Όπως έχει γίνει κοινός τόπος πλέον να λέμε σήμερα, η ελληνική πόλις στάθηκε το λίκνο μιας τριπλής γέννησης: της πολιτικής, της ιστορικής συνείδησης και της φιλοσοφίας. Δημιούργησε μια παρακαταθήκη ιδεών και σημασιών που θα ταξιδέψουν στον χρόνο σηματοδοτώντας ένα ορισμένο ιστορικό συνεχές, με την έννοια αυτού που αποκαλούμε «παράδοση» ως αδιάσπαστη αλυσίδα μεταβίβασης νοήματος, και παρά τις βαθιές τομές που διαστίζουν την εκδίπλωση αυτού του μαιανδρικού συνεχούς – στου οποίου το τέλος φαίνεται ότι βρισκόμαστε σήμερα, τέλος που έχει αναγγελθεί στη διάρκεια του τραγικού εικοστού αιώνα: του λεγόμενου ελληνοδυτικού πολιτισμού (που έχει εν τω μεταξύ αποβεί με μια διφορούμενη έννοια παγκόσμιος).
Μπορεί κάποιος να δει την παράδοση του λόγου που ονομάζουμε «φιλοσοφία» σαν μια μεγάλη συζήτηση γύρω από το ίδιο τραπέζι, με συζητητές οι οποίοι εναλλάσσονται σε σταθερή διαδοχή μέσα στο αδιάκοπο πέρασμα των γενεών, που διαρκεί από τα χρόνια τού κλασικού ελληνικού κόσμου μέχρι τις αστικές και ήδη μεταβιομηχανικές κοινωνίες των ημερών μας. Παρά το επισφαλές των περιοδολογήσεων, θα μπορούσαν να διακριθούν τέσσερις αδρές περίοδοι της φιλοσοφίας, έτσι εννοημένης: αρχαία, μεσαιωνική, νεώτερη, σύγχρονη. Η πρώτη περιλαμβάνει βασικά τη ελληνική σκέψη και τους ρωμαϊκούς της αποήχους· η δεύτερη αναπτύσσεται στο διανοητικό περιβάλλον που διαμορφώνεται από τους μεγάλους μονοθεϊσμούς τής Ανατολικής Μεσογείου και διακλαδώνεται σε σχέση πρωτίστως με τη χριστιανική και τη μουσουλμανική θεολογία (και δευτερευόντως με κάποιες πλευρές τής ιουδαϊκής παράδοσης)· η τρίτη εγκαινιάζεται με την ευρωπαϊκή Αναγέννηση και ολοκληρώνεται κάπου στα τέλη τού δέκατου όγδοου αιώνα, θέτοντας ως συμβατικό όριο είτε τη Γαλλική Επανάσταση είτε την έναρξη της εκβιομηχάνισης, η οποία με τη σειρά της θα εκληφθεί ως απαρχή τής τέταρτης και τελευταίας περιόδου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι όροι νεωτερικό και σύγχρονο ισχύουν ως αδρομερώς ισοδύναμοι με τους κοινωνιολογικούς προσδιορισμούς «αστικό» και «καπιταλιστικό».
Με μια έννοια, η μοίρα αυτής της συζήτησης ταυτίζεται με τα μεταβαλλόμενα πεπρωμένα του Λόγου – την άνοδο και την πτώση αυτής της πολύσημης ελληνικής έννοιας που στην περίοδο της μακράς βασιλείας της αξίωσε να ισχύσει ως αρχή και θεμέλιο του κόσμου, και που ακόμη και μετά την εκθρόνισή της παραμένει το έσχατο νομιμοποιητικό έδαφος του φιλοσοφείν, αυτό που εξουσιοδοτεί τη σκέψη έστω κι με επίγνωση των περιορισμένων του δικαιοδοσιών έναντι ενός αινιγματικού, αδιάγνωστου και αβυθομέτρητου πραγματικού.
Η τελευταία θετικά αξιοδοτημένη χρήση τής έννοιας χρονολογείται από τον καιρό τού Διαφωτισμού και κρυσταλλώνεται στην έννοια του ορθολογισμού: Rationalismus, rationalism, rationalisme, razionalismo, ración, όλες από το λατινικό ratio (= αναλογία, λόγος, λογικό, διάνοια, νους, συλλογισμός, θεωρία, μέθοδος, γνώση, επιστήμη). Στα γαλλικά και στα γερμανικά χρησιμοποιούνται επίσης οι όροι Reason και Aufklärung (αγγλ. Enlightment) ως συνώνυμα του Διαφωτισμού. Παρότι το ratio υποτίθεται πως μεταφράζει την ελληνική λέξη Λόγος, δεν διατηρεί παρά μόνο ένα μέρος των αρχικών της σημασιών, δεδομένου ότι και στην ίδια την εξέλιξη της ελληνικής σκέψης αυτές μεταβάλλονται. Στην πρώιμη ελληνική σκέψη, τη λεγόμενη Προσωκρατική, οι όροι Φύσις και Λόγος ίσχυαν ως λειτουργικώς ταυτόσημοι. Ο διαχωρισμός τους εγκαινιάζεται με τη σκέψη τού Πλάτωνα, την εναρκτήρια μεταφυσική κατασκευή που θα σημαδέψει την εξέλιξη τής φιλοσοφίας για τους επόμενους είκοσι περίπου αιώνες, με την ανακάλυψη των «υπερβατικών» ιδεών –δηλαδή, εννοιών γένους που ανέρχονται στη λογική πυραμίδα κατά αύξοντα βαθμό αφαιρέσεως– οι οποίες εκλαμβάνονται ως «αντικειμενικές» πραγματικότητες πρότερες των υλικών-αισθητών πραγμάτων, μη υποκείμενες στον νόμο της γέννησης και της φθοράς. Η φύσις υπάγεται σταδιακά σε αυτή την υπερβατική βαθμίδα τού Λόγου, και μέσα στο έργο τού Αριστοτέλη, παρά τις πολλές και γόνιμες αμφιλογίες του, θα υποταχθεί στη νέα της μοίρα ως παράγωγη και εξαρτημένη αρχή.
Αυτή η επινόηση της υπερβατικού Λόγου από την ελληνική μεταφυσική βρήκε μιαν αναπάντεχη στήριξη στη μονοθεϊστική θεολογία που ανέτειλε τα χρόνια τής παρακμής τής ελληνική πόλεως για να γίνει το ιδεολογικό θεμέλιο του νέου σχηματισμού τής αυτοκρατορίας. Εβραϊκής προελεύσεως, κανονικοποιήθηκε με την εκλεκτική συνεπικουρία τής ελληνικής φιλοσοφίας πρώτα στον Χριστιανισμό και κατόπιν σε ρεύματα τής αραβομουσουλμανικής φιλοσοφίας που στα χρόνια του ύστερου Μεσαίωνα επανεκκίνησαν έναν διάλογο με την ελληνική σκέψη. Μια αμφισημία ωστόσο παρέμενε: παρά την υιοθέτηση του δυιστικού μεταφυσικού σχήματος από τους Έλληνες Πατέρες μέχρι τον Θωμά Ακινάτη, μιας επιβλητικής κοσμικής ιεραρχίας στην κορυφή τής οποίας ετοποθετείτο ο άσαρκος Λόγος, δεν ήταν διόλου βέβαιο αν το «Πρώτο Ον» ήταν λογικής τάξεως· και αν όχι, τί είδους πραγματικότητα θα έπρεπε ν’ αποδώσουμε στις λογικές (υπερβατικές) ιδέες; Ήταν όντως όντα, ή μήπως απλά ονόματα, λογικές κατηγορίες με τις οποίες εργάζεται η σκέψη για το έργο του προσανατολισμού της στον κόσμο χωρίς να μας λένε ωστόσο κάτι δεσμευτικό για την ίδια τη μυστηριώδη υφή τής πραγματικότητας; Το ζήτημα αυτό ήγειραν οι Νεοπλατωνικοί τής ύστερης αρχαιότητας (τεχνικά, σαν ένα πρόβλημα ερμηνείας τού Αριστοτέλη) και τη δεύτερη εκδοχή υιοθέτησαν σιωπηρώς ορισμένοι μυστικοί τού Χριστιανισμού όσο και οι Άραβες αριστοτελικοί τού Μεσαίωνα· επανήλθε ωστόσο μεγαλόφωνα με το κίνημα του Νομιναλισμού στους κόλπους τής Καθολικής θεολογίας τον δέκατο τέταρτο αιώνα σημαίνοντας την πρώτη μεγάλη κρίση τού μεταφυσικού συστήματος.
Τρία πιθανά σχέδια συνέχειας ανοίγονταν μετά την κρίση που επέφερε ο Νομιναλισμός – το οποία αξιοποιήθηκαν όλα στις παράλληλες εξελίξεις που ακολούθησε η πρώιμη νεωτερική σκέψη τής Ευρώπης:
- Διατήρηση του πλατωνικού ρεαλισμού στην ψιλή του μορφή, επιφυλάσσοντας τις αξιώσεις του μόνο για τις μαθηματικές αρχές, τις μόνες που δεν είχαν θιγεί από την αποκαθήλωση των γενικών ιδεών (κι εξακολουθούσαν να γίνονται αντιληπτές ως η «σκέψη τού Θεού», εγγεγραμμένες κατά κάποιον τρόπο στην τάξη τού κόσμου). Ήταν ο δρόμος που ακολούθησαν Γαλιλαίος, ο Νεύτων και οι θεμελιωτές τής νέας μαθηματικής φυσικής επιστήμης.
- Εγκατάλειψη όλων των οντολογικών αξιώσεων του λόγου και περιορισμός στην απλή εμπειρική χρήση του ως εργαλείου για την κυριαρχία στον υλικό κόσμο. Ήταν ο δρόμος τού Francis Bacon και του βρετανικού εμπειρισμού τού δέκατου όγδοου αιώνα.
- Το εγχείρημα του Καρτέσιου.
Το καρτεσιανό εγχείρημα στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα ήταν μια προσπάθεια παλινόρθωσης της κλονισμένης μεταφυσικής, έχοντας λάβει όμως πλήρως υπόψιν του τις νομιναλιστικές ενστάσεις. Το δυιστικό σχέδιο αναδιατάσσεται από τον κατακόρυφο άξονα (άνω-κάτω) στον οριζόντιο άξονα (μέσα-έξω) και η θεμελίωση γίνεται πλέον όχι σε μία αφηρημένη ιδέα αλλά στο ίδιο το αυτοστοχαζόμενο υποκείμενο (το cogito). H σκεπτόμενη ψυχή (res cogitans) εγείρει εκ νέου αξιώσεις απόλυτης γνώσης στο φυσικό κόσμο (res extensa) επειδή ακριβώς είναι εγγυημένη από τον Θεό, τη μόνη ενδιάθετη στην ψυχή ιδέα – δηλαδή, ο Θεός-Λόγος, το παλαιό οντολογικό θεμέλιο της μεταφυσικής, αποσύρεται από την άμεση κυριαρχία (όπως ο συνταγματικός μονάρχης) και κυβερνά πλέον δια του αντιπροσώπου του, του Ανθρώπου. Ο αντικειμενικός Λόγος γίνεται υποκειμενικός Λόγος, η νεωτερική έννοια της ορθολογικότητας, και χάρη στη νέα της μεταφυσική θεμελίωση εξουσιοδοτείται να κυριαρχήσει απεριόριστα στη φύση.
Ο Σπινόζα μέσα στον ίδιο αιώνα θα επιχειρήσει μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή τού καρτεσιανισμού η οποία, με την ίδια κίνηση, διασώζει τη δυνατότητα του Λόγου για απόλυτη γνώση και αναδεικνύει την προτεραιότητα της Φύσης έναντι του ανθρώπινου (υποκειμενικού) Λόγου. Πώς είναι αυτό δυνατόν; Επειδή αξιωματικά συλλαμβάνει τον Λόγο ως έκφραση της ίδιας τής Φύσης, η οποία επίσης αξιωματικά ταυτίζεται με τον «Θεό» (Deus, sive Natura). O Toland ονόμασε αυτό το νέο φιλοσοφικό σχέδιο «πανθεϊσμός». Παρ’ όλο που μορφολογικά εντάσσεται στο παραδοσιακό σχήμα τής μεταφυσικής, πλήττει τον θεολογικό πυρήνα τής κλασικής μεταφυσικής και ανοίγει τον δρόμο στον «υλισμό» τού γαλλικού Διαφωτισμού που ακολουθεί.
Τον αιώνα τού Διαφωτισμού, τον δέκατο όγδοο αιώνα, ο «ορθολογισμός» είναι το μεγάλο επίδικο: στην παράδοση του βρετανικού εμπειρισμού (κι ένα μέρος τού γαλλικού Διαφωτισμού) προσλαμβάνει μια όλο και πιο τεχνική, εργαλειακή μορφή με απερίφραστες αξιώσεις κυριαρχίας στον ανθρώπινο κόσμο (οικονομία, δίκαιο) και στη φύση (τεχνοεπιστήμη), ενώ στην Ευρώπη, τη στιγμή ακριβώς του θριάμβου του ως υποκειμενικού Λόγου, κυοφορούνται οι πρώτες κριτικές του. Τα δύο θεμελιώδη μοντέλα μιας τέτοιας κριτικής αντιπροσωπεύονται από τον Καντ και τον Ρουσσώ.
Ο Ιμμάνουελ Καντ ήταν ο άνθρωπος που ανέθεσε στον εαυτό του το έργο τού δικαστή ο οποίος θα κρίνει οριστικά την εμβέλεια και τα όρια δικαιοδοσίας τού Λόγου, λαμβανομένων υπόψιν των αντιτιθέμενων αξιώσεων της μεταφυσικής (δηλαδή, του «δογματικού ορθολογισμού» που εκπροσωπείται από τα συστήματα του Καρτέσιου, του Σπινόζα και του Λάιμπνιτζ) και του εμπειρισμού (δηλαδή, της βρετανικής παράδοσης που ξεκινάει από τον Τζων Λοκ και απολήγει στον Νταίηβιντ Χιουμ). Διαχωρίζοντας προσεκτικά τις αισθητηριακές πηγές από τα ενδιάθετα (a priori) εργαλεία τής γνώσης, και τους αντίστοιχους τύπους κρίσεων που συντίθενται στις γνωστικές μας κατασκευές, έδειξε οριστικά το ασύμπτωτο μεταξύ γνώσης και κόσμου (ή υποκειμένου και αντικειμένου), και υπέδειξε ένα μη εννοιοποιήσιμο καθαρό υπόλοιπο μεταξύ των δύο, το περίφημο «πράγμα καθεαυτό» (Ding an Sich). Σε ένα δεύτερο επίπεδο, διαχωρίζοντας τις συστατικές από τις ρυθμιστικές αρχές τού σκέπτεσθαι, ανέδειξε τον δημιουργικό (ως εάν καλλιτεχνική μορφοπλασία) χαρακτήρα τού ανθρώπινου πνεύματος και, κυρίως, την προτεραιότητα της ηθικοπρακτικής έναντι της γνωσιολογικής συνιστώσας τού Λόγου. Στην ανάλυση της κρίσης φώτισε τη μη αναγώγιμη ένταση ανάμεσα στο γενικό και ειδικό, πράγμα που φανερώνει τα πεπερασμένα όρια κάθε λογικής νομοθεσίας.
Ο Ρουσσώ ήγειρε μία άλλου τύπου κριτική στον «ορθολογισμό». Πρώτος ίσως που συνέλαβε τη διαφορά μεταξύ αυτών που σήμερα λέμε τεχνική και αξιακή ορθολογικότητα («ορθολογικότητα του μέσου» και «ορθολογικότητα των σκοπών» κατά τη διατύπωση του Weber), έκανε την ανησυχητική παρατήρηση ότι η επιστημονική πρόοδος όχι μόνο δεν συμβαδίζει αναγκαστικά αλλά ενδέχεται και να βαδίζει αντίστροφα προς την ηθική πρόοδο· κατανοώντας επίσης ότι τα όρια της εμβέλεια του Λόγου αντανακλώνται στα όρια δικαιοδοσίας των αστικών θεσμών, διέβλεψε ότι το πρόβλημα της εναρμόνισης των ατομικών επιδιώξεων με το κοινό αγαθό απαιτούν μεν μια έλλογη νομοθεσία, ωστόσο αυτή δεν αρκεί εάν δεν υπάρχει ένας πρόσθετος συγκινησιακός παράγων, ένας είδος αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων που οι ρίζες του δεν ανήκουν στον Λόγο αλλά στη ενδιάθετη, πριν από τις πολιτισμικές της παραμορφώσεις, ανθρώπινη φύση. Δυνάμει αυτών των ενοράσεων ο Ρουσσώ θα γίνει προάγγελος όχι μόνο του επερχόμενου Ρομαντισμού αλλά και των πιο ριζοσπαστικών κριτικών ρευμάτων τού εικοστού αιώνα.
Ο γερμανικός ιδεαλισμός, που στις αρχές τού δέκατου ένατου αιώνα θέλησε να συνθέσει την κριτική αφετηρία τού καντιανισμού με μια νοσταλγία τού Απολύτου την οποίαν αντλούσε από τη σκέψη τού Σπινόζα, ήταν η τελευταία φιλόδοξη και απεγνωσμένη προσπάθεια να ανασυσταθεί κάποιου είδους μεταφυσική: μια συνολική ερμηνεία του κόσμου από την πλευρά τού Λόγου και ως Λόγου, τέτοια που να εγγυάται την ιστορική πρόοδο της ανθρωπότητας από τη δουλεία στην ελευθερία και την πραγμάτωση των έλλογων πολιτικών θεσμών (υπεσχημένη από τη Γαλλική Επανάσταση αλλ’ ακόμη αναβαλλόμενη παντού στον κόσμο, και ειδικά στην κοινωνικά και πολιτικά καθυστερημένη Γερμανία). Ο κορυφαίος εκπρόσωπος του, ο Χέγκελ, προσπάθησε να συνθέσει στο μεγαλεπίβολο σύστημά του τις απόλυτες αξιώσεις τού Λόγου με όλα τα στοιχεία της ετερότητας –το προ-λογικό, το αντιστεκόμενο στην εννοιοποίηση, το πράγμα καθ’ εαυτό ή τη φύση– που έφεραν στο προσκήνιο οι προηγηθείσες κριτικές τού ορθολογισμού και του Λόγου· η πανουργία τού Λόγου, ως κρυφός μηχανισμός μιας ιστορικής θεοδικίας, επιστρατεύθηκε για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο ανορθολογικό και το έλλογο στοιχείο τής κοινωνικής ζωής, σε τελευταία ανάλυση, ανάμεσα στο ωμό υπάρχον και την έσχατη δυνατότητά του.
Η ιστορική ματαίωση αυτού του προγράμματος μέσα στον κορυφούμενο ανορθολογισμό τής αστικής-κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας θα οδηγήσει σε τελειωτική κατάρρευση τής μεταφυσικής, της μακράς φιλοσοφικής παράδοσης που εγκαινιάστηκε από τον Πλάτωνα υπό τη μορφή τού ολοπαγούς συστήματος θεμελιωμένου στο πρωτείο τού Λόγου. Άλλες δυνάμεις έρχονται τώρα ορμητικά στο προσκήνιο και διεκδικούν κάποιου είδους οντολογική προτεραιότητα· επωαζόμενες εν πολλοίς μέσα στην κινητική και ανήσυχη σκέψη των Αριστερών Εγελιανών, θα γεννηθούν τρεις ευδιάκριτες φιλοσοφικές γραμμές με τις οποίες η σκέψη μπαίνει στον εικοστό αιώνα (και παραβλέπω εδώ την επίσης πολυσχιδή παράδοση του φιλοσοφικού θετικισμού, που μπορεί να διαβαστεί ως αυτοπαραίτηση του φιλοσοφικού σκέπτεσθαι απέναντι στο προελαύνον επιστημονικό πνεύμα):
- Οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις τής κοινωνίας και της ιστορίας. Είναι το «εύρημα» του Καρλ Μαρξ που μετατοπίζει δραματικά το πεδίο τού αναστοχασμού από τις ιδέες στην δραστηριότητα μέσω της οποίας ο άνθρωπος παράγει και αναπαράγει τον εαυτό του, μέσα στην οποίαν επίσης αποξενώνεται από τον εαυτό του κι εγκλωβίζεται σε δυνάμεις που ο ίδιος εξαπέλυσε αλλά έχει χάσει την κυριότητά τους και οι οποίες επανακάμπτουν σαν δυναστευτική μοίρα – ή, ακριβέστερα, σαν «δεύτερη φύση». Στη μεγάλη παράδοση που εγκαινιάζει ο Μαρξ, οι ιδέες όχι μόνον εξηγούνται στο φως των υλικών αναγκαιοτήτων και σχέσεων που τις γέννησαν αλλά και υποτάσσονται στο πραξεολογικό αίτημα για κοινωνική χειραφέτηση του ανθρώπου, ανατροπή των ιστορικών μορφών φενακισμού και κυριαρχίας και πραγμάτωση του αληθινού βασιλείου τής ελευθερίας.
- Η «βούληση» (Wille) και οι θεωρητικές της μεταμορφώσεις: είναι το όραμα του Αρθούρου Σοπενάουερ που μεταφράζει με φιλοσοφικούς όρους τη ρομαντική εναντίωση στον αποστεωμένο και υπολογιστικό ορθολογισμό τού αστικού κόσμου. Ως «βούληση για δύναμη» (Wille zur Macht) στο πυρετικό στοχασμό τού Φρήντριχ Νίτσε ή ως «ζωική ορμή» (élan vital) στην κομψή φιλοσοφική πρόζα τού Henri Bergson, συνηχεί με πολλές μορφές καλλιτεχνικής διαμαρτυρίας στον τεχνικό και βιομηχανικό πολιτισμό, βουλιάζοντας επικίνδυνα ωστόσο πολύ συχνά στις αισθητικές της αμφισημίες. Η φροϋδική ψυχανάλυση, κατασκευάζοντας ένα συγκρουσιακό μοντέλο τού ανθρώπινου ψυχισμού στο οποίο αντανακλάται μια θεμελιωδώς ταραγμένη σχέση τού πολιτισμού με τη φύση, ήταν ίσως ο σπουδαιότερος κριτικός καρπός αυτής της παράδοσης στον εικοστό αιώνα.
- Το «βίωμα» (Erlebnis). Ξεκινώντας από την επίμονη αυτοδιερεύνηση των «εσωτερικών» αντιφάσεων και παραδόξων της ύπαρξης εκ μέρους ενός μοναχικού στοχαστή, του Σαίρεν Κίρκεγκωρ, η ιδέα αυτή επρόκειτο να βρει μια πολύ πιο συστηματική, ανεξάρτητη ανάπτυξη από τον ιδρυτή τής φαινομενολογίας Edmund Husserl. Για την ακρίβεια, το έργο τού Husserl αναπτύσσεται στο πεδίο τής γνωσιοθεωρίας, ανακρούοντας πρύμναν από τον μαθηματικό θετικισμό και συμπλέοντας με το πνεύμα μιας ιδιάζουσας μεθόδου στις Επιστήμες τού Ανθρώπου που ο Wilhelm Dilthey ονόμαζε «ερμηνευτική». Ήταν μια προσπάθεια να θεραπευθεί το καρτεσιανό σχίσμα υποκειμένου/αντικειμένου, και σε μακρότερη προοπτική το σχίσμα ουσίας/φαινομένου που υπέρρεε όλη τη μεταφυσική παράδοση, επικεντρούμενη στη λεπτομερή διερεύνηση των συνειδησιακών ενεργημάτων και αναζητώντας το «νόημα» στην αποβλεπτική σχέση τής συνείδησης προς το πράγμα (τα οποία δίνονταν πάντα μαζί, σε αξιωματική συστοιχία). Με τον τρόπο αυτό οδηγήθηκε στην ανάδειξη του βιώματος ως του προ-εννοιακού, προ-διασκεπτικού ορίζοντα κάθε νοηματικής συγκρότησης, και δι’ αυτού στην ανάδειξη του πολιτισμού ως διυποκειμενικού εδάφους κάθε δυνατής σημασιοδότησης, ακόμη και για τις θετικές επιστήμες.
Η μεταφορά τής μεθοδολογικής καινοτομίας τού Husserl στο οντολογικό πεδίο από τον μαθητή του Martin Heidegger θ’ ανοίξει ένα ολόκληρο πεδίο φιλοσοφικών προβληματισμών στα χρόνια τού Μεσοπολέμου, χρωματισμένων με μια ορισμένη τραγική χροιά, που έγιναν γνωστοί με τα ονόματα του «υπαρξισμού» και του «περσοναλισμού». Ο ίδιος ο Χάιντεγκερ εισάγει την έννοια μιας θεμελιώδους οντολογική διαφοράς ανάμεσα στο Είναι και τα όντα δυνάμει της οποίας καταγγέλλει ολόκληρη τη δυτική μεταφυσική ως «λήθη τού Είναι». Η διάκριση του Είναι από τα όντα είναι ουσιαστικά η διάκριση ανάμεσα στο μη-εννοιακό και μη-αναπαραστάσιμο (ιδέα που συνοψίζει εντός της το «πράγμα καθ’ εαυτό» του Καντ, την «ύπαρξη» με την έννοια τόσο του Σέλλινγκ όσο και του Κίρκεγκωρ αλλά και των μεταγενέστερων υπαρξιστών, το «βίωμα» επίσης του Husserl) και το νοητό ή αισθητηριακώς παραστατό (έννοια ή αντικείμενο)· η ιδέα αυτή επεκτείνεται μέχρι να συναντήσει την ίδια την προβληματική τής φύσεως των αρχαίων Προσωκρατικών, σε έναν παράδοξο κύκλο όπου η υπέρβαση της μεταφυσικής και του ιδιάζοντος σε αυτήν λογοκεντρισμού ξανασυναντά την προ-μεταφυσική σκέψη των απαρχών, πριν από τον διαχωρισμό φύσεως και Λόγου. Στις διαφορετικές αναπτύξεις του από τους λεγόμενους υπαρξιστές, αυτός ο τρόπος φιλοσοφίας γίνεται μια ευαίσθητη διερεύνηση των μορφών αποξένωσης του σύγχρονου ανθρώπου, των οριακών καταστάσεων της οδύνης, της ενοχής, της απελπισίας, της αποπροσωποποίησης, των κινδύνων της τεχνικής και του τεχνοκρατικού πνεύματος, φτάνοντας από άλλο δρόμο να συναντήσει –χαρακτηριστικότερα στο έργο τού Ζ.Π. Σαρτρ και του M. Merleau-Ponty– μια μεταμαρξιστική κριτική τής κοινωνίας.
«Μεταμαρξισμός» είναι ένα όνομα που χρησιμοποιούμε συλλογικά για τα διάφορα ρεύματα και στοχαστές κυρίως από τη Δυτική Ευρώπη, αλλά και από την Ανατολική, που αντιστάθηκαν στις γραφειοκρατικές απολιθώσεις τού υπαρκτού σοσιαλισμού και στις θετικιστικές παραμορφώσεις τού μαρξισμού από τη Σοβιετική ορθοδοξία· συνομιλώντας συχνά με ξένες θεωρητικές παραδόσεις (φαινομενολογία, ψυχανάλυση, θεωρία των οικοσυστημάτων, μορφές μιας διαλεκτικής επιστημολογίας) και διευρύνοντας σταδιακά το εννοιακό τους οπλοστάσιο αποτέλεσαν ένα από τα γονιμότερα ρεύματα της σκέψης στον εικοστό αιώνα. Το φιλοσοφικά σημαντικότερο μεταξύ τους, η «Σχολή τής Φραγκφούρτης» στη Γερμανία με όλο τον αστερισμό των συνομιλητών και συνοδοιπόρων γύρω της, πασχίζοντας να κατανοήσει τη μεγάλη επαναστατική ήττα και την ανάδυση των ολοκληρωτισμών που οδήγησαν στο σφαγείο τού Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όρθωσε την πιο ολοκληρωμένη, την πιο ασυνθηκολόγητη κριτική τού πολιτισμού από τη σκοπιά ενός ζοφερού παρόντος που ζητά ερμηνεία και διάσωση· και μαζί με την κριτική τής πορείας τού πολιτισμού, μια συνολική κριτική του προϊόντος «εξορθολογισμού» που συνυφάνθηκε μαζί της και που οδήγησε στην πρωτοφανή βαρβαρότητα της οποίας γινόμαστε μάρτυρες σήμερα. Η κριτική αυτή κλιμακώθηκε σε δύο φάσεις: στη Διαλεκτική τού διαφωτισμού, οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο έδειξαν δραματικά πώς το είδος τού τεχνικού εξορθολογισμού που καθοδηγεί την ανάπτυξη του πολιτισμού είναι αφετηριακά μολυσμένο από μια ολέθρια βούληση κυριαρχίας πάνω στη φύση –περιλαμβανομένης της «εσωτερικής φύσης», του ενορμητικού υποστρώματος της ανθρώπινης ψυχής, αναβάλλοντας το ατομικό αίτημα της ευτυχίας χάριν της αποτελεσματικής επίτευξης– που επανεσωτερικεύεται ως αρχή τής κυριαρχίας ανθρώπου σε άνθρωπο κι επανυποτάσσει στην αυτονομημένη της κίνηση όλους εν είδει απάνθρωπης μοίρας· στην Αρνητική διαλεκτική ο Τ.Β. Αντόρνο καταγγέλλει τον δυναστευτικό χαρακτήρα τής έννοιας στον βαθμό που αυτή σφετερίζεται το μη-εννοιακό από το οποίο αναδύεται και από την καταστροφή τού οποίου δεν μπορεί ούτε η ίδια να διασωθεί: και αυτό όχι για ν’ αποκηρύξει ολοσχερώς την εννοιακή σκέψη, αλλά για να υποδείξει μια διαφορετική χρήση τής έννοιας και του σκέπτεσθαι που συμφιλιώνεται τρυφερά με τη φύση και της δανείζει το μέσον τής έκφρασής της – απαρνημένη δυνατότητα όλου του πολιτισμού που επιζεί ως υπόμνηση και προαγγελία μόνο σε αυτό που ο ίδιος ονομάζει αισθητική ορθολογικότητα.
Μία σφοδρή κριτική τού Λόγου σε πολύ διαφορετικό ύφος αναπτύχθηκε από τα χρόνια τής δεκαετίας τού ’60 στο Παρίσι –πριν και μετά τον Γαλλικό Μάη– από μια ομάδα στοχαστών που τους ένωνε ένας ιδιότυπος, ριζικά επανερμηνευμένος, νιτσεϊσμός. Στην πραγματικότητα, όλοι προϋποθέτουν το μοντέλο τής φορμαλιστικής γλωσσολογίας που ο γαλλικός στρουκτουραλισμός πρότεινε ως μέθοδο αναθεμελίωσης των Επιστημών τού Ανθρώπου εξισώνοντας, με έναν καταχρηστικό τρόπο που δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί θετικιστικός, τη γλώσσα την υπολογιστικών μηχανών με τη ζωντανή γλώσσα τού ανθρώπου. Αυτή η «γλωσσοποίηση του πραγματικού» συνιστά μάλλον γενικότερο ρεύμα στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες που μπορεί να ερμηνευθεί ως ιδεολογική αντανάκλαση της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, της επανάστασης του αυτοματισμού· και αν μία από τις θεμελιωτικές της προτάσεις είναι ότι το «νόημα» είναι μια συντακτική λειτουργία (δηλαδή, καθορίζεται από τη θέση εντός τού συστήματος χωρίς καμία αναφορά εκτός αυτού, δόγμα τής φορμαλιστικής γλωσσολογίας και του γαλλικού στρουκτουραλισμού), προκύπτει επίσης ότι είναι σχετικό και απεριόριστα ανασυντάξιμο: αυτή η μετατόπιση από την κανονιστική λειτουργία τής δομής στη σχετικοποίηση ως ατέρμονη δυνατότητα αποδόμησης-αναδόμησης (που η ίδια η δομή επιτρέπει) είναι ακριβώς η μετάβαση από τον στρουκτουραλισμό στον «μεταστρουκτουραλισμό» των στοχαστών που συζητάμε. Από αυτό το έδαφος ριζικού σχετικισμού –εδώ είναι που συνδέονται επιλεκτικά με τον Νίτσε, και ακόμη περισσότερο με τον ύστερο Wittgenstein των Φιλοσοφικών ερευνών– θα επιχειρήσουν να διατυπώσουν μια φιλοσοφία της διαφοράς, επιτιθέμενοι σε κάθε εκδοχή ορθολογικότητας βάσει μιας αξιωματικής ταύτισης του Λόγου εν γένει με την κυριαρχία, την οποία διατείνονται ότι θέλουν να απονομιμοποιήσουν. Διακρίνονται τρία τέτοια, βαθύτερα συγγενή παρά τον θεωρητικό εκλεκτικισμό τους, φιλοσοφικά σχέδια:
- Ο Μισέλ Φουκώ θα επιχειρήσει μια γενεαλογία των επιστημονικών «αγορεύσεων» και των τρομερών ιδρυμάτων εγκλεισμού ή θεσμών που στηρίζουν αυτές τις αγορεύσεις –το ψυχιατρείο, την κλινική, το ψυχαναλυτικό ντιβάνι, το πανεπιστήμιο και βεβαίως τη φυλακή– απ’ όπου παράγονται «αποκλίνοντα» υποκείμενα και ταυτότητες, προϋπόθεση για μια εις βάθος εμπέδωση του ελέγχου στις νεωτερικές κοινωνίες. Η βούληση για γνώση (και οι απορρέουσες λογοθετικές πρακτικές) είναι πάντα βούληση για έναν δια του λόγου έλεγχο, δηλαδή, βούληση κυριαρχίας, κατεξουσιασμού. Η «εξουσία» (pouvoir) στον Φουκώ αποβαίνει σχεδόν μεταφυσική αρχή και δεν βλέπει κανείς ούτε τις σημασιακές αποχρώσεις της (πολιτικά τεραστίως σημαντικές, ούτως ή άλλως) ούτε τί μπορεί να υπάρξει εκτός αυτής.
- Ο Ζυλ Ντελέζ, αναβιώνοντας με έναν ιδιότυπο τρόπο τη βουλησιαρχική γενεαλογία Σοπενχάουερ-Νίτσε-Μπεργκσόν-Φρόυντ και συνδέοντάς την επιλεκτικά με κάποιες μαρξιστικές έννοιες, φιλοτεχνεί μια εξόχως πραγμοειδή έννοια της επιθυμίας σε σχισματική αντιπαράθεση προς τον Λόγο ή τη συνείδηση: όλα τα κοινωνικά μορφώματα και όλων των ειδών οι κοινωνικές σχέσεις (περιλαμβανομένων των σχέσεων εξουσίας ως σαδομαζοχιστικά ερωτικοποιημένων) αντιπροσωπεύουν μορφές επιθυμίας και, ως τέτοιες, δικαιώνονται αδιακρίτως χωρίς να μπορεί να συσταθεί κάποιου είδους κριτήριο που θα κρίνει αυτές τις ίδιες. Αυτό το είδος φιλοσοφίας επαναφέρει το δίλημμα που πηγάζει εγγενώς από τις αμφισημίες των βουλησιαρχικών θεωριών: επιδιώκουμε μια μορφή λόγου που υπερασπίζεται τη φύση ή μια ιδέα τής φύσης που αρνείται εξ ορισμού τον λόγο;
- Ο Ζακ Ντεριντά, με μια εκκεντρική χειρονομία αντιστροφής τής φαινομενολογίας και της Ερμηνευτικής, θα σχεδιάσει ένα υπολογισμένο πραξικόπημα κατά του νοήματος εν γένει, πράγμα που εκ πρώτης όψεως μοιάζει να στερεί τον θεσμικό λόγο –ό,τι ο ίδιος αποκαλεί «δυτικό λογο-(φαλλο)-φωνο-κεντρισμό»– από όλα τα ερείσματα ισχύος του, εν συνεχεία όμως και με την ίδια κίνηση διαλύει κάθε δυνατότητα αξιακού προσανατολισμού και πολιτικής πράξης. Αυτό το στυλ φιλοσοφίας συνοψίστηκε αναδρομικά από τον Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ στα τέλη τής δεκαετίας του ’70 υπό τον όρο μεταμοντερνισμός – σε μιαν απονενοημένη απόπειρα να προβληθεί ως ευρύτερη πολιτισμική κατηγορία, που περιλαμβάνει αντίστοιχες εξελίξεις στο καλλιτεχνικό πεδίο αλλά κι ένα ύφος ζωής. Ουσιαστικά, πρόκειται για μιαν ακραία μορφή αξιακού σχετικισμού, σύμμετρη προς το νεοφιλελεύθερο πνεύμα που χαρακτηρίζει την τελευταία μεταμόρφωση του καπιταλισμού από τη δεκαετία του ’70 και μετά: εδώ, η κριτική τού Λόγου και του ορθολογισμού αποποιείται την παραμικρή δυνατότητα να αρθρωθεί ως εναλλακτική αξιακή πρόταση και συμποσούται σε μια συνθηκολόγηση με το τετελεσμένο.
Μεταξύ εκείνων που αντιπαρατέθηκαν σε αυτό το είδος φιλοσοφίας μία ειδική μνεία αξίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης ο οποίος, προερχόμενος ο ίδιος από το επαναστατικό εργατικό κίνημα, προσπάθησε να διασώσει τη δυνατότητα μιας έλλογης πολιτικής σκοποθεσίας και δράσης χωρίς την ίδια στιγμή να υπαναχωρεί σε οιαδήποτε υποστασιοποίηση του Λόγου, τυπική όχι μόνο του Διαφωτισμού αλλά και όλης της παραδεδομένης δυτικής σκέψης. Το στοιχείο τού ορθολογισμού που ο Καστοριάδης θέλησε να υπερασπιστεί είναι η ικανότητα της κρίσης (όπως είχε ήδη μιλήσει γι’ αυτήν ο Καντ, εγκαινιάζοντας τη λεγόμενη κριτική παράδοση), η οποία ωστόσο δεν μπορεί και δεν πρέπει ποτέ να αναχθεί αδιαμεσολάβητα στο γενικό (στην καθολική έννοια ή στον Νόμο) – που για τον Καστοριάδη εκπροσωπεί την ξένωση, ή την πραγμοποίηση, της εμπρόθετης και βουλητικής δραστηριότητας ων ανθρώπων ως φαντασιακά υποκινούμενης θεσμίζουσας πράξης.
Η απελπιστική ερημιά τού φιλοσοφικού τοπίου στις αρχές τού εικοστού πρώτου αιώνα κομίζει ένα δυσοίωνο μήνυμα: ένας μεγάλος πολιτισμός που γεννήθηκε στις παραθαλάσσιες πόλεις τής Ιωνίας και έφτασε να κυριαρχήσει τον κόσμο υλικά και πνευματικά, σύροντας βίαια ή μη πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς στην τροχιά του, έχει φτάσει στο τέλος του· και το τέλος αυτό κινδυνεύει να είναι επίσης το τέλος της ανθρωπότητας και της γης εφ’ όσον το παραγωγικό μοντέλο που στήριξε την περίοδο της κοσμοκρατορίας του, ο καπιταλισμός στις διαδοχικές μεταμορφώσεις του, αφήνεται να συνεχίζει το καταστροφικό του έργο σαν καρκίνος που κατατρώει τα σπλάχνα τού πλανήτη. Η ανάδυση ενός νέου συνεκτικό πλαισίου ιδεών-αξιών για την αναδιοργάνωση της ζωής, για την ανασημασιοδότηση των σχέσεων του ανθρώπου με τον κόσμο και για μια συνεννόηση ικανή να διασχίζει εγκάρσια τις διαχωριστικές των πολιτισμών εξαρτάται από την πιθανότητα μιας κοινωνικής αναμόρφωσης κολοσσιαίων διαστάσεων, τέτοιας που σε ελάχιστες περιπτώσεις έχει γνωρίσει η ιστορία. Οι προϋποθέσεις, θεωρητικές και υλικοτεχνικές, είναι ήδη παρούσες· οι δυνάμεις εκείνες που θα την πραγματώσουν, ωστόσο, ακόμη αναζητούνται.