του Νίκου Μπογιόπουλου
(αναδημοσίευση από τον «Ημεροδρόμο» με την άδεια του συγγραφέα)
Όμως «κοινοβουλευτική» αντιπαράθεση του τύπου
«παιδεραστία» και «ναρκεμπόριο» ο ένας, «δουλειές με τη χούντα η οικογένεια σου» ο άλλος,
«τόσος είσαι» ο ένας, «λες σαχλαμάρες» ο άλλος,
κυκλοφορείς με «ελικόπτερα» ο ένας, λιάζεσαι στα «κότερα» και «νάτος – νάτος ο Τσίπρας ο σκαφάτος» ο άλλος,
είσαι «μεσοτοιχία» με τον Χριστοφοράκο ο ένας, «Πετσίτης, Αρτεμίου και ζήτω ο πραξικοπηματίας Γουαιδό (!)» ο άλλος,
δεν είχαμε ούτε ξαναδεί, ούτε ξανακούσει.
Αυτή η κατάντια, αυτός ο ξεπεσμός, αυτός ο κατήφορος, αυτή η θλιβερή κατινιά, αυτό το πινγκ – πονγκ ύβρεων, χαρακτηρισμών, γελοιοτήτων, έφερε το περίφημο πολιτικό τους επίπεδο πολλές πίστες κάτω κι από τα πλέον μουχλιασμένα υπόγεια της συνήθους υποκρισίας και του εθιμικού φαρισαϊσμού .
Από τη μια η αστική «ευγένεια» και τα Χάρβαρντ των «άριστων» και από την άλλη το «αριστερό ηθικό πλεονέκτημα», το βουτηγμένο στα αμπάρια της δημαγωγίας και ξαπλωμένο στα καταστρώματα της ολιγαρχίας.
Αυτό είναι το «νέο» τους. Και οι μυρωδιές της σαπίλας του πρωτόγνωρες. Όπως ακριβώς το περιέγραφε ο Μπρεχτ πριν από 80 χρόνια στο ποίημά του «Η παρέλαση του παλιού καινούργιου»:
«Στεκόμουν πάνω σε έναν λόφο
Κι είδα το Παλιό να πλησιάζει
Μα ερχόταν σα Νέο.
Σερνόταν πάνω σε καινούργια δεκανίκια
Που κανένας δεν είχε ξαναδεί
Κι απέπνεε νέες μυρωδιές σαπίλας
Που κανείς δεν είχε ξαναμυρίσει (…)»