Στην οπτική αυτή, η ευστάθεια ως επίδικο και όχι ως ιδιότητα του πολιτικού, συναρτάται προς τα αποθέματα συμβολικής και υλικής βίας που εκλύει ακατάπαυστα το αδρανές βαθύ κράτος, εννοούμενο αδιαχώρητα από τα κατεστημένα και τους δεσμούς του με το ομοιότροπο διεθνές. Έτσι, το συνταγματικό ιδεώδες των κομμάτων-ισότιμων εταίρων, είναι προκατειλημένο από την καταστατική φύση και λειτουργία εκείνων των [δύο] κομμάτων που προσαρτώνται και υποδέχονται την κατά περιοριστικό τρόπο επιρροή των κυρίαρχων τάξεων στη λειτουργία του πολιτικού. Έτσι, μετά τον Πόλεμο και παντού στον κόσμο, το “Αριστερά στην εξουσία” μεταβολίζεται ως “πολιτική ανωμαλία” και, κατά τούτο, ως απειλή για τις διάρκειες των ιεραρχήσεων και τη σταθερότητα των μηχανισμών αναπαραγωγής τους. 

Το ερώτημα που πλανάται σε μια τέτοια επισκόπηση του πολιτικού είναι, εκ των πραγμάτων, διττό: αφ’ ενός μεν, εάν οι χρονολογίες-ορόσημα μπορεί να συμπεριληφθούν σε τρέχοντες αφηγηματικούς κανόνες και ακολουθίες κανονικοποιημένων αιτιοτήτων, έτσι που οι αλλαγές να αποδίδονται ως συστημικές ιδιότητες του πολιτικού ή δυναμικό που απόκειται στις ελαστικότητες των μηχανισμών του (εναλλαγές κυβερνήσεων, σχεδιασμών, διεθνών προσανατολισμών) Ή, αφ΄ ετέρου, εάν πρόκειται για ορόσημα διεργασιών που δεν μνημονεύονται στις λειτουργίες του πολιτικού και δεν κωδικοποιούνται στη γλώσσα και την εμπειρία του. Και πρόκειται για ασυνέχειες, μη αναγώγιμες και χωρίς αιτιώδεις συνάφειες προς κάθε είδους “απαρχές” ή “ιδιότητες”. Στην οπτική όμως αυτή, θα έπρεπε να είχαμε ήδη μετακινηθεί προς ένα νέο κεφάλαιο, προκειμένου να διαβαθμίσουμε τη βαρύτητα των ασυνεχειών και, κατά συνέπεια, την ευστάθεια του πολιτικού. Και, μάλιστα, από την άποψη της Αριστερά, το πρόβλημα είναι να αποτιμήσουμε τις δικές της ετοιμότητες να οικειωθεί τον απροδίκαστου χαρακτήρα των ρήξεων, κυρίως όμως τις διαγνώσει νέες δυνατότητες που διανοίγονται ενόσον διαδραματίζονται, ως απροσδόκητες, οι ασυνέχειες στις ηγεμονικές πολιτικές. 

Μάλιστα, στα μετά το 1990, πρόκειται για μιας ιδιαίτερης φύσης δυνατότητες ή ευκαιρίες, που δεν διαγιγνώσκονται ως δυναμικό σε μια προτερόχρονη συνθήκη, αλλά εκλύονται μέσω μιας αυτοτροφοδοτούμενης και αυτοαναφορικής ρήξης με το παρελθόν. Παραδόξως, οι ασυνέχειες έρχονται από την ασύντακτη λειτουργία του κεφαλαίου στις μεγάλες κλίμακες και την απεδαφοποίηση των χρηματο-καπιταλιστικών τάξεων, οι οποίες εξασφάλισαν για τον εαυτό τους τη δυνατότητα να κατατάξουν το πλάσμα εθνικό-κράτος στην τάξη του αναχρονισμού και να περιορίζουν τις αρμοδιότητές του στο να αντιμάχεται ό,τιδήποτε από τούδε και στο εξής θα μπορούσε να συνιστά πρόσκομμα στο “τέλος της ιστορίας” και θα προσδίδει αστάθεια στο δόγμα ΤΙΝΑ.

Έτσι που έγιναν τα πράγματα, όλοι πλέον συμμερίζονται το δυστοπικόν του παρόντος και βάσιμα προεικάζουν το μέλλον ως απειλή. Είναι ο ορισμός της τρομοκρατίας, με την έννοια μιας ενεργούς, διαρκούς, απροσδιόριστης και αναπόφευκτης απειλής: το ανείκαστο έγκειται στο ότι το παρόν κατακλύζεται από το μέλλον, στο οποίο “εκτίθενται” οι κοινωνίες μας και από το οποίο οφείλουμε να “προφυλάξουμε” τα παιδιά μας! Ενώ, το συρρικνωμένο πολιτικό δεν καθορίζεται από την αρμοδιότητά του να σχεδιάζει την θεραπεία ή την ευημερία, αλλά εγκιβωτίζεται την προϊούσα ανελαστικοποίηση των λειτουργιών του και την επένδυση σε πλεονασματικής φύσεως άμυνες έναντι “ασύμμετρων απειλών” που κατοικούν μη-οικείες, μη-εθνικές, μη-κομματικές κλίμακες εποπτευόμενες από το διεθνές, όπως ισλαμική τρομοκρατία τη μια, πυρηνικά όπλα στα χέρια παράφρονων την άλλη, μεγάλες μετακινήσεις των μαύρων προς τα μέρη των λευκών την παράλλη, κρίσεις ενεργειακές, χρηματοπιστωτικές, κοινωνικές, οικολογικές και άλλες, ένα εκτός ιστορικών καθορισμών άθυρμα επιστημονικών προφητειών περί του μέλλοντος κόσμου. Έτσι, το μέλλον δεν παίρνει τη θέση που νομίζουμε και που του αναλογεί στα οικεία μας προεκλογικά φυλλάδια, ως σχεδιασμός του τύπου “έτσι θα έχει γίνει όταν…” και, σωρευτικά, “έτσι θα έχει παραχθεί η ιστορική διαφορά”, αλλά ανακαλείται για να “διορθώσει” την εμμενή αστάθεια του παρόντος, ως ιστορικά τετελεσμένου και, παρά ταύτα, απειλούμενο είτε από ιστορικές εκκρεμότητες στην περιφέρεια είτε από νέες τερατογενέσεις στην περιφέρεια του Ομφαλού της Γης. Όπου περιφέρεια, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε, ίσως, νεο-αποικειοποιήσεις τμημάτων του πληθυσμού στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνικών, οι οποίες διατελούν υπό το κράτος της “απειλής” κανονικοποίησης των ενδεών καθεστώτων. 

Το δεύτερο ερώτημα εγείρεται όχι από τον ーφερόμενο πάντα ως ασυμφιλίωτοー δικοκομματισμό, αλλά από την οξεία και πλεονασματική διαμάχη που ενέσκηψε μετά το 2012 περίπου ーένα έργο, όχι μόνο των ΜΜΕ. Και, διερευνά μήπως ο κανιβαλισμός των δημοκρατικών και αξιακών κεκτημένων της Μεταπολίτευσης κατά τα τελευταία χρόνια σχετίζεται με τον δικομματισμό, ως ιζηματοποίηση ανελαστικών λειτουργιών του πολιτικού, που σχετίζονται με την ευστάθειά του και προσαρτώνται στο βαθύ κράτος-μπλεγμένο στο διεθνές. Μήπως, δηλαδή, τα κόμματα που λέγαμε ότι αντιπροσωπεύουν ένα συνεχές ιδεολογικο-πολιτικών διαφορών, είχαν ήδη εσωτερικεύσει την ασύμμετρη θέση τους στο πολιτικό σύστημα και, ωσάν να ήταν οριστικός, τον επιμερισμό των αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό του. Και από την άποψη της Αριστεράς, μήπως επρόκειτο για ένα πολιτικό σύστημα, η δικομματική ευστάθεια του οποίου και παρά τις οξύτατες συγκρούσεις δεν ήταν απόρροια της συμπερίληψης της διαφοράς αλλά του αποκλεισμού του εναλλακτικού, ιδίως στην εκδοχή της ανατροπής των εκλογικών συσχετισμών που αντιπροσωπεύει η ανανεωτική Αριστερά. Μήπως, με τα χρόνια προέκυψε ένα σκηνικό, γροτέσκο μπερντές του Καραγκιόζη, στη μια πλευρά του οποίου και σε σχηματισμό δυάδας εγκαταστάθηκαν τα δοκιμασμένα στο διεθνές, εδραία κόμματα εξουσίας, ενώ, προς την άλλη μεριά εξωθήθηκαν κόμματα που δεν θα μπορούσαν να είχαν πρόσβαση στην εξουσία, λόγω ακριβώς της ασυμβατότητάς τους με το βαθύ κράτος και τις άκρες του στο διεθνές. 

Εάν αυτό συνιστά ιστορική παραγωγή, το 2015 υπερβαίνει τα γεγονότα που μνημονεύονται στη διάρκεια του. Και αντιπροσωπεύει μια συνθήκη, κατά την οποία η αμοιβαία εμπλοκή των μεγάλων και των μικρών στην ανατροπή των (κεκτημένων για τους μεν και των ασφυκτικών για τους δε) κομματικών συσχετισμών, δεν είναι ανιχνεύσιμη στις παρακαταθήκες, τις εμπειρίες και τις ελαστικότητες του πολιτικού. Το 2015, δεν απόκειται ως ενδεχόμενο στις διεργασίες αυτορρύθμισης του πολιτικού, γιατί ακριβώς συντελείται κατά την περίοδο της έκπτωσης των θεμελιωδών του αναφορών ーκαι αυτό είναι που το καθιστά ένα γεγονός και ένα ορίζοντα της κοινωνίας των πολλαπλών υποκειμένων σε νέες δυνατότητες. Η Αριστερά το 2015 δεν “πήγε κάπου αλλού από εκεί που ήταν” αλλά “εξωθήθηκε απέναντι”, δηλαδή μακριά από το βαθύ, μπλεγμένο στο διεθνές, κράτος. Ο δικομματισμός διεκδίκησε, εν ονόματι των ισχυρών, τον ρόλο του θεματοφύλακα της διάρκειας των κατεστημένων και λειτούργησε ως συκοφάντης της αντίστασης, εν ονόματι των πολλών, ενάντια στην ύβρι των ισχυρών. Το ερώτημα παραμένει, όχι ανεπεξέργαστο, αλλά σε καθεστώς αποσιώπησης μέχρι σήμερα!

Το τρίτο ερώτημα αναφέρεται στο “Μένουμε Ευρώπη” και εστιάζει στην υπόθεση ότι πρόκειται για μασκαράτα πολιτικής οριοθέτησης εν τη απουσία αυτού στο οποίο αναφέρεται. Πρόκειται για ένα αυτοαναφορικό ενέργημα που συνοδεύεται από προβολές πλεονασματικών μεταφορών και γκροτέσκο ιδιοτήτων σε ένα “ωσάν να ήταν αντίπαλος”, τοποθετημένο εκτός της σκηνής στην οποία βρίσκεται και της θέσης την οποία κατοικεί ως πραγματικός αντίπαλος. Ένας, κυριολεκτικά, σωρός ασυνάρτητων μεταφορών τροφοδότησε την ανάφλεξη μιας κακοφορμισμένης και αυτοαναφορικής επιθετικότητας, όπου “Μαδούρο” δεν είναι μια μεταφορά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μια κατασκευή που τοποθετεί τον αντίπαλο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς θέση στην πολιτική σκηνή και χωρίς εικαζόμενους και λειτουργικούς ρόλους στο εσωτερικό της, ωσάν να επρόκειτο, κυριολεκτικά, για τον Μαδούρο. 

Συνοψίζοντας, μήπως η μετακίνηση της Αριστεράς από τη μεθόριο στο κέντρο του πολιτικού και η επιμονή της να κατοχυρώσει την διαδρομή (εκλογική νίκη) ως κεκτημένο, (ισότιμος εταίρος στη διεκδίκηση της εξουσίας), συνιστά ένα γεγονός αφ’ εαυτό, που δεν μπόρεσε να συμπεριληφθεί λειτουργικά στο πολιτικό ούτε στην τρέχουσα ΕΕ. Ιδίως, μάλιστα, η επιμονή της να μην παραιτηθεί από ό,τι προσιδιάζει στη νέα της θέση, ήτοι σχετικός αυτοπροσδιορισμός έναντι των επίδικων της συγκυρίας, οδήγησε το πολιτικό κατεστημένο να υπερασπίζεται ως θεμιτό το αμφιλεγόμενο, τουλάχιστον στην Ευρώπη, δικαίωμα των κατεστημένων να θεωρεί μόνιμες τις ηγεμονικές του θέσεις. 

Και, εάν αποδειχθεί παραγωγική μια τέτοια οπτική, τότε βάσιμα μπορεί να υποθέσουμε ότι κατά το “Α’ εξάμηνο” η στάση όλων των κομμάτων έναντι του ευρωπαϊκού (ωσάν) κανόνα ανέδειξε όχι τόσο τις επιχώριες διαφορές στα καθ’ ημάς όσο τα αδιόρατα ρήγματα στο εικαζόμενο θεσμικό κεκτημένο της ΕΕ. Ίσως, μάλιστα, το ασύντακτο μεταξύ του νόμου, του νομοθέτη και δημίου στην ΕΕ, η πλεονασματική διαστροφή του εκτελεστή του νόμου να εφαρμόσει τον, άλογο πλέον, νόμο διέστρεψε στα καθ’ ημάς τις πολιτικές διαφορές που ποδηγετήθηκαν και αποτυπώθηκαν ως ασυμφιλίωτος διχασμός. Σε μια χώρα, δηλαδή, που ήξερε ότι ο “νόμος είναι νόμος”. Αλλά, και ο νομοθέτης και ο δικαστής και ο δήμιος δεν θα ήταν ποτέ άρχοντες, καθώς οι άρχοντες και “οι μάγκες δεν υπάρχουν πιά”, παρά μονάχα ως εκδοχή της βίας και του νόμου των ισχυρών. Προς στιγμήν, αλλά για μια μόνο στιγμή, όλα τα κόμματα είχαν συμφωνήσει σε αυτό, ότι “τα χρέη είναι χρέη” αλλά ο νόμος δεν ανάγεται σε κάποια υπερβατική του ουσία που επιτάσσει την εφαρμογή του αλλά κατασκευάζεται μεταξύ ημών και των άλλων ως πολυπράγμων και, κατά τούτο καθ’όλα ισχυρή, σύμβαση. 

Μάλιστα, η βίαιη και αλόγιστη ταύτιση μεταξύ εντολής που παραβιάζει τον νόμο και του ίδιου του νόμου, εγκατέστησαν μια σχιζοειδή επιταγή στο κέντρο της ΕΕ, δηλαδή να παραβιαστεί ο νόμος, προκειμένου να περισωθεί ο νομοθέτης. Από το εσωτερικό της Αριστεράς, που είναι ανοιχτή στην ανατροπή, και της ευρωπαϊκής παράδοσης, που είναι συμφιλιωμένη με το εναλλακτικό, ορισμένες στάσεις κατά το “α’ εξάμηνο” και το “α’ εξάμηνο ως γεγονός καθ’εαυτό” μπορεί να λογίζονται όχι ως κατάφαση ή παραβίαση κανόνων και συμβάσεων αλλά ως παρακολούθημα της έκπτωσης του έγκυρου λόγου και των φερόμενων εγγυητών του. Έτσι, το 2015 και σε όλες του τις εκδοχές, συνιστά το σύμβολο μιας ρήξης, ασυνέχειας ή κενού στην ΕΕ, που απέκλινε από την οικεία ευρωπαϊκή παράδοση της αλλαγής, της καινοτομίας της ρήξης με τον παρωχημένο εαυτό. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι αποστερεί από τους λαούς εκείνη τη δυνατότητα που συνδέεται με την καλλιέργεια του ατελέσφορου και του εναλλακτικού. Ερώτημα: μήπως το 2015 ήταν μία κατ’ εξοχήν και κυριολεκτικά η πλέον ευρωπαϊκή στιγμή για την μεταπολεμική Ελλάδα, καθώς προϋπέθετε ενεργή την ευρωπαϊκή παράδοση του εναλλακτικού και φαινόταν ότι θα ήταν ανοιχτή σε νέες δυνατότητες;

 ***

Το πρώτο κείμενο “Το σωτήριον 1993” αναφέρεται στην περιπέτεια της ΑΚΟΑ κατά τις εκλογές του 1993 και εικονογραφεί μια νέα συνθήκη και νέες δυνατότητες, αντιφατικές καθ’ όλα. Με τα “σφυροδρέπανα στη θέση τους” αναδύθηκαν νέες μορφές οργάνωσης και νέες πολιτικές ταυτότητες, που επέμεναν να αναφέρονται αλλά που δεν ήταν αναγώγιμες στα προ-1993, που είναι ανοιχτές αλλά και ασύμπτωτες προς τις καθ’ όλα πυκνές εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις. Η πρόταση που θα δούμε συνίσταται στο ότι οι εκλογικές διαδικασίες δεν μνημονεύουν, εν είδει απολογισμού, την συνθήκη εντός της οποίας πραγματοποιούνται ούτε αποτυπώνουν, εν είδει σχεδιασμού, τις δυναμικές που διαγιγνώσκουν σ’ αυτήν οι διάφοροι πολιτικοί φορείς ー επειδή στις εκλογές άλλα πράγματα, και με το δίκιο τους, σκέφτονται τα κόμματα. Από την άποψη αυτή, όσοι ψηφίσουμε με κάπως παραδοσιακό τρόπο, δεν έχουμε να σκεφτούμε τα εκλογικά προγράμματα αλλά τις προϋποθέσεις τους, όχι την ρηματική τους μορφή και το σύνθημα αλλά τα συμφραζόμενα της σύνταξης και την εκφορά τους. 

 

1. Το σωτήριον 1993

 

“σε μια στημένη παράσταση καλού και καλού, εμείς κινήσαμε γι αλλού […]

 –Κι εσύ; που πας εσύ; –Ρε τι σε νοιάζει; Λες και ήρθαμε μαζί!”

 [Γης Μαδιάμ, Βαβυλώνα]

Επί της διαδικασίας, όπως λέγαμε, αν είναι να ανοίξουμε την κουβέντα, τότε το ερώτημα δεν είναι τι θα ψηφίσουμε αλλά το πως καταντήσαμε να συζητάμε τα λεγόμενα προγράμματα των άλλων αντί να φτιάχνουμε τα δικά μας πεντάχρονα πλάνα. Άλλωστε, δεν σημαίνει και πολλά το να λέμε για τις ελκυστικές ή τις απεχθείς διαφορές μεταξύ των άλλων, να φουντώνουμε με τα διλήμματα “αν θα έρθει ο ένας, θα φύγει ο άλλος”, τα οποία, όσο ακανθώδη κι αν φαίνονται ή μπορεί και να ‘ναι, για αριστερούς παλιάς κοπής είναι παράταιρα. Άσε που είναι λιγάκι πονηρό και κάποιο λάκκο έχει το δίλημμα “ή θα πάμε μπροστά ή θα πάμε πίσω”; Και δεν πάτε! Ή μήπως να το απαντήσουμε δεόντως, δηλαδή “ολοταχώς πίσω”;

Είχαμε να σκεφτούμε στη Φράξια τι θα ψηφίσουμε από τις εκλογές του 1993, τότε που η ΑΚΟΑ αποφάσισε να μην κατεβάσει ψηφοδέλτια και καταπονηθούν στην αφισοκόλληση τα μέλη και οι φίλοι της. Όμως, δεν είχε αχρηστευτεί ακόμα το διπλανό και το οικείο, λειτουργούσε ρολόι το “λιγότερο κακό” και το “δεν χάλασε ο κόσμος, με ένα κλικ δεξιά ή αριστερά”. Είχαμε βέβαια και την σιγουριά ότι κάπου θα μας βγάλει ο δημοκρατικός δρόμος για το σοσιαλισμό, αρκεί να είμαστε σε εγρήγορση μέχρι να γίνει το Κόμμα. 

Η γραμμή το 1993 ήταν καθένας και καθεμιά ψηφίζει ό,τι θέλει, αλλά κανένας και καμία δεν μπορεί να ψηφίζει ό,τι να ‘ναι. Το καθήκον μας ήταν να βρούμε ένα διάδρομο προς την κάλπη, συμβατό με το δόγμα “σοσιαλισμός με δημοκρατία”. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, οι αναφορές στις μεγάλες κλίμακες της ιστορίας ήταν μια μηχανή της καθοδήγησης για να μην αγχώνονται τα μέλη με ερωτήματα, “σε τι διαφέρει η ΝΔ από το ΠΑΣΟΚ;” και “αριστερός εκσυγχρονισμός ή φιλελευθερισμός;” Αν και συντάραξαν τότε τη χώρα αυτά τα πομπώδη διλήμματα, αντί να καταπονήσουν την Αριστερά ーπανουργία της ιστορίας γαρー συνέδραμαν την ανασυγκρότησή της.

Τότε, το 1993, με την Αριστερά να παραπαίει γενικώς, ο Συνασπισμός δοκίμαζε να εδραιωθεί ως αριστερά-χωρίς-σφυροδρέπανο, με αυτούς που ξεπέρασαν τα σφυροδρέπανα, τους άλλους που τα ξεκρέμασαν και κάτι λίγους που δεν τα χώνεψα ποτέ. Ήταν και κάποιοι που κατάπιαν τα σφυροδρέπανα, τους κάθισαν στο στομάχι και έλεγαν: “δεν μπορεί, σε κάτι θα διαφέρει το ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ. Δεν γίνεται τόση πλαστική σημαία και καυγάς μεγάλος για το τίποτα!” Μετά, πήγαν στον Σημίτη και είδαν σε τι διαφέρει ακριβώς ο εκσυγχρονισμός από τον φιλελευθερισμό. 

Αλλά, στην ΑΚΟΑ στοχοπροσήλωση: να ξαναγίνει το Κόμμα, κομμουνιστικό και με τα όλα του! Είχαμε, βλέπετε, καβάτζα και τον ΣΥΝ. Δαμανάκη, θα μου πεις, αλλά τι να κάνεις; Αυτό είχαμε, μας ήθελε ετοιμοπόλεμους ο Μπανιάς, ήταν και η γραμμή αυστηρή: εμείς θέλουμε να κάνουμε τα δικά μας, να κάνουμε τον σοσιαλισμό όπως θέλουμε εμείς και όχι να μπλέξουμε με τους ατζαμήδες του ΚΚΕ και τους πολυτεχνίτες του ΣΥΝ. Μάλιστα, με την στρατηγική του δημοκρατικού σοσιαλισμού σχεδιασμένη στις μεγάλες κλίμακες, την ταξική πάλη να διεξάγεται από Ιβηρική μέχρι τα Ουράλια και το κοινωνικό φόρουμ να απλώνεται από την Ιαπωνία μέχρι τη Γη του Πυρός, πιάσαμε το καλύτερο θεωρείο στην ιστορία. Γαλαρία, θα πει κανείς, αλλά δεν ήταν κι άσχημα. 

Κέρδισαν οι μεν, έχασαν οι δε τις εκλογές του 1993, χαντακώθηκε κι ο Συνασπισμός. Εφτάψυχος, όμως, ακόμα και κάτω από το 3%. Στην αρχή Κωνσταντόπουλος, μετά Αλαβάνος, μαντάρα οι τάσεις, αλλά ο ΣΥΝ δεν έλεγε να χαθεί από προσώπου γης. Είχαν στήσει μια μηχανή “για την ενότητα της αριστεράς, των κινημάτων, των αδέσποτων, είδατε φως; μπήκατε!” Τους είχαν σφυρίξει και κάτι πρώην τροσκιστές από την Αμερική τα επείγοντα της παγκοσμιοποίησης, κοτσάρανε στον τίτλο “και της προόδου και της Αριστεράς και των κινημάτων και της οικολογίας και των δικαιωμάτων και παντός αριστερού καιρού”, και βρέθηκαν να λένε περί της κλιματικής αλλαγής την εποχή που οι εκσυγχρονιστές και οι φιλελεύθεροι ξέμειναν στα Μερομήνια.

Χωρίς να το καταλάβουμε, Αυγή και Εποχή μπερδεύτηκαν για τα καλά, ο ΣΥΝ βρέθηκε πιο μπροστά και από τους Πράσινους γερμανικής κοπής: άλλο το περιβάλλον και άλλο η οικολογία, έλεγαν εξυπνάδες οι δικοί μας. Και τι να πούνε τα πράσινα άλογα σε όλη την Ευρώπη, που, όταν εξέλιπε ο εξ ανατολών κίνδυνος και βαρέθηκαν με τα περιβαλλοντολογικά, μπήκαν στις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν την δυτική υπεροχή και την ανωτερότητα, αυτή την εξέχουσα ιστορική ιδιότητα της Δύσης έναντι του τρίτου κόσμου. Από τότε δεν σήκωναν μύγα στα νατοϊκά αεροπλάνα ούτε παραβίαση των δικαιωμάτων στα πέρα μέρη. Ήταν αυτοί με τις κονκάρδες “πυρηνική ενέργεια; όχι ευχαριστώ!”, “καλύτερα κόκκινος παρά νεκρός” που τα βάζανε με την παλιατζούρα Αριστερά. Και τώρα, πάνω που ψιλοξεχάστηκε η ρετσινιά για το απεμπλουτισμένο ουράνιο που σκόρπισαν στη Γιουγκοσλαβία, καίνε κάρβουνο.

Κλείνει η παρένθεση, που δεν είναι παράταιρη. Το ξενέρωμα της σοσιαλδημοκρατίας και των Πράσινων, η λεγόμενη και ιδεολογικοπολιτική τους απίσχναση, έφεραν τον GR-Συνασπισμό να παίζει στα ίσα, εδώ και στην Ευρώπη, ως κληρονόμος και της ευρωπαϊκότητας και του εναλλακτικού: ιδεολογικοπολιτικός αχταρμάς, συσπείρωση της μη-σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς, του μη-μαρξιστικού αντικαπιταλισμού, της μη-ΚαταΠράσινης οικολογίας, κάθε κίνησης και ομάδας για την υπεράσπιση δικαιωμάτων και ό,τιδήποτε έμπαινε στο μάτι των κατεστημένων. 

Τότε, την περίοδο που το ΠΑΣΟΚ διεκδικούσε να γίνει και, κυρίως, να αναγνωριστεί ως σοσιαλδημοκρατία της προκοπής, στους σοσιαλδημοκράτες και τους πράσινους πολύ τους άρεσε ο “άυλος καπιταλισμός” και να παίρνει ο κόσμος μετοχές που αυγατεύουν, και τι να κάνεις με τον Σαντάμ και τα βαρέλια με τα βιο-χημικά πολεμοφόδια… Η μεγάλη ρήξη με την αριστερά είχε ήδη συντελεστεί και εμείς χαμπάρι δεν πήραμε τότε. Τα κεκτημένα του κοινωνικού κράτους και της ειρήνης, δηλαδή η μεταπολεμική Ευρώπη ως ιστορική εμπειρία, ήταν το επίδικο των καιρών. Η Ευρώπη, δηλαδή, χωρίς τα χάλια της στην ιστορία (οι αποικίες, τα δουλεμπόρια, η μόλυνση της γης των ιθαγενών και ο αφανισμός τους, η λεηλασία των μακρινών), η Ευρώπη, όαση ειρήνης και ευημερίας που λέγαμε, μεταμορφώθηκε με την συνδρομή της Σοσιαλδημοκρατίας, η οποία εγκατέλειπε το εκκρεμές ερώτημα περί του εύρους των κοινωνικών δικαιωμάτων και το αδιαπραγμάτευτο, κοινό, πανανθρώπινο αγαθό, την ειρήνη. Και υιοθέτησαν, πενήντα χρόνια μετά τους αντιαποικιακούς αγώνες, οι σοσιαλ-δημοκρατικο-πράσινοι το δόγμα της υπεροχής του δυτικού χρηματοπιστωτικού κόσμου έναντι οποιουδήποτε άλλου στον κόσμο. Και, ταυτόχρονα, ήταν η πρώτη φορά που η Αριστερά σε όλη την Ευρώπη στάθηκε σαν Αριστερά, ιδίως μάλιστα η ελληνική, δηλαδή “εμείς μένουμε Ευρώπη, εσείς άντε στην Αμερική να πλασάρετε τα συμφέροντά της ως ανθρώπινα δικαιώματα.” 

Είχε σκυλιάσει ο Σημίτης και το Συγκρότημα Λαβράκη να διαλύσουν τον ΣΥΝ. Σιγά τα επαναστατικά που έλεγαν, αλλά, γωνιακό μαγαζί, σου λέει ο άλλος, και από σκάνδαλα πεντακάθαρο. Εδώ κοτζάμ Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έγινε “κόμμα Ελιά” και το βούλιαξαν, στην ελληνική ανανεωτική αριστερά θα κόλωναν οι κοινωνίες των πολιτών, της πληροφορίας και της γνώσης; Το ‘βαλαν πείσμα και κάτι δικοί μας που πέρασαν απέναντι, τους φυτίλιαζε κι ο Σημίτης να μαντρώσουν ό,τι κινείται χωρίς σφυροδρέπανο. Από τότε άρχισε να μαζεύεται και να κακοφορμίζει η δυσανεξία που είχαν οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ για τους “πέρα βρέχει”, δηλαδή, αυτούς που έλεγαν εμείς θέλουμε μια “άλλη πολιτική” και έχουμε “μια άλλη αντίληψη” και ψάξε-βρες τι ήθελε να πει ο ποιητής. Στο μεταξύ, αυτό που έκαναν στον ΣΥΝ ήταν τα χτίζουν (μόνο εκλογικά νόμιζαν τότε) αδιαπέραστα όρια απέναντι σε αυτούς που άρχισαν να βλέπουν και τα “καλά” της σημιτικής ομήγυρης και της άλλης περί του σοσιαλισμού ως βαρβαρότητα, και όλων αυτών που ξεφορτώθηκαν τα χάλια που τους κληρονόμησε ο “υπαρκτός σοσιαλισμός” και τα φόρτωσαν στην ανανεωτική αριστερά που είχε ξεμπερδέψει από καιρού με τον Υπαρκτό. 

Έλεγε ο Κωνσταντόπουλος και ο Αλαβάνος, που είχαν και τον Παπαγιαννάκη να τα ξεφουρνίζει στην τηλεόραση: “εσείς, πάτε μπροστά ή πίσω, όπως βολεύεστε. Εμείς, έχουμε κάτι εκκρεμότητες με οικολογίες, φεμινισμούς, μετα-διπολικούς κόσμους, νεο-εθνικισμούς και νεο-ναζισμούς, κάτι θεωρίες του χάους να κοιτάξουμε και κάτι παλιά, όπως, τι σου είναι άνθρωπος ή εάν η ταξική πάλη συνεχίζεται και μετά τον σοσιαλισμό!” Και, “δεν έρχεστε για ένα φοντάν;” του πρότεινε ο Σημίτης. Έδωσε το ραπόρτο στον Αλαβάνο: “κορόιδα ψάχνουν ετούτοι και από εκσυγχρονισμό χαμπάρι. Αλλά, όσο να ‘ναι, με τα χρηματοοικονομικά και τον άυλο καπιταλισμό, τις τράπεζες και τα πάρτε κόσμε δάνεια, τα υποβρύχια και τα μπετά, είναι αλφαδιασμένοι με τις Βρυξέλλες”. Στέλνει μετρημένη απάντηση στον Σημίτη: “Συγνώμη, αλλά απλώνουμε τραχανά, που λέει κι ο Χαρίλαος, και δεν προκάνουμε!” 

Έξαλλοι έκτοτε οι προοδευτικοί, μπουρλότο στα Συγκροτήματα. Κι όταν ήρθε ο λογαριασμός των Μνημονίων, ο ΣΥΡΙΖΑ κληρονόμησε τη συσσωρευμένη εχθρότητα των εκσυγχρονιστών του Σημίτη απέναντι στον ΣΥΝ, ενώ με τους ακροδεξιούς είχαν άλλου εκκρεμότητες, αρκετά παλιές, όπως το “σχέδιο Ανάν”, το “κρατίδιο στα βόρεια”, οι πρόσφυγες, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, τα δικαιώματα και οι ΛΟΑΤΚΙ κοινότητες, θα πεθάνει ή δεν θα πεθάνει ο φασισμός και τέτοια άλλα ψιλοπράγματα. Ήταν προπονημένοι οι δημοσιογράφοι από τότε, φούντωσε για τα καλά και το αρχοντολόι με τα τσογλάνια που δεν κάθισαν να τους διαλύσουν. Και ο καημένος ο Τσίπρας, νέος γαρ και άφθαρτος, νόμιζε ότι, αφού ξεφορτώθηκε εύκολα τον Αλαβάνο και τον Κουβέλη, δεν θα πλήρωνε και με το παραπάνω τα γραμμάτια της ύβρις, δηλαδή την ασυμφιλίωτη αντίθεση με την ακροδεξιά και τον εθνικισμό, την ασυμβίβαστη στάση έναντι των σοσιαλδημοκρατικών φαντασιώσεων της “Πανίσχυρης Ελλάδας”, όπως και την εν γένει ανυπακοή στο αρχοντολόι και του Κωνσταντόπουλου και του Αλαβάνου και του Κουβέλη και όλων τους. 

Ξεφύγαμε από το 1993. Στην ΑΚΟΑ το βιολί μας: ήρθε και απλώθηκε ένα δυστοπικό και ανεγνώριμο, αγαπητοί εργαζόμενοι, το ξέρετε, δεν βγαίνουμε, πρέπει να λογαριάσουμε τα εργασιακά και την ελαστικότητα, και να μεριμνήσουμε για την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια, είναι, βλέπετε, και οι συντάξεις που δεν βγαίνει ο λογαριασμός για το 2030, άσε που δεν πρέπει να χάσουμε το τρένο της παγκοσμιοποίησης, πάνε και τα Σοβιέτ, άρχισαν και κάτι ξεγυρισμένοι πόλεμοι, μέχρι και ο Γιούνκερ έγινε αρχιεπίτροπος! Πως τα ‘φεραν έτσι οι δικοί μας, ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, θανάσιμοι αντίπαλοι στον δικομματισμό, όλοι μαζί και στα μουλωχτά, μας τύλιξαν στην αρχή σε ένα πακέτο Ντελόρ, ήρθε και το Μάαστριχτ, μια ταχυδακτυλουργία τύπου ΤΙΝΑ που θα έκανε τα άνισα κράτη της Ευρώπης ισότιμους εταίρους της ΕΕ, άφησαν στην ησυχία τους τις βάσεις του θανάτου, ήρθαν και τα προγράμματα που “όλοι μαζί τα φάγανε”, βρήκανε άκρες στην Ευρώπη να φυλάει τα σύνορά μας, ζωή να ΄χει η Ενωμένη, έβγαλαν και την Κύπρο τα σαϊνια από την μεσανατολίτικη ενδοχώρα της και την έβαλαν εκεί που “ανήκομεν”, στην ευρω-βορειο-ανατολική ενδοχώρα της Γερμανίας. Η ισχυρή Ελλάδα, ξέμπλεξε επιτέλους, τα έβαλε με το “κρατίδιο στα βόρεια σύνορα” κι έβγαλε το λάδι στους σκοπιανούς… 

Και, έτσι που ήταν άπαιχτα τα διλήμματα και αγεφύρωτες οι διαφορές μεταξύ “εκσυγχρονισμού και φιλελευθερισμού”, όχι να το παινεύονται κιόλας για τον ιδεολογικό τους πλούτο ή να να μην καταλαβαίνουν ο ένας τις ανάγκες του άλλου, κάτι τα εξοπλιστικά, κάτι τα εργολαβικά, κάτι το χρηματιστήριο και ο λαϊκός καπιταλισμός, κάτι τα ασφαλιστικά ταμεία που τα ρήμαξαν, άρχισαν να ξεφεύγουν τα δάνεια, χρεοκόπησε η χώρα και αυτοί, δικομματισμός και βαθύ κράτος και ΕΕ, δεν καταλάβαιναν, μας είπαν στο τέλος, ότι έπαιρναν δάνεια στο δάνειο, κι άλλo δάνειo στο προηγούμενο δάνειο. Παράγωγα, σου λέει ο άλλος, οίκοι αξιολόγησης και αγορές, και που να το ξέρουμε από τέτοια οι αγαθοί υπηρέτες του “λαού και του τόπου”;

Τότε, περίπου, χάσαμε κι εμείς τον ορίζοντα του δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό και τον σοσιαλισμό εν γένει. Τώρα, έχουμε τα δικά μας ντέρτια με την ιστορία, δεν μας χρειάζονται τα ξεφωνητά των συγκεντρώσεων, το αγκομαχητό των περιοδειών και τα διλήμματα των άλλων. Και η γραμμή που ήρθε από την πρεσβεία είναι σαφής: δεν επείγει το τι θα ψηφίσουμε ーπάντα είχαμε κάτι στο νου ή στην καβάντζαー αλλά το πού βρισκόμαστε και το πώς μας καταντήσαμε έτσι. Χάσαμε από τότε, αλλά, όπως έγραψε ο Ελεφάντης, “Όσα είπαμε παλιά, ισχύουν”. 

(συνεχίζεται)