Η κυκλοφορία -για πρώτη φορά στην Ελλάδα- των Δυτικών χωρών (μτφρ. Γ. Μπέτσος, εκδόσεις Τόπος, 2023) μας δίνει την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τη σημασία του μπαροουζικού έργου από τη σκοπιά του δικού μας δυστοπικού παρόντος και να δούμε, 35 χρόνια μετά, την επικαιρότητα του «μηνύματός» του.
«Η μόλυνση που μεταδίδει η αποικία είναι η έλλειψη ορίων στη ζωή, μια απεριόριστη μόλυνση. […] Η σκοπιά του υγιεινολόγου είναι ίσως η πιο προνομιακή για να αντιληφθούμε τα άγχη της αποικιοκρατικής συνείδησης. Η φρίκη που εξαπέλυσε η ευρωπαϊκή κατάκτηση και ο αποικισμός είναι μια φρίκη απεριόριστης επαφής, ροής και ανταλλαγής -ή, μάλλον, η φρίκη της μόλυνσης, της επιμιξίας και της δίχως όρια ζωής […] Η εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι η εποχή της καθολικής μόλυνσης»: σταχυολογώ από το ιντερμέτζο για την «Μόλυνση» από την Αυτοκρατορία των Χαρντ και Νέγκρι (μτφρ. Ν. Καλαϊντζής, Scripta, 2002, σ. 189-190) και νιώθω ότι παραθέτω μια σύνοψη του βασικού θέματος, αν όχι ολόκληρου του έργου του Μπάροουζ, σίγουρα ωστόσο της τελευταίας του Τριλογίας, που ξεκινά με τις Πόλεις της κόκκινης νύχτας, συνεχίζεται με τους Τόπους των νεκρών δρόμων και ολοκληρώνεται με τις Δυτικές χώρες.
Οι Χαρντ και Νέγκρι στην ανάλυσή τους παραθέτουν την εμπειρία της επαφής κλασικών λογοτεχνών της Ευρώπης, όπως ο Σελίν και ο Κόνραντ, με την αταβιστική Αφρική και το σοκ που προκάλεσε, έτσι όπως εμφανίζεται με τον ζωώδη πρωτογονισμό της, στις αφηγήσεις τους. Παραθέτουν επίσης την υγειονομική υστερία του AIDS, ως την πρώτη και παραδειγματική έκτοτε σύγχρονη μορφή τρομακτικοποίησης μπροστά στην ανικανότητα των συνόρων να αποτρέψουν μια ιική απειλή.
Το ότι δεν είναι ο Μπάροουζ η βασική αναφορά τους εκπλήσσει, αλλά ο λόγος θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη συγκρότηση του πολιτισμικού κεφαλαίου, που μάλλον δεν καθιστά τον «αόρατο άνθρωπο» προνομιακή αναφορά της μαχητικής αριστεράς. Όχι βέβαια ότι έχει και μεγάλη σημασία.
Ο Μπάροουζ γράφει πριν από την Παγκοσμιοποίηση αλλά με βαθιά συνείδηση των μετασχηματισμών του κεφαλαίου τον 20ο αιώνα. Χωρίς να είναι εκ προθέσεως ένας πολιτικός συγγραφέας, ζώντας ωστόσο αρκετά στη Διαζώνη της Ταγγέρης ώστε να συνειδητοποιήσει εν τοις πράγμασι την κίνηση του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, καταφέρνει να παρουσιάσει την εικόνα του κόσμου μέσα από την σωματική και ψυχολογική κατάρρευση του ατόμου ως βαθιά προγνωστική των διαδικασιών ελέγχου που αναπτύσσονται στη σύγχρονη κοινωνία, εμφανιζόμενων με ρητά βιο- και θανατοπολιτικό πρόσημο.
Η κυκλοφορία -για πρώτη φορά στην Ελλάδα- των Δυτικών χωρών μας δίνει την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τη σημασία του μπαροουζικού έργου από τη σκοπιά του δικού μας δυστοπικού παρόντος και να δούμε, 35 χρόνια μετά, την επικαιρότητα του «μηνύματός» του. Πόσο μάλλον που εμφανίζεται σε μια εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Μπέτσου (ο οποίος έχει δώσει ήδη πάμπολλα δείγματα γραφής μεταφράζοντας για τον Τόπο τόσο την αποκατεστημένη εκδοχή του Γυμνού γεύματος, όσο και τα Τζάνκι, Queer, Άγρια αγόρια, Διαζώνη, Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους, καθώς και τα υπόλοιπα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας της «Κόκκινης νύχτας»). Ο Μπέτσος ελίσσεται με ακρίβεια ανάμεσα στα διαφορετικά ειδολογικά επίπεδα του μπαροουζικού ύφος, που εκτείνονται από τη λόγια γλώσσα του Πανεπιστημίου ως τη σλανγκ του πεζοδρομίου.
Το πρότζεκτ της «Κόκκινης τριλογίας» ξεκινά με την επιστροφή του Μπάροουζ στη Νέα Υόρκη το 1974, στα 60 χρόνια του. Βλέποντας το καθαρά σχηματικά, κάθε ένα μέρος της τριλογίας ασχολείται με ένα μεγαθέμα: έρωτας, πόλεμος και θάνατος/αθανασία. Όχι ότι ακριβώς τα ίδια θέματα δεν διαπλέκονται μεταξύ τους σε κάθε βιβλίο, όχι ότι στην πραγματικότητα κάθε βιβλίο δεν αποτελεί ένα mise en abyme ολόκληρου του έργου του Μπάροουζ. Ο Αμερικανός εγκιβωτίζει παλαιότερα αποσπάσματα και βινιέτες στα επόμενα βιβλία του, προσπαθώντας να βρει την ιδανική θέση στη μεγάλη εικόνα. Ταυτόχρονα, η τριλογία είναι πολυειδική. Λαϊκά αναγνώσματα, λόγιες αφηγήσεις, ιστορία, μυθολογία, θεολογία και επιστημονική φαντασία συναρμόζονται με τρόπο πολλές φορές χαοτικό για να δώσουν ακόμα μεγαλύτερη ένταση στο επιχείρημα. Τέλος θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το κάθε βιβλίο προκύπτει, όπως επισημαίνει ο Μπάρι Μάιλς στη βιογραφία του Μπάροουζ (Ουίλιαμ Μπάροουζ. El Hombre Invisible, μτφρ. Γ. Γούτας, Απόπειρα, 2008) από αχρησιμοποίητο υλικό των προηγούμενων.
Στις Πόλεις της κόκκινης νύχτας, «ένα αγορίστικο βιβλίο», όπως υπενθυμίζει ο Μάιλς, εχθρός είναι ο έρωτας ως εχθρικός ιός. Ο έρωτας, η αναζήτηση του έτερου ήμισυ, υπό ετεροφυλόφιλη εκδοχή, αποτελεί μια πανδημία, που εξαπλώνεται ραγδαία. Ο ιός του έρωτα προκαλεί συμπτώματα τα οποία μετατρέπονται σε κακοήθειες. Στη σύμπραξη επιστημονικής φαντασίας και ρομαντικής παρωδίας: η ακτινοβολία που κάνει τον έρωτα θανατηφόρο, προστίθεται και το φθηνό αστυνομικό θρίλερ: ένας ντετέκτιβ, που αυτοχαρακτηρίζεται ως «μυστικός μαλάκας» αναλαμβάνει την εξόντωση του «άλλου μισού» ως λύση στην πανδημία. Ο Μάιλς επισημαίνει ότι σ’ αυτή διαδικασία εξάλειψης του άλλου μισού τα επεισόδια ανακαλούν βιωματικά γεγονότα, όπως την μη φυλάκιση του Μπάροουζ για το φόνο της γυναίκας του, Τζόαν, στην Πόλη του Μεξικού. Χωρίς να χρειάζεται να μπούμε στα νερά της ψυχανάλυσης, είναι δεδομένο νομίζω ότι μια πηγή του μισογυνισμού του Μπάροουζ στα βιβλία του (η γυναίκα του ως ο θανάσιμος εχθρός που μεταδίδει τον ιό) είναι το τραύμα της δολοφονίας της Τζόαν. Ο τρόπος ωστόσο που αυτός ο μισογυνισμός αξιοποιείται λογοτεχνικά δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον για την σημερινή εποχή, όπου το ζήτημα της έμφυλης διαφοράς είναι πρωτεύον. Ο τρόπος επίλυσης του προβλήματος που προτείνει η λογοτεχνία του Μπάροουζ (η εξάλειψη δηλαδή του ενός σκέλους) είναι μια πρόκληση. Όπως πρόκληση αντίστοιχα είναι η ανάλογη πρόταση της Σολάνας στο SCUM μανιφέστο για την εξάλειψη των ανδρών. Από τον Ρουσό στον Χέγκελ κι ως τον Μαρξ, υπάρχει μια ομόνοια στην αντίληψη της αρχής ή του τέλους της ιστορίας ως ομοιογενοποιούσα ομόνοια, μια εξάλειψη της κεντρικής αντίθεσης που παράγει την ανισότητα. Το γεγονός ότι η έμφυλη διάκριση γίνεται στο κοινό νου πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί με τον τρόπο αυτό παράγει ενδιαφέρουσες αφορμές για στοχασμό.
Η καουμπόικη δομή του Τόπου τον νεκρών δρόμων αναβαθμίζει την αναμέτρηση ως αγώνα για αναγνώριση, καταπώς έχει περιγράψει ο Χέγκελ στην Φαινομενολογία του πνεύματος, προσθέτοντας μια ικανή πρέζα επιστημονικής φαντασίας με τα ταξίδια στο χρόνο: αν στο εγελιανό υπόδειγμα είναι κομβική για την αυτοσυνειδησία η ήττα της αναμέτρησης στον αγώνα για τη κυριαρχία να συνοδεύεται από την επεξεργασία της διαμεσολαβούσας σχέσης με το πράγμα, δηλαδή με την εργασία, στον Μπάροουζ η μονομαχία επιλύεται πάνω στην επίγνωση ότι η ζωή δεν είναι προϊόν ατυχήματος, αλλά ένα τεχνούργημα με σκοπό. Η Γη είναι τόπος νεκρών δρόμων, τόπος εκπληρωμένων επιδιώξεων που το είδος οφείλει να ξεπεράσει. Αν η έμφυλη σχέση σηματοδοτεί την καθήλωση σε έναν κύκλο άμεσης, φυσικής αναπαραγωγής, η πολεμική σχέση σηματοδοτεί την καθήλωση σε έναν κύκλο εκδίκησης και αντεκδίκησης που επίσης φυλακίζει το είδος.
Απέναντι σε αυτές τις αποτυχίες, οι Δυτικές χώρες δείχνουν την ουτοπική κατεύθυνση της υπέρβασής τους. Στο τέλος του Τόπου των νεκρών δρόμων ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Χολ, alter ego του Μπάροουζ, πέφτει νεκρός. Στις Δυτικές χώρες επανέρχεται για να επιλύσει αυτή τη μικρή ατυχία: «Συλλογίζεται πως ο θάνατος ισοδυναμεί με κήρυξη πνευματικής χρεοκοπίας. Πρέπει να προσέχει κανείς ώστε να μην υποπέσει στο παράπτωμα της απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων» (σ. 14). Ξεκινάει έτσι μια περιπέτεια αθανασίας που κινείται σε ένα χωροχρονικό συνεχές που ξεκινά από την αρχαία Αίγυπτο και διατρέχει την υφήλιο και την ιστορία όχι μόνο ως το παρόν αλλά και έως το μέλλον. Οι Δυτικές χώρες των Αιγυπτίων, ο τόπος της αθανασίας αλλά μόνο για τις ανώτερες τάξεις που εχουν μουμιοποιηθεί γίνονται το φρούριο που καλούμαστε (χρησιμοποιώ το εμείς ταυτιζόμενος με τους «καλούς» της ιστορίας) να εκπορθήσουμε. Η διαδικασία αυτής της εκπόρθησης φανερώνουν το μπαροουζικό όραμα για την υπέρβαση του είδους προς μια διαστημική αθανασία δίχως το υλικό κατάλοιπο του σώματος. Η ιδέα του υβριδίου διατρέχει το βιβλίο, δείχνοντας για ακόμα μια φορά τη διορατικότητα του Αμερικανού: παίρνοντας απόσταση από τη διάκριση ανθρώπου και φύσης, ανθρώπου και τεχνουργήματος ο Μπάροουζ προτάσσει ένα όραμα απελευθέρωσης που περνάει μέσα από την εκ βάθρων αλλαγή όχι της κοινωνίας αλλά του ίδιου του υλικού και ταυτόχρονα βιολογικού υποβάθρου της.
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία, η πρώτη προϋπόθεση για την επιτυχία είναι η υπέρβαση της έμφυλης διαφοράς: «Το σεξ είναι το θεμέλιο του φόβου, είναι ο τρόπος με τον οποίο αιχμαλωτιστήκαμε εξαρχής και περιήλθαμε σε τούτη τη σχεδόν καταδικασμένη ανθρώπινη φύση. Το Κα μπορεί να απελευθερωθεί με τη σεξουαλική πράξη όταν απουσιάζει ο φόβος» (284).
Ακολούθως είναι η ίδια η φυσική τάξη που τίθεται εν αμφιβόλω. Σχολιάζοντας εδώ τις τάσεις της τεχνοεπιστήμης να ελέγχει τα πάντα, ο Μπάροουζ θα φανταστεί τους φυσιοπαραβάτες, μια κατηγορία εγκληματιών που παραβαίνουν όχι ανθρώπινους, αλλά φυσικούς νόμους, σε επίδειξη γκροτέσκας δεξιοτεχνίας που πέρα από τον στοχασμό προσφέρει απλόχερα και το γέλιο.
Το χιούμορ είναι μια σταθερά του έργου του Μπάροουζ, που με βάσει τις μικρές βινιέτες, εκτρέπει την φαντασία παροξυσμικά. Ανάμεσα στα χάιλαιτ του βιβλίου βρίσκεται ασφαλώς και η κακεντρεχής παρομοίωση της κριτικής βιβλίου με τη μαύρη μαγεία, σε μερικές από τις πλέον απολαυστικές σελίδες του βιβλίου.
Από εκεί και πέρα η πλοκή εξακτινώνεται σαν ιός που προσβάλει όλη την ιστορία. Από την κριτική ματιά του Μπάροουζ δεν γλιτώνει κανείς: από την ενσωμάτωση των ναζί επιστημόνων στην μεταπολεμική Δύση, έως τη ριζική κριτική στον χριστιανισμό και το Ισλάμ, το βιβλίο μοιάζει να έχει γραφεί χθες, απηχώντας όλες τις εντάσεις και αντινομίες απέναντι αφενός στην ελευθερία και αφετέρου των συστημάτων που την περιχαρακώνουν. Ασεβής, βωμολοχικός, σκατολογικός ο λόγος του Μπάροουζ δυσπιστεί απέναντι σε κάθε κλειστό σύστημα. Ταυτόχρονα, παραμένει σε επιφυλακή για κάθε ξεστράτημα των απελευθερωτικών προθέσεων σε εκ νέου υποδούλωση. Πλάι στα υβρίδια της απελευθέρωσης βρίσκονται τα παράσιτα που τα δηλητηριάζουν. Γιγάντιες σκολόπεντρες εμφανίζονται τακτικά ως το μπαροουζικό αντίστοιχο της καφκικού ζωυφίου που επιβουλεύεται την ανθρώπινη συνθήκη όταν πάει να υπερβεί τα δεσμά της.
Εν τέλει ωστόσο, ακόμα και όταν η παρωδία φτάνει στα άκρα και τα γελοιοποιεί όλα, ο Μπάροουζ θα εμμείνει σε ένα κλασικιστικό ιδανικό αλλαγής και διαμόρφωσης μέσω της πράξης της γραφής. Ο Ουίλιαμ αρχίζει να γράφει μετά τη δολοφονία της Τζόαν, και λίγο πριν το τέλος επιμένει στη σωτήρια χειρονομία που αποτελεί η γραφή:
Σε μία φωτογραφία είδα ένα προσγειωμένο αερόστατο το οποίο ξαφνικά και χωρίς να το περιμένει κανείς άρχισε να παίρνει ύψος ενώ ορισμένοι άνθρωποι κρατούσαν τα σχοινιά που κρέμονταν από το καλάθι – οι άνθρωποι αυτοί τινάχτηκαν στον αέρα και οι περισσότεροι δεν είχαν την ορμέμφυτη βιολογική νοημοσύνη να αφήσουν εγκαίρως το σκοινί. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είχαν φτάσει εξήντα – εκατό μέτρα από το έδαφος. Όσοι δεν άφησαν το σκοινί, έπεσαν από τα εκατόν πενήντα ή τα τριακόσια μέτρα. Ένα θεμελιώδες μάθημα αυτοσυντήρησης είναι το εξής: Μάθε να ξεγαντζώνεσαι.
»Να το θέσω κι αλλιώς. Ποτέ μην κρέμεσαι από τον Φρουρό σου όταν σου λέει ξεγαντζώσου.
»ΑΜΕΣΩΣ.