Κάθε άνθρωπος βάζει κάπου τον πήχη για το τι τον κάνει να κοκκινίζει, να εξεγείρεται, να κλαίει. Σε κάποιους αυτό το όριο είναι πιο ψηλά, σε άλλους πιο χαμηλά ή πάρα πολύ χαμηλά, σε κάποιους θαμμένο κάτω απ’ τη γη. Δεν το καταλαβαίνουν, απλώς περνάει ο καιρός και αυτή η χορδή που τινάζεται με τη σύγκρουση με την πραγματικότητα, δεν αντιδρά. Ξεσπά ένα ακόμη σκάνδαλο και δεν κουνιέται φύλλο. Γιατί δεν κουνιέται φύλλο; Γιατί δεν υπάρχει πια σκάνδαλο. Όχι βέβαια πράγματα για τα οποία θα μπορούσε ή θα άξιζε κανείς να σκανδαλίζεται, αλλά το αυθεντικό συναίσθημα που κάνει έναν άνθρωπο να βγαίνει απ’ τα ρούχα του. Η κοινωνία μας έχει σε τέτοιο βαθμό χάσει τον μπούσουλα, που η αντίδραση προκύπτει μετά ανεξέλεγκτη, ως σύμπτωμα, τη διεκδικούν κατ’ αποκλειστικότητα οι αγριάνθρωποι της ακροδεξιάς. Η αλήθεια είναι όμως ότι για τους περισσότερους ο πήχης είναι τόσο χαμηλά, που είναι αδύνατο να εκπλαγούν. Μπορεί ολόκληρο κίνημα να ονομάστηκε «κίνημα των αγανακτισμένων», αλλά ο πήχης είναι, φευ, πολύ χαμηλά.
Υπάρχουν δύο λόγοι τουλάχιστον γι’ αυτό, ένας πικρός και ένας κατανοητός. Ο πικρός λόγος είναι η συνενοχή. Πολλοί δεν σοκάρονται διότι δεν διαφέρουν. Θαυμάζουν μυστικά την αντρίλα του πουτσαρά προέδρου της βουλής ή οποιουδήποτε επιτήδειου, γιατί δεν έχουν τίποτα καλύτερο στο κεφάλι τους. Πρόκειται για προέκταση του επιχειρήματος «μαζί τα φάγαμε», το οποίο ισχύει απολύτως για το κομματικό σκυλολόι που περιβάλλει τον πρώην αντιπρόεδρο. Αυτό που βλέπει ο διεφθαρμένος στο πρόσωπο όλων αυτών των μαφιόζων εγκληματιών του λευκού κολάρου είναι απλώς το πρότυπό του.
Η δεύτερη κατηγορία είναι όσοι διατηρούν την ψυχραιμία τους προκειμένου να επιζήσουν. Δεν μπορείς να σοκάρεσαι καθημερινά. Η ευαισθησία κάνει τον βίο αβίωτο. Σαν τον βουδισμό ζεν, που κηρύττει την οικουμενική συμπόνια προς κάθε έμβιο ον αλλά καταλήγει στη γενικευμένη απάθεια, γιατί η συμπόνια δεν ξεχειλώνει τόσο. Για έναν άνθρωπο με κανονική ιδιοσυγκρασία, με μια μέση ευαισθησία στην καθημερινή αγένεια, η επίσκεψη στην Εφορία είναι δοκιμασία. Η έναρξη επαγγέλματος μαρτύριο. Μια συνεννόηση με ταξιτζή όλεθρος. Κι όσο σκληραίνει η εποχή, αυτά τα θεωρούμε μεζεδάκια, προκαταρκτικά. Πάει στη δουλειά λοιπόν κανείς και θεωρεί φυσιολογικό να έχει σφιγμένο το στομάχι, να ακούει προσβολές από κάποιο λαμόγιο που έστησε κάτι σαν επιχείρηση. Τι κάνει; Γίνεται χοντρόπετσος, πασαλείφεται με πρόσθετη επιδερμίδα, για να αντέχει τη ζωή του. Ρίχνει δυο σκαμπίλια στα μάγουλά του το πρωί πριν να φύγει για τη δουλειά, ώστε όταν έρθει η ώρα να μην εκπλαγεί που τις τρώει. Κι όταν ακούει ότι ένας δημοσιογράφος αμείβεται από εταιρείες και υπερασπίζεται τα συμφέροντά τους, ένας πολιτικός ζει μέσα στη χλιδή από μίζες, ένα γιατρός από φακελάκια, απαντά μονίμως ατάραχος: «και τι περίμενες;»
Ο κυνικός είναι καμένο χαρτί. Έχει το αδιάβροχο φτέρωμα της πάπιας. Περνάει από τη βροχή στεγνός. Ο φοβισμένος όμως κάνει κακό σε όλους μας και στον εαυτό του και, κυρίως, ετοιμάζει μια αντίδραση πιο άγρια και ανεξέλεγκτη. Εκεί που νομίζεις ότι έχεις συνηθίσει να ακούς το αφεντικό σου να βρίζει, στην πραγματικότητα κάτι αλλοιώνεται μέσα σου κάθε φορά, με κάθε καινούργια ταπείνωση. Και μετά ή που θα ξεριζώνεις τα φτερά από αθώα μυγάκια, ή που θα μισείς μετανάστες, ή που θα φωνάζεις στο παιδί σου και τη γυναίκα σου – η ψυχή εκδικείται.
Αυτή είναι και η εξήγηση για το πώς γίνεται και κανείς δεν τιμωρείται. Όσο για την εξαίρεση Τσοχατζόπουλου, μου έλεγε ένας φίλος πως καθώς ταξίδευε με ένα παραφορτωμένο πλοίο για να πάει σε κάποιο νησί το καλοκαίρι, πριν να αποχωρήσει το πλοίο από το λιμάνι, με τους επιβάτες να κρέμονται σαν τα τσαμπιά, οι λιμενικοί έκαναν καταμέτρηση και κατέβασαν έναν επιβάτη, μόνο έναν! Όλοι οι υπόλοιποι κοιτούσαν τον κακομοίρη που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει και φώναζαν «έξω, έξω» ρυθμικά, όσο αυτός ήταν μόνος στην αποβάθρα με το σακίδιό του και κοίταζε το πλοίο να φεύγει. Μου είπαν ότι ίσως επρόκειτο για καψώνι μεταξύ της εταιρείας και του λιμενικού, που το πλήρωσε ο ατυχής επιβάτης, από όλο το παραγεμισμένο πλοίο. Φαντάζομαι τον Τσοχατζόπουλο στη φυλακή να αναρωτιέται κάθε μέρα το ίδιο: μα, μόνο εγώ; μόνο εγώ;
Τείνω να πιστέψω δηλαδή, μαζί με τους δημοσιογράφους του «σκάι», πως το φερόμενο ως σκάνδαλο του Βατοπεδίου, π.χ., όντως δεν ήταν σκάνδαλο. Κι αυτό γιατί ένα σκάνδαλο πρέπει κάποιον να σκανδαλίζει, να σοκάρει. Όταν δεν σοκάρει κανέναν, προφανώς δεν είναι σκάνδαλο. Είναι μια συνηθισμένη οικονομική πρακτική, την οποία ατυχώς δεν έχει ενσωματώσει ακόμα το δίκαιό μας. Θα γίνει κι αυτό. Όπως φτιάχνονται οι νόμοι, το θεωρώ πολύ λογικό η επιτροπή υπεράσπισης απατεώνων που νομοθετεί στο όνομα του λαού, να καλύψει το νομοθετικό κενό. Όμως το ζήτημα παραμένει. Κανείς δεν σοκάρεται. Η λέξη σκάνδαλο σημαίνει κυριολεκτικά την παγίδα, και σκανδάληθρον ήταν εξάρτημα της παγίδας. Αλλά τι σκάνδαλα είναι αυτά που δεν παγιδεύεται κανείς; Που τα προσπερνούν όλοι αδιάφορα, χωρίς να παγιδεύονται και χωρίς να ιδρώνουν; Δεν είναι σκάνδαλα, είναι κάτι άλλο. Είναι απομεινάρια ηθικολογίας για ευσυγκίνητους.
Μια που λέμε για ευσυγκίνητους, βεβαίως και συγκινήθηκα κι εγώ όταν άκουσα για πρώτη φορά από σκηνής τον ποιητή στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ να λέει πως όποιος ακούσει κάποιον να ζητάει βοήθεια και προσπεράσει κλείνοντας τ’ αυτιά του, δεν θα ξανακούσει το τρυφερό κάλεσμα αγαπημένου, δεν θα ξανακούσει το κελάηδημα του κότσυφα την αυγή κλπ. Όμως πόσες φορές μπορεί κανείς να παρασταθεί στον αδύνατο; Να μην προσπεράσει το κλάμα του μωρού; Περπατάμε στον δρόμο, μπαίνουμε σε αυτοκίνητο κάθε μέρα. Ούτε να δώσουμε σε όλους τους ζητιάνους που συναντάμε σε μια μέρα δεν μπορούμε. Ζούμε λοιπόν σκληραίνοντας και χάνοντας την αίσθηση του σκανδάλου. Όπως αυτός που μένει δίπλα στο τρένο παύει να το ακούει, και αυτός που ζει μέσα στη βρώμα παύει να τη μυρίζει. Παρότι αυτή είναι μια εξαίρετη πανοπλία για να αντέξουμε την ασχήμια, η μόνη μας ελπίδα για να αλλάξει ο κόσμος είναι να μυρίσουμε τη βρώμα και να ακούσουμε τον θόρυβο, πάει να πει: να απαντήσουμε στο «τι περίμενες» πως ειλικρινά περιμέναμε κάτι άλλο, και θα το περιμένουμε για όσο έχουμε κουράγιο.