
Συγκεκριμένα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ερωτηθείς σχετικά με την Ελευθερία του Τύπου στη χώρα μετά τη δημοσίευση των πρόσφατων εκθέσεων των Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα και του Human Rights Watch, είπε ότι «η Ελλάδα είναι μια δημοκρατία που λειτουργεί πολύ καλά. Και ο τελικός κριτής του κράτους δικαίου στην πατρίδα μας δεν μπορεί να είναι άλλος πέραν της Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
Ακόμη είπε ότι του φαίνεται «πολύ παράξενο» το γεγονός ότι σε ορισμένες κατατάξεις που αφορούν την ελευθερία του Τύπου από διάφορες ΜΚΟ η Ελλάδα «βρίσκεται κάτω από αφρικανικές χώρες, οι οποίες δεν διακρίνονται ιδιαίτερα για τα δημοκρατικά τους αντανακλαστικά». Ισχυρίστηκε, ακόμα, ότι «στην Ελλάδα ο καθένας μπορεί να πει και να γράψει ό,τι θέλει», συμπληρώνοντας πως «υπάρχει απόλυτη ελευθερία έκφρασης». «Σας διαβεβαιώνω επίσης πως η κριτική που ασκείται στην κυβέρνησή μου, όπως αρμόζει σε κάθε δημοκρατία, είναι πολύ έντονη και αποδεχόμαστε ότι αυτό είναι μέρος του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι ευνομούμενες δημοκρατίες, όπως είναι και η δικιά μας», είπε.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εν ολίγοις, αναφέρθηκε στην αξία των εκθέσεων της Human Rights Watch και των Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα, οι οποίες, σύμφωνα με αυτόν, πρέπει να αναγνωρίζονται μόνο όταν στηρίζονται από «αντικειμενικά δεδομένα» και «επίσημα ευρωπαϊκά σώματα». Ο Μητσοτάκης δήλωσε επομένως ότι, κατά την άποψή του, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ο μοναδικός αξιόπιστος και αντικειμενικός κριτής του καθεστώτος των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Το παραπάνω αφήγημα επικοινώνησε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, αναφέροντας σε ανάρτησή του στις 2 Μαΐου ότι «η μόνη αλήθεια για την ελευθερία του Τύπου στο σύνολο των κρατών της ΕΕ αποτυπώνεται ετησίως στην Ετήσια Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου», κάνοντας στη συνέχεια επιλεκτική διαλογή των σημείων της έκθεσης που αναφέρουν τις προόδους της χώρας, όπως π.χ. τις αλλαγές στο διοικητικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας στο δημόσιο.
Ωστόσο, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου του 2024 εισάγει παρατηρήσεις που έρχονται σε αντίθεση με την εικόνα που επιδιώκει να παρουσιάσει η κυβέρνηση, όπως παρατήρησε και η δημοσιογράφος Δανάη Μαραγκουδάκη.
Η έκθεση τονίζει ότι, παρά τις προόδους που έχουν σημειωθεί στην κατάρτιση νέων νομικών μηχανισμών, παραμένουν σοβαρές ανησυχίες για την ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, ενώ διατηρεί επιφυλάξεις σχετικά με τις πρακτικές που ενδέχεται να περιορίσουν την ελευθερία της έκφρασης και να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των δημοσιογράφων.
Πιο συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Έκθεση για το Κράτος Δικαίου το 2024 αναφέρει:
Για το ΕΣΡ:
Όπως αναφέρει η έκθεση, παρά το γεγονός ότι είναι θετική εξέλιξη η πρόσληψη νέων υπαλλήλων στο ΕΣΡ, υπάρχουν αφενός προκλήσεις «σχετικά με την επάρκεια των πόρων σε σχέση με τα καθήκοντα που πρέπει να εκτελεί το ΕΣΡ βάσει του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου», ενώ αφετέρου, «η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τον διορισμό των νέων μελών του ΕΣΡ τον Σεπτέμβριο του 2023 προκάλεσε ανησυχίες στην κοινωνία των πολιτών, τους δημοσιογράφους και τους νομικούς εμπειρογνώμονες και θεωρήθηκε απόπειρα παρέμβασης στην ανεξαρτησία του. Τον Ιούλιο του 2024 συζητήθηκαν από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας οι σχετικές αιτήσεις ακύρωσης που κατέθεσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών και αναμένεται η έκδοση της απόφασης. Το παρατηρητήριο για την πολυφωνία στα μέσα μαζικής επικοινωνίας του 2024 άλλαξε την προηγούμενη αξιολόγησή του σχετικά με την ανεξαρτησία και την αποτελεσματικότητα της αρχής των μέσων μαζικής επικοινωνίας από μέτριο σε υψηλό κίνδυνο».
Για την ΕΡΤ:
Παρά το γεγονός ότι η Κομισιόν αποτιμά ως θετική εξέλιξη και ευπρόσδεκτη βελτίωση οι αλλαγές στη διαδικασία επιλογής διευθυντών και άλλων διοικητικών στελεχών φορέων δημόσιας διοίκησης, η έκθεση σημειώνει ότι «σύμφωνα με το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, η ΕΡΤ διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτονομία και λειτουργεί ανεξάρτητα. Η ΕΡΤ υπάγεται στη διοικητική εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, γεγονός το οποίο επικρίνουν ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς η τελευταία υπάγεται στην προεδρία της κυβέρνησης. Το παρατηρητήριο για την πολυφωνία στα μέσα επικοινωνίας του 2024 θεωρεί ότι η ανεξαρτησία των δημόσιων μέσων μαζικής επικοινωνίας αποτελεί τομέα μέτριου κινδύνου».
Το επιχείρημα της κυβέρνησης, ότι δηλαδή η εποπτεία της Γραμματείας είναι καθαρά διοικητική και δεν σχετίζεται με παρεμβάσεις στο περιεχόμενο της ειδησεογραφίας, απαντάται από την έκθεση του Human Rights Watch. Στην έκθεση σημειώνεται ότι «οι ισχυρισμοί ανεξαρτησίας δεν είναι πειστικοί. Η ίδια η δομή της Γενικής Γραμματείας, η οποία υπάγεται απευθείας στο γραφείο του Πρωθυπουργού, δημιουργεί εγγενώς έναν δίαυλο δυνητικής πολιτικής επιρροής. Ενώ το ΑΠΕ-ΜΠΕ και η ΕΡΤ μπορεί να ισχυρίζονται ότι ο ρόλος της Γραμματείας είναι περιορισμένος, η υπέρτατη εξουσία ανήκει στο γραφείο του Πρωθυπουργού και αυτό παρέχει έναν ισχυρό μοχλό πίεσης. Ακόμη και αν δεν υπάρχει άμεση καθημερινή παρέμβαση στο περιεχόμενο, παραμένει το γεγονός ότι το γραφείο του Πρωθυπουργού έχει τη δυνατότητα να ασκεί πιέσεις, ακόμη και έμμεσα, και αυτό υπονομεύει τη θεμελιώδη αρχή ενός πραγματικά ανεξάρτητου δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα και πρακτορείου ειδήσεων».
Για την προστασία των δημοσιογράφων:
Σχετικά με την προστασία των δημοσιογράφων, η Κομισιόν αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στην προστασία των δημοσιογράφων μέσω νομοθετικών διασφαλίσεων και της με αποποινικοποίηση της απλής δυσφήμισης αλλά οι ανησυχίες για τις συνθήκες εργασίας και την ασφάλεια των δημοσιογράφων παραμένουν έντονες. Η προστασία από καταχρηστικές αγωγές είναι ακόμη επιτακτική και οι επιθέσεις κατά των δημοσιογράφων εξακολουθούν να υπάρχουν, αποτελώντας σημαντικό ζήτημα για την ελευθερία του Τύπου.
Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 2024, ο τροποποιημένος Ποινικός Κώδικας κατάργησε το ποινικό αδίκημα της απλής δυσφήμισης, διατηρώντας μόνο το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Στόχος της μεταρρύθμισης η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και των δημοσιογράφων από καταχρηστικές αγωγές. Παρά τις επικρίσεις για την αύξηση της ελάχιστης ποινής για συκοφαντική δυσφήμιση και τη μείωση της δυνατότητας αναστολής ποινών, η κυβέρνηση αναφέρει ότι δεν έχουν επιβληθεί ποινές φυλάκισης πάνω από δύο έτη σε δημοσιογράφους για συκοφαντική δυσφήμιση.
Στην έκθεση αναφέρεται:
«Οι οργανώσεις δημοσιογράφων και η κοινωνία των πολιτών ζητούν εδώ και καιρό την αποποινικοποίηση της δυσφήμισης. Παράλληλα, οι ενώσεις δημοσιογράφων έχουν επικρίνει τις τροποποιημένες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με τις οποίες αυξήθηκε η ελάχιστη ποινή για συκοφαντική δυσφήμιση και περιορίστηκε σημαντικά η δυνατότητα αναστολής των ποινών που επιβάλλονται σε πρώτο βαθμό κατά την άσκηση έφεσης. Ωστόσο, η Ελληνική κυβέρνηση ενημέρωσε ότι μέχρι σήμερα, τα δικαστήρια δεν έχουν επιβάλει ποινή φυλάκισης που να υπερβαίνει τα δύο έτη σε δημοσιογράφο για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης».
Η έκθεση ακόμη σημειώνει ότι «παρά τα στατιστικά στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης που υποδεικνύουν σχετικά χαμηλό αριθμό αγωγών κατά δημοσιογράφων και μέσων μαζικής επικοινωνίας, οι στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού εξακολουθούν να αποτελούν πηγή ανησυχίας για τους δημοσιογράφους, την έκθεση αποστολής του μηχανισμού ταχείας αντίδρασης για την ελευθερία των μέσων μαζικής επικοινωνίας και την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).
Η έκθεση θυμίζει ότι σύμφωνα με το ΕΕΔΑ το επίπεδο προστασίας των δημοσιογράφων στην Ελλάδα είναι χαμηλότερο από τα ευρωπαϊκά πρότυπα, καθώς όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα της προστασίας από καταχρηστικές αγωγές, δεν έχουν θεσπιστεί νομοθετικά μέτρα. Η ΕΕΔΑ θεωρεί ότι η δεσμευτική εξωδικαστική διαδικασία, η οποία επιβάλλει την υποχρέωση να ζητηθεί η διόρθωση μιας προσβλητικής δημοσίευσης εντός 10 ημερών για να γίνει δεκτή η αγωγή, δεν αποτελεί επαρκή δικλείδα ασφαλείας κατά της κατάχρησης. Επισημαίνει ότι η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται μόνο σε αγωγές και όχι στις εγκλήσεις και υπόκειται σε εξαιρέσεις.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, κατά την παρουσίαση του Κώδικα Δεοντολογίας για τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης από τα ΜΜΕ την Τρίτη 13/05, ανακοίνωσε την επικείμενη ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για τις αγωγές SLAPPs.
Συγκεκριμένα είπε:
«Τώρα, λοιπόν, μένει μία υποχρέωση, μετά και την περσινή μας συνάντηση με την αρμόδια τότε αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε λίγες εβδομάδες, σε λίγες μέρες βασικά, θα συναντήσουμε και τον διάδοχό της, τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδιο για ζητήματα κράτους – δικαίου και ελευθερίας του Τύπου, για να του ανακοινώσουμε, όπως το ανακοινώνω πρώτα και σε εσάς, ότι ενσωματώνεται και η τελευταία μας υποχρέωση, η Ευρωπαϊκή Οδηγία για τα slapps, τις καταχρηστικές αγωγές, όπως ακριβώς είχαμε υποσχεθεί. Είμαστε από τα πρώτα κράτη – μέλη της Ευρώπης που ολοκληρώνουμε, ουσιαστικά, τις αντίστοιχες υποχρεώσεις».
Και σημείωσε: «Εδώ, ο στόχος δεν είναι να απαγορεύεται σε κανέναν να προσφεύγει στη δικαιοσύνη. Έχει καθήκον ένας πολίτης. Για μένα δεν είναι δικαίωμα, είναι καθήκον, αν θεωρεί ότι δυσφημείται, συκοφαντείται, γιατί δεν υπάρχει, πλέον, η απλή δυσφήμιση, να προσφεύγει στη δικαιοσύνη. Όμως θα υπάρχει ένα φίλτρο στη Δικαιοσύνη προδικαστικό, όπως περιγράφει, Αγαπητέ κύριε καθηγητά, η ευρωπαϊκή οδηγία, να κρίνει αν μια αγωγή, πριν φτάσει δηλαδή στο επόμενο στάδιο, είναι προδήλως καταχρηστική. Είναι αυτό που λέμε αγωγή slapp. Από κει και πέρα όμως, πρέπει στη συνέχεια η δικαιοσύνη, εφόσον δεν είναι τέτοιες οι αγωγές, να κρίνουν κάθε εναγόμενο και το ποινικό δικαστήριο κάθε αμυνόμενο το ίδιο ακριβώς, είτε είναι βουλευτής είτε είναι υπουργός είτε είναι πολίτης είτε είναι δημοσιογράφος. Όποιος συκοφαντεί κάποιον, όποιος δηλαδή εν γνώσει του διασπείρει ψεύδη και προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη κάποιου, να ξέρει ότι στο τέλος της ημέρας θα έχει πολύ σοβαρές συνέπειες για τη δικαιοσύνη».
Εξακολουθούν οι απειλές, οι λεκτικές και σωματικές επιθέσεις και ο εκφοβισμός
Στη συνέχεια η έκθεση της Κομισιόν αναφέρει ότι η ασφάλεια των δημοσιογράφων εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα, αφού οι ενώσεις εξακολουθούν να αναφέρουν απειλές, λεκτικές και σωματικές επιθέσεις, προβλήματα κατά τη δημοσιοποίηση θεμάτων ειδικά για τη μετανάστευση, παρενόχληση και εκφοβισμό μεταξύ άλλων από πολιτικούς, παρά το γεγονός ότι τα περιστατικά είναι λιγότερα σε σχέση με αυτά του προηγούμενου έτους.
Συγκεκριμένα αναφέρεται:
«Η ασφάλεια των δημοσιογράφων εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα, ενώ έχουν ληφθεί ορισμένα μέτρα. Από τη δημοσίευση της έκθεσης του 2023 για το κράτος δικαίου έχουν υπάρξει αρκετές περιπτώσεις επιθέσεων κατά δημοσιογράφων ή απειλών για την ασφάλειά τους. Οι ενώσεις δημοσιογράφων ανέφεραν απειλές, λεκτικές και σωματικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, καθώς και ιδιαίτερα προβλήματα κατά τη δημοσιοποίηση θεμάτων σχετικών με τη μετανάστευση. Η πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προώθηση της προστασίας της δημοσιογραφίας και της ασφάλειας των δημοσιογράφων καταχώρισε επτά προειδοποιήσεις σχετικά με επιθέσεις κατά της σωματικής ασφάλειας δημοσιογράφων, λεκτικές προσβολές, αυθαίρετη κράτηση και παρενόχληση και εκφοβισμό, μεταξύ άλλων από πολιτικούς, αριθμός που αποτελεί σημαντική μείωση σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς. Η πλατφόρμα χαρτογράφησης της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης καταχώρισε πέντε νέες προειδοποιήσεις μετά τη δημοσίευση της έκθεσης του 2023 για το κράτος δικαίου».
Η έκθεση ακόμη αναφέρεται στη δολοφονία Καραϊβάζ και στο σκάνδαλο των υποκλοπών, αναφερόμενη στις δικαστικές εξελίξεις ως και τη στιγμή της συγγραφής της, σημειώνοντας ότι «οι ενώσεις δημοσιογράφων επικρίνουν την πρόοδο που έχει σημειωθεί».
Ακόμη, τονίζεται ότι «ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει επίσης τις προσπάθειες της Ελλάδας για την εξασφάλιση ασφαλούς περιβάλλοντος για τους δημοσιογράφους, σημειώνοντας παράλληλα ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένες ανησυχίες. Το παρατηρητήριο για την πολυφωνία στα μέσα μαζικής επικοινωνίας του 2024 θεωρεί ότι «το δημοσιογραφικό επάγγελμα, τα πρότυπα και η προστασία του» είναι τομέας μέτριου κινδύνου, επισημαίνοντας ότι «η δημοσιογραφία εξακολουθεί να αποτελεί επισφαλές και επικίνδυνο επάγγελμα στην Ελλάδα» και υπογραμμίζοντας την «επικράτηση των στρατηγικών αγωγών προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού, οι οποίες στοχοποιούν μικρότερα ανεξάρτητα μέσα μαζικής επικοινωνίας, γεγονός που συνιστά υπαρξιακή απειλή για την ερευνητική δημοσιογραφία στη χώρα».
.