Κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα το βιβλίο του Γιάννη Μπρούζου με τίτλο Τι πραγματικά αξίζει, το οποίο μπορείτε να κατεβάσετε ελεύθερα για μη εμπορική χρήση στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.openbook.gr/ti-pragmatika-axizei/. Τον Γιάννη Μπρούζο τον γνωρίζω. Τώρα που μελέτησα αυτό το βιβλίο τον γνωρίζω και λίγο καλύτερα. Και θα πω μερικά λόγια, που αναβλύζουν από μέσα μου σαν ποταμός, αφού μάλιστα χρειάστηκε να τα συγκρατήσω αρχικά και να προσεγγίσω αυτό το κείμενο εμποδίζοντας σκέψεις και συναισθήματα, σε μια φιλολογική επιμέλεια με την αίσθηση του επείγοντος, ένα γρήγορο πέρασμα της τελευταίας στιγμής πριν από το τυπογραφείο, που σίγουρα θα με κάνει να ντραπώ για όσα μου ξέφυγαν, τουλάχιστον όμως μου επιτρέπει να σκέφτομαι ότι πρόλαβα να δώσω ότι ήταν μπορετό την ώρα εκείνη
Στην προσπάθεια να μιλήσουμε για το τι πραγματικά αξίζει στη ζωή, αντιμετωπίζουμε ένα μεθοδολογικό πρόβλημα, που είναι πρόβλημα προοπτικής, δηλαδή πρόβλημα αισθητικής, και ταυτόχρονα πρόβλημα ηθικό και πολιτικό: να μιλήσουμε από σκοπιά υποκειμενική ή αντικειμενική; Και οι δύο οπτικές έχουν τη δική τους αξία και τα δικά τους όρια. Η βιωμένη οπτική έχει την αλήθεια του βιώματος, που ωστόσο δεν μπορεί να διδαχθεί ακριβώς και δεν μπορεί να έχει αξιώσεις καθολικότητας, δεν μπορεί δηλαδή να θέλει να ισχύει για το κάθε υποκειμενικό βίωμα. Η αντικειμενική σκοπιά από την άλλη είναι η μόνη που μπορεί να μας δώσει κανόνες με αξιώσεις για καθολική ισχύ, ωστόσο δεν είναι ανθρώπινη, γιατί απαιτεί να βγούμε από το ποτάμι της ζωής, να πάμε στις όχθες του, να γίνουμε κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από τον άνθρωπο. Προϋποθέτει ως σημείο παρατήρησης αυτό που οι αρχαίοι φιλόσοφοι θα έλεγαν Nunc stans, το ιστάμενο Τώρα, είτε δηλαδή έναν άχρονο βράχο από όπου ένας θεός θα παρατηρούσε την κίνηση του κόσμου είτε ένα αεικίνητο σημείο απύθμενης έντασης, από όπου ο κόσμος θα φαινόταν ήδη τετελεσμένος. Ο Γιάννης όμως, ομιλεί από ένα σημείο που του επιτρέπει μιαν άλλη θέαση, ταυτόχρονα άκρα υποκειμενική και άκρα αντικειμενική, άκρα βυθισμένη στο ποτάμι της ζωής και άκρα αγκυροβολημένη στις όχθες του, κάνει τεράστια δύναμη την τεράστια δυσκολία που αντιμετωπίζει και παράγει έτσι ένα κείμενο μεγάλης αισθητικής, ηθικής και πολιτικής αξίας.
Ο Γιάννης μιλάει ως καρκινοπαθής με μεταστάσεις, δηλαδή μιλάει από το κατώφλι του θανάτου. Είναι ένα σημείο από το οποίο τα πάντα φαίνονται σαν μακρύς αποχαιρετισμός. Τι να πούμε για αυτό τον αποχαιρετισμό; Τι να πούμε για αυτό το σώμα, για αυτή την εμπειρία; Θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να το κατανοήσουμε με εργαλεία φιλοσοφικά, όπως εκείνα του Μισέλ Σερ και του Ζαν-Λυκ Νανσύ: ο καρκίνος ως βιολογικό παράσιτο, το σώμα ως υβριδικό πεδίο παρεισφρήσεων, κάτι οικείο και ξένο μαζί. Νομίζω όμως ότι καλύτερα από τους φιλοσόφους τα λένε οι ποιητές και ας μου επιτραπεί εδώ να παραθέσω μερικούς αγαπημένους στίχους του Βύρωνα Λεοντάρη:
Σωματικά σε χάνω, κόσμε,
κι άλλος δεν είναι πιο ανέκκλητος αποχαιρετισμός
και να ενδυθώ λόγον πνευματικόν ουκ έχω
εγώ που σε άπειρα πνευματικά μαρτύρια εβαπτίσθην
Σωματικός ο λόγος μου που σε άρθρωνα σωματικός
γι’ αυτό θνητός και λίγος
δεν εξαρκεί μήτε για τα στερνά χρειώδη
πριν ν’ απέλθω, και πλέον δεν θα υπάρχω
Είναι αποχαιρετισμός ανέκκλητος αυτός του Γιάννη ή μήπως υπάρχει ακόμη ελπίδα; Κι αυτός ο λόγος του παραμένει σωματικός, με χημειοθεραπείες και κομμένη γλώσσα, όμως παραμένει και πνευματικός, από τα βάθη και τα πέρατα του πνεύματος. Θνητός και λίγος, ταυτόχρονα όμως αθάνατος και πλήρης, χειροπιαστός και φασματικός συνάμα. Δεν το χωράει σχεδόν ο νους ότι ο Γιάννης, σε αυτό το σημείο ανέκκλητου αποχαιρετισμού, με αυτό το πληγωμένο σώμα, εκφέρει λόγον πνευματικόν. Το κάνει ωστόσο.
Και ταυτόχρονα το κάνει ως πατέρας προς τον γιο του. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε χρονικά πού στέκεται για να θεαθεί τον κόσμο και να εκφέρει αυτό τον λόγο. Δεν ξέρουμε αν στέκεται στο τώρα και γράφει ή αν διαβάζουμε μέσα από τα μάτια του γιου του που διαβάζει το βιβλίο αυτό στο μέλλον ή αν όλα αναδιπλασιάζονται και πολλαπλασιάζονται, καθώς ο Γιάννης διαβάζει επίσης το γραπτό του μέσα από τα μάτια του γιου του στο μέλλον. Ξεπερνάει πάντως εδώ η ζωή την πιο μεγάλη ποίηση. Έρχεται ο φασματικός πατέρας και μιλάει στον γιο, ευθέως για την Ταυτότητά του, ευθέως για το ποιος είναι ο πατέρας του, για το ποια είναι τα διλήμματα, για το ποιος ο ίδιος αξίζει να γίνει, για το τι κάνει τη ζωή αξιοβίωτη. Γίνεται ταυτόχρονα πατέρας, φάντασμα και μάντης. Χορεύουν τα διακείμενα, από την αρχαία μέχρι τη σαιξπηρική τραγωδία, και ταυτόχρονα ο πατέρας γίνεται γιος, γιατί μιλάει για τη δική του Ταυτότητα, μέσα από την ίδια κίνηση. Είναι λοιπόν αυτό το κείμενο ένας χρησμός προς τον εαυτό, όπου αίρεται η τραγωδία, στην πιο καθαρή αυτονομία, καθώς εκφέρεται Νόμος προς εαυτόν στο Τώρα ιστάμενος.
Δεν είναι αυτές συνταγές αυτοβελτίωσης και ευεξίας, όπως συνηθίσαμε πια. Από το σημείο όπου στέκεται ο Γιάννης, αυτά φαίνονται πολύ μικρά. Και γι’ αυτό καταλήγουμε να διαβάζουμε ένα κείμενο που αξιώνει καθολικότητα και ενώ ξεκινάμε να διαβάζουμε τη διαθήκη ενός από εμάς προς τον γιο του, από γραμμή σε γραμμή καταφάσκοντας, εγώ τουλάχιστον αισθάνθηκα ότι αυτό το κείμενο θα μπορούσε να είναι μια διαθήκη της γενιάς μας ολόκληρης προς την επόμενη γενεά. Διάβαζα δηλαδή και ένιωθα ότι ο Γιάννης μιλάει για όλους μας, ότι βρήκε τον χρόνο, μέσα σε αυτή την ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο που βιώνει, να πει αυτά που όλοι μας θα θέλαμε να πούμε, αν βρίσκαμε τη δύναμη να αγκυρωθούμε κάπου μέσα σε αυτή τη συντριπτική ταχύτητα με την οποία ο κόσμος καθημερινά ασχημαίνει και να μιλήσουμε. Να μιλήσουμε.
Είναι λοιπόν το βιβλίο αυτό ένα μέσο για έναν σκοπό. Είναι ο τρόπος του Γιάννη να ξεπεράσει τον θάνατο και τον φόβο του θανάτου και να αισθανθεί ότι μπορεί να συνεχίσει να είναι εκεί εάν σταματήσει να είναι εκεί, για να δώσει στον γιο του αυτό που όλοι οι γονείς θα ήθελαν και ελάχιστοι το καταφέρνουν, δηλαδή νόημα και κατεύθυνση στη ζωή, αγάπη που να ξεπερνάει κάθε όριο, ακόμη και το όριο του θανάτου. Όμως, όπως συμβαίνει κάθε φορά που συναντάμε αυτή τη σχέση μέσου και σκοπού, το μέσο μένει και ξεπερνάει και τον σκοπό. Κι έτσι, βρισκόμαστε να κρατάμε ένα βιβλίο που αποτελεί χάδι ανακούφισης για όλους τους απελπισμένους κυνικούς ναυαγούς της αποδόμησης εκεί έξω: Εδώ η αγάπη, εδώ η αλήθεια, εδώ η ζωή.
Επίλογο δεν θα βάλω. Το σκέφτηκα. Αυτό θα είναι ένα κείμενο χωρίς επίλογο. Σκούζει μέσα μου η διδασκαλία της δευτεροβάθμιας και η συνήθεια εκατοντάδων άρθρων: βάλε επίλογο. Αλλά θέλω τον επίλογο να τον γράψουμε μαζί. Θέλω ο Γιάννης να γίνει καλά. Να βρεθούμε πάλι με το μπουζούκι του σε μια ωραία γιορτινή αυλή. Και μετά, μόνο μετά να γράψουμε τον επίλογο σε αυτή την ιστορία. Θα μείνω στην άρση. Θα περιμένω στο ένα πόδι. Στο ένα δάχτυλο.