Χωρίς μέχρι στιγμής να υπάρχει επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης για την διατλαντική εμπορικη συμφωνία μεταξύ Ε.Ε και ΗΠΑ (TTIP), ξεκίνησαν οι εργασίες της ειδικής επιτροπής της Βουλής για το θέμα αυτό, ενώ προχωρούν οι διαδικασίες της ανάλογης συμφωνίας με τον Καναδά (CETA). Τα μηνύματα που δόθηκαν πάντως είναι σαφή: Η έγκριση των συμφωνιών είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δεν ασκεί βέτο. Αυτά την ίδια στιγμή που τον Οκτώβριο στην Διάσκεψη Κορυφής Ε.Ε-Καναδά είναι μεγάλες οι πιθανότητες να εγκριθεί έστω και προσωρινά η CETA.
Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, που προεδρεύει και στην επιτροπή, σημείωσε ότι «είναι ένα πεδίο, στο οποίο είναι προφανές, πως δεν μπορείς να αποχωρήσεις, να αναχωρήσεις, να φύγεις, να μην δώσεις τη μάχη σου, αλλά δεν πρέπει να έχουμε και ψευδαισθήσεις, είναι θέμα δυνάμεων και διαμόρφωσης αντιστάσεων εναλλακτικών προτάσεων».
Νωρίτερα πάντως εξέφρασε την προσωπική του θέση όπως διευκρίνησε λέγοντας πως «μέσω αυτών των συμφωνιών, κατά την άποψή μου, γίνεται ένα βήμα ουσιαστικό, αποφασιστικό από πλευράς ορισμένων δυνάμεων που έτσι κι αλλιώς έχουν θέσει σε προτεραιότητα τους κανόνες της αγοράς έναντι της πολιτικής, άρα και έναντι της πολιτικής δημοκρατίας, ένα βήμα για την οικονομική και πολιτική διεύθυνση της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή, να φύγουμε από το εν’ μέρη άναρχο πεδίο που με ρυθμούς καταιγιστικούς αναπτύχθηκε η παγκοσμιοποίηση και πέραν των ορίων που ήθελαν κάποιες μεγάλες δυνάμεις- ο χρηματοπιστωτικός, π.χ., τομέας κ.λπ., στα «τοξικά» προϊόντα σαν όχι κατευθείαν επιλογή αλλά σαν κάτι που προέκυψε από ένα σημείο και ύστερα κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90- και γίνονται προσπάθειες τώρα να τιθασεύσει προς την κατεύθυνση, βεβαίως, της περαιτέρω κερδοφορίας των μεγάλων ομίλων, των πολυεθνικών κ.λπ. και της ενίσχυσης συγκεκριμένων διεθνών πολλών, όπως είναι οι ΗΠΑ κατ' αρχήν, αλλά και η Ε.Ε. σύμφωνα με ορισμένες ηγέτιδες απόψεις κυριαρχούσες, στο μεγάλο ανταγωνισμό έναντι των bricks και άλλων μεγάλων σύγχρονων διεθνών πόλων επαναλαμβάνω, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης». Επίσης ο Ν.Βούτσης, ξεκαθάρισε ότι η διατλαντική εμπορική συμφωνία με τον Καναδά,CETA, έχει χαρακτηριστεί μεικτή (δηλαδή όχι αμιγώς μονοθεματική) έτσι ώστε «μετά από έντονες πιέσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απεφάνθη ότι η CETA είναι συμφωνία μεικτού χαρακτήρα και ως τέτοια, θα πρέπει να επικυρωθεί από τα Εθνικά Κοινοβούλια»
Στο θέμα του χαρακτηρισμού της CETA ως μεικτής αναφέρθηκε και ο παριστάμενος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Ευάγγελος Αποστόλου σημειώνοντας πάντως ότι η ελληνική κυβέρνηση αξιοποιεί το γεγονός χωρίς να ασκεί βέτο. Όπως είπε «αυτό είναι θετικό για τις χώρες και το χρησιμοποιούμε όταν στις συζητήσεις βάζουμε τη φράση «δεν μπορεί η ελληνική κοινωνία, το ελληνικό κοινοβούλιο να δεχθεί αυτές τις συμφωνίες». Όχι ότι βάζουμε βέτο εκείνη την ώρα, το λέμε στις σχετικές διαπραγματεύσεις. Αυτό μας βοηθάει και φαίνεται ότι από τη δική τους πλευρά θέλουν να προχωρήσουν αυτές οι συμφωνίες». Πάντως αναφερόμενη στο ίδιο θέμα η πρόεδρος της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου Χαρά Καφαντάρη αποκάλεσε την συμφωνία με τον Καναδά, «Δούρειο Ιππο» της TTIP. Όπως είπε «όσον αφορά την CETA, η οποία είναι σε μια «διαδικασία υλοποίησης» ας το πούμε, ότι μπορεί να λειτουργεί και σαν «δούρειος ίππος» αυτή τη στιγμή για την TTIP, διότι έχουμε και περιπτώσεις επιχειρήσεων από τις Η.Π.Α. να εγκαθίστανται στον Καναδά, για να έχουν κάποια οφέλη, σε σχέση με την CETA αφού ακόμα δεν έχει προχωρήσει το θέμα της TTIP».
Τέλος να σημειωθεί ότι οι διαπραγματεύσεις για την TTIP συνεχίζουν να βρίσκονται κάτω από καθεστώς άκρας μυστικότητας αφού όπως επισήμανε ο Ν.Βούτσης «τα διαβαθμισμένα έγγραφα της ΤΤΙΡ τα οποία φυλάσσονται σε ειδική αίθουσα στο Υπουργείο Εξωτερικών περιλαμβάνουν ορισμένα από τα κεφάλαια της Συμφωνίας, καθώς και τεχνικές εκθέσεις με γραφήματα των δασμολογικών προσφορών και περιλήψεις της πορείας των διαπραγματεύσεων».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όμως ήταν η πρόταση της εκπροσώπου του Ινστιτούτου Ν.Πουλαντζάς, Δώρας Κοτσακά. Σημείωσε ότι οι επιπτώσεις από την εφαρμογή της CETA θα είναι άμεσες ζητώντας από την κυβέρνηση την άμεση προσφυγή στο ευρωπαϊκό δικαστήριο.
Όπως χαρακτηριστικά είπε «υπάρχει το ζήτημα του κατεπείγοντος για τη ρήτρα προαιρετικής εφαρμογή που υπάρχει στη CETA. Επειδή πράγματι για την TTIP υπάρχει χρόνος όπως γενικά διαπιστώθηκε για τη CETA δεν υπάρχει. Τον Οκτώβριο έχουμε τη Σύνοδο Καναδά Ε.Ε. εκεί θα πέσουν οι υπογραφές. Η ρήτρα προαιρετικής εφαρμογής για να δούμε περί τίνος πρόκειται υπάρχει πραγματικά στο νομικό πολιτισμό της Ε.Ε. αλλά μέχρι τώρα, υπήρχε η πρόθεση και η πρακτική να ερμηνεύεται περιοριστικά. Δηλαδή, τη θέτουμε σε εφαρμογή όταν υπάρχει κάτι κατεπείγον που πρέπει να σταματήσει. Ας πούμε χρήση μιας χημικής ουσίας που σκοτώνει όλες τις φάλαινες ή αν είναι κάτι ίσωνως σημασίας οπότε θέτουμε τη ρήτρα προαιρετικής εφαρμογής.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση καταλαβαίνουμε ότι είναι η πρώτη φορά, που χρησιμοποιείται μια τέτοια πρακτική προκειμένου να προλάβει αποτελέσματα. Ως προς αυτό, έχουν ήδη γνωμοδοτήσει η Ένωση Ευρωπαίων Δικαστών και Ένωση Γερμανών Δικαστών και έχουν πει η Ένωση Γερμανών Δικαστών ότι είναι αντισυνταγματικό σε σχέση με το Σύνταγμα της Γερμανίας και η Ένωση Ευρωπαίων Δικαστών ότι αντιβαίνει τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Με αυτά τα δεδομένα και με δεδομένο ότι η ρήτρα προαιρετικής εφαρμογής είναι για 3 χρόνια, αν περάσει από το συμβούλιο και από την επιτροπή, ξεκινάει έννομα αποτελέσματα που σημαίνει ότι το ISDS που στη βελτιωμένη του μορφή ως ECS περιλαμβάνεται στη CETA, μπορούν να ξεκινήσουν μηνύσεις κατά των κρατών.
Άρα, από την επόμενη χρονιά μπορούμε να ξεκινήσουμε και ως χώρα και ο υπόλοιπος κόσμος της Ε.Ε. να πρέπει να πληρώνουμε τεράστια ποσά ως αποζημιώσεις όταν οι κυβερνήσεις θέλουν να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον. Υπάρχει ένας τρόπος αυτό να καθυστερήσει και αυτός ο τρόπος είναι, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, η προσφυγή για αίτηση γνωμοδότησης, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.Ειπώθηκε το «Μα πώς θα γνωμοδοτήσουν οι ευρωπαίοι δικαστές, αν δεν γνωρίζουν το κείμενο;». Το κείμενο της CETAτο γνωρίζουμε, έχει κατατεθεί, το ξέρουμε, άρα μπορούν να γνωμοδοτήσουν οι ευρωπαίοι δικαστές. Αυτό μπορεί να γίνει λοιπόν, αν μια κυβέρνηση ή το Ευρωκοινοβούλιο ή κάποιος Επίτροπος προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, γιατί δυστυχώς μόνο αυτοί νομιμοποιούνται».