Βαδίζοντας διαρκώς δίπλα-δίπλα, το ήμισυ δε του χρόνου εκτός προβολέων, ντυμένοι με κάτι άθλιες παλιές φόρμες, η Βάσω και ο Κώστας αναρωτιούνται τι κάνουν εκεί. Ξέρουν ότι δεν θα μας αρέσει, θα βαρεθούμε, θα μας πάρει ο ύπνος και στο τέλος θα χειροκροτάμε «σαν τα βόδια», όπως κάναμε «και στον Βογιατζή». Κάπως έτσι ξεκινά η παράσταση που μιλά για την ίδια την παράσταση. Την παράσταση που ο Θεοδωρόπουλος τους προσκάλεσε να κάνουν, δικαιώνοντας επιτέλους χρόνια αναμονής και στερημένων προσδοκιών για μια πρόταση από τα φωτεινά ονόματα του ελληνικού θεάτρου, σειράς αναγκαστικών αλλά κενών νοήματος συνεργασιών, διαρκούς αυτο-αμφισβήτησης και απεγνωσμένης δίψας για αναγνώριση. Με ψυχρό αυτοσαρκασμό, οι δύο ηθοποιοί μιλάνε για το νόημα του να είσαι ηθοποιός σήμερα. Όχι ένας ιλουστρασιόν ηθοποιός που διαλαλεί
ότι ζει για να παίξει μεγάλους ρόλους, αλλά ένα σάρκινο πλάσμα που παίζει για να ζήσει.

 

Που έχει τόσο συνθλιβεί από το πλαίσιο εργασίας του που βαριέται τα πάντα. Βαριέται ακόμα και το να ψάχνει το νόημα. Οπότε περνάει την ώρα του λέγοντας ότι κάτι πρέπει να κάνει και τελικά δεν κάνει τίποτα. Ούτε καν την παράσταση που ήθελε.

Εκείνο λοιπόν που αποδομείται δεν είναι η θεατρική παράσταση (άλλωστε τι καινούριο απομένει να ειπωθεί επ’ αυτού;), είναι το σύστημα που την παράγει και που εκ των προτέρων έχει απομυζήσει το όποιο της νόημα. Εδώ, το υπαρξιακό νόημα δεν έχει χαθεί όπως στον Μπέκετ, έχει κλαπεί από το σύστημα. Και το κοινό δεν καθυβρίζεται επειδή αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια του δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που περίμενε, αλλά επειδή ανοιχτά του αποκαλύπτεται πόσο αποτελεί μέρος του προβλήματος: χωρίς να του απευθυνθούν ποτέ, ακυρώνοντας ακόμα και την παρουσία του, οι δύο ηθοποιοί του εκσφενδονίζουν στα μούτρα τον καθωσπρεπισμό, την ανεπάρκεια, την άδεια του προσδοκία για μια χρήσιμη φεστιβαλική βραδιά.

Ο καθρέφτης που μας τείνεται μπορεί πράγματι να είναι ανυπόφορος. Γιατί η
αυτοαναφορικότητα της σκηνής δεν είναι ένα κλειστό σύστημα συμβόλων. Ο κόσμος του καθένα μας έχει τον δικό του «Καραθάνο», τον δικό του Μαρμαρινό», τη δική του «Αμαλία Μουτούση». Έχει τα δικά του «Καλοκαιρινά μπάνια» που δεν θα γίνουν ποτέ. Ίσως όμως εάν το περιγράψει με τη διαύγεια και το χιούμορ του Κουτσολέλου και της Καμαράτου, να αρχίσει ήδη να το αποδομεί.

Παρένθεση.

Το επόμενο βράδυ, παιζόταν «Το κορίτσι από το εργοστάσιο της ομίχλης»του Ελβετού Τομ Λουτς. Ενώ δηλωμένη του πρόθεση ήταν να διερωτηθεί για τη «θέση της ποίησης σε έναν κόσμο που κυριαρχείται ολοένα περισσότερο από τους νόμους της αγοράς», έπνιξε στους καπνούς του τη φωτιά που το δίδυμο της προηγούμενης είχε ανάψει. Το αισθητίζον κενό, η μάταιη αναμονή της υπόσχεσης ήταν η απτή επαναφορά όλων όσα έθιξαν τα «Καλοκαιρινά μπάνια». Το «θα χειροκροτάνε σαν τα βόδια» φτάνει να περάσει μια μέρα για να γίνει ξανά πραγματικότητα. Την εμπειρία όμως του θεατή νοηματοδοτεί η αλληλουχία, και όχι το μεμονωμένο, το «προϊόν». Αντίστοιχα, η θεατρική κριτική οφείλει
να αδιαφορεί για το αν το προϊόν κυκλοφορεί ακόμα στα ράφια των θεάτρων. Δεν
καλύπτει την επικαιρότητα. Καλύπτει το κενό που η παράσταση αφήνει, αναζητά την γλώσσα που ισάξια με την παράσταση θα αποτυπώσει τη σχέση της με τον κόσμο. Και ει δυνατόν θα συνεχίσει τον διάλογο. Έτσι, το κείμενο αυτό γράφεται ενώ κανείς δεν μπορεί να δει πια τα «Καλοκαιρινά μπάνια».