Στη δίκη της 17Ν, πέρασαν πολλοί μάρτυρες υπεράσπισης και χαρακτήρα – πολλοί σήμερα σιωπούν, βολεμένοι. Κάποιοι δε σιώπησαν ποτέ. Ήταν πολλά τα περιστατικά που μου έχουν χαραχθεί, από κείνο το κατ΄ουσίαν στρατοδικείο – όπου δεν υπάρχουν ένορκοι, περί αυτού πρόκειται, ας μη γελιόμαστε. Και εδώ ήθελαν να μην υπάρχουν ένορκοι.

Θυμάμαι πάντα, πρώτο πρώτο, την κατάσχεση του βιβλίου της Ούρσουλα ΛεΓκεν «Ο Αναρχικός των Δύο Κόσμων» που κατασχέθηκε ως πειστήριο των πολιτικών θέσεων των κατηγορουμένων από κάποια βιβλιοθήκη. Ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας – γιατί, δύσκολα ο κατάσχων να ήξερε τις πολιτικές θέσεις της Ούρσουλας λεΓκεν, ειδικά αν ήταν Έλληνας. 

Η δεύτερη ήταν εκείνη η κουβέντα του Βένιου Αγγελόπουλου, όταν τον ρώτησαν γιατί υπερασπίζεται την αθωότητα του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου. Είχε πει: «Θα Μπορούσα Να Είμαι Εγώ».

Είναι δύο οι ερμηνείες αυτής της απλής αλλά τόσο σημαντικής κουβέντας. 

Πρώτη, η προφανής: ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος είναι αθώος, εμένα με έχει παραλάβει το FBI και με γνωρίζει η πρεσβεία τους, θα μπορούσα να είμαι στη θέση του, λοιπόν – ένας ακόμη αθώος στα χέρια τους, των αποφασισμένων να καταδικάσουν. 

Δεύτερη, αυτή που αυθόρμητα τότε κατάλαβα, αν και μάλλον ήταν λάθος και προήλθε από το γεγονός ότι σκεπτόμουν σαν παιδί της δικής μου κοσμοθεώρησης και γενιάς, της πρώτης μεταπολιτευτικής αριστερής γενιάς: Θα μπορούσα να είμαι εγώ μέλος της «ΕΟ17Ν». Θα μπορούσα να είμαι εγώ σύντροφος των ανθρώπων που βρίσκονται εδώ και δικάζονται, γιατί μέχρι το θάνατο του Θάνου Αξαρλιάν το θεωρούσα τρόπο να αμυνθείς απέναντι σε ένα δολοφονικό, βάρβαρο κρατικό μηχανισμό που έθρεφε υποταγή και παρακράτος, που κρατούσε το λαό μου δέσμιο. Θα μπορούσα να είμαι, να έχω διαφωνήσει, να έχω μείνει ή αποχωρήσει, όμως θα μπορούσα να είμαι εγώ. 

Θα μπορούσα να είμαι εγώ, ως νέος άνθρωπος, με την αίσθηση της αθανασίας που συνοδεύει τη νιότη, με την προτεσταντική αυτή αίσθηση του δικαίου, που δεν περιχωρεί το έτερο με κανέναν τρόπο, θα μπορούσα να είμαι εγώ, που ήθελα τον κόσμο και τον ήθελα τώρα, εγώ η μετέφηβη που δεν καταλαβαίνει από τη δήθεν δικαιοσύνη τους, από τους πουλημένους δικαστές τους, από την εκμετάλλευση και την αρπαγή, από τα στημένα βρώμικα παιγνίδια τους, που μάθαινε τον κόσμο και μέσα από τον Αναρχικό και το Της Φυλακής και το Κράξιμο, που η αδικία ήταν ακέραια μπρος στα μάτια της και που πίστευε χρέος της να αντισταθεί… Ναι, θα μπορούσα να είμαι εγώ. 

Λέω συχνά εκείνη τη, σημαντική, κουβέντα, που σαν ανθρώπους και λαούς πάντα μας αφορά, και τη θυμίζω: Οι θύτες ξεχνούν εύκολα, τα θύματα δεν ξεχνούν ποτέ. Και αυτό έχει δύο πλευρές, ειδικά σε προσωπικό, οικογενειακό επίπεδο. Μόνο που στην πλευρά της εξουσίας έχει και μιαν δεύτερη ανάγνωση: όταν ένας ολόκληρος λαός γίνεται θύμα, δεν θα ξεχάσει ποτέ. Δε θα ξεχάσει την αμερικανοκίνητη χούντα, τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες, τον εξευτελισμό των ηρώων του, σαν τον Παναγούλη και το Μουστακλή, την αθώωση των χουντικών, των βασανιστών, των δολοφόνων του. Δε θα ξεχάσει την καταστολή, τις απαγορεύσεις επί Δημοκρατίας, τους νεκρούς του στο Πολυτεχνείο και στα Εξάρχεια. Και μέσα του θα ξέρει πάντα, ποιος είναι ο θύτης, σε πολιτικό επίπεδο. Ποιος τη ζωή του, ποιος την κυνηγά να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα 

Ναι, θα μπορούσαν να είναι πολλοί από μας. Για τους λόγους που ανέφερε η Λιλή Ζωγράφου – ναι, θα μπορούσε να είναι και εκείνη- στην απάντηση της, στο περίφημο κείμενο ενός δημοσιογράφου που μας «ανάθρεψε» δημοσιογραφικά, του Γιώργου Βότση, με τίτλο «Άκου με, ένοπλε σύντροφε» (κάποτε στις εφημερίδες μπορούσες να αποκαλείς συντρόφους σου τα μέλη της «ΕΟ17Ν», ναι). Το παραθέτω εδώ ολόκληρο εκείνο το κείμενο της Λιλής Ζωγράφου, του ’88, το κείμενο που και καταγράφει καταπληκτικά την εποχή και εξηγεί γιατί θα μπορούσαν να είναι πάρα πολλά αυτά τα «εγώ»:

«Με το Βότση δεν μας συνδέουν μόνο κοινοί αγώνες. Προηγείται ο μεγάλος θαυμασμός για το θαρραλέο αυτό εκπρόσωπο της νεότερης γενιάς με τη δημοσιογραφική οξυδέρκεια και την άμεση, καίρια επιθετικότητα. Γι’ αυτό και ξαφνιάστηκα με την ανοιχτή του επιστολή στη «17 Νοέμβρη» όπου θέτει ερωτήματα κυριολεκτικά αντιιστορικα, όπως, «ποιος σε όρισε εκφραστή της λαϊκής οργής;» ή «ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να λειτουργήσεις για λογαριασμό τους», (των βασανισμένων)… εσύ «ο αυτόκλητος».

Κι αναρωτήθηκα, ποιος λαϊκός τιμωρός δεν ήταν αυτόκλητος; Εξάλλου είναι νωπός ο θρίαμβος του Βότση για την απαλλαγή και απελευθέρωση του Φολίνι, του Βότση που ξέρουμε όλοι ότι αγωνίστηκε με νύχια και με δόντια να πείσει το πανελλήνιο ότι οι δέκα, τουλάχιστον, φόνοι που αποδίδουν οι ιταλικές αρχές στον Φολίνι δεν είναι ποινικά αδικήματα, αλλά επαναστατικές πράξεις. Αν ο Βότσης θέλει να αντιφάσκει τόσο προκλητικά με τον εαυτό του, είναι δικαίωμά του, έχει υποχρέωση ωστόσο να μας πει ποιος καθορίζει τον έννομο και ποια πράξη τη νομιμότητα;

Ποιος δεν ξέρει το σπαρταριστό κείμενο της επανάστασης των Ποπολάρων γραμμένο από ένα κατάπληκτο αστό για τους «αυτόκλητους» υπηρέτες; Τα συμφέροντα λοιπόν εκείνου που καταγράφει καθορίζουν και νομιμοποιούν, ή και το αντίθετο.

Πως Θα έκριναν τα βασίλεια της Ευρώπης το 1917 το μακέλεμα της τσαρικής οικογένειας; Οταν ζητάς έγκριση και άδεια για επανάσταση, κάνεις πραξικόπημα.

Ποια επανάσταση ομάδας ή ατόμου – χωρίς άδεια – είχε ποτέ την έγκριση, όχι των αρχών, αλλά και εκείνων που υπερασπιζότανς Ξεκινώντας από το Σπάρτακο που τα ‘βάλε με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και φτάνοντας στους «κλέφτες και αρματωλούς» του ’21 (φρικαλέα προσωνύμια των αντεπαναστατών της εποχής) και να συναντήσουμε λίγο πάρα πέρα τους «λήσταρχους»; Που δεν ήταν παρά αγωνιστές διαμαρτυρόμενοι για την εκμετάλλευση των επιτευγμάτων της επανάστασης από ντόπιους, αγύρτες, ξένους καιροσκόπους και επιβήτορες της εξουσίας. Να θυμηθούμε τη μαύρη αντίδραση του Πατριαρχείου και τη μαγευτική προσωπικότητα του Κοσμά του Αιτωλού, που νυχτοπερπατούσε, χωρίς άδεια, απ’ άκρη σ’ άκρη του ελληνόφωνου κόσμου αφυπνίζοντας τις ναρκωμένες συνειδήσεις και ρίχνοντας πέτρα στην πέτρα τα θεμέλια της επανάστασης. Γιατί δεν μας λέει η Εκκλησία πώς βρέθηκε θαμμένος στην Αλβανία ο μέγας Ελλην Κοσμάς;

Αλήθεια, ξαναρωτώ, ποιος και τι καταξιώνει τον επαναστάτη;

Γιατί η εκτέλεση του Αιτωλού έγινε με κοινή συνεργασία Πατριαρχείου και Εβραίων. Αυτοί οι τελευταίοι – το ισχυρό κεφάλαιο -είχαν το πάνω χέρι στα Γιάννενα του Αλη Πασά. Επειδή λοιπόν η εβραϊκή αργία είναι το Σάββατο υποχρέωναν τους ραγιάδες να δουλεύουν και την Κυριακή. Ο Κοσμάς αγωνίστηκε για την καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας και το πέτυχε. Κανείς όμως από τους «βασανισμένους» δεν τόλμησε να πλησιάσει το κουφάρι του, εκτός, ναι, εκτός από τον Αλή Πασά που του’ κάμε μια μεγαλόπρεπη κηδεία γιατί τον εκτιμούσε σαν σοφό.

Πώς να αποκαλούσαν τότε το Ρήγα οι πέντε δυτικές δυνάμεις, συν το Πατριαρχείο, που αγωνίστηκαν για την εξόντωσή του; Και ο Κοραής ακόμα έβρισκε ανώριμο τον Ελληνα για επανάσταση. Γιατί στην ουσία δεν παραδέχονταν οι κύκλοι του πως θα πραγματοποιούσαν την επανάσταση αμόρφωτα παλικάρια.

Να μπούμε στην ΕΑΜική περίοδο που είναι πιο κοντά στη νεότερη γενιά όπου ανήκει ο φίλτατος Βότσης, και βρίσκομε την αντιστοιχία των «κλεφτών», των «λήσταρχων» στους «ληστοσυμμορίτες»;

Ποιός ενέκρινε ποτέ, όποια επανάσταση είτε γαλλική ή ρώσικη, την ανταρσία της Βουδαπέστης, και την «Ανοιξη της Πράγας», στον καιρό τους; Για να φτάσουμε και στους συγκαιρινούς μας Μπάαντερ – Μάινχοφ, που αγωνίζονταν ενάντια στο βρυκολάκιασμα του χιτλερισμού – φασισμού και προκάλεσαν και αυτοί «αποτροπιασμό» – όχι στο λαό, δεν ακούσαμε ποτέ γνώμες του λαού σε καταπνιγμένες εκρήξεις. Προκάλεσαν ακόμη την ανάγκη της δαπάνης 20.000.000 δολαρίων, για να κτιστούν τα περίφημα «λευκά κελιά» που θα τους εξόντωναν.

Απορώ ωστόσο πώς ο φίλος μου, με το αυτί κυνηγόσκυλου ράτσας, που συνήθως «ακούει» και μεταφράζει και τη σιωπή του λαού, απορώ πώς συγχέει τις διαμαρτυρίες. Φράσεις σαν αυτές που απευθύνει στη «17 Νοέμβρη», «ποιος σε όρισε εκφραστή της λαϊκής οργής» και παρακάτω, «ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να λειτουργήσεις για λογαριασμό (των βασανισμένων)» τις ακούσαμε, όλοι να κυκλοφορούν στην Ελλάδα, όμως πολύ πριν την προχτεσινή δολοφονία. Οχι δηλαδή για τη «17 Νοέμβρη», αλλά για τον Ανδρέα Παπανδρέου από το Νταβός πρώτα, τις Βρυξέλλες μετά, ακριβώς γιατί περιφρονεί τη Βουλή και αποφασίζει σαν ανεξέλεγκτος δικτάτορας για τεράστια εθνικά θέματα, υποβαθμίζοντάς τα σε «ανθρωπιστικά», σύμφωνα με τις τελευταίες του δηλώσεις στην επιτροπή για τους Κύπριους αγνοούμενους πριν τις Βρυξέλλες.

Οπότε το πρόβλημά μας το μέγιστο δεν είναι η «17 Νοέμβρη» (που δρα τώρα και 15 χρόνια) αλλά η ντροπή πως δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα την αποσιώπηση για τη μοίρα 1640 Ελληνοκυπρίων. Η ντροπή πως εμείς κάναμε πορείες για τους Παλαιστίνιους, παλιότερα και ολονυχτίες για τους Νοτιοαφρικανούς, παλιότερα ως κι η κυρία Μελίνα το ‘παίξε πενθούσα σε τελετή γύρω στην Ακρόπολη με τις γυναίκες της Κύπρου, αλλά τότε απορρίπταμε με βδελυγμία το διάλογο με τους Τούρκους.

Δεν πλήρωνε εξάλλου ούτε την ΕΡΤ η κυρία, όντας αντιπολίτευση. Θέλω να πω όλα ανώδυνα, σε ώρες ψηφοθηρίας.

Αλλά εμείς; Που κάναμε απεργίες πείνας για το Χρηστάκη το Ρούσσο, συγκεντρώσεις στα Προπύλαια για τη δίωξη της Ιατροπούλου, πορείες για τον Φολίνι και τώρα που γίνηκε διαπραγματεύσιμο το Μινωϊκό Αιγαίο και πήραμε σφουγγάρι και σβήσαμε τους αγνοούμενους μας, τώρα βουβαθήκαμε;

Και δεν βρέθηκε κανένας να οδηγήσει μια πανελλήνια πορεία διαμαρτυρίας. Εγώ νόμιζα πως μείναμε άλαλοι από σπαραγμό και μας βγήκε η «17 Νοέμβρη». Και μεις; Λες να πήραμε και μεις μέρος στη φαρσοκωμωδία τους, σαν αφελείς κομπάρσοι, Βότση μου;

Γιατί σίγουρα δεν αναθέσαμε σε κανέναν να μας εκπροσωπήσει εφ’ όσον δεν ζητήθηκε η γνώμη μας, ούτε για το θάνατο του Μποδοσάκη ούτε για τον ακρωτηριασμό της Ελλάδας.».

 

υστερόγραφο: Στα φύλλα της Ελευθεροτυπίας που δημοσιεύονται με το άρθρο, δημοσιεύεται και ένα δισέλιδο με παρεμβάσεις απλών πολιτών που επωνύμως, τότε, τοποθετούνται και υπέρ της δράσης της 17Ν. Αξίζουν ανάγνωσης.