Θες να ξυπνάω και να σου λέω καλημέρα
Να ‘χουμε κέφια σαν να μη ζούμε εδώ πέρα
ΛΕΞ – Διαστημόπλοια
Υπό κανονικές συνθήκες, το άρθρο αυτό θα αφορούσε τη σημασία της συναισθηματικής καλλιέργειας στο εκπαιδευτικό σύστημα μέσα από μια βιωματική και κατά το δυνατόν επιστημονική σκοπιά, το πόσο λείπει από το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα, πώς αναγνωρίζεται αυτή η ανάγκη αλλού και πώς γίνονται προσπάθειες να εξυπηρετηθεί. Βρίσκω ό,τι έχω γράψει σχετικά εντελώς παράταιρο, και πράγματι είναι. Αυτό όμως που είναι εντελώς σχετικό, και ίσως το μόνο που δεν έχει συζητηθεί σε βάθος ακριβώς γιατί είναι αυτό που μας τρομάζει περισσότερο, είναι οι συναισθηματικές όψεις αυτής της οργανωμένης τραγωδίας. Πιο κάτω θα βρείτε, λοιπόν, τρεις πρόχειρες σχετικές σημειώσεις για το συναίσθημα που εκκλήθηκε αυτές τις μέρες, σε ένα κείμενο που προσπαθεί να διαχειριστεί το δικό του.
- Για τι θρηνούμε
Ένα χαρακτηριστικό του Ίντερνετ είναι ότι, χωρίς να χρειαστεί να ψάξει κανείς ιδιαίτερα, μπορεί να βρει όλες τις απόψεις για κάθε θέμα, οσοδήποτε παρανοϊκές και κάφρικες και αν είναι. Μια άποψη που δεν βρήκα πουθενά αυτές τις μέρες, και έχω διαβάσει πολύ περισσότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε σχετικά, είναι ένα «ε και τι έγινε», ή έστω μια στάση κουλ αποστασιοποίησης από το γεγονός. Είναι πανθομολογούμενο και καταφατικό: είμαστε σε σοκ, σε συλλογικό πένθος, οι εκφράσεις χαράς συχνά αυτοαστυνομεύονται ή ετεροαστυνομεύονται.
Θέλω να εξομολογηθώ κάτι: το πρωί που διάβασα την είδηση, δεν σκέφτηκα αυτόματα ότι θα γινόταν τόσο τεράστιο θέμα. Παρότι νιώθω πλέον, όπως οι περισσότεροι, ένα μεγάλο βάρος, αυτό μάλλον έκατσε πάνω μου μέσα από τον συλλογικό θρήνο, παρά από το ίδιο το περιστατικό. Νομίζω πώς γι’ αυτό φταίει όχι το ότι είμαι ιδιαίτερα χοντρόπετσος, αλλά ότι λόγω της ενασχόλησής μου με το μεταναστευτικό επί αρκετά χρόνια, οι 50 νεκροί εδώ κι εκεί είναι κάτι το οποίο ακούω αρκετές φορές μέσα στη χρονιά, χωρίς να ξεσηκώνονται ιδιαίτερες αντιδράσεις. Αντανακλαστικά, ούτε κλονίστηκα τόσο πολύ όσο στη συνέχεια, ούτε θεώρησα ότι το θέμα θα παρέμενε στην επικαιρότητα για πολύ. Ήταν φυσικά μια ανόητη αντίδραση, που παρέβλεπε ότι οι νεκροί ήταν αυτή τη φορά νέοι Έλληνες.
Όπως έγραψα και στην προσωπική μου σελίδα τις προάλλες, καθόλου δεν εννοώ το παραπάνω ως πικρόχολο σχόλιο για τον κόσμο που αντιδρά στον θάνατο. Πολύ κυριολεκτικά, οι ζωές μας κοστίζουν περισσότερο και αξίζουν λιγότερο, με συστημική και κρατική ευθύνη. Αν συγκρίνουμε το γεγονός αυτό με άλλα γεγονότα για να απαξιώσουμε τους λίγους κοινωνικούς αγώνες που όντως συμβαίνουν για χάρη αυτών που δεν συμβαίνουν, τότε κάνουμε κάτι λάθος, πέφτουμε σε ένα αντιδραστικό και ανώφελο whataboutism. Υπάρχουν όμως και οι συγκρίσεις που γίνονται όχι για να ακυρώσουν αυτό που συμβαίνει, αλλά ως κριτική αυτοδιερεύνηση, ως τρόπος να καταλάβουμε ποιες άρρητες προκείμενες ορίζουν την συναισθηματική μας αντίδραση και τη συλλογική μας δράση. Αυτή η κατανόηση είναι χρήσιμη όχι για να «κυριαρχήσει η λογική απέναντι στο συναίσθημα» – χωρίς το καύσιμο του συναισθήματος οι αγώνες θα πέθαιναν πριν καν αρχίσουν – αλλά γιατί, ευτυχώς για εμάς ως άτομα αλλά δυστυχώς για εμάς ως κοινωνία, το συναίσθημα, όσο έχει την καταπληκτική ικανότητα να κάνει ορισμένα πράγματα θεόρατα μέσα μας, άλλα τόσο μπορεί να κάνει ορισμένα άλλα, πολύ σημαντικά πράγματα, πολύ-πολύ μικρά.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να δούμε ότι οι 57, κατά μεγάλη πλειοψηφία Έλληνες, νεκροί, μπόρεσαν, με σχεδόν μοναδικό όχημα το συλλογικό συναίσθημα, να παγώσουν στον χρόνο τη ζωή της για τουλάχιστον δέκα μέρες, ενώ ήδη διαφαίνεται το αντίστοιχο πολιτικό κόστος. Κατά πάσα πιθανότητα, όχι οι νεκροί καθαυτοί, αλλά το μαζικό ξέσπασμα απέναντι στην απώλειά τους, θα φέρει επίσης, έστω και τώρα, ουσιαστικές αλλαγές στην ασφάλεια των μαζικών μεταφορών. Πολύ αργά και πολύ υποκριτικά, αλλά και πολύ πραγματικά, κάτι θα αλλάξει για πολλούς από εμάς.
Από την άλλη, οφείλουμε για την ειλικρίνεια των αγώνων μας να δούμε ότι άλλοι νεκροί δεν κατάφεραν τίποτα απ’ όλα αυτά, γιατί δεν ήταν αρκετά νέοι ή αρκετά Έλληνες – κυρίως το δεύτερο. Μόνο το 2020, μια χρονιά πολύ χαμηλών μεταναστευτικών ροών (και λόγω της πανδημίας, οι νεκροί μετανάστες στο Αιγαίο ήταν 71. Σε ευθεία αντίθεση, μια άλλη, αντίστοιχη αριθμητικά τραγωδία, η πυρκαγιά στο Μάτι, έφερε τα πάνω-κάτω. Αυτή η τραγωδία των πνιγμών δεν γέννησε καμία μαζική συναισθηματική δόνηση, καμία απολύτως κίνηση που θα μπορούσε να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι οι κινήσεις που δημιούργησαν αυτούς τους νεκρούς ήταν κινήσεις που θα σημαίνουν εκλογικές προσόδους. Τα τωρινά γεγονότα μας δείχνουν λοιπόν ότι τα πράγματα μπορούν, έστω και πολύ μερικώς, αλλά ζωτικά μερικώς, να είναι αλλιώς αν νοιαζόμαστε αρκετά. Το πώς μπορούμε να νοιαζόμαστε αρκετά είναι βέβαια ένα ζήτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί εδώ, αμφιβάλλω αν και αλλού.
- Τι σκεφτόμαστε όταν θρηνούμεΣτον συλλογικό θρήνο, και κυρίως στην οργή, έσπευσαν να συμμετάσχουν, σε δεύτερο κυρίως χρόνο, διάφοροι άνθρωποι του θεάματος όχι αρεστοί στην Αριστερά. Γι’ αυτούς ειπώθηκαν διάφορα, αρκετά όχι άδικα: ότι παρακινούνται κυρίως από τα νούμερα της τηλεθέασης, ότι έχουν ένα παρελθόν εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων που δεν τους επιτρέπει να κουνάνε το δάχτυλο, ότι ο κόσμος τους κάνει ήρωες τζάμπα και ασχολείται υπερβολικά πολύ μαζί τους. Ακούσαμε όμως και διάφορα πράγματα τα οποία είναι οφθαλμοφανώς παράλογα. Πολλοίείπαν ότι οι διάφοροι τηλεορασάκηδες είναι “στημένοι από το σύστημα”, ότι κάνουν ό,τι κάνουν για “για να στρέψουν την προσοχή αλλού”. Δύο συνάνθρωποί μας μου έγραψαν ότι πανελίστες συγκεκριμένου καναλιού αντιδρούν είτε για να έχει το κανάλι έξτρα διαπραγματευτικά χαρτιά απέναντι στην κυβέρνηση, είτε ως μια εκδοχή κίβδηλης πολυφωνίας, εγγενές χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών συστημάτων.
Αναρωτιέται κανείς: αν αυτό ήταν όντως το σχέδιό τους, γιατί το ακολούθησαν μόνο ελάχιστες τηλεπερσόνες, και αυτές κατ’ εξαίρεση; Γιατί κάποιοι ήταν εντελώς εκτός γραμμής, και γιατί ήρθαν σε ευθεία σύγκρουση με κυβερνητικούς αξιωματούχους; Γιατί έστρεψαν την λεγόμενη προσοχή του κόσμου ακριβώς… στο ίδιο το συμβάν, και στις συστημικές ευθύνες για το δυστύχημα;
Αυτά δεν είναι δύσκολο να τα σκεφτεί κανείς, ούτε είναι θέμα ευφυίας ότι κάποιοι δεν τα βλέπουν. Παρ’ όλα αυτά, βρισκόμαστε για ακόμα μια φορά σε μια μίνι έκφραση του αποικισμού της σκέψης μας από την συνωμοσιολογία. Αυτό όχι γιατί είμαστε χαζοί και αμόρφωτοι αλλά γιατί, μετά από τόσα χρόνια συνεχόμενης φτώχιας και θανατίλας, το συλλογικό Εγώ μας είναι τόσο εύθραυστο που δεν αντέχει καμία γνωστική ασυμφωνία, οτιδήποτε δεν είναι μασίφ και πλήρως προσανατολισμένο στα προειλημμένα μας σχήματα. Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι κάποιος που είναι γενικότερα αντιπαθήςμπορεί να έχει ενίοτε και μια γνησίως τίμια στάση, ακριβώς όπως δεν μπορούμε να δεχτούμε πως οτιδήποτε συμβαίνει στην κοινωνική ζωή δεν συμβαίνει κατ’ ανάγκη βάση σχεδίου, Προκαλεί ένα άγχος αυτή η αντιφατική πληροφορία, και δεν αντέχουμε ούτε λίγο ακόμα άγχος, δεν μας παίρνει να γίνει η θέση μας ούτε λίγο ακόμα πιο επισφαλής.
Το κακό με όλα αυτά δεν είναι ούτε λίγο ηθικό, ότι κάποιος αδικεί τις τηλεπερσόνες ή τους πολιτικούς. Το κακό είναι ότι πρωτίστως όλο αυτό κοστίζει στη συλλογική μας ευφυΐα, στην ικανότητά μας να κατανοούμε την πραγματικότητα, να επικοινωνούμε με άλλους που δεν είναι ακριβώς σαν κι εμάς, να δρούμε μαζί για να μην είναι ο κόσμος έτσι όπως είναι. Αυτό είναι ένα πρόβλημα, θεωρώ από τα μεγαλύτερα συγκαιρινά μας, που το βρίσκουμε μπροστά μας όλο και περισσότερο όσο ο κόσμος γίνεται πιο ακατανόητος, τα παλιά μας σχήματα πεπαλαιωμένα, και η αυτοπεποίθησή μας μικρότερη. Και δυστυχώς το πρόβλημα αυτό μας καλεί να εργαστούμε πολύ, πάρα πολύ, πολιτικά, τεχνικά, συναισθηματικά, ώστε να μην το βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας.
- Τι γίνεται όταν θρηνούμε συνέχεια
Αυτή η καταβαράθρωση του Εγώ μας δεν είναι τωρινή. Είναι το τελευταίο στάδιο μιας μακράς διαδικασίας συλλογικής κατάρρευσης που ξεκίνησε το 2008 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με τα στάδιά της να διαδέχονται το ένα το άλλο ενίοτε τυχαία (COVID-19), αλλά συνήθως με μεγάλη συνέπεια και για δομικούς λόγους (π.χ. Τέμπη). Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κοινωνία, αφότου έζησε το βραχύ αμερικάνικό της όνειρο την δεκαετία του ’90, ξύπνησε απότομα στον εφιάλτη της λιτότητας. Δεκαπέντε χρόνια από τότε, η συλλογική μας ζωή αποτελεί έναν λιβανισμό της απώλειας και του θανάτου. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι τόσο τι ισχύει υλικά, ποια είναι η απόλυτη πραγματικότητά μας όσον αφορά π.χ. τον πλούτο, αλλά ποια αίσθηση έχουμε γι’ αυτήν, ποια είναι η αφήγηση που την ακολουθεί, ποιο συναισθημαιτκό σήμα λαμβάνουμε να γυροφέρνει. Αυτό είναι που κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα: όχι μόνο ότι δεν τα πάμε καλά, αλλά ότι (φαντασιωτικά τουλάχιστον) τα έχουμε πάει καλύτερα, αξίζουμε περισσότερα, είμαστε πολύ στεναχωρημένοι.
Δεν θέλω καθόλου να μπω σε μια πολιτική κουβέντα για να αξιολογήσω τα συναισθήματα αυτά, αν είναι άδικα, δίκαια για όλους, δίκαια για κάποιους, τι δύνανται να γεννήσουν ως συλλογική αντίδραση, και τα λοιπά. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, τόσον πολύ καιρό τώρα, μας γυροφέρνει μια θανατίλα, άλλοτε πιο μεταφορική, όπως στο βάθος της κρίσης, και άλλοτε πιο κυριολεκτική, όπως τα τελευταία χρόνια. Κάθε σχετική στατιστική μελέτη το επιβεβαίωνει (π.χ.), αλλά δεν μπορεί να μην είναι και ορατό στον μέσο άνθρωπο ότι η ψυχική μας υγεία έχει φτάσει στο μη περαιτέρω. Είναι λογικό: όπως είχε παρατηρήσει μεταξύ άλλων και ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, η ζωή μας είναι όλη κι όλη μια άσκηση στο να βάζουμε τον θάνατο σε παρένθεση, να χανόμαστε στα χαρακώματα της καθημερινής ζωής για να μην απασχολεί το τέλος τους ψυχικούς μας πόρους. Η συνεχής ζωή μέσα στον θάνατο, άλλοτε κοντινότερα και άλλοτε μακρύτερα, ο φόνος της δημιουργικότητας μέσα στη φτώχια μας είναι κάτι που γίνεται οδυνηρά εμφανές, αν όχι μέσα στην καθημερινότητά μας, τότε όταν τύχει να ταξιδέψουμε σε μέρη που δεν είναι πια έτσι. Όσο λοιπόν κι αν προσπαθούμε να παρηγορήσουμε τον εαυτό μας με την ασυνείδητη σκέψη ότι είμαστε πάνω από τις συνθήκες, δεν είμαστε. Είμαστε όλοι στο μάτι μιας πολύ άσχημης, και όχι αρκετά αναγνωριζόμενης, πανδημίας ψυχικής υγείας, και είναι καλό να το θυμόμαστε αυτό, όπως και όπου μπορούμε, ειδικά δε όταν αλληλεπιδρούμε με τους άλλους.