Η παράσταση πραγματεύεται την εφηβεία με «την ευρύτερη έννοια», με πρωταγωνιστές 2 αγόρια και 2 κορίτσια. Πόσο πραγματικά δύσκολο είναι να «πιάσεις» και να ορίσεις τα όρια και τις ψυχικές διακυμάνσεις των εφήβων; Πως χειρίζεσαι τα όρια των συναισθημάτων της σεξουαλικότητας και της παραβατικότητας; Υπάρχουν νόρμες και «κουτιά» που ορίζουν τη συμπεριφορά των ενηλίκων; Στις παραπάνω ερωτήσεις προσπαθούν να «απαντήσουν» οι Κατερίνα Μισιχρόνη, Αλεξάνδρα Ταβουλάρη, Ορέστης Καρύδας και Γιώργος Βουβάκης.
Συνέντευξη στους Ειρήνη Μιλή και Ορέστη Βέλμαχο
Η Αλεξάνδρα Ταβουλάρη δίνει μια «γεύση» των όσων πραγματεύεται η παράσταση. Τα όνειρα των εφήβων, τα όρια τους και που αυτά σταματούν. Μια εικόνα για το «διαχρονικό» αυτό φαινόμενο.
Μιλώντας για τη σχέση του έργου μεταξύ εφηβείας και κοινωνίας, εξηγεί ότι ο πειραματισμός είναι ταυτόσημος με την εφηβεία «Το έργο το έχουμε λίγο άχρονο και άτοπο, επίτηδες δεν θέλαμε να ταυτιστεί με εποχή συγκεκριμένη ούτε με κοινωνία χώρα και πόλη. Δεν είναι ένα κείμενο φτιαγμένο εν μέσω κρίσης. Η συγγραφέας απέφυγε να χρησιμοποιήσει τα τεχνολογικά μέσα που πλέον οι έφηβοι έχουν, θέλησε μάλιστα να αφαιρέσει οποιοδήποτε πλαίσιο που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει εποχή». Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους έφηβους ανάλογα με τη χώρα και την κοινωνία που μεγαλώνουν; «Πιστεύω ότι η εφηβεία είναι ίδια σε όλες τις χώρες. Σίγουρα υπάρχει κάποια διαφορά, κυρίως ποσοτική γιατί υπάρχουν άπειρα ερεθίσματα που μπορεί εσύ ως έφηβος να μην γνωρίζεις αλλά η τηλεόραση, η τεχνολογία γενικά, δείχνει τον τρόπο ώστε να μπορεί ο καθένας να ανοίξει τις κεραίες του και να ανακαλύψει από τα πιο ρομαντικά πράγματα μέχρι τα πιο φρικτά και να αφήσει την φαντασία του ελεύθερη να αλωνίσει».
Ωστόσο, δεν πειραματίζονται όλοι οι έφηβοι με τον ίδιο τρόπο, «καθώς ο πειραματισμός ενός εφήβου ας πούμε, μπορεί να φτάσει σε ακραία σημεία, όπως για παράδειγμα στη βία ή την βίαιη ανακάλυψη της σεξουαλικότητας, σε όλα αυτά που δεν γνωρίζει ένας άνθρωπος και θέλει να μάθει , θέλω να σου πω ότι το τελευταίο καιρό βλέπουμε, μέσα απο τα media, πως βγαίνουν στην επιφάνεια κάποιες ιστορίες εφήβων που ήταν εξαιρετικά βίαιες , όπως η ιστορία με τον 15χρονο ρομά που βίασε και σκότωσε ένα 6χρονο. Τέτοιου είδους συμπεριφορές μπορεί να παρατηρήσει κανείς διαχρονικά, αν και βέβαια όχι στον ίδιο βαθμό. Η βιαιότητα και το bullying υπήρχαν». Αυτό είναι αποδεδειγμένο άλλωστε, «ζούμε στην εποχή της ζήτησης και της προσφοράς, οτιδήποτε θες υπάρχει να το δεις να το μάθεις και οτιδήποτε υπάρχει μπορεί να γίνει απτό, πρακτικό δεν μένουμε εύκολα στη θεωρία».
«Στοίχημα η ταύτιση του κοινού με τους ρόλους»
«Το έργο δεν είναι συμβουλευτικό ούτε ηθογραφικό απλά αγγίζουμε και εξερευνούμε μία πτυχή του ανθρώπου που έχουμε ζήσει όλοι. Νομίζω περισσότερο αυτό που κάνει η παράσταση είναι να βάλει οποιοδήποτε την παρακολουθήσει, στη διαδικασία να σκεφτεί και να ταυτιστεί με κάποιον από τους χαρακτήρες βλέποντας τον εαυτό του σε έναν από τους 4, κάποια χαρακτηριστικά ίσως υπήρχαν στη δική του εφηβεία.Και εμείς σαν ηθοποιοί, στις πρόβες δουλέψαμε πάρα πολύ πάνω στις εφηβικές μας μνήμες και στο “εφηβικό πλαίσιο” που περικλείει τον ρομαντισμό, την αγάπη, το μίσος, τον φόβο, την οργή και τον θυμό. Το θέμα μας είναι η εφηβεία όχι οι συγκεκριμένοι 4 έφηβοι ως υπάρξεις, απλά μέσα από την ιστορία τους μας δίνετε το πάτημα να την εξερευνήσουμε».
Μπορεί οι έφηβοι να μην έχουν «τις πρακτικές σκοτούρες», αλλά ένας έφηβος «νιώθει ότι όλος του ο κόσμος καταρρέει με ένα “κλακ” και παρά τα όσα συμβαίνουν σήμερα, δεν ξέρω κατά πόσο σε αυτή την ηλικία κάποιος θα ασχολιόταν τόσο ώστε να κάτσει να σκεφτεί συνειδητά τι τον περιμένει στο μέλλον», καθώς η εφηβεία «είναι και μία περίοδος της ζωής που κάνεις όνειρα χωρίς να σκέφτεσαι τι συμβαίνει γύρω σου.» Ωστόσο ένα στοιχείο που εντοπίζω και σε μένα που δεν είμαι πλέον έφηβη όμως υπάρχει στους εφήβους αυτή τη στιγμή, είναι το “dreams—canceled” που λέω εγώ. Βλέπεις ότι τα όνειρα σου ακυρώνονται, οπότε μπαίνεις αυτομάτως στη διαδικασία “γιατί να κάνω όνειρα, ποιος ο λόγος, αφού θα ακυρωθούν ας μην κάνω καθόλου για να είμαι πιο ασφαλής αλλά εγώ θέλω να πω ότι πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι και να αντισταθούμε σ αυτές τις καταστάσεις”»
«Το τέλος των ονείρων«;
Όπως μας εξηγεί, η επιθετικότητα είναι η απόφυση του θυμού «οπότε όταν αντικρίζεις αυτά που λέγαμε και πριν, -δεν υπάρχουν όνειρα, δεν ξέρεις τι να κάνεις, πώς να το κάνεις, υπάρχουν και αυτές οι ενδείξεις ότι η έφηβοι θέλουν να πειραματιστούν χωρίς να ξέρουν τον τρόπο και τι να κάνουν-, σου δημιουργεί θυμό. Όταν λοιπόν, δεν ξέρεις ποιος είσαι, θυμώνεις και η φυσική και ενστικτώδης αντίδραση είναι η επιθετικότητα».
Παρατηρείται ότι οι ήρωες του έργου υπογραμμίζουν συνέχεια πως κανείς δεν νοιάζεται, «αν πάρουμε ως δεδομένο ότι κανείς δεν νοιάζεται για εμένα, αυτομάτως αρχίζω να ενδιαφέρομαι από μόνος μου για τον εαυτό μου και αυτό ισχύει σχεδόν για όλους τους ανθρώπους. Και εγώ στη ζωή μου είμαι πολύ μητρική με τους φίλους μου, πολύ προστατευτική, τους φροντίζω, είναι ένα κομμάτι που το μαθαίνεις και απο μόνος σου, αν δεν υπάρχει κάποιος να στο διδάξει».
«Θα πεθάνω αν πεθάνεις» – Μια σύγκρουση συναισθημάτων
Τα ψυχολογικά «στεγανά» στους έφηβους δείχνουν να μην υπάρχουν αφού «η αγάπη και το μίσος είναι τόσο κοντά όσο τα δυο μας παπούτσια κάτω από το κρεβάτι, δηλαδή είναι στο τσακ. Είναι αυτό που λέγαμε με τα όρια, που είναι στο τέρμα, σε μεγάλη ένταση, σου λέω σ αγαπάω και θέλω να σε φάω γιατί σ αγαπάω και στα καπάκια μου λες εγώ δεν σε αγαπάω -το θυμάμαι, το έχω ζήσει- και λέω θέλω να σε σκοτώσω τώρα. Είναι στιγμές. Το θα πεθάνω αν πεθάνεις είναι κι ο τίτλος του έργου και νομίζω ότι οτι περικλύει όλη αυτήν την αντιφατικότητα των συναισθημάτων μας αλλά για μενα υποδηλώνει και κάτι τρυφερό, στοργικό»
Μιλάμε δηλαδή για ακραίες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις; «Ναι, το να πεις σε κάποιον θα πεθάνω αν πεθάνεις, είναι μια ακρότητα, μία δήλωση σε έναν άλλον άνθρωπο ότι είμαι εσύ. Γίνομαι εσύ. Στο ρόλο μου -όπως αντιλαμβάνομαι- υπάρχει μία τεράστια αναζήτηση του τι είναι αυτός ο άνθρωπος, τι είμαι, ποιος είμαι, που πάω τι κάνω; Εγώ λέω γύρω στις 5 φορές “θα πεθάνω αν πεθάνεις” μέσα στο έργο. Για μενα αυτό σημαίνει ότι, ότι πάθεις θα το πάθω! Γιατί δεν ξέρω επακριβώς τι είμαι, οπότε τώρα είμαι εσύ και ότι πάθεις εσύ θα το πάθω και εγώ γιατί σ αγαπάω πάρα πολύ. Είναι και αποδείξη αγάπης για μένα. Είναι μία δήλωση αγάπης με ακραίο τρόπο».
Από το μίσος στην αγάπη και πάλι πίσω
Όπως φαίνεται στη διάρκεια του έργου, οι ήρωες δεν μπορούν να «σταθούν» σε μια συγκεκριμένη ψυχική διάθεση και τα συναισθήματα εναλλάσσονται πολύ γρήγορα. «Οι χαρακτήρες περνάνε απ όλα τα στάδια δεν μπορώ να σου πω ότι υπάρχει μία συγκεκριμένη σχέση που συνδέει τον έναν με τον άλλον γιατί κάθε λεπτό εναλλάσσεται. Το μόνο που μπορώ να σου πω με βεβαιότητα είναι ότι περνάνε απ όλα τα συναισθήματα, απ όλα τα επίπεδα πειραματισμού από το μίσος στην αγάπη, στην απογοήτευση, στον θυμό, σε όλα αυτά που αναφέραμε. Όλοι μας αλλάζουμε μέσα στο έργο. Κάποιοι ενηλικιώνονται απότομα, άλλοι πιο βατά ή πιο συνειδητοποιημένα, άλλοι πάλι όχι. Μπορείς να κάνεις παραλληλισμό με το σήμερα γιατί η εφηβεία είναι παντού και πάντα ίδια».
«Στο έργο οι δύο χαρακτήρες απο γραφής είναι δύο πιο προσεγμένα παιδιά, θα μπορούσες να πεις ότι υπάρχει από πίσω τους μια υποστήριξη γονεϊκή και κοινωνική, έχουν λάβει κάποιες αρχές, ίσως, ενώ τα άλλα δύο παιδιά φαίνονται ότι είναι λίγο πιο παρατημένα. Οι δύο πλευρές, μπλέκονται, ξεμπλέκονται, μπλέκονται μεταξύ τους, μόνες τους, γίνονται πολλοί συνδυασμοί αλλά βλέπουμε τη διαφορετικότητα. Από την δική μου την πλευρά στο έργο παρατηρείται έντονα η ανάγκη της αποδοχής, η ανάγκη για συνειδητοποίηση, αγάπη, ανακάλυψη. Η Μούα ψάχνει περισσότερο να βρει κάπου να ανήκει, όχι να διαφοροποιηθεί. Οι δύο χαρακτήρες που είναι λίγο πιο εξωστρεφής νομίζω ότι προσπαθούν όπως αρκετοί έφηβοι να δείξουν ότι είναι διαφορετικοί, πιο cool, πιο μεγάλοι. Έχει να κάνει με τον περίγυρο, πρέπει να δίνεις το πάτημα σε ένα έφηβο για να αντιλαμβάνεται τι κάνει, αλλά να είσαι εκεί γι αυτόν, να του δείξεις ότι θα είσαι δίπλα του σε ότι χρειαστεί και αυτός είναι ένας ρόλος που τον αναλαμβάνουν οι γονείς κατά βάση και κάποιες φορές και οι εκπαιδευτικοί».
«Δεν εμπνέει η κοινωνία»
Αναφερόμενη στη λέξη κοινωνία δείχνει να «μαγκώνεται», καθώς θεωρεί ότι σήμερα δεν δίνει τις βάσεις που χρειάζονται οι έφηβοι για να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα. «Δεν αναφέρω πολύ τη λέξη κοινωνία γιατί είμαι κατά του θεσμού, ας μην μπούμε βέβαια σε αυτό το κομμάτι γιατί όσο καλό πιστεύουμε ότι κάνει άλλο τόσο κακό πιστεύω οτι κάνει. Η κοινωνία είναι το γύρω από εμάς. Εγώ θα υπήρχα και εκτός κοινωνίας, δεν θα χρειαζόμουν έναν νόμο για να υπάρχω ούτε κάποιον “άρχοντα”. (Βέβαια αυτά σε πολλούς ανθρώπους προσφέρουν την ασφάλεια που χρειαζόμαστε σαν όντα!) Είναι μία πολιτική μου πεποίθηση, θεωρώ ότι σε κάποια πράγματα κάνει καλό και σε άλλα όχι. Επιπλέον δεν δίνει κάποιο πάτημα στους νέους για να κάνουν τα όνειρα τους πραγματικότητα διότι δεν μπορεί. Για να μπορέσει να πραγματοποιήσει όνειρα πρέπει και να υπάρχουν όνειρα, Πιστεύω ότι είναι πάρα πολύ λίγοι οι άνθρωποι σήμερα, τώρα, στην Χώρα και την κατάσταση που ζούμε που μπορούν ακόμα να έχουν όνειρα. Το όνειρο θέλει και μία «φούσκα» για να ζήσει μέσα της».
Παίζουν με αλφαβητική σειρά:
Γιώργος Βουβάκης, Ορέστης Καρύδας, Κατερίνα Μισιχρόνη, Αλεξάνδρα Ταβουλάρη.
– Το έργο είναι δημιουργία της Anna Maria Nygren σε μετάφραση Βασίλη Παπαγεωργίου
– Σκηνοθεσία Έλενα Πέγκα
* Η παράσταση παρουσιάζεται στο «Χώρος Θέατρο» (Στάση Μετρό Κεραμεικός) κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου. Από τις 29 Μαρτίου έως τις 2 Απριλίου η παράσταση θα μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο «Αυλαία»
*Φωτογραφίες: Τάσος Βρεττός