του Δημήτρη Τσίρκα
Επικοινωνιακά το θέμα διόλου άγγιξε την κοινωνία. Τουναντίον, χάρη στη μηντιακή υπεροπλία της κυβέρνησης, τα λίγα που βγήκαν προς τα έξω ήταν κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της, φιλτραρισμένα μέσα από τη δική της αφήγηση και σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Η σκληρή ρητορική και οι διθύραμβοι για το πόσο ο Τσίπρας στρίμωξε τον Μητσοτάκη στη Βουλή περιορίζονται σε ένα μικρό πολιτικοποιημένο τμήμα του διαδικτύου. Ωστόσο, οι βιτριολικές αντιπαραθέσεις στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και το αντηχείο του αριστερού Facebook και Twitter δεν εκφράζουν την κοινωνία, κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν λέει να καταλάβει.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το θέμα των υποκλοπών έχει λήξει και η κυβέρνηση την έβγαλε καθαρή. Κάθε άλλο, η υπόθεση έχει πολύ δρόμο ακόμα και κανείς στον στενό κύκλο του Μητσοτάκη δεν μπορεί να αισθάνεται πολιτικά ασφαλής.
Στρατηγικό αδιέξοδο
Δείχνουν όμως ότι ο τρόπος που το χειρίζεται η αξιωματική αντιπολίτευση είναι ανεπαρκής και λανθασμένος. Αντιμετωπίζει κάθε νέο στοιχείο που προκύπτει ως την αρχή του τέλους για την κυβέρνηση, το νήμα που θα ξηλώσει το πουλόβερ. Για αυτό και επιλέγει διαρκώς τα γιουρούσια – ένα ακόμα σπρώξιμο και ο Μητσοτάκης πέφτει! H πολιτική ανατροπή όμως δεν έρχεται μέσω cancelling (ακύρωσης) στα social media.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει εδώ και τρία χρόνια στην ίδια τακτική και ας έχει διαψευστεί κάθε, μα κάθε φορά, και όχι μόνο στις υποκλοπές. Αδυνατεί να συνειδητοποιήσει πόσο βαθιά ήταν η πολιτική αλλαγή του 2019, πόσο ανθεκτικές είναι οι κοινωνικές συμμαχίες της κυβέρνησης, πόσο μεγάλος είναι ο έλεγχος που ασκεί στους «αρμούς» της εξουσίας (Δικαιοσύνη, Αστυνομία κλπ.), πόσο συντριπτική είναι η κυριαρχία της στα ΜΜΕ και πόσο ισχνές είναι οι δικές του στρατηγικές εφεδρείες.
Απέναντι σε έναν τόσο δυσμενή συσχετισμό, ο πόλεμος κινήσεων που εξαπολύει κάθε τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 και μέχρι σήμερα, είναι συνταγή αποτυχίας. Αντί να φθείρει την κυβέρνηση, σπέρνει απογοήτευση και παραίτηση στους δικούς του οπαδούς, μετά από κάθε διάψευση που ακολουθεί την καλλιέργεια ανεδαφικών προσδοκιών.
Κυρίως όμως δίνει την εικόνα μιας οπορτουνιστικής αντιπολίτευσης που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να επιστρέψει στην κυβέρνηση, χωρίς να πείθει την κοινωνική πλειοψηφία ότι μπορεί να κυβερνήσει καλύτερα.
Σε τέτοιες συνθήκες ταιριάζει πολύ περισσότερο ο πόλεμος θέσεων, το συστηματικό χτίσιμο των δικών σου δυνάμεων, η αναβάθμιση του οπλισμού σου (πολιτικά και προγραμματικά), η μεθοδική αποδόμηση του λόγου του αντιπάλου, η αποδιάρθρωση των κοινωνικών του συμμαχιών και η επίμονη και επίπονη διεύρυνση των δικών σου. Η προσεχτική επιλογή της κάθε μάχης που δίνεις ώστε να επιτύχεις τη μέγιστη φθορά του, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι δεν θα είναι αυτή που θα φέρει την τελική νίκη, αλλά θα χρειαστεί να ακολουθήσουν πολλές ακόμα.
Μαθήματα από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο
Αντλώντας αναλογίες από τη στρατιωτική ιστορία, ο ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει τα στρατηγικά λάθη που έκανε η Ιαπωνία στο μέτωπο του Ειρηνικού, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Απέναντι στη μεγάλη οικονομική και στρατιωτική υπεροχή των Αμερικανών, οι Ιάπωνες αντέταξαν τη στρατηγική της αποφασιστικής νίκης. Θα παγίδευαν και θα κατέστρεφαν το ναυτικό των ΗΠΑ σε μια καθοριστική ναυμαχία, εξωθώντας τους εχθρούς τους σε αναδίπλωση.
Η στρατηγική αυτή έφερε αποτελέσματα στη μάχη του Περλ Χάρμπορ (Δεκέμβρης του 1941), αν και όπως αποδείχτηκε περιορισμένα, αφού δεν κατάφεραν να πλήξουν τα αεροπλανοφόρα, αλλά απέτυχε κάθε άλλη φορά που τη δοκίμασαν (Ναυμαχίες του Μίντγουει, του Κόλπου Λέιτε, της Θάλασσας των Κοραλλίων κλπ.), οδηγώντας το ιαπωνικό ναυτικό σε συντριπτικές ήττες.
Οι Ιάπωνες δεν ήταν τρελοί που υιοθέτησαν το συγκεκριμένο δόγμα. Πείσθηκαν για την ορθότητά του μετά την αποφασιστική νίκη που πέτυχαν στον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1904 – 05, όταν κατέστρεψαν τον ρωσικό στόλο της Βαλτικής, στη μεγάλη Ναυμαχία της Τσουσίμα (27-28 Μαΐου του 1905).
Όμως το 1941 αντίπαλός τους δεν ήταν ο πήλινος γίγαντας που άκουγε στο όνομα Τσαρική Αυτοκρατορία, αλλά η μεγαλύτερη και πιο σύγχρονη οικονομία του κόσμου, οι ΗΠΑ. Οι Ιάπωνες φυσικά το γνώριζαν αυτό, ήλπιζαν όμως ότι με μια, δυο γρήγορες και μεγάλες νίκες θα εξανάγκαζαν τους Αμερικάνους να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να μοιράσουν μαζί τους τον Ανατολικό Ειρηνικό ή έστω να κερδίσουν πολύτιμο χρόνο.
Το 2023 δεν είναι 2015
Σε αντίθεσή με τους Ιάπωνες, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει διαβάσει λάθος μόνο το πεδίο της μάχης, αλλά και τους συσχετισμούς δύναμης με τη ΝΔ, για αυτό και δείχνει ανίκανος να διεξάγει πόλεμο θέσεων.
Παραμένει δέσμιος των περασμένων επιτυχιών του, ανάμεσα στο 2012 – 2015, τότε που, με υψηλούς αντιπολιτευτικούς τόνους οι οποίοι όμως αντανακλούσαν τα αισθήματα της πλειονότητας των θυμωμένων ψηφοφόρων και την επιθετική τακτική κατάφερε, από το 4% να γίνει μέσα σε τρία χρόνια κυβέρνηση, κόντρα σε όλο το πολιτικό και μηντιακό σύστημα. Ένα πολιτικό σύστημα ωστόσο που παρέπαιε και ένα μηντιακό οικοδόμημα σε πλήρη απαξίωση.
Αλλά έκτοτε οι συνθήκες έχουν αλλάξει δραματικά, η κοινωνία σήμερα δεν βρίσκεται σε μαζική και διαρκή κινητοποίηση, δεν αναζητά την πολιτική ανατροπή, ή μάλλον, την ανατροπή της ανατροπής που έφεραν τα μνημόνια.
Μετά από μια δεκαετία απανωτών κρίσεων (πτώχευση, πανδημία, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός), ψάχνει σταθερότητα και έναν αποτελεσματικό (κυβερνητικό) διαχειριστή, αν τον ψάχνει και αυτόν, αφού το πολιτικό ενδιαφέρον βρίσκεται στο ναδίρ. Τα έντονα πολιτικά πάθη της αντιμνημονιακής περιόδου είναι παρελθόν.
Και εδώ η κυβέρνηση, χάρη στα ισχυρά και εκτεταμένα κοινωνικά δίκτυα που τη στηρίζουν, τη διάχυση της διαφθοράς προς τα κάτω και τη μηντιακή της υπεροπλία, διατηρεί ένα σημαντικό και ανθεκτικό προβάδισμα.
Αλλά ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το ίδιο κόμμα που ήταν πριν οκτώ έτη. Πλέον έχει στην πλάτη του τη συνθηκολόγηση του 2015 και 4,5 χρόνια μνημονιακής διακυβέρνησης, που τον έφεραν σε σοβαρή (αν και όχι οριστική) ρήξη με λαϊκά και μεσαία κοινωνικά στρώματα τα οποία διεκδικεί και πάλι να εκπροσωπήσει.
Ούτε καν στο ύφος και στον τρόπο διακυβέρνησης δεν κατάφερε να διαφοροποιηθεί ουσιαστικά, με αποτέλεσμα να δίνει την αίσθηση ενός κατεστημένου κόμματος, μέρος του παλιού πολιτικού συστήματος που καταγγέλλει. Και μάλιστα ενός κουρασμένου και γερασμένου κόμματος, χωρίς δυναμισμό – μια ματιά ποιοι και πόσοι μαζεύονται στις τοπικές συγκεντρώσεις που οργανώνει είναι αρκετή για του λόγου το αληθές.
Για το «όλοι ίδιοι είναι», που συμμερίζεται ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, δεν ευθύνεται μόνο η προπαγάνδα της ΝΔ και των ΜΜΕ, έχει βάλει το χέρι του και ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του, από όσα έκανε και κυρίως, από όσα δεν έκανε.
Ή αλλάζουν ή βουλιάζουν
Όλα αυτά δεν αλλάζουν με γιουρούσια, όσο φωνακλάδικα και αν είναι, όσο ηρωικά και αν ξιφουλκούν τα «παλικάρια» στους διαδικτυακούς προμαχώνες. Θέλουν γενναία αυτοκριτική για το κυβερνητικό παρελθόν, ιδεολογικό και πολιτικό ξεκαθάρισμα, σοβαρή οργάνωση και γειωμένο πρόγραμμα και κυρίως σταθερό προσανατολισμό προς την κοινωνία με στόχο να ξανακερδηθούν τα μυαλά και οι καρδιές των λαϊκών ανθρώπων, σε διαφορετική αλλά πιο στέρεη βάση, από ότι το 2012-15, σε ένα, μάλιστα, ιδιαιτέρως εχθρικό μηντιακό περιβάλλον.
Απαιτούν, με δυο λόγια, πόλεμο θέσεων και μάχη για την ηγεμονία, διαφορετικά ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να κάνει πράξη το γνωστό σύνθημα του Μάο, αλλά κάπως αλλαγμένο: Από ήττα σε ήττα, μέχρι την τελική… ήττα.