του Χρήστου Λάσκου
Οι περισσότεροι, βέβαια, μέχρι πρόσφατα, ισχυρίζονταν πως δεν έχει νόημα να μιλάμε για εργατική τάξη. Στην πραγματικότητα, βάσει του κυρίαρχου σχήματος, βρισκόμαστε, εδώ και δεκαετίες μπροστά σε μια διαδικασία ραγδαίας συρρίκνωσης της εργατικής τάξης, που την έχει καταστήσει υπολειμματική κατηγορία.
Και ό,τι απομένει, όμως, είναι τόσο κατακερματισμένο, που δεν έχει νόημα να μιλάμε για τάξη. Η μόνη τάξη, για πολύ καιρό, ήταν η «μεσαία».
Πρόκειται για ογκώδη ανοησία.
Δεν θα επιχειρήσω εδώ να αναιρέσω αυτήν την παραλλαγή «κοινωνιολογίας». Θα αναφέρω μόνο το γεγονός ότι ζούμε σε μια εποχή, που η παγκόσμια εργατική τάξη υπάρχει σε πρωτοφανείς ιστορικά αριθμούς -η Κίνα, από μόνη της, έχει περισσότερους εργάτες από ό,τι ολόκληρος ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός στη δεκαετία του ’80. Αν βάλουμε και την Ινδία, δεν υπάρχει σύγκριση.
Ούτε θα επιμείνω ιδιαίτερα στο ό,τι η ιδέα του τι συνιστά εργατική τάξη δείχνει ασύλληπτη σύγχυση στα μυαλά των υποστηρικτών της εξαφάνισής της. Για τους τελευταίους -αλλά και για αρκετούς αριστερούς- ο εργάτης ή φοράει μπλε φόρμα με τιράντες ή δεν είναι εργάτης. Η πωλήτρια στο εμπορικό, που παίρνει 700 ευρώ σκάρτα είναι, προφανώς, το άνθος των μεσοστρωμάτων, για να μη μιλήσουμε για την ταμία του σουπερμάρκετ. Δουλεύουν στις «υπηρεσίες», βλέπετε.
Δεν πα να ’λεγε ο Μαρξ ότι εργάτης είναι όποιος αναγκάζεται, προκειμένου να επιβιώσει, να πουλάει την εργατική του δύναμη στα αφεντικά, πράγμα που κάνει την εργατική τάξη να αντιστοιχεί, κατά μέσο όρο, στο 70% των απασχολούμενων. Η παραγωγή υπεραξίας είναι που ορίζει τον εργάτη, όχι το χρώμα ή η ύφανση των ρούχων του.
Οι ίδιοι, που υποστήριζαν το σχήμα της «έκλειψης» της εργατικής τάξης, «κεντροαριστεροί», δηλαδή ακροκεντρώοι, ως επί το πλείστον, σήμερα την επαναφέρουν στο προσκήνιο και κάνουν την εκλογική της συμπεριφορά βασική μεταβλητή, που εξηγεί την ακροδεξιά επέλαση. Προηγουμένως, ήταν οι λούζερς, οι misérables, που αντιστέκονταν στον εκσυγχρονισμό, τώρα είναι οι εργάτες που φουσκώνουν τα πανιά του νεοφασισμού -και όχι «μεταφασισμού», όρου, που, νομίζω, απαλλάσσει τους σημερινούς ακροδεξιούς, από πολλά κρίματα.
Η άποψη δεν είναι καθόλου πρωτότυπη. Έχει ξανακουστεί, πολλές φορές, στο παρελθόν.
Πολλές φορές έχει διατυπωθεί η άποψη ότι εργατικά στρώματα στη Γερμανία είναι που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του Χίτλερ. Εξάλλου, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της ιδέας, ο ναζιστικός ριζοσπαστισμός είχε πρόδηλα αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Παρόμοια έχουν ειπωθεί και για τον ιταλικό φασισμό.
Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι αυτή η «ανάλυση» είναι εντελώς ανακριβής -η δουλειά του Πουλαντζά είναι, ως προς αυτό, αληθινά υποδειγματική. Πέραν πάσης αμφιβολίας, ο μεσοπολεμικός φασισμός υπήρξε, σε ό,τι αφορά την εκλογική του βάση, απολύτως «μεσοστρωματικός». Οι «μεσαίες τάξεις» της εποχής, ο λαός της ιδιοκτησίας -επαπειλούμενης, μάλιστα- αντιλαμβάνονταν τα συμφέροντά τους ως εντελώς ανταγωνιστικά απέναντι στα εργατικά. Η εισοδηματική ενίσχυση των τελευταίων, στις τότε, αλλά και στις σημερινές, συνθήκες δεν μπορούσε να γίνει χωρίς δικές τους απώλειες. Η επίφοβη «προλεταριοποίησή» τους τους έκανε μανιακά, πολλές φορές, εχθρικούς προς τις κατώτερες τάξεις. Τα μικρομεσαία αφεντικά είναι πρώτα αφεντικά και μετά ο,τιδήποτε άλλο.
Ο ναζισμός και ο φασισμός πολιτικοποίησαν αυτήν την ροπή και διαμόρφωσαν κοινωνικές πλειοψηφίες, από κοινού με το μεγάλο κεφάλαιο, οι οποίες το πρώτο που έκαναν ήταν να διαλύσουν την οργανωμένη εργατική τάξη.
Παρ’ όλα όσα λέγονται, λοιπόν, και σήμερα συμβαίνει κάτι αντίστοιχο.
Τα μικροαστικά ακροδεξιά κόμματα δεν μπορούν να εκφράσουν εργατικά αιτήματα. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, σήμερα, που, αντίθετα με τον κρατικιστικό και κορπορατιστικό προσανατολισμό του κλασσικού φασισμού, είναι ακραία νεοφιλελεύθερα, εκφραστές ενός μοναχικού πλήθους ιδιωτών, ατομικιστικά, παρά κοινοτιστικά. Ο Μιλέι, ο Μπολσονάρο, η Βάιντελ, η Μελόνι, η Λεπέν, ο Βίντερς, οι Σκανδιναβοί φασίστες είναι δηλωμένοι και μαχητικοί υπερασπιστές της «ελεύθερης αγοράς».
Η απήχησή τους οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ήττα και την ανικανότητα της«(κεντρο)ριστεράς ». Οφειλόμενο αυτό και στον εκλογικό κρετινισμό και στην θεωρητική τύφλα της. Είναι χαρακτηριστικό το ρηθέν από τον Ολάντ: «Το να χάσεις τους εργάτες δεν είναι μεγάλο πρόβλημα».
Είναι αλήθεια ότι οι εργάτες δεν ψηφίζουν τα σημερινά αριστερά κόμματα. Πράγμα καθόλα εύλογο.
Δεν ψηφίζουν, ωστόσο, μαζικά (ακρο)δεξιά. Η πραγματικότητα είναι πως η εργατική τάξη εγκαταλείπει, σε τεράστιους αριθμούς, τις εκλογικές διαδικασίες. Πράγμα επίσης εύλογο, ίσως, στο μέτρο που έχει αποδειχθεί πια πως «αν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο θα ήταν παράνομες».
Να τι συμπεραίνει σχετικά ο Πικετί:
«Αξίζει να τονιστεί ότι η μαζική αύξηση της αποχής που συντελέστηκε μεταξύ των δύο περιόδων, δεκαετίες 1950 -1960 και 2000 -2010 (ιδίως στη Γαλλία και τη Βρετανία […]) σημειώθηκε κατά κύριο στο πλαίσιο των ομάδων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και εισοδήματος».
Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία ότι το ίδιο γίνεται και στην Ελλάδα. Το συριζικό φιάσκο αναμφισβήτητα έπαιξε ρόλο, οι διαδικασίες, όμως, εξελίσσονται σε μεγαλύτερο βάθος.
Η εργατική τάξη στην Ελλάδα έχει χάσει από το 2009 -με βάσει στοιχεία του “Οικονομικού Ταχυδρόμου”, όχι του “Πριν”- το 40% της αγοραστικής της δύναμης. Η νεολαία, πυρήνας της εργατικής τάξης στην εποχή μας, βιώνει συνθήκες πρωτοφανούς εκμετάλλευσης -από μικρά και μεγάλα αφεντικά. Πολλές φορές, μάλιστα, οι εργασιακές συνθήκες, η καθημερινή καταπίεση, η ασυδοσία στην πληρωμή και στην ασφάλιση, είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση των «μικρομεσαίων» αφεντικών από ό,τι των μεγάλων. Αυτών με τους οποίους η κοινοβουλευτική Αριστερά ονειρεύεται συμμαχίες.
Η ελληνική νεολαία είναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό προλεταριάτο, δηλαδή πρεκαριάτο της εποχής του Ντίκενς. Και το ξέρει πολύ καλά.
Γι’ αυτό και, στην τελευταία έρευνα της ΔιαΝΕΟσις, το 80% των νέων δηλώνουν ότι δεν θα κάνουν παιδιά λόγω φτώχειας. Προσοχή, όχι λόγω δυσμενούς κατάστασης ή ανισοτήτων γενικώς, αλλά λόγω φτώχειας. Το 80% της ελληνικής νεολαίας αισθάνεται φτωχή! Όχι σχετικά, αλλά απόλυτα φτωχή.
Την ίδια στιγμή, όπως δείχνει το ινστιτούτο ΕΝΑ, πάνω από το 70% του πληθυσμού θεωρεί ως μεγαλύτερο πρόβλημα όχι την ακρίβεια ή την «οικονομία», αλλά την εκμετάλλευση.
Να πώς διαμορφώνεται η σχετική κατάσταση: η νεολαία έχει ταξική συνείδηση περισσότερο από ό,τι σε προηγούμενες, πιο «ριζοσπαστικές», περιόδους.
Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου αισιόδοξη. Ίσως, μάλιστα, αυτό να είναι δείκτης της ταξικής της συνείδησης. Παραδόξως; Μπορεί και όχι. Η αποχή της δεν είναι καθόλου απολίτικη, νομίζω. Ούτε αντιπολιτική.
Η εργατική τάξη απέχει. Πολώθηκε έντονα αριστερά μέχρι το ’15, εγκαταλείφθηκε στην τύχη της μετά. Ακροδεξιά, πάντως, δεν έγινε.