε ποτέ το παρασκήνιο έκδοσης μιας τόσο επιζήμιας για την Ένωση ανακοίνωσης. Πάντως, το ότι οι δημόσιες αντιδράσεις για την χορήγηση της αναστολής της ποινής στην επίμαχη ως άνω υπόθεση συνεχίστηκαν και μετά τις 14/6/2022 δεν μπορεί να αποτελέσει αιτιολογία. Ο τύπος των τελευταίων ημερών είναι γεμάτος από επικριτικά άρθρα για την αρχειοθέτηση της υπόθεσης για την (ανύπαρκτη πλέον) “σκευωρία Novartis”, με σημαντικότερο κείμενο αυτό του ίδιου του Υπουργού Ανάπτυξης Άδ. Γεωργιάδη στα Νέα του Σαββατοκύριακου (16/7/2022). Και όμως η Ένωση δεν έκρινε σκόπιμο να επανέλθει με νέο δελτίο τύπου της (μετά από αυτό της 7/7/2022), ούτε βέβαια χαρακτήρισε τη στοχοποίηση των δικαστών του Συμβουλίου του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ως “κεντρική πολιτική επιλογή”.
»Η μόνη ορθή κίνηση θα ήταν η απόσυρση του συγκεκριμένου δελτίου τύπου. Ελπίζουμε – κι εμείς ως δικηγόροι που έχουμε να βάλουμε τάξη στα του δικού μας οίκου… – ότι μέσα στη δικαιοσύνη και στους κόλπους των δικαστών, ακόμα και μέσα στους κόλπους της παρούσας πλειοψηφίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, θα υπάρξουν πιο σκεπτόμενες και – προ παντός – πιο νηφάλιες φωνές, έστω και αν αυτές κατορθώσουν να επικρατήσουν από τούδε και στο εξής. Για να μην γίνει η θλίψη μας, από το απαράδεκτο αυτό δελτίο τύπου, κατάθλιψη για την κατάσταση της ελληνικής δικαιοσύνης».