Οι τρέχοντες πόλεμοι διεξάγονται πάνω στο φόντο ότι οι πυρηνικές δυνάμεις της ανθρωπότητας μπορούν να καταστρέψουν πολλές φορές τον πλανήτη.

Για τον λόγο αυτό δεν πρόκειται για πολέμους πλήρους εμπλοκής, αλλά για πολέμους δι’ αντιπροσώπων, οι οποίοι κρίνονται συχνά από «αρετές» ηγετών και κοινωνιών που δεν έχουν σχέση με μια πλήρη ικανότητα νίκης σε έναν απόλυτο πόλεμο, όπως ήταν οι παγκόσμιοι πριν τη χρήση πυρηνικών. Κάπως σχηματικά έστω, θα μπορούσε κανείς να πει ότι για τη συλλογική Δύση, η οποία διαθέτει μεν ακόμη την ηγεμονία στους θεσμούς συλλογικής σκληρής και ήπιας ισχύος, αλλά φθίνει οικονομικώς, ακόμη και τεχνολογικώς, και θέλει να ανακόψει την ανάδυση των ασιατικών δυνάμεων, ως κύρια «αρετή» θεωρείται το θράσος, δηλαδή η δυνατότητα να επιφέρεις στον αναδυόμενο αντίπαλο συντριπτικά προληπτικά πλήγματα. Μετά λόγω της ηγεμονίας στους διεθνείς θεσμούς, ο αντίπαλος δεν έχει τη δυνατότητα μιας ουσιαστικής καταδίκης του θράσους, οπότε η τακτική έγκειται στο πόσο θράσος θα μπορέσει να γίνει ανεκτό κάθε φορά, ώστε οι αντίπαλοι να καταστρέφονται σταδιακά, χωρίς να υπάρξει μια κραταιά αντισυσπείρωση. Την τακτική αυτή βλέπουμε εκ μέρους των εκλεκτών της συλλογικής Δύσης στη Δυτική Ασία.

Από την άλλη, οι ευρασιατικές δυνάμεις βασίζονται στην αντοχή. Πρόκειται για δυνάμεις που κατά κανόνα δεν έχουν το δυτικό μοντέλο φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά συγκεντρωτικές εξουσίες που συνάδουν με κεντρικό προγραμματισμό, οικονομικό, τεχνολογικό και στρατιωτικό. Οι ευρασιατικές δυνάμεις διεξάγουν πολέμους με φτηνότερα μέσα από ό,τι η Δύση, βασιζόμενες στη μαζική κεντρική παραγωγή όπλων. Το διακύβευμα για τις δυνάμεις αυτές, που δεν έχουν φιλελεύθερη δημοκρατία δυτικού τύπου με θεσμοθετημένη εναλλαγή εξουσίας και «εξημερωμένες» πολιτικές αντιπαλότητες, είναι αν θα αντέξουν οι κοινωνίες τους σε έναν μακροπρόθεσμο πόλεμο αντοχής που μοιραία φέρνει αμφισβήτηση της κεντρικής εξουσίας. Η αντοχή, όμως, που αποτελεί το κύριο πολεμικό ζητούμενο των ευρασιατικών δυνάμεων έχει πολιτισμικό υπόβαθρο. Μπορούμε χαρακτηριστικά να αναφέρουμε: α) Τη σιιτική εκδοχή του Ισλάμ για το Ιράν, η οποία βασίζεται στην οιονεί αυταξία του μαρτυρίου, σε έναν μεσσιανισμό βασισμένο στην κοινωνική δικαιοσύνη και σε ένα συμβολικό πάταξης της αλαζονείας των ισχυρών. β) Μια εθνοκεντρική ή μάλλον «αυτοκρατορική» εκδοχή της Ορθοδοξίας του «ρωσικού κόσμου», η οποία πάντως είναι εν πολλοίς φαντασιακή και ταυτοτική, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια χώρα αρκετά εκδυτικισμένη και με προβλήματα όπως λ.χ. το δημογραφικό, η οποία ωστόσο μπορεί να βασίζεται στα μεγέθη της. γ) Και, επίσης, στην περίπτωση της Κίνας, το πολύ ιδιαίτερο υβρίδιο κομμουνιστικού κόμματος, καπιταλιστικής ανάπτυξης και κομφουκιανικής πνευματικής επένδυσης του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού. Το Ιράν έχει βεβαίως και αυτό το δικό του υβρίδιο «Ισλαμικής Δημοκρατίας», δηλαδή νεωτερικού τύπου εκλογές, στις οποίες όμως μπορεί να δρα ως ανάχωμα ένα συμβούλιο θρησκευτικών νομομαθών δίκην πλατωνικής πνευματικο-νομικής αριστοκρατίας.

Τελικά, σε μια ύστερη νεωτερικότητα που άρχισε τη δεκαετία του 1990 με τα δύο διαφορετικά οράματα στις ΗΠΑ, ήτοι αφενός του Φράνσις Φουκουγιάμα περί καπιταλιστικού «τέλους της Ιστορίας» και, αφετέρου, του Σάμιουελ Χάντιγκτον περί «συγκρούσεως των πολιτισμών», βιώνουμε, καθώς φαίνεται, μια υβριδική επιβεβαίωση (ή διπλή σχετικοποίηση) των δύο μοντέλων. Ακριβώς επειδή τον καπιταλισμό τον οικειώθηκαν με πολύ διαφορετικό τρόπο οι διάφοροι πολιτισμοί, η Ιστορία δεν τελείωσε, αλλά συνεχίζεται μέσα από δριμείες πλέον συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών προσλήψεων. Οι διαφορετικοί αυτοί τρόποι υποδοχής σχετίζονται και με το πώς διεξάγονται οι πόλεμοι. Και εδώ θα λέγαμε ότι όχι τυχαία η Δύση βασίζεται στην ταχύτητα, η οποία ερείδεται εντέλει σε μια αρκετά ρατσιστική εκδοχή περί υπεροχής του δυτικού λευκού ανθρώπου που φέρεται να διαθέτει ακόμη ένα δικαίωμα να καταφέρει προληπτικά πλήγματα έναντι των αντιπάλων. Αντιθέτως, ευρασιατικές δυνάμεις στοχεύουν περισσότερο στο πώς θα αποκτήσουν αντοχή σε μακροπρόθεσμες αναμετρήσεις. Λ.χ. ο ρωσικός τρόπος πολέμου είναι χαρακτηριστικά βραδύς και πλέον έχει ως σκοπό τη στρατιωτική καταστροφή του αντιπάλου μέσω πολέμου φθοράς με ταυτόχρονη επικέντρωση σε μια συγκεντρωτική πολεμική οικονομία. Η Κίνα στήνει παντοδαπά δίκτυα, χωρίς να εμπλέκεται ακόμη άμεσα σε πολεμικές αναμετρήσεις και ακολουθεί έτσι έναν διαφορετικό τρόπο ήπιας ισχύος από τη Δύση. Αξίζει, όμως, να μελετηθεί και η περίπτωση των αντιδράσεων του Ιράν ύστερα από τα προληπτικά πλήγματα του Ισραήλ.

 

Διδάγματα από τη 12ήμερη αναμέτρηση Ισραήλ και Ιράν

 

Η ανακωχή μεταξύ Ισραήλ και Ιράν είναι κατά κύριο λόγο μια ανακούφιση λόγω εξάντλησης πυρομαχικών, καθώς και μια προετοιμασία για μια πληρέστερη αναμέτρηση στο μέλλον. Το Ισραήλ επλήγη στα αεροδρόμια και το λιμάνι του, ενώ αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η μείωση των πυρομαχικών. Οι εικόνες των διαλυμένων κτηρίων του Τελ Αβίβ επέφεραν και ένα σημαντικό συμβολικό πλήγμα. Το γεγονός αυτό μας φέρνει σε μια νέα κατάσταση όπου πολλές φορές είναι συγκριτικά πιο οικονομικά ασύμφορο για τις εύρωστες οικονομικώς δυνάμεις να διεξάγουν έναν μακροχρόνιο πόλεμο παρά για τις ασθενέστερες. Η μεγάλη απώλεια πυραύλων του «Θόλου» του Ισραήλ, προκειμένου να αναχαιτισθούν όχι επιτυχώς οι υπερηχητικοί πύραυλοι του Ιράν σήμανε ότι το Ισραήλ δεν μπορούσε και για οικονομικούς λόγους να συνεχίσει τον πόλεμο, πέρα από την τρώση του γοήτρου του. Το σχέδιο του Ισραήλ ήταν η ρυμούλκηση των ΗΠΑ στον πόλεμο, αυτό όμως που συνέβη ήταν άλλη μια «χορογραφία» σαν αυτές που είχαμε δει το 2024 μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, μόνο αυτή τη φορά με συμμετοχή Αμερικανών. Οι Αμερικανοί προσποιήθηκαν για το δικό τους κοινό ότι κατέστρεψαν το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν και το Ιράν επίσης προσποιήθηκε ότι ανταπέδωσε με την επίθεση στην αμερικανική βάση του Κατάρ. Βεβαίως η αμερικανική επίθεση προξένησε ζημιές, όμως κυρίως αποτέλεσε μια δοκιμή όπλων, όπως άλλωστε και η αντίστοιχη επίθεση του Ιράν, για μια ενδεχόμενη, πλην όχι σίγουρη, πιο εντατική σύγκρουση στο μέλλον.

Το Ιράν διστάζει να απαντήσει σαρωτικά εναντίον των Αμερικανών, γιατί γνωρίζει ότι στόχος της συλλογικής Δύσης είναι η αλλαγή καθεστώτος και αυτή μπορεί να επιχειρηθεί με πολλούς τρόπους, όπως με χρήση εθνοτικών μειονοτήτων, καθώς οι Αζέροι ή οι Κούρδοι σε συνδυασμό με ξένους μισθοφόρους. Αλλά και η κυβέρνηση Τραμπ, αντιστοίχως, έχει υπερβολικά πολλά ανοικτά μέτωπα στο εσωτερικό της, για να μπορεί να αντέξει μια μείζονα πολεμική περιπέτεια, η οποία θα προκαλεί εσωτερική διάσπαση ανάμεσα αφενός στη MAGA (Make America Great Again) και America First συνιστώσα της και αφετέρου στο περισσότερο φιλο-ισραηλινό μέρος των Ρεπουμπλικανών, όταν μάλιστα είχαμε μόλις τον Ιούνιο εμφυλιακές συνθήκες στην Καλιφόρνια, ολομέτωπη επίθεση στα προοδευτικά πανεπιστήμια κ.ο.κ.

Η αναμέτρηση πάντως έδειξε πολλά για τις διαθέσεις και τη δυναμική της Ρωσίας και της Κίνας. Η Ρωσία δεν φάνηκε διατεθειμένη να συμμετάσχει δυναμικά και άμεσα για πολλούς λόγους. Φαίνεται σημαντική η παρουσία πολλών Εβραίων με προέλευση από τη Ρωσία και την πρώην Σοβιετική Ένωση στο Ισραήλ, καθώς και η πολλαπλή οικονομική εξάρτηση ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Περσία άλλωστε υπήρξε ένας παραδοσιακός αντίπαλος της Ρωσίας γεωπολιτικώς. Η Ρωσία, αρκετά απορροφημένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία, φάνηκε περισσότερο διατεθειμένη να διατηρήσει μια ισορροπία και για αυτό επιστρατεύτηκαν απειλές, όπως του πρώην Προέδρου Μεντβέντεφ για πιθανή χορήγηση πυρηνικών στο Ιράν από άλλη χώρα (Βόρεια Κορέα;) που είχαν περισσότερο ενδεικτικό χαρακτήρα για τις πιθανότητες που θα ανέκυπταν από μια κλιμάκωση. Η Κίνα δεν βοήθησε αποφασιστικά κατά την ίδια την αναμέτρηση, αλλά φάνηκε διατεθειμένη να προσφέρει τα αεροπλάνα και την αντιαεροπορική άμυνα που λείπει από το Ιράν σε δεύτερο χρόνο. Το γεγονός παραμένει ότι οι αναδυόμενες BRICS δεν φαίνονται αυτή τη στιγμή διατεθειμένες να κάνουν για το Ιράν ό,τι κάνουν οι ΗΠΑ για το Ισραήλ. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη η Κίνα δεν διαθέτει μια ηγεμονία ανάλογη αυτής των ΗΠΑ στο πλανητικό επίπεδο, αλλά δεν υπάρχει και μια παρόμοιου τύπου διάθεση. Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο, όπου οι ΗΠΑ διατηρούν την κύρια ηγεμονία πλην σε μια εύθραυστη συνθήκη όπου δεν μπορούν να αναλάβουν οι ίδιες έναν αποφασιστικό χερσαίο πόλεμο. Για τον λόγο αυτό αποκτούν πολύ μεγάλη σημασία περιφερειακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Τουρκία, που μπορεί να προκαλέσει τριβές τόσο στη Ρωσία όσο και στο Ιράν, δορυφοροποιώντας ταυτόχρονα την Ελλάδα ως ελάσσονα και περισσότερο προβλέψιμο σύμμαχο των Αμερικανών.

 

Η «αντοχή» ως πολιτισμικό ζητούμενο των μελλοντικών πολέμων

 

Το σημαντικό είναι ότι η ιρανική κοινωνία επέδειξε συνοχή και αντοχή. Χάρη σε αυτή μπόρεσε να αντέξει τον 12ημερο πόλεμο εξάντλησης του αντιπάλου χωρίς να στηριχθεί σε βοήθεια άλλου κράτους και χωρίς καν να κλείσει τα στενά του Ορμούζ. Με τη μαζική παραγωγή υπερηχητικών βαλλιστικών πυραύλων έδειξε ότι υπερτερεί του Ισραήλ σε έναν πόλεμο φθοράς. Βεβαίως δεν θα μπορούσε να αντέξει έναν πόλεμο με τη συνολική Δύση, αλλά εδώ το δυσάρεστο συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι μόνο η απόκτηση πυρηνικών όπλων αποτελεί ικανή δύναμη αποτροπής ελλείψει εφαρμογής του διεθνούς δικαίου σε ένα περιβάλλον που η συλλογική Δύση επιφυλάσσει εξαιρετισμό για τους εκλεκτούς της.

Σημειωτέον βεβαίως ότι και το Ισραήλ διαθέτει στοιχεία «αντοχής» ως πολεμικής «αρετής». Την ίδια στιγμή που οι πιο φιλελεύθεροι και εκδυτικισμένοι από τους κατοίκους του μπορεί να επιστρέφουν στη Δύση, θα μένουν οπωσδήποτε όσοι έχουν επενδύσει με θρησκευτικό και πολιτισμικό νόημα την παραμονή τους στο Ισραήλ ακόμη και με συνθήκες διαρκούς πολέμου. Για τον λόγο αυτό, κάθε εκεχειρία δεν μπορεί παρά να είναι μια πρόσκαιρη ανακούφιση από την εξάντληση και ενοπτρισμός του πώς μπορεί να επιτευχθεί μία ανταπόκριση στα πλεονεκτήματα του αντιπάλου. Για το Ιράν αυτό θα σήμαινε απόκτηση αεροπορίας, πιθανότατα μέσω Κίνας, καλύτερων αντιαεροπορικών και, μοιραία, επανεξέταση της δυνατότητας πυρηνικής αποτροπής, η οποία όμως θα επέφερε μια συνολική συμπαράσυρση σε αλλαγή σκηνικού στη Δυτική Ασία, καθώς Τουρκία και Σαουδική Αραβία θα επιθυμούσαν μετά να ακολουθήσουν στην απόκτηση πυρηνικών όπλων. Για το Ισραήλ αυτό θα σήμαινε συνολικότερη και εμπεδέστερη ρυμούλκηση των ΗΠΑ στην αναμέτρηση, νέες ευρεσιτεχνίες αξιοποίησης των Κούρδων, των Αζέρων και άλλων λαών υπό τον Καύκασο, καθώς και άλλων εθνοτήτων εντός του Ιράν, αναζήτηση τεχνολογικών τρόπων να αντιμετωπιστούν οι υπερηχητικοί βαλλιστικοί πύραυλοι. Εντέλει, όμως, και για το Ισραήλ το διακύβευμα θα είναι να βρει τη δική του πολιτισμική «αντοχή» σε μια αναμέτρηση που πιθανότατα θα είναι μακροπρόθεσμη και δυνητικά έως εσχάτων.