Η πρόσφατη έγκριση του μεγαλύτερου εξοπλιστικού πακέτου στη Γερμανία από την απερχόμενη Bundestag (Βουλή των Αντιπροσώπων) και τη Bundesrat (Βουλή των Κρατιδίων), με τη στήριξη και των εκπροσώπων του Die Linke στα κρατίδια της Βρέμης και του Μεκλεμβούργου-Προπομερανίας, συνιστά μια ιστορική τομή.

της Μαριάνας Τσίχλη, Γρ. Λαϊκής Ενότητας – Ανυπότακτη Αριστερά

Σε συνέχεια άρθρου του Γιάνη Βαρουφάκη, στις 22 Μαρτίου, που επεσήμανε την πολιτική και ηθική έκπτωση ενός κόμματος που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τον αντιμιλιταρισμό, ξέσπασαν αντιδράσεις και, λιγότερο ή περισσότερο επιθετικές, απόπειρες αποδόμησης ή υποτίμησης της κριτικής.

Δημοσιεύτηκε σειρά άρθρων που υποτιμούν ή και διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, ή ακόμα και «οπαδικού τύπου» αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα από πρόσωπα που συνδέονται με το ΣΥΡΙΖΑ ή τη Νέα Αριστερά. Αυτό ίσως δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, είναι, ωστόσο, εντυπωσιακό ότι στην αντιπαράθεση μπήκαν και πρόσωπα με αναφορά στη ριζοσπαστική αριστερά, υποτιμώντας (στην πιο επιεική περίπτωση) τη βαρύτητα της στάσης του Die Linke.

Για την αποσαφήνιση των γεγονότων. Ο επανεξοπλισμός πέρασε στο Bundesrat με 53 ψήφους. Οι 6 (και όχι οι 4, όπως παραπλανητικά αναφέρεται σε κάποια άρθρα), μπορούσαν να έχουν μπλοκαριστεί από το Die Linke με άμεσο τρόπο στα δύο κρατίδια όπου συγκυβερνά το Die Linke —της Βρέμης και του Μεκλεμβούργου-Προπομερανίας. Στο Bundesrat, κάθε κρατίδιο ψηφίζει ενιαία — en bloc. Αν δεν υπάρχει συμφωνία εντός της κυβέρνησης του κρατιδίου, αυτό οφείλει να απέχει. Συνεπώς, μια καθαρή διαφωνία από πλευράς Die Linke στα δύο αυτά κρατίδια θα είχε ως αποτέλεσμα την αποχή τους — και την αφαίρεση 6 ψήφων από το στρατόπεδο της υπερψήφισης. Στην περίπτωση αυτή, οι ψήφοι υπέρ θα ήταν 47, δηλαδή η απαραίτητη πλειοψηφία των 2/3 θα ήταν οριακή, δύο μόλις ψήφοι.

Πέρα όμως από τα απλά μαθηματικά, υπάρχουν δύο ακόμα σημεία. Το πρώτο αφορά στη Σαξονία, όπου, όπως εξηγεί η Judith Meyer σε πρόσφατο άρθρο της, το Die Linke είχε τη δυνατότητα να συμβάλει ώστε η αντιπολίτευση να απειλήσει με πτώση της κυβέρνησης του κρατιδίου και εκλογές, για να αναγκάσει την τοπική κυβέρνηση να ψηφίσει λευκό, μπλοκάροντας έτσι τον επανεξοπλισμό, αφού η Σαξονία διαθέτει 6 ψήφους στο Bundesrat. Το δεύτερο αφορά στη στάση της Βαυαρίας, που ήταν ρευστή μέχρι την τελευταία στιγμή. Οι Freie Wähler – οι Ελεύθεροι Ψηφοφόροι, εταίροι του CSU στην τοπική κυβέρνηση – είχαν δηλώσει σοβαρές επιφυλάξεις, μέχρι την τελευταία – κυριολεκτικά – μέρα. Εάν το Die Linke είχε δώσει ξεκάθαρο σήμα πολιτικής αντίστασης, ίσως να είχε επηρεάσει την τελική στάση και άλλων κρατιδίων. Η απόφαση της Βαυαρίας να ψηφίσει υπέρ ελήφθη την τελευταία στιγμή, αφού είχε διαμορφωθεί μια αίσθηση σταθερής υπερψήφισης. Αν η εικόνα είχε διαταραχθεί, ίσως να μην είχαμε το αποτέλεσμα που έχουμε σήμερα.

Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Διότι το Die Linke δεν σήκωσε το ανάστημά του. Επομένως, η εκτίμηση του Γιάνη Βαρουφάκη ότι το Die Linke επέτρεψε τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, δεν είναι απλώς ακριβής, αλλά ίσως είναι και επιεικής. Το μείζον θέμα, όμως, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι η αριθμητική, αλλά οι αρχές. Και όταν ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως αντιμιλιταριστικό ή αριστερό προσχωρεί στη στρατηγική του επανεξοπλισμού – ακόμα και με σιωπή, πόσω μάλλον με ενεργό θεσμική συναίνεση – τότε μιλάμε για πράξη που συνιστά πολιτική και ηθική μετατόπιση, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα.

Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι διάφοροι αρθρογράφοι που έσπευσαν να επιτεθούν, φαίνεται να υιοθετούν τη λογική των κρατιδιακών κυβερνήσεων που επικαλέστηκαν «κρατική ευθύνη» και «κυβερνητική συνοχή» για να δικαιολογήσουν την υποστήριξή τους. Πρόκειται για τη λογική της διαχειριστικής Αριστεράς, που θέτει τα όρια της πολιτικής της μέσα στα περιθώρια των κυβερνητικών συμβιβασμών. Μια λογική που η ίδια η βάση του Die Linke – και όχι κάποιος εξωτερικός επικριτής – απορρίπτει με σφοδρότητα. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η συζήτηση για το Die Linke δεν γίνεται εν κενώ. Έχει προηγηθεί η μακρά περίοδος σιωπής για τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη και για το κύμα λογοκρισίας και διώξεων «για αντισημιτισμό» από την γερμανική κυβέρνηση, η διαγραφή γερμανοπαλαιστίνιου ακτιβιστή, αλλά και η υπερψήφιση των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία.

Ακολούθησε η υποστήριξη στην αδελφοποίηση του Βερολίνου με το Τελ Αβίβ, με το Die Linke να διαμαρτύρεται ότι η αδελφοποίηση προχώρησε πολύ αργά.

Η λυσσαλέα υπεράσπιση του Die Linke σε αυτή την αντιπαράθεση, με όποια αφορμή και αν γίνεται, θέτει δύο κεντρικά ζητήματα. Το ένα είναι ότι, παρά τους διάφορους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, η λογική της «αριστερής διακυβέρνησης του εφικτού» παραμένει απολύτως ενεργή και παράγει στρατηγικά αποτελέσματα. Είναι χαρακτηριστική η περίοδος διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που, ως αυτοαποκαλούμενη κυβέρνηση «της αριστεράς», όχι μόνο δεν άγγιξε τα εξοπλιστικά, αλλά εμβάθυνε τη στρατηγική εμπλοκή της χώρας στο ΝΑΤΟ και τους δυτικούς γεωπολιτικούς σχεδιασμούς, αλλά και την συνεργασία με το κράτος τρομοκράτη του Ισραήλ. Με την επέκταση της χρήσης των ελληνικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων από τις αμερικανικές και νατοϊκές δυνάμεις, αλλά και τα πρωτοφανή προνόμια που έδωσε στο στρατιωτικό προσωπικό του Ισραήλ. Σήμερα, υπερψηφίζει τις αμυντικές δαπάνες του προϋπολογισμού ως αντιπολίτευση, ενώ ως κυβέρνηση «τίμησε» όλες τις εξοπλιστικές δεσμεύσεις, στο όνομα της «εθνικής υπευθυνότητας», της «σταθερότητας», της «διεθνούς αξιοπιστίας». Για την κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει υπάρξει αυτοκριτική ούτε από την πλευρά της Νέας Αριστεράς.

Η συζήτηση λοιπόν για το Die Linke φέρνει στην επιφάνεια την αδυναμία σημαντικού μέρους της μετα-ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς να διακρίνει τη στρατηγική κατεύθυνση αυτής της λογικής. Η «κολοβή ρήξη» που χαρακτήρισε την ίδρυση της Νέας Αριστεράς – η αδυναμία να κοπεί ο ομφάλιος λώρος με τον «μνημονιακό (και τελικά γεωπολιτικό) ρεαλισμό» του παλιού ΣΥΡΙΖΑ – αντανακλάται και σε τέτοιες τοποθετήσεις. Αν η κριτική δεν φτάνει στην ουσία της σύμπλευσης με τον μιλιταρισμό, τότε απλώς επαναλαμβάνει τα λάθη που υποτίθεται ότι θέλει να υπερβεί.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η πολιτική στάση της αριστεράς απέναντι στον ιμπεριαλισμό. Σήμερα, σε διεθνές επίπεδο δημιουργούνται, μετά από τρεις δεκαετίες από την ανατροπή της ΕΣΣΔ, όροι αμφισβήτησης της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ ως του βασικού ιμπεριαλιστικού κράτους που οργανώνει την διείσδυση του νεοφιλελευθερισμού σε πλανητική κλίμακα και ταυτόχρονα επιτίθεται σε κράτη και καθεστώτα που δεν θέλουν να ενσωματωθούν σε αυτό το διεθνές υπόδειγμα. Οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί υφίστανται ήττες, ή αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα, όμως, ταυτόχρονα, εντείνεται η επιθετικότητα των ΗΠΑ και των χωρών του πυρήνα του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, η ΕΕ υιοθετεί μία πολεμοκάπηλη πολιτική, με κεντρικό σημείο την ακραία κούρσα εξοπλισμών, με τίμημα νέα βουνά δανεισμού, σκληρή λιτότητα και εκ νέου καταλήστευση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Μπροστά στα ιστορικά επίδικα της περιόδου, για τους λαούς και την αριστερά δεν χωράει αμφιταλάντευση. Η εναντίωση στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, στις δυτικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στις κυρώσεις, στην κούρσα των εξοπλισμών, είναι αδιαπραγμάτευτη. Η ενσωμάτωση στην δυτική, ιμπεριαλιστική αφήγηση που βλέπει συγκρούσεις μεταξύ ιμπεριαλισμών, ή ακόμα και την υπεράσπιση δικαιωμάτων μέσα από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, παρέχει αρνητικές υπηρεσίες στους καταπιεζόμενους.

Αν, λοιπόν, δεν θέλουμε να συνεχιστεί ο διασυρμός της αριστεράς, χρειάζεται καθαρή ρήξη. Με τις ψευδαισθήσεις της «διαχείρισης της εξουσίας», με την αναπαραγωγή του κρατικού ρεαλισμού, με τον μιλιταρισμό ντυμένο κοινωνική πολιτική. Αλλιώς, σε μια περίοδο που ο ευρωατλαντισμός πολλαπλασιάζει τα πολεμικά μέτωπα για να διατηρήσει την κυριαρχία του, η ειρήνη θα γίνει υποσημείωση. Και η Αριστερά — υπόσχεση χωρίς αντίκρισμα.