Υπενθυμίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών το 2012, επί υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου και υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοιδη, συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, τόσο σε σχέση με τον εξαναγκασμό των οροθετικών σε εξέταση αίματος, όσο και με την αδικαιολόγητη διάδοση των προσωπικών τους δεδομένων. Επιδίκασε συνολική αποζημίωση 70.000 ευρώ στις επιζήσασες.

Κανένας από τους δύο πολιτικούς δεν θεώρησε άξια αναφοράς αυτήν την καταδίκη, σε μία υπόθεση που έχει μείνει στην ιστορία για τη βάναυση μεταχείριση αυτών των γυναικών. Δεν υπήρξε δήλωση που, τουλάχιστον να ζητάει έστω και σήμερα μία συγγνώμη από τις επιζήσασες, αναγνωρίζοντας τις παραβιάσεις.

«Το κομβικό της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ότι ουσιαστικά αναγνωρίζεται με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο της ευθύνης της Ελλάδας απέναντι σε αυτές τις γυναίκες. Οι διαδικασίες και οι αποφάσεις της Ελληνικής Δικαιοσύνης έκαναν ένα βήμα, ουσιαστικά αθώωναν πανηγυρικά τις κατηγορούμενες, ωστόσο αυτό που είναι πολύ κρίσιμο σ’ αυτή την υπόθεση είναι το γεγονός ότι τα θύματα αυτής της ιστορίας, οι γυναίκες οι οποίες διαπομπεύτηκαν και τα προσωπικά τους δεδομένα δυστυχώς βρίσκονται ακόμα δημόσια προσβάσιμα στο ίντερνετ και στα μέσα, είχαν μετατραπεί για κάποιο λόγο σ΄αυτή την ιστορία στους θύτες. Θεωρούνταν ότι είναι οι θύτες» σχολίασε αρχικά ο Γιάννης Λεβισιάνος υπεύθυνος διεκδίκησης & δικαιωμάτων της οργάνωσης «Θετική Φωνή», του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδος.

«Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου γυρνάει σ’ αυτό το πολύ κρίσιμο σημείο. Αναγνωρίζει ότι οι γυναίκες αυτές υπήρξαν τα θύματα, ότι τα προσωπικά τους δεδομένα παραβιάστηκαν, η προσωπική τους αξιοπρέπεια θίχτηκε τέλος πάντων, ισοπεδώθηκε και ότι η Ελλάδα φέρει βαρύτατη ευθύνη γι’ αυτό» πρόσθεσε.

Σχολιάζοντας το γεγονός ότι πολλές από αυτές τις γυναίκες δεν έζησαν για να δουν αυτήν την έστω πολύ καθυστερημενη δικαίωση, ανέφερε πως «πολλές από αυτές τις γυναίκες έχουν αποτραβηχτεί, άλλες έχουν πεθάνει, άλλες έχουν αυτοκτονήσει και σε κάθε περίπτωση είναι βαθύ το τραύμα που φέρουν και κουβαλάνε από αυτή την ιστορία. Ο Σύλλογος έχει μια επαφή, είναι και ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της κοινότητας των ανθρώπων που ζούνε στην Ελλάδα, υπάρχει μια επικοινωνία, αλλά καταλαβαίνετε ότι είναι κάπως ιδιαίτερες οι συνθήκες.»

Πώς πρέπει να συζητάμε σήμερα για τον HIV

Μιλώντας για το γενικότερο πλαίσιο, ο κ.Λεβισιάνος τόνισε πως «όπως λέμε συνεχώς τα επιστημονικά δεδομένα για τον HIV έχουν αλλάξει άρδην τα τελευταία χρόνια. Οι αγωγές είναι αποτελεσματικές. Όχι μόνο όσοι ζουν με HIV δεν πεθαίνουν, αλλά έχουν και μια φυσιολογική ζωή σχεδόν στο ίδιο προσδόκιμο και στον ίδιο βαθμό με τον γενικό πληθυσμό». Συνέχισε λέγοντας ότι «προφανώς υπάρχει και το στίγμα και η ιστορία του 2012 είναι ένα ακόμη ενδεικτικό παράδειγμα του πώς ο HIV και το στίγμα που τον συνοδεύει συνδέονται με άλλες ευαλωτότητες και άλλες καταπιέσεις».

«Οι συγκεκριμένες γυναίκες πέρα από οροθετικές που δεν το γνώριζαν, ήταν χρήστριες, δούλευαν ως sex workers πολύ συχνά και τέλος πάντων βρίσκονταν σε  μια κατάσταση τρόμου, σε ένα πλαίσιο πολλαπλής ευαλωτότητας που δεν ήταν μόνο το HIV, η χρήση ή το sex worker, ήταν προφανώς και το έμφυλο χαρακτηριστικό τους ως γυναίκες και ενδεχομένως η καταγωγής τους. Οπότε είναι ένα παράδειγμα που είναι φαντάζομαι ενδεικτικό του πώς τεμνόμενα στίγματα και τεμνόμενες καταπιέσεις λειτουργούν όχι απλά προσθετικά, επιβαρυντικά για το κάθε άτομο, αλλά πολλαπλασιαστικά. Για το στίγμα, τις διακρίσεις και τη βία που δέχεται» πρόσθεσε.

Ξεκαθαρισε πως «ο τρόπος με τον οποίο θα ‘πρεπε να το συζητάμε είναι χωρίς ταμπού και χωρίς τον ηθικό πανικό που συνόδευσε αυτή την υπόθεση». Σημείωσε ότι κατά τη διαπόμπευση του 2012, «χιλιάδες άντρες είχαν καλέσει στον τότε ΚΕΛΠΝΟ μετέπειτα ΕΟΔΥ, ψάχνοντας να βρουν αν είχαν κάνει απροφύλακτο σεξ με κάποια από αυτές τις γυναίκες όταν πια είχαν δημοσιευθεί και διαπομπευθεί μέσω των φωτογραφιών τους»

«Αυτό που νομίζω έχει σημασία να συζητήσουμε σήμερα, όχι μόνο σήμερα, αλλά από εδώ και πέρα, είναι το πώς οι κρατικές πολιτικές και πολιτικές υγείας διαρθρώνονται έτσι ώστε γυναικες και άνθρωποι γενικότερα που φέρουν τον HIV και είναι αδιάγνωστοι, να έχουν πρόσβαση σε συμπεριληπτικές υπηρεσίες υγείες, πώς οι χρήστες μπορεί να πηγαίνουν σε προγράμματα που θα ‘ναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να εξυπηρετούν την θεραπεία και την απεξάρτηση, πώς αντίστοιχα η σεξεργασία μπορεί να αλλάξει με έναν τρόπο που να ρυθμίζεται και να μπορούν όσα άτομα εργάζονται σ’ αυτό, να μπορούν να διαπραγματευτούν τη χρήση του προφυλακτικού, να μπορούν να κάνουν με ασφαλή τρόπο τη δουλειά τους και πώς αντίστοιχα και όσοι βρίσκονται σε κατάσταση δρόμου, είτε είναι αστεγία και χρήση, είτε είναι όποια άλλη ευαλωτότητα, να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες περίθαλψης και φροντίδας» τόνισε ο υπεύθυνος διεκδίκησης & δικαιωμάτων της οργάνωσης «Θετική Φωνή» και έκλεισε λέγοντας πως:

«Νομίζω ότι αυτή η υπόθεση είναι ακριβώς πολύ σημαντική γιατί αναδεικνύει όλα αυτά τα ζητήματα μαζί. Τα ζητήματα των πολλαπλών καταπιέσεων και των πολλαπλών ευαλωτήτων και αναδεικνύει αντίστοιχα και τις τεράστιες ελλείψεις και της κρατικής μέριμνας και του κρατικού μηχανισμού, αλλά κυρίως του κοινωνικού συντηρητισμού, του στίγματος, των ταμπού γύρω από όλα αυτά τα ζητήματα. Τα ναρκωτικά, o HIV, η εργασία στο σεξ, είναι πράγματα τα οποία δυστυχώς δεν συζητάμε και θα ‘πρεπε λίγο να συζητάμε με μια μεγαλύτερη ειλικρίνεια και ένα μεγαλύτερο θάρρος.»