του Κωνσταντίνου Πουλή
(δημοσιεύτηκε στο «ένθετο» περιοδικό ΖΗΝ του TPP, στο τεύχος Μαρτίου)
Το πρώτο που συμβαίνει όταν χρησιμοποιούμε αυτή την έννοια είναι ότι υποβαθμίζεται ο υπ’ αριθμόν ένα παράγοντας διαστρέβλωσης των ειδήσεων, δηλαδή η διαφθορά. Διατρέχω πολύ βιαστικά κάτι που μέχρι ένα σημείο λεγόταν χωρίς τεκμηρίωση, αλλά τώρα το γνωρίζουμε με χειροπιαστά δεδομένα: τη διαπλοκή. Δύο σημεία που θεώρησα αρκετά αποκαλυπτικά στην ελληνική συζήτηση για τη διαπλοκή ήταν πρώτα η αποκάλυψη του Γιάννη Πρετεντέρη ότι έλεγε συνειδητά ψέματα για τη βιωσιμότητα του χρέους και μετά η διαμάχη Ψυχάρη-Παπανδρέου για τα δάνεια. Και στις δύο περιπτώσεις είχαμε μια ανατριχιαστική περιγραφή της ανατομίας της διαπλοκής στα ΜΜΕ, όπου το κεντρικό επίδικο είναι το πώς οι Έλληνες έμαθαν για την κρίση και τι θεώρησαν ότι θα πρέπει να κάνουν. Το αν το χρέος κατέστη βιώσιμο, δηλαδή αν είχε νόημα η πολιτική λιτότητας, θα έλεγε κανείς ότι είναι το αδιαμφισβήτητα κεντρικό ζήτημα της ελληνικής πολιτικής συζήτησης. Μαθαίνουμε από τα πιο αρμόδια χείλη ότι όσα λέγονταν στα κρίσιμα πρώτα χρόνια της κρίσης από τους πιο διάσημους σχολιαστές, ήταν μαγειρεμένα σε σκοτεινά υπόγεια της διαπλοκής. Κι όμως το γεγονός αυτό δεν θα μπει ποτέ στη λίστα των «fake news». Όπως έχει ειπωθεί, στην κατηγορία των ψευδών ειδήσεων θα δούμε την άρνηση του AIDS ή το αντιεμβολιαστικό κίνημα, αλλά δεν θα δούμε τα Όπλα Μαζικής Καταστροφής ή τον πολλαπλασιαστή του ΔΝΤ.
Αυτό λοιπόν μας οδηγεί στο δεύτερο ζήτημα, που είναι επιστημολογικής φύσεως. Αναφέρομαι σε όσους θεωρούν πως από τη μία μεριά είναι η προπαγάνδα και από την άλλη τα γεγονότα, και αν ασχοληθούμε με τα γεγονότα θα γλιτώσουμε από την προπαγάνδα. Όμως αντιλαμβανόμαστε ότι «τα γενονότα» δεν μας απαλλάσσουν ποτέ από τις διαφωνίες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα αλήθειας. Υπάρχει, θα λέγαμε, μια εμπειρική βεβαιότητα για το αν εγώ είμαι ή δεν είμαι ξανθιά παριζιάνα γυναίκα, αλλά συναντούμε μεγαλύτερη αβεβαιότητα όταν περνάμε στο επίπεδο των ιδεών, απόψεων κλπ. Στην πραγματικότητα όμως οι ιδεολογίες έχουν την τάση να μεταμφιέζονται ως αυτονόητα συμπεράσματα βασισμένα σε αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Όλοι έτσι πιστεύουν. Η διάκριση λοιπόν ανάμεσα σε αυτά τα διαφορετικά επίπεδα αλήθειας υποθέτω ότι δεν ικανοποιεί φιλοσόφους, αλλά σίγουρα δεν λύνει το πρόβλημα της ενημέρωσης: Όλοι υπερασπίζονται τις απόψεις τους σκίζοντας τα ρούχα τους ότι οι υπόλοιποι αγνοούν τα γεγονότα, τα δεδομένα, ποτέ αυτά τα δύο επίπεδα δεν χωρίζονται με στεγανά. Δεν υπάρχει πιο μπανάλ τρόπος για να κατατροπώσεις τον ιδεολογικό σου αντίπαλο από το να ισχυρίζεσαι ότι δεν έχει ιδέα για το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Αυτά τα επιχειρήματα εννοείται ότι τα χρησιμοποιούν και οι δύο πλευρές.
Ιστοσελίδες που αναλαμβάνουν στην Ελλάδα να καταρρίπτουν ιντερνετικούς μύθους μπορούν λοιπόν να κάνουν πολύ καλή δουλειά όταν έχουν απέναντί τους υποστηρικτές της θεωρίας της επίπεδης Γης, αλλά τα πράγματα γίνονται πολυπλοκότερα όταν συζητούμε για τη γλυφοσάτη, οπότε εμπλέκονται ζητήματα που αφορούν τη σχέση αλήθειας και αγοράς, καθώς οι διαφωνίες αγγίζουν το τι επιθυμούμε και τι επιδιώκουμε στη ζωή, και όχι ποιος διάβασε και ποιος κατάλαβε την τάδε έρευνα. Η ιδέα ότι κλειδώνουμε σε ένα δωμάτιο έναν αναρχικό, έναν μαρξιστή και ένα νεοφιλελεύθερο και περιμένουμε να συμφωνήσουν για τα γεγονότα είναι αφελής ή, χειρότερα, προπαγανδιστική. Όταν το TPP καυγάδιζε με τα ελληνικά hoaxes για τη γλυφοσάτη, ένας σχολιαστής είχε την καλοσύνη να επιστήσει την προσοχή μας στο factcheck.org. Μια που οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί έχουν χάσει για ευνόητους και εντελώς ουσιαστικούς λόγους την αξιοπιστία τους, αναλαμβάνουν οι λάτρεις των γεγονότων να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, συζητώντας για την επίπεδη Γη και το αν η Χίλαρυ Κλίντον πίνει αίμα παιδιών, αλλά στη συνέχεια το σάιτ αυτό συνεργάζεται με το CNN και αναλαμβάνει να μας πει εντελώς αμερόληπτα ότι κακώς υποβαθμίζεται η τηλεθέαση του CNN. Εδραιώνεται η αξιοπιστία αποδομώντας εξωφρενικές θεωρίες συνομωσίας και διεκδικούν να έχουν φωνή σε ζητήματα που δεν λύνονται απλώς βάζοντας κάτω τα γεγονότα, διότι η πολιτική δεν είναι μεζούρα αλλά στίβος.
Η εικόνα αυτή σε σχέση με τις ψευδείς ειδήσεις προσφέρει μία ακόμη υπηρεσία στα διεφθαρμένα συστημικά ΜΜΕ. Εμφανίζει έναν παραπλανητικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε παλαιά και νέα Μέσα, θεωρώντας τα παλαιά Μέσα φορέα μιας σχολαστικής ερευνητικής ηθικής και τα νέα Μέσα παραδομένα στη βιασύνη. Όταν το Associated Press έκανε την γκάφα να παίξει την ψευδή είδηση του θανάτου του Κώστα Γαβρά, την οποία είχε αλιεύσει από έναν καταφανώς πλαστό λογαριασμό στο τουίτερ, έβγαλε ανακοίνωση η ΕΣΗΕΑ την επόμενη μέρα. Εξηγούσε λοιπόν ότι τα ΜΜΕ δεν θα πρέπει να μπαίνουν στο κυνήγι της ταχύτητας, επηρεασμένοι από τα νέα Μέσα. Αλήθεια όμως; Η ταχύτητα είναι το πρόβλημα των σύγχρονων Μέσων; Από ταχύτητα συνέβη η παραπλάνηση σε σχέση με την κρίση; Είμαστε στον 8ο χρόνο της κρίσης, δεν υπάρχει καμία βιασύνη. Το γεγονός ότι δεν αναφέρονται οι ευθύνες των τραπεζών δεν οφείλεται σε βιασύνη. Οφείλεται στη διαφθορά, οφείλεται στο κίτρινο παράσημο όλων των πρωτοσέλιδων των εφημερίδων, που διαφημίζουν ανύπαρκτα προϊόντα της Τράπεζας Πειραιώς. Αυτό επίσης δεν θα εμφανιστεί στις οιμωγές για τα fake news, για τα οποία γίνονται τρία συνέδρια την ημέρα, με τη συμμετοχή δημοσιογράφων που οφείλουν την καριέρα τους και το ψωμί τους αποκλειστικά στην ύπαρξη της διαπλοκής.
Ένας άντρας άνοιξε πυρ σε μια πιτσαρία στην Ουάσινγκτον, γιατί ένας συνωμοσιολόγος είχε γράψει ότι εκεί βρισκόταν το αρχηγείο ενός κυκλώματος παιδόφιλων που το διηύθυνε η Χίλλαρυ Κλίντον. Με αυτή την αφορμή η Κλίντον άσκησε κριτική στην επιδημία των ψευδών ειδήσεων και προπαγάνδας. Ομοίως, το Politico ανέφερε ότι ο Τραμπ είχε μεγαλύτερη επιτυχία στις περιοχές όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι η κύρια πηγή πληροφόρησης. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, η Καθημερινή, η ναυαρχίδα της μνημονιακής ενημέρωσης στην Ελλάδα, εκφράζεται για την ενημέρωση όλο αγωνία για το κακό που κάνει το τουίτερ στην ψύχραιμη ενημέρωση που εκπροσωπει βεβαίως η ίδια η Καθημερινή.
Να δούμε λοιπόν δύο παραδείγματα Μέσων που είναι υπεράνω πάσης υποψίας. Τον Guardian και τους New York Times. Ο εκδότης του Guardian για μια εικοσαετία, ο Άλαν Ρασμπρίτζερ, δήλωσε ότι «για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία αντιμετωπίζουμε την προοπτική στην κοινωνία μας να μην έχουμε αξιόπιστες ειδήσεις». Αλήθεια είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό και φταίει το Twitter και το Facebook;
Ο Guardian στην περίπτωση του σκανδάλου φοροδιαφυγής της HNBC φρόντισε να συναντηθεί με τους δικηγόρους της τράπεζας προκειμένου να δει τι θα δημοσιεύσει, ώστε να μη χάσει διαφημιστικά έσοδα. Αυτό εκτιμώ ότι δεν θα περνούσε ως «ψευδής είδηση», αλλά οι τράπεζες είναι μάλλον το πιο κρίσιμο οικονομικό ζήτημα της εποχής μας. Το ότι δεν θα προκύψει ποτέ αυτή η ιστορία ως παράδειγμα ψευδούς είδησης, είναι πρόβλημα των ορισμών μας. Και εκτός από τις τράπεζες και την ευθύνη τους για την κρίση, κρίσιμο θα έλεγα ότι είναι το πού ρίχνουμε βόμβες και πού στέλνουμε στρατό. Οι New York Times έχουν μέχρι σήμερα υποστηρίξει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όλες τις στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ. Είναι ψευδής είδηση να υποστηρίζεις ότι χρειάζεται να επέμβουν οι ΗΠΑ στη Βενεζουέλα; Όχι, δεν είναι ψευδής είδηση. Είναι όμως μια στρέβλωση της ενημέρωσης απείρως κρισιμότερη από αυτήν που απασχολεί τη Χίλαρυ Κλίντον όταν παραπονείται ότι η είδηση για το κύκλωμα παιδεραστών οδήγησε σε επίθεση με όπλο. Αν μη τι άλλο, αυτό που συζητούμε τώρα αφορά πολύ περισσότερα όπλα. Δεν συμφωνούν όλοι με τη δική μου εκτίμηση για το τι θα έπρεπε να πληρώνουν οι τράπεζες, τι θα έπρεπε να κάνουν οι ΗΠΑ, αν ο Τζέρεμι Κόρμπιν είναι αντισημίτης, πώς καλύπτει ο Guardian τα γεγονότα στη Λατινική Αμερική. Πρόκειται για πολιτικές διαφωνίες. Δεν είμαστε όλοι στην ίδια όχθη, δεν έχουμε τις ίδιες απόψεις, δεν έχουμε τα ίδια συμφέροντα, δεν θέλουμε να πούμε ούτε να ακούσουμε τα ίδια. Αυτό όμως είναι πολιτική ενημέρωση. Η ιδέα ότι από τη μία μεριά βρίσκονται σύσσωμοι οι φίλοι της αλήθειας και από την άλλη οι παραγωγοί των ψευδών ειδήσεων είναι απολύτως παραπλανητική. Είναι μια επιφανειακή ηθικολογία που αποσκοπεί στο να βγάλει λάδι τη βαθύτερη πηγή της διαστρέβλωσης, τα συμφέροντα και τη διαφορά προοπτικής που προκύπτει από τη διαφορά θέσης.
Έχουμε σωρεία από ρεπορτάζ για τις ψευδείς ειδήσεις, το BBC παίρνει συνέντευξη από τον πρώην οικοδόμο που μένει σε μια επαρχιακή πόλη κοντά στις Βρυξέλλες και τα απογεύματα γράφει στο λάπτοπ του ψευδείς ειδήσεις. Μαθαίνουμε να αποδομούμε την είδηση ότι η Μισέλ Ομπάμα δεν έβαλε το χέρι στην καρδιά ακούγοντας τον εθνικό ύμνο, ή εμείς πασχίζουμε να αποδείξουμε ότι δεν ήρθε ο Μαδούρο στο Μαξίμου κρατώντας παραμάσχαλα ράβδους χρυσου, δεν τιμά η Ελλάδα την Τουρκία στη ΔΕΘ, δεν χόρεψε χορό της κοιλιάς ο Τσίπρας κοκ.
Μπορούμε να επιδοθούμε σε αυτό το σπορ, να δείξουμε ότι αυτές οι ειδήσεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αυτή είναι στοιχειώδης δεοντολογική υποχρέωση. Η κύρια πηγή της διαστρέβλωσης όμως δεν είναι ποτέ η ψευδής είδηση. Όταν συμμετέχει η Μαρία Σπυράκη σε εκδήλωση για τα fake news, δεν αρκεί να θυμίσουμε ότι είναι η δημοσιογράφος που ξέρει να κρατάει τις πληροφορίες στο μαξιλάρι της. Η παρουσία της στο πάνελ συμβολίζει το αδιέξοδο της συζήτησης για τις ψευδείς ειδήσεις. Ο στόχος υπό αυτήν την έννοια είναι η βαθύτερη συνειδητοποίηση ότι κανένα πρόβλημα δεν θα λυθεί αν αποδομήσουμε τον έναν ή τον άλλον προπαγανδιστικό μύθο. Ορθή ενημέρωση είναι μια ενημέρωση που θα αντιλαμβάνεται συνειδητά και μαχητικά ότι η κοινωνία είναι χωρισμένη σε ανταγωνιστικά στρατόπεδα. Καμία διαμάχη δεν λύνεται με την επίκληση των γεγονότων. Η πηγή της διαστρέβλωσης είναι η διαφορά προοπτικής και η ελπίδα μας η υποστήριξη Μέσων που έχουν στηθεί οικονομικά κατά τρόπον ώστε να λογοδοτούν στους αναγνώστες τους και όχι στους ολιγάρχες που τα ελέγχουν.
Το κείμενο βασίζεται στην εισήγησή μου στο συνέδριο The Rule of All, στο Ινστιτούτο της Δανίας στην Αθήνα.