Αφιερωμένο ειδικό πολυσέλιδο ένθετο για τη δίκη των ναζί της Χρυσής Αυγής περιλαμβάνει το σαββατιάτικο φύλλο της Εφημερίδας των Συντακτών, περιλαμβάνοντας δηλώσεις του Πρωθυπουργού, του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης και των υπολοίπων κομμάτων, αλλά και του πρώην πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, κατά τη θητεία του οποίου ανδρώθηκε το ναζιστικό μόρφωμα και δολοφόνησε τον Παύλο Φύσσα, προκαλώντας έτσι -επιτέλους- την κινητοποίηση της Δικαιοσύνης.

Ειδικά ο Αντώνης Σαμαράς, στο άρθρο που υπογράφει, εξιστορεί τα γεγονότα με απόλυτα εγωκεντρικό και παρελκυστικό τρόπο, υποστηρίζοντας πως ήταν εκείνος που προσπαθούσε να πείσει τη Δικαιοσύνη να ασχοληθεί με την ποινική αντιμετώπιση των εγκληματικών πράξεων της οργάνωσης, στέλνοντας «με κάθε τρόπο το μήνυμα ότι η Δικαιοσύνη έπρεπε να ξεπεράσει την αμηχανία της και να κάνει τη δουλειά της». Ο πρώην πρωθυπουργός κάνει λόγο για «προεργασία», ώστε μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το «τραγικό λάθος» όπως το χαρακτηρίζει, «να κινηθεί αστραπιαία η Δικαιοσύνη και να παραπεμφθεί η ΧΑ ως “εγκληματική οργάνωση”. Με άρση της βουλευτικής ασυλίας, με φυλάκιση των βουλευτών της και διακοπή των κρατικής επιχορήγησης».

Ξεχνώντας τις μυστικές συνομιλίες του δεξιού του -τότε- χεριού, Τάκη Μπαλτάκου με τον Ηλία Κασιδιάρη, ο Αντ. Σαμαράς υποστηρίζει πως ο ίδιος είχε καταγγείλει από τις αρχές του 2012 το μόρφωμα, και μάλιστα, πως ο ίδιος πίστευε «ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να την αγνοήσουμε. Κι είναι αδύνατο να… “ενσωματωθεί” η εγκληματική δράση στην πολιτική αντιπαράθεση».

Μάλιστα, χωρίς αιδώ, και παρότι το άρθρο του εντάσσεται σε αφιέρωμα όπου οι πολιτικοί αρχηγοί «ενώνουν τις φωνές τους εναντίον της ναζιστικής απειλής», ο πρώην πρωθυπουργός αποφασίζει να κλείσει το κείμενό του σπεύδοντας να υπογραμμίσει πως «εγκληματική δραστηριότητα που καλύπτεται από “πολιτική προστασία” δεν υπάρχει μόνο στην περίπτωση της ΧΑ», και καταλήγοντας στους νεκρούς της Μαρφίν, οι οποίοι «ζητούν δικαίωση».

Στο ίδιο αφήγημα και με αντίστοιχες «γωνίες» στον λόγο του, ο σημερινός πρωθυπουργός αναπαράγει και αυτός τα περί εξάρθρωσης της ναζιστικής οργάνωσης από την παράταξή του, κάνοντας μάλιστα λόγο για «τραυματική, οδυνηρή και δυστυχώς πολύ οδυνηρή» εμπειρία της χώρας μας, ξεχνώντας τα δικά του λόγια ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν δήλωνε πως «είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που έχει εσωτερική τρομοκρατία, προερχόμενη από την άκρα αριστερά. Η βία προέρχεται αποκλειστικά από την αριστερά τα τελευταία χρόνια».

Στη συνέχεια, ο Κυριάκος Μητσοτάκη επιλέγει να κατηγορήσει τις κοινωνικές αντιδράσεις της περιόδου 2010-2015 απέναντι στην πολιτική των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά, αναφερόμενος σε «τυφλό λαϊκισμό» ο οποίος προέβαλε «εύκολες και απλοϊκές απαντήσεις σε δύσκολα και σύνθετα ερωτήματα», που έδωσαν έδαφος στον «σπόρο της μαύρης προπαγάνδας και μεγάλωσε το παράσιτο των νοσταλγών του Χίτλερ». Ακόμα, ο Πρωθυπουργός αναφέρεται σε «θολά νερά των αντιμνημονίων», «συνοικίες του μίσους» και «πλατείες των “αγανακτισμένων”», κατηγορώντας μάλιστα «κάποιους» που «δεν αρνήθηκαν ακόμη και να αξιοποιήσουν το αντισυστημικό προσωπείο του, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης». Και συνεχίζει κατηγορώντας δυνάμεις που «στο όνομα του πρόσκαιρου συμφέροντος, άφησαν χαραμάδες, ώστε το παρακράτος ν’ ανοίξει την πόρτα της πολιτικής».

Επίσης, ο Κ. Μητσοτάκης υποστηρίζει πως η Νέα Δημοκρατία είναι «διαχρονικός αντίπαλος της Χρυσής Αυγής», πως ως αντιπολίτευση «αρνηθήκαμε οποιαδήποτε σύμπλευση με τους εκπροσώπους του ακόμη και σε απλές ψηφοφορίες της Βουλής», και πως ως κυβέρνηση, «είμαστε συνειδητοί πρωταγωνιστές στην προσπάθεια να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη όσοι από αυτούς εγκλημάτησαν».

το σημερινό πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας των Συντακτών

 

Διαβάστε το άρθρο του Κ. Μητσοτάκη:

«Η εμπειρία της χώρας μας από το ολέθριο πέρασμα του ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής υπήρξε τραυματική, οδυνηρή και, δυστυχώς, πολύ αιματηρή.

Είμαι περήφανος που η παράταξή μας την εξάρθρωσε, στέλνοντας τον ηγετικό της πυρήνα στο εδώλιο για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Και νιώθω ικανοποίηση που τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας την εξόρισαν από τη Βουλή και το Κράτος Δικαίου από την καθημερινότητά μας.

Όπως όλοι οι Έλληνες, ωστόσο, παραμένω σε επαγρύπνηση. Γιατί το δηλητήριο του φασισμού πάντα καραδοκεί να εμφανιστεί σε κάθε δύσκολη στιγμή της ομαλής πολιτικής και κοινωνικής ζωής.

Το δίδαγμα από την πολύχρονη επέλαση της ντροπής είναι πως μήτρα της υπήρξε ο τυφλός λαϊκισμός. Ήταν αυτός που καθιέρωσε το ψέμα στον δημόσιο διάλογο. Που πρόβαλε εύκολες και απλοϊκές απαντήσεις σε δύσκολα και σύνθετα ερωτήματα. Και που ένωσε αντίθετα κομματικά συνθήματα κάτω απ’ την ίδια ακραία συμπεριφορά. Σε αυτό το έδαφος της γκρίζας σύγχυσης έπεσε ο σπόρος της μαύρης προπαγάνδας και μεγάλωσε το παράσιτο των νοσταλγών του Χίτλερ.

Είναι αλήθεια ότι ο πολιτικός κόσμος ολιγώρησε. Αδράνησε μπροστά στον κίνδυνο που αναπτυσσόταν στα θολά νερά των «αντιμνημονίων», στις συνοικίες του μίσους και στις πλατείες των «αγανακτισμένων». Παντού όπου απλώθηκε η πιο χυδαία και αποτρόπαιη έκφραση της δημαγωγίας που είναι ο φασισμός. Κάποιοι, μάλιστα, δεν αρνήθηκαν ακόμη και να αξιοποιήσουν το αντισυστημικό προσωπείο του, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Ακριβώς γι’ αυτό η Δημοκρατία χρειάστηκε καιρό για να νικήσει.

Όμως, όπου ριζώνει η γενικόλογη καταγγελία, ανθεί ο εξτρεμισμός. Όταν επελαύνει ο κυνισμός, παρελαύνει η βία. Και όποιος οικοδομεί πάνω στην οργή κατεδαφίζει τους θεσμούς. Ενώ μέσα στην άμορφη αντίδραση οι ένοχοι γίνονται αόρατοι. Έχουν,
συνεπώς, ευθύνες εκείνες οι δυνάμεις που, στο όνομα του πρόσκαιρου συμφέροντος, άφησαν χαραμάδες, ώστε το παρακράτος ν’ ανοίξει την πόρτα της πολιτικής. Γιατί είναι άλλο η πολιτική αντιπαλότητα και άλλο η εχθρότητα προς τη Δημοκρατία. Και μόνον όταν τα άκρα απομονώνονται χωρίς εκπτώσεις, αποξενώνονται και από τους πολίτες.

Η παράταξή μας ήταν και παραμένει διαχρονικός αντίπαλος της Χρυσής Αυγής όπως και κάθε υπονομευτή του πολιτεύματος και της ομαλότητας. Βουλευτές και στελέχη μας έγιναν στόχοι επιθέσεων. Όμως, ποτέ η Νέα Δημοκρατία δεν ανέχτηκε το κακό: Ως αντιπολίτευση, αρνηθήκαμε οποιαδήποτε σύμπλευση με τους εκπροσώπους του ακόμη και σε απλές ψηφοφορίες της Βουλής. Και ως κυβέρνηση, είμαστε συνειδητοί πρωταγωνιστές στην προσπάθεια να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη όσοι από αυτούς εγκλημάτησαν. Για να τιμωρηθούν δίκαια, αλλά αμείλικτα.

Η Ελλάδα υπέφερε όσο ελάχιστες χώρες από τον ναζισμό. Θρήνησε θύματα, έζησε τραγωδίες, υπέμεινε καταστροφές. Γι’ αυτό και τον πολέμησε. Στη χώρα μας, λοιπόν, δεν υπάρχει θέση για μιμητές και οπαδούς του. Στον μισαλλόδοξο εθνικισμό, αντιτάσσουμε τον γνήσιο πατριωτισμό. Στον ολοκληρωτισμό, τον πλουραλισμό. Στη σύγκρουση, τον διάλογο. Στον διχασμό, την ενότητα. Και στον εξτρεμισμό, τον ορθολογισμό. Ταυτόχρονα, όμως, μεταφράζουμε τη βιωμένη αρνητική εμπειρία σε θετική και γόνιμη εθνική παρακαταθήκη. Γι’ αυτό και υπερασπιζόμαστε κάθε στιγμή τη Δημοκρατία και την ομαλότητα. Με την ισχύ της νομιμότητας. Με σταθερή πίστη στους θεσμούς. Και με συμμάχους μας τους πολίτες».

Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του Αντ. Σαμαρά:

«Είχα καταγγείλει δημόσια την ΧΑ ως “νεοναζιστικό μόρφωμα” ήδη από τον Απρίλιο του 2012, πριν τις πρώτες εκλογές της χρονιάς εκείνης. Κάποιοι είχαν διαφωνήσει με τη δήλωσή μου εκείνη. Κι όχι μόνο μέσα στην παράταξή μου…

​Εγώ όμως, ήθελα να γνωρίζει το εκλογικό σώμα, ότι η νεοπαγής αυτή οργάνωση δεν κάλυπτε απλώς ένα “πολιτικό κενό”, αλλά υπονόμευε την ίδια την συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Και τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος.

​Στη συνέχεια η ΧΑ πέτυχε την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση και ξεδίπλωσε την εγκληματική δράση της. Κάποιοι πίστευαν ότι έπρεπε να την “αγνοήσουμε”! Ή ακόμα να προσπαθήσουμε να την “ενσωματώσουμε”…

​Εγώ πίστευα ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να την αγνοήσουμε. Κι είναι αδύνατο να… “ενσωματωθεί” η εγκληματική δράση στην πολιτική αντιπαράθεση…

​Η Δικαιοσύνη έδειχνε μιαν αμηχανία τότε. Δεν ήταν εύκολο να στραφεί ευθέως κατά έκνομων ενεργειών που στηρίζονταν ή καλύπτονταν από ένα “κοινοβουλευτικό κόμμα”.

​Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι ανεξάρτητη σε μια Δημοκρατία. Εμείς οι πολιτικοί μπορούμε να καταγγέλλουμε πολιτικά τους αντιπάλους μας, αλλά μόνο η Δικαιοσύνη μπορεί να αποφασίζει για την ποινική αντιμετώπιση εγκληματικών πράξεων.

​Επί ένα χρόνο και πλέον, ως Πρωθυπουργός, έστελνα με κάθε τρόπο το μήνυμα ότι η Δικαιοσύνη έπρεπε να ξεπεράσει την αμηχανία της και να κάνει τη δουλειά της. Χωρίς δισταγμούς…

​Δεν τους είπα εγώ τι να κάνουν. Ούτε πώς να το κάνουν. Ούτε μπορούσα άλλωστε…

​Απλώς τους ενημέρωσα πως η ποινική αντιμετώπιση εγκληματικών πράξεων δεν πρέπει να διστάζει όταν απειλούνται εμπλοκές “πολιτικών προσώπων”. Και πως όταν έκαναν εκείνοι τη δουλειά τους, η Κυβέρνηση θα τους στήριζε…

​Έτσι προχώρησε σιωπηλά και χωρίς “τυμπανοκρουσίες” όλη η απαραίτητη “προεργασία”,ώστε τη στιγμή που έγινε το “τραγικό λάθος”, δηλαδή η δολοφονία Φύσσα, να κινηθεί αστραπιαία η Δικαιοσύνη και να παραπεμφθεί η ΧΑ ως “εγκληματική οργάνωση”. Με άρση της βουλευτικής ασυλίας, με φυλάκιση των βουλευτών της και διακοπή των κρατικής επιχορήγησης.

​Όταν παραπέμφθηκε η ΧΑ, το Σεπτέμβριο του 2013, αρκετοί αποδοκίμασαν την πρωτοβουλία μας εκείνη. Κάποιοι μας έλεγαν ότι η δικογραφία που είχε σχηματιστεί σε βάρος τους “δεν επρόκειτο να σταθεί σε κανένα δικαστήριο”. Αποδείχθηκε ότι έκαναν λάθος!

​Ελάχιστες διαφωνίες υπήρχαν πλέον μέσα στην παράταξή μου, αλλά πολύ πιο έντονες στα άλλα κόμματα. Θυμηθείτε μόνο, πόσες κραυγές ακούστηκαν τότε κι από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα! Ενάντια στην πρωτοβουλία να αρθεί η ασυλία της ΧΑ και να παραπεμφθούν σε δίκη τα μέλη της…

​Κάποιοι είναι “αντιφασίστες” μόνο στην… μπουνάτσα.

​Στην τρικυμία, κρύβονται στο αμπάρι και φωνάζουν!

​Βρέθηκε αρκετά μόνος τότε. Αλλά στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι έκανα το σωστό.

​Και βεβαίως, εγκληματική δραστηριότητα που καλύπτεται από “πολιτική προστασία” δεν υπάρχει μόνο στην περίπτωση της ΧΑ.

​Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα, βέβαια. Που μένει κι αυτό να διαλευκανθεί.

​Γιατί και οι νεκροί της Μαρφίν ζητούν δικαίωση…»