του Στάθη Κουβελάκη
Και τούτο γιατί αποτελεί, πολύ συνοπτικά: 1) παράταση της μνημονιακού καθεστώτος 2) αναγνώριση της δανειακής σύμβασης και του συνόλου του χρέους 3) παράταση του καθεστώτος «εποπτείας», δηλαδή της τροϊκανής κηδεμονίας με άλλο όνομα 4) προληπτική ακύρωση της δυνατότητας υλοποίησης του προγράμματος του Σύριζα. Μια τέτοιας έκτασης αποτυχία δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι, ατύχημα, ούτε αποτέλεσμα κάποιου λάθος χειρισμού. Αποτελεί ήττα ενός συγκεκριμένου πολιτικού σκεπτικού στο οποίο στηρίχθηκε όλη η τώρα προσέγγιση της κυβέρνησης Σύριζα.
Τι προβλέπει η συμφωνία της Παρασκευής
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά. Στο πνεύμα της λαϊκής εντολής ρήξης με το μνημονιακό καθεστώς και αποτίναξης του άχθους του χρέους, η ελληνική πλευρά είχε ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις απορρίπτοντας την παράταση του τρέχοντος «προγράμματος , καθώς και τη δόση των επτά δις, με την εξαίρεση του 1,9 δις της επιστροφής των κερδών από ελληνικά ομόλογα που δικαιούτο. Δεν αποδεχόταν διαδικασίες εποπτείας και αξιολόγησης και ζητούσε τετράμηνο μεταβατικό «πρόγραμμα γέφυρα» χωρίς μέτρα λιτότητας για να εξασφαλίσει ρευστότητα και να μπορέσει να υλοποιήσει μέρος τουλάχιστον του προγράμματός της, εντός ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Ζητούσε επίσης να αναγνωρίσουν οι δανειστές την μη-βιωσιμότητα του χρέους και την ανάγκη έναρξης νέου κύκλο διαπραγμάτευσης εφ’όλης της ύλης στο επόμενο διάστημα.
Η τελική συμφωνία ισοδυναμεί με σημείο προς σημείο απόρριψη όλων των προηγούμενων αιτημάτων, και μάλιστα με πρόσθετους επιβαρυντικούς όρους που στοχεύουν στο να δέσουν εξ’αρχής τα χέρια της κυβέρνησης ως προς οποιοδήποτε μέτρο θα μπορούσε να σημαδοτήσει ρήξη με τις μνημονιακές πολιτικές.
Σύμφωνα λοιπόν με το ανακοινωθέν του Eurogroup[1], το υπάρχον πρόγραμμα ονομάζεται πλέον «διευθέτηση» (arrangement) αλλά η ουσία δεν αλλάζει στο παραμικρό. Η «παράταση» που ζητά πλέον η ελληνική πλευρά (με τον όρο της «Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης») γίνεται «στο πλαίσιο της υπάρχουσας διευθέτησης» και έχει ως «σκοπό» την «επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης στη βάση των όρων της υπάρχουσας διευθέτησης». Διευκρινίζεται ταυτόχρονα ότι «μόνο με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης αυτής της παρατεινόμενης συμφωνίας από τους θεσμούς θα επιτραπεί την εκταμίευση της δόσης που απομένει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τη μεταφορά των κερδών του 2014 από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης (SMP). Και τα δύο χρειάζονται εκ νέου έγκριση από το Eurogroup». Η Ελλάδα θα λάβει λοιπόν τη δόση που έχει αρχικά αρνηθεί αλλά τηρώντας τις υπάρχουσες δεσμεύσεις των προκατόχων της. Business as usual. Εχουμε δηλαδή πλήρη επικράτηση της γερμανικής άποψης που έθετε ως όρο για οποιαδήποτε συμφωνία, και οποιαδήποτε μελλοντική εκταμίευση πόρων, την ολοκλήρωση των διαδικασιών «αξιολόγησης» από τους τριμερείς μηχανισμούς εποπτείας (είτε αποκαλούνται Τρόϊκα είτε «θεσμοί») κάθε προηγούμενου ή επερχόμενου προγράμματος ή συμφωνίας.
Επιπλέον για να ξεκαθαριστεί ότι η χρησιμοποίηση του όρου «θεσμοί» έναντι του «τρόϊκα» έχει απλά διακοσμητικό χαρακτήρα, το κείμενο κατoχωρώνει ρητά την τριμερή σύνθεση του μηχανισμού εποπτείας, τονίζοντας ότι στους «θεσμούς» περιλαμβάνεται αυτοδίκαια η ΕΚΤ («στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζουμε την ανεξαρτησία της ΕΚΤ») καθώς και το ΔΝΤ («συμφωνούμε επιπλέον ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα συνεχίσει να παίζει το ρόλο του»).
Σε ότι αφορά το χρέος, το κείμενο αναφέρει πως «οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την αδιαμφισβήτηση δέσμευσή τους να τηρήσουν τις δανειακές υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές, πλήρως και έγκαιρα». Με άλλα λόγια ξεχάστε οποιαδήποτε συζήτηση για «κούρεμα», «απομείωση» και πολύ περισσότερο βέβαια για «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους». Η όποια μελλοντική «ελάφρυνση» μπορεί να γίνει μόνο στη βάση των όσων είχαν προταθεί στην απόφαση του Νοέμβρη του 2012, δηλαδή μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση, που ως γνωστόν ελάχιστα αλλάζουν το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο αφορά μόνο την πληρωμή τόκων που είναι ήδη πολύ χαμηλοί[2].
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Διότι για την αποπληρωμή του χρέους η ελληνική πλευρά δέχεται πλήρως το πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012, επί τριμερούς κυβέρνησης Σαμαρά[3], που περιελάμβανε τις εξής δεσμεύσεις: πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4,5% από το 2016[4], επιτάχυνση ιδιωτικοποιήσεων και σύσταση ενός ειδικού λογαριασμού για την εξυπηρέτηση του χρέους στον οποιο το ελληνικό δημόσιο μεταφέρει όλα τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων, τα πρωτογενή πλεονάσματα, και το 30% τυχόν επιπλέον πλεονασμάτων με σκοπό την εξυπηρέτηση του χρέους. Γι αυτό εξ’άλλου και το κείμενο της Παρασκευής δεν κάνει λόγο μόνο για πλεονάσματα αλλά και για άλλα «οικονομικά έσοδα». Σε κάθε περίπτωση, η καρδιά της μνημονιακής λεηλασίας, δηλαδή η επίτευξη εξωφρενικών πρωτογενών πλεονασμάτων και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας με αποκλειστικό αποδέκτη τις τσέπες των δανειστών παραμένει άθικτη. Η μοναδική υποψία χαλάρωσης είναι ότι για τον «στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του (τρέχοντος) έτους» υπάρχει η ασαφής διατύπωση ότι «οι θεσμοί θα λάβουν υπόψιν τις οικονομικές συνθήκες του 2015».
Η απόρριψη όλων των ελληνικών αιτημάτων δεν ήταν όμως αρκετή για τους Ευρωπαίους. Επρεπε με κάθε τρόπο να δεθούν τα χέρια της κυβέρνησης Σύριζα, έτσι ώστε να αποδειχθεί στην πράξη ότι, όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα και το πολιτικό πρόσημο της κυβέρνησης που προκύπτει, καμμιά ανατροπή της λιτότητας δεν είναι εφικτή εντός του υπάρχοντος ευρωπαϊκού πλαισίου. Οπως δήλωσε εύγλωττα ο Γιούνκερ «δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών συνθυκών».
Και αυτό προβλέπεται να γίνει με δυό τρόπους: πρώτον, όπως αναφέρει το κείμενο, «οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να απόσχουν από κάθε ανατροπή μέτρων ή μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές αυτές και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα είχαν αρνητικές συνέπειες στους δημοσιονομικούς στόχους, στην οικονομική ανάκαμψη ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως αξιολογούνται από τους θεσμούς». Ούτε ξήλωμα του μνημονιακού καθεστώτος («ανατροπή μέτρων»), ούτε «μονομερής ενέργεια» και μάλιστα όχι μόνο σε ότι αφορά μέτρα με δημοσιονομικό κόστος (όπως την κατάργηση φόρων, την αύξηση του αφορολόγητου όριου, τις συντάξεις, τα «ανθρωπιστικά» κλπ), όπως είχε αρχικά λεχθεί, αλλά πολύ ευρύτερα, για οτιδήποτε μπορεί να «επηρεάσει αρνητικά» την «οικονομική ανάκαμψη ή την χρηματοπιστωτική σταθερότητα» πάντα σύμφωνα με την αποφασιστική επί του θέματος γνώμη των «θεσμών» που καλούνται να τα αξιολογήσουν. Περιττό να πούμε ότι κάτι τέτοιο αφορά τόσο την επαναφορά του κατώτατου μισθού και της εργασιακής νομοθεσίας αλλά και τις αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα με στόχο τον δημόσιο έλεγχό του (ούτε λόγος βέβαια για «δημόσια ιδιοκτησία» όπως προέβλεπε η ιδρυτική διακύρηξη του Σύριζα).
Επιπλέον η συμφωνία προβλέπει ότι «τα κεφάλαια που είναι διαθέσιμα ως απόθεμα του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) θα πρέπει να παραμείνουν δεσμευμένα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και εκτός της δικαιοδοσίας τρίτου μέρους κατά τη διάρκεια της περιόδου παράτασης της δανειακής σύμβασης. Τα κεφάλαια αυτά θα είναι διαθέσιμα καθ όλη τη διάρκεια της επέκτασης της δανειακής σύμβασης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών και το κόστος των αποφάσεων. Θα αποδεσμευτούν μόνο με αίτημα της ΕΚΤ». Η πρόβλεψη αυτή δείχνει ότι δεν είχε διαφύγει της προσοχής των Ευρωπαίων ότι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του Σύριζα προέβλεπε ότι το «κόστος κεφαλαίου εκκίνησης του δημόσιου, ενδιάμεσου φορέα και το κόστος κεφαλαίου εκκίνησης της ίδρυσης τραπεζών ειδικού σκοπού, που συνολικά είναι της τάξης των €3 δις, θα το χρηματοδοτήσουμε από το λεγόμενο «μαξιλάρι» των, περίπου, €11 δις του ΤΧΣ για τις τράπεζες»[5]. Με άλλα λόγια, τέρμα στην όποια σκέψη χρησιμοποίησης για αναπτυξιακούς σκοπούς πόρων του ΤΧΣ. Διαλύονται έτσι και οι όποιες ψευδαισθήσεις υπήρχαν ακόμη για τη δυνατότητα χρησιμοποίησης ευρωπαϊκών πόρων εκτός του αυστηρού πλαισίου για το οποίο είχαν προβλεφθεί, και πολύ περισσότερη η εκχώρησή τους στη δικαιοδοσία της ελληνικής κυβέρνησης.
Η ήττα της στρατηγικής του «καλού ευρώ»
Μπορεί η ελληνική πλευρά να θεωρήσει ότι πέτυχε κάτι πέρα από την πλούσια γλωσσική ευρασιτεχνία του κειμένου; Θεωρητικά ναι, στο βαθμό που δεν αναφέρονται ρητά επιπλέον μέτρα λιτότητας και που οι «διαρθρωτικές αλλαγές» για τις οποίες γίνεται λόγος (πάταξη της φοροδιαφυγής και διοικητική μεταρρύθμιση)[6] δεν έχουν τέτοιο πρόσημο, κάτι που απομένει βέβαια να αποδειχθεί από τη λίστα των μετρών έτσι όπως θα διαμορφωθεί στις αμέσως επόμενες μέρες. Εφόσον όμως διατηρείται ο στόχος των εξωφρενικών πλεονασμάτων, καθώς και το σύνολο του τροϊκανού μηχανισμού εποτείας και αξιολόγησης , η οποιαδήποτε ιδέα χαλάρωσης της λιτότητας φαντάζει εξωπραγματική. Νέα μέτρα, και φυσικά μονιμοποίηση του υπάρχοντος «μνημονιακού κεκτημένου», αποτελούν μονόδρομο όσο παραμένει και μάλιστα διαιωνίζεται αναβαπτιζόμενο αυτό το καθεστώς.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι κατά τη διάρκεια της «διαπραγμάτευσης», με το πιστόλι της ΕΚΤ και του συνεπακόλουθου τραπεζικού πανικού στον κρόταφο, οι ελληνικές θέσεις σαρώθηκαν περίπου ολοκληρωτικά. Εξ’ου και η παρηγοριά των γλωσικών «καινοτομιών» («θεσμοί» αντί για «τρόϊκα», «υπάρουσα διευθέτηση» αντί για «τρέχον πρόγραμμα», «Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης» αντί για «Μνημόνιο» κλπ..), συμβολική παρηγοριά ή περαιτέρω εμπαιγμός ανάλογα με το πως το βλέπει κανείς.
Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει είναι πως φθάσαμε ως εδώ. Πως λίγες μόνο βδομάδες μετά το ιστορικό αποτέλεσμα της 25ης Γενάρη έχουμε αναίρεση της λαϊκής εντολής για αντιμνημονιακή ανατροπή; Η απάντηση είναι μάλλον απλή: αυτό που κατέρρευσε σ’αυτές τις δυό βδομάδες είναι μια συγκεκριμένη επιλογή που στήριξε όλη την προσέγγιση του Σύριζα αυτά τα χρόνια, και ειδικότερα μετά το 2012. Η στρατηγική που απέκλειε τις «μονομερείς κινήσεις», όπως η στάση πληρωμών και, πολύ περισσότερο την έξοδο από το ευρώ, και θεωρούσε ότι:
– Στο θέμα του χρέους μπορούσε να βρεθεί ευνοϊκή για τον οφειλέτη λύση με τη σύμφωνη γνώμη του δανειστή, κατά το πρότυπο των συμφωνιών του Λονδίνου του 1953 για τα χρέη της Γερμανίας, παραβλέποντας φυσικά ότι οι λόγοι που είχαν τότε Σύμμαχοι να φερθούν γενναιόδωρα στη Γερμανία σε καμμία περίπτωση δεν ισχύουν σήμερα για τους Ευρωπαίους σε ότι αφορά το ελληνικό, και γενικότερα το δημόσιο χρέος των υπερχρεωμένων κρατών της νυν ΕΕ.
– Η ανατροπή των Μνημονίων, η αποπομπή της Τρόϊκας και η «αλλαγή υποδείγματος» στην οικονομική πολιτική (με άλλα λόγια, η υλοποίηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης) μπορούσαν να υλοποιηθούν άσχετα από την έκβαση της διαπραγμάτευσης για το χρέος και, κυρίως, χωρίς να προκαλέσει ουσιαστική αντίδραση, πέρα από τις θεωρούμενες ως «μπλόφες» αρχικές απειλές, από την πλευρά των Ευρωπαίων. Το ήμιση μάλιστα της χρηματοδότησης του προγράμματος της Θεσσαλονίκης προβλεπόταν να γίνει από ευρωπαϊκούς πόρους. Με άλλα λόγια, όχι μόνο οι Ευρωπαίοι δεν θα αντιδρούσαν αλλά θα χρηματοδοτούσαν μεγαλόψυχα την αντίθετη ακριβώς πολιτική από αυτήν που επέβαλλαν με κάθε μέσο την τελευταία πενταετία.
– Τέλος το σενάριο του «καλού ευρώ» προϋπέθετε και την ύπαρξη υπολογίσιμων συμμάχων σε επίπεδο κυβερνήσεων ή/και θεσμών (δεν αναφερόμαστε εδώ στην στήριξη κινημάτων ή άλλων αριστερών δυνάμεων). Κατά καιρούς αναφέρονταν ως ενδεχόμενοι τέτοιοι σύμμαχοι οι κυβερνήσεις Γαλλίας και Ιταλίας, οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, τέλος, σε ένα πραγματικό παράληρημα φαντασίας, ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι!
Ολα αυτά κατέρρευσαν εντός ελάχιστων ημερών. Στις 4 Φλεβάρη η ΕΚΤ ανακοίνωσε την διακοπή της κύριας πηγής παροχής ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες. Η εκροή που είχε αρχίσει πήρε σύντομα ανεξέλεγκτες διαστάσεις, χωρίς οι ελληνικές αρχές, φοβούμενες ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε απαρχή Grexit, να είναι διατεθειμένες να πάρουν το παραμικρό «μονομερές» μέτρο (όπως τον έλεγχο κεφαλαίων) για να το αντιμετωπίσουν. Η λέξη «διαγραφή» του χρέους, ή και «κούρεμα», απορρίφθηκαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από δανειστές τους οποίους εξόργιζε μόνο το άκουσμα αυτών των λέξεων (κάτι που οδήγησε στην άμεση σχεδόν απόσυρσή τους). Αντί της ανατροπής τους, το μόνο «εκτός διαπραγμάτευσης» πλαίσιο αποδείχθηκε ότι είναι η διατήρηση των Μνημονίων και της τροϊκανής εποπτείας. Καμμία απολύτως χώρα δεν στήριξε τις ελληνικές θέσεις, πέρα από κάποιες διπλωματικές αβρότητες όσων ήθελαν η ελληνική κυβέρνηση να σώσει κάπως τα προσχήματα.
Φοβούμενη περισσότερο το Grexit από τους συνομιλητές της, εντελώς απροετοίμαστη απέναντι στο απόλυτα προβλέψιμο ενδεχόμενου τραπεζικ’ης αποσταθεροποίησης (το κλασσικό όπλο του συστήματος διεθνώς ενάντια σε αριστερές κυβερνήσεις εδώ και σχεδόν έναν αιώνα), η ελληνική πλευρά στερείτο στην ουσία οποιουδήποτε διαπραγματευτικού όπλου. Βρέθηκε κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο και δεν είχε παρά κακές επιλογές στη διάθεσή της. Η ήττα της Παρασκευής ήταν αναπόφευκτη και σηματοδοτεί το οριστικό τέλος της στρατηγικής της «εντός ευρώ θετικής λύσης», για τη ακρίβεια της «πάση θυσία εντός ευρώ θετικής λύσης».
Ελικρίνεια, η προϋπόθεση για να αποφευχθεί η οριστική ήττα
Σπάνια μια στρατηγική έχει διαψευστεί τόσο καθαρά και σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Γι αυτό και δίκαια ο Μανώλης Γλέζος μιλάει για «ψευδαίσθηση» και, στεκόμενος στο ύψος των περιστάσεων, ζητάει συγνώμη που συνέβαλε στην καλλιέργειά της στον λαό. Ακριβώς για τον ίδιο λόγο, αλλά αντίστροφα, η ελληνική κυβέρνηση, με τη βοήθεια ορισμένων εγχώριων ΜΜΕ, προσπαθεί να παρουσιάσει ένα συντριπτικό αποτέλεσμα ως «διαπραγματευτική επιτυχία» που επιβεβαιώνει ότι η “Ευρώπη είναι πεδίο διαπραγμάτευσης”,που “αφήνει πίσω την Τροϊκα και τα Μνημόνια” και άλλα παρόμοια. Φοβούμενη να πράξει αυτό που με το θρυλικό του θάρρος τόλμησε ο Μανώλης Γλέζος, να παραδεχθεί δηλαδή τη αποτυχία της όλης στρατηγικής της, προσπαθεί να την συγκαλύψει «βαφτίζοντας το κρέας ψάρι» κατά την προσφιλή έκφραση.
Το να παρουσιάζεται όμως μια ήττα ως “επιτυχία” είναι κάτι ίσως πολύ χειρότερο από την συγκεκριμένη ήττα. Διότι αφενός καθιστά τον κυβερνητικό λόγο μια εκδοχή επίσημης “ξύλινης γλώσσας”, που απλώς καλείται να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων την οποιδήποτε απόφαση κάνοντας το άσπρο μαύρο, και αφετέρου διότι προετοιμάζει με μαθηματική ακρίβεια το έδαφος για επόμενες, και οριστικού χαρακτήρα ήττες. Διότι διαλύει εν τέλει τα ίδια τα κριτήρια που διαχωρίζουν την επιτυχία από την αναδίπλωση. Για να το πούμε καταφεύγοντας σε ένα γνωστό στους αριστερούς ιστορικό προηγούμενο, εάν η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, με την οποία η σοβιετική Ρωσσία πέτυχε ειρήνη με τη Γερμανία αποδεχόμενη τεράστιες εδαφικές απώλειες, είχε ανακηρυχθεί σε “νίκη”, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχε ηττηθεί η Οκτωβριανή επανάσταση.
Εαν θέλουμε λοιπόν να αποφύγουμε μια δεύτερη, και αυτή τη φορά οριστική ήττα, που θα τερματίσει, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την κοινωνία και την Αριστερά εντός και εκτός της χώρας μας, το ελληνικό αριστερό πείραμα, πρέπει να κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάματα και να μιλήσουμε την γλώσσα της ειλικρίνειας. Η συζήτηση για την στρατηγική πρέπει επιτέλους να ξανανοίξει, χωρίς ταμπού και στη βάση των συνεδριακών αποφάσεων του Σύριζα που εδώ και καιρό έχουν μετραταπεί σε ακίνδυνο εικόνισμα. Αν ο Σύριζα έχει ακόμη λόγο ύπαρξης ως πολιτικό υποκείμενο, ως χώρος παραγωγής πολιτικής και συμβολής στον αγώνα των υποτελών τάξεων, δεν μπορεί παρά να συνίσταται σ’αυτό, στην σε βάθος ανάλυση της παρούσας κατάστασης και στον τρόπο υπέρβασής της.
«Η αλήθεια είναι επαναστατική» όπως έχει πει ένα διάσημος ηγέτης που ήξερε καλά για τι μιλούσε. Και μόνο η αλήθεια είναι επαναστατική, μπορούμε να συμπληρώσουμε με την ιστορική εμπειρία που έχουμε έκτοτε αποκτήσει.