της Αναστασίας Σταυροπούλου
Δεν είναι μόνο το επίδομα των 600 ευρώ. Αυτό ήταν το απίστευτο αποκορύφωμα. Προηγήθηκε η υπερψήφιση από τα ίδια ακριβώς κόμματα, δυστυχώς και το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, της αναγραφής στα ποινικά μητρώα της ποινικής δίωξης, πριν δηλαδή την τελεσίδικη καταδίκη. Η αλλαγή αυτή παραβιάζει το θεμέλιο ενός προοδευτικού νομικού πολιτισμού, το τεκμήριο της αθωότητας και υπό άλλες συνθήκες ούτε κομμάτια της δεξιάς δεν θα το υποστήριζαν. Αλλά φαντάζει ακόμη «μακρινό», δεν ξεσηκώνει αντιδράσεις. Όταν θα γίνει κατανοητό το ότι αφορά ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού από όσους σήμερα απασχολεί, θα είναι αργά.
Υπάρχει ένας εναγκαλισμός ενός πολύ μεγάλου τμήματος του πολιτικού σκηνικού από τα αντιδραστικά «αιτήματα» καταστολής που παρουσιάζει ως «πανεθνικά» και «πανκοινωνικά» η μισαλλόδοξη, εμφυλιοπολεμική δεξιά που είναι στην κυβέρνηση.
Η υποστήριξη του επιδόματος των 600 ευρώ μόνο για την αστυνομία και το λιμενικό και με την αιτιολογία της υποστήριξης του έργου των επαναπροωθήσεων και δολοφονιών προσφύγων στα σύνορα είναι βέβαια ένα άλλο επίπεδο. Και την ημέρα που έγινε, όταν πυροβολήθηκε και δολοφονήθηκε ο Κώστας Φραγκούλης. Είναι άλλο επίπεδο, γιατί προκαλεί την πραγματική εμπειρία αμέτρητων πολιτών, και όχι απλά τη μια θεωρία ή την άλλη για τη φύση των σωμάτων ασφαλείας. Κυρίως προκαλεί την εμπειρία και το βίωμα της νεολαίας, που τρώει ξύλο όπου βρεθεί, στις πορείες, στα πανεπιστήμια, στις πλατείες, που παρενοχλείται στους δρόμους, στα αστυνομικά τμήματα.
Η αστυνομία και ιδίως τα δολοφονικά «ειδικά» τμήματα της ΕΛΑΣ και η νεαρή ηλικία είναι σήμερα στην Ελλάδα δύο μετωπικά συγκρουόμενες δυνάμεις με βάση τον τρόπο που κινείται η κυβέρνηση και αναπτύσσονται τα χαρακτηριστικά μιας μεταμνημονιακής οικονομίας.
Η ψήφιση του επιδόματος εν γνώσει όλων αυτών βασίστηκε στην εκτίμηση, ότι με τη νέα φάση που εγκαινίασε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τη φάση «του τέλους της μεταπολίτευσης», των περιορισμένων ελευθεριών, των οριοθετημένων αγώνων και μονοδρομημένων διαδηλώσεων, αυτά τα αντακατασταλτικά είναι πλέον «πασέ». Στην εκτίμηση επίσης ότι, η δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη δεν μπορεί να κλονίσει τα πράγματα όπως η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και λόγω εποχής και λόγω των οριοθετήσεων που θέτει ο υπαρκτός ρατσισμός.
Θέλουμε δεν θέλουμε, η ψήφος στο 600άρι είναι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο διαπιστευτήρια προς ένα σύστημα που σκληραίνει, στο μεταίχμιο της νέας εποχής του «τέλους της μεταπολίτευσης», μια δήλωση ότι η πάλη για τη δημοκρατία θα είναι «μετρημένη και συνετή». Για τη νεολαία που βιώνει την καταστολή σε κάθε πρίσμα της καθημερινότητας, αναγκαία ερμηνεύτηκε ως απογοήτευση και ως προδοσία. Προφανώς, λοιπόν, για συγκεκριμένους λόγους ψηφίστηκε από κόμμα της αριστεράς το επίδομα των 600 ευρώ μόνο για ένστολους.
Αλλά και για συγκεκριμένους λόγους έγινε η δήλωση υπαναχώρησης στη Βουλή. Για τους ίδιους λόγους που και ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε τροπολογία της τροπολογίας την επομένη για να «τη φέρει» (!) στην κυβέρνηση ζητώντας επέκταση του επιδόματος. Αντ’ αυτού το ΚΚΕ, ανασκεύασε. Ο λόγος σε όλες τις περιπτώσεις είναι οι αντιδράσεις, ιδιαίτερα τις νεολαίας, που προφανώς ήταν πολύ μεγαλύτερες από το υπολογισμένο κόστος που αρχικά εκτιμήθηκε για να ληφθεί η ψήφος.
Χρειάστηκε απίστευτη έκθεση υποστηρικτών αυτών των κομμάτων με αντιδραστική επιχειρηματολογία μέχρι σήμερα να καταστεί αυτή άνευ περιεχομένου. Χρειάστηκε επίσης να επιχειρηθεί να αποτραπεί η γενίκευση της κριτικής ειδικά στη νεολαία με τις χειρότερες μεθοδεύσεις και μεθόδους, τραμπουκισμούς επιθέσεις και προβοκατορολογία βγαλμένη από τη δεκαετία του 80. Να ταυτιστούν οι φορείς της κριτικής με «ύποπτα στοιχεία». Ούτε αυτά έφτασαν για το damage control.
Και βέβαια στη νεολαία αυτά έχουν πραγματική υπόσταση δεν είναι διαξιφισμοί στο φεισμπουκ. Η νεολαία είναι ο στόχος της πολιτικής των εκτελέσεων πολιτών, του ξύλου στις πλατείες και στις καφετέριες και της γενικής καταστολής και το ξέρει, την ώρα που οι ΟΠΠΙ και οι εκπαιδευμένοι δολοφόνοι της ΔΕΛΤΑ επιβραβεύονται με επίδομα.
Η υπαναχώρηση από τις αρχικές θέσεις είναι το σημείο καμπής που θέτει ο πολύμορφος και διαρκής αγώνας για τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα εδώ και 4 χρόνια.
Από την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου το 2019, τη χιλιοχτυπημένη διαδήλωση του Πολυτεχνείου το 2019, τον νικηφόρο αγώνα ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία, τη μεγάλη ρήξη με την απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου, την συγκλονιστική λαϊκή παρουσία στη Νέα Σμύρνη, τους αγώνες για το δικαίωμα στη διαδήλωση τόσες και τόσες φορές, τους αγώνες για να μην πεθάνει στα χέρια της Πολιτείας κρατούμενος, τους αγώνες ενάντια στην αστυνομική βία και ασυδοσία όταν χτυπήθηκε ο Ινδραρές, όταν προφυλακίζονταν αθώοι όπως ο Ινδιάνος, όταν στήνονται σκευωρίες σε αγωνιστές, αμέτρητες φορές, ένα διαρκές και επίμονο κίνημα έχει παλέψει και έχει χτυπηθεί για τη δημοκρατία στην Ελλάδα.
Αυτό το αίτημα είναι πολύ πιο δυναμικό και πολύ πιο ευρύ από αυτό που αρχικά εκτίμησε η ίδια η κυβέρνηση, γι’ αυτό και άλλωστε μπορούμε να πούμε ότι από τα ελάχιστα σημεία που αυτή η κυνική κυβέρνηση έχει χάσει σε όλη την 4ετία της σχετίζονται με την καταστολή. Είναι 1) η πανεπιστημιακή αστυνομία 2) η νομιμοποίηση της αστυνόμευσης και αστυνομοκρατίας 3) η απαγόρευση των διαδηλώσεων.
Είναι πολύ πιο ευρύ όμως και από αυτό που εκτιμούν κομματικοί μηχανισμοί, που αισθάνονται ότι «λογοδοτούν» σε κάποιο εκλογικό ακροατήριο πιο «σοβαρό», όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, με άλλο τρόπο το κάθε κόμμα.
Με άλλα λόγια, η πάλη ενάντια στην κατασταλτική σκλήρυνση που είναι στον πυρήνα των λαϊκών αγώνων σήμερα (και στον πυρήνα βέβαια των σχεδιασμών του αντιπάλου η ήττα της) δεν είναι ούτε για τους «δικαιωματιστές», ούτε ασύμβατη με τις εκλογές που πρέπει τώρα να ξεχαστεί. Καλό είναι να το αντιληφθούν τα κόμματα κάθε λογής του προοδευτικού, πολλώ μάλλον αριστερού φάσματος, ότι η πάλη ενάντια στην αυταρχική σκλήρυνση στην Ελλάδα μπορεί να ορίσει έναν πολύ πλατύ λαϊκό ορίζοντα και να κερδίσει.