Σύμφωνα με δημόσιευμα του περιοδικού Jacobin, υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να υποπτευθεί κάποιος ότι τα Pandora Papers, αυτή η δημοσιοποίηση με το τεράστιο αντίκτυπο σχετικά με πρακτικές φοροδιαφυγής και αρπαγής δημοσίου χρήματος από την παγκόσμια ελίτ των ζάμπλουτων, που περιλαμβάνει μπόλικα Ρωσικά και Κινεζικά ονόματα αλλά σχεδόν καθόλου Αμερικανικά, είναι μια δουλειά της CIA. Όπως και να έχει είναι ένα πολύ μεγάλο γεγονός που αξίζει και με το παραπάνω την προσοχή που έχει τραβήξει, ενώ έπεται και συνέχεια.

Οι βασικοί πολιτικοί αντίπαλοι της Ουάσιγκτον βρίσκονται στην κορυφή της λίστας, με Ρώσους υπηκόους να καταλαμβάνουν τα περισσότερα ονόματα στους καταλόγους όπου αναφέρονται 52 Ρώσοι δισεκατομμυριούχοι και 19 πολιτικοί ( συμπεριλαμβάνοντας στενούς συνέργατες του Πούτιν και τον Πούτιν τον ίδιο).

Επιπλέον, ονοματίζονται 38 Ουκρανοί πολιτικοί, οι περισσότεροι πολιτικοί από κάθε άλλη χώρα, με πρωτοστάτη τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ενώ η Ουάσιγκτον στο παρελθόν είχε δηλώσει την αγανάκτησή της με τους αργούς ρυθμούς που έχει η Ουκρανία στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Επιπλέον, μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αργεντινή και τη Ρωσία, η Κίνα παρουσίαζεται με το μεγαλύτερο αριθμό ιδιοκτητών παράκτιων εταιρειών.

Το 2016 με την αποκάλυψη των Panama Papers, αντίστοιχα είχαν στοχοποιηθεί η ηγεσία της Ρωσίας και της Κίνας, ενώ οι ΗΠΑ παρέμεναν σχετικά αλώβητες. Ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος με ειδίκευση στα οικονομικά ζητήματα, Bradley Birkenfeld ανέφερε τότε ότι το γεγονός ότι όλα τα ονόματα είναι κατά βάση υπήκοοι των χωρών των γεωπολιτικών αντιπάλων των ΗΠΑ (Ρωσία, Κίνα, Πακιστάν, Αργεντινή) και απουσιάζει η αναφορά σε Αμερικανούς υπηκόους, οδηγεί σε εικασίες για δουλειά των μυστικών υπηρεσιών. Ενώ η αναφορά στον Βρετανό πρωθυπουργό David Cameron ήταν μια παράπλευρη απώλεια.

Εξάλλου είναι δημοφιλής και προσφιλής τακτική της Ουάσιγκτον να χρησιμοποιεί τις επιχείρησεις των μυστικών υπηρεσιών για την υλοποίηση της εξωτερικής της πολιτικής. Επιπλέον, οι διαρροές από κυβερνο-επιθέσεις και η εμπλοκή των hackers, είτε πρόκειται για Ρώσους χάκερς είτε για τους Wikileaks, έχουν αυξηθεί κατά πολύ και είναι μια συχνή μέθοδος για την παροχή πληροφοριών σε δημοσιογραφικούς οργανισμούς.

Το ICIJ  ακόμα δεν αποκαλύπτει τις πηγές του, αν τις ξέρει και το ίδιο, ούτε κάνει εκτενείς αναφορές για το πώς απέκτησε τα έγγραφα. Και μπορεί όλα τα παραπάνω να είναι απλώς εικασίες, αλλά είναι εντυπωσιακό ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει βγάλει άχνα για την αποκάλυψη των πληροφοριοδοτών ούτε έχει υπαινιχθεί το ζήτημα της “παραπληρόφορησης” ή έστω κάνει κάποια έκκληση για τα πολιτικά κίνητρα πίσω από αυτή τη δημοσιοποίηση.

Και στην τελική αυτή είναι και η σωστή αντιμέτωπιση. Με κάθε διαρροή και δημοσιοποίηση σημαντικών εγγράφων με παγκόσμιο και κοινωνικό αντίκτυπο, υπάρχουν μόνο δυο ερωτήσεις να απαντηθούν:  αν είναι άξιο δημοσίευσης και αν είναι αληθινό. Και τα Pandora Papers είναι και τα δύο.

Ωστόσο, στο μιντιακό περιβάλλον των ΗΠΑ ήδη από το 2016 και το σκάνδαλο με τις αποκαλύψεις και τα emails της υποψήφιας προέδρου Χίλαρι Κλίντον με το Δημοκρατικό κόμμα, που θεωρήθηκε ότι ήταν μια ενέργεια Ρώσων χάκερ, συστάθηκε στους δημοσιογράφους να λειτουργούν στο πλευρό των εθνικών μυστικών υπηρεσιών. Ή τουλάχιστον να μην καταλήγουν να εξυπηρετούν εν αγνοία τους τα σχέδια των μυστικών υπηρεσίων των πολιτικών αντιπάλων των ΗΠΑ. Πολλοί αμερικανοί δημοσιογράφοι εκείνη την περίοδο ισχυρίζονται ότι έγιναν “χρήσιμα εργαλεία στα χέρια του Πούτιν”.

Λίγο πριν τις εκλογές του 2020, η εφημερίδα Washington Post επεσήμανε στους δημοσιογράφους της ότι η δημοσιοποίηση πληροφοριών που έχουν προκύψει είτε από διαρροή είτε από άγνωστη πηγή: “πρέπει να συνοδεύεται από ένα κείμενο που να τονίζει τί ξέρουμε ή δεν ξέρουμε σχετικά με την πηγή και πώς μπορεί αυτό το κομμάτι πληροφοριών να σχετίζεται ή να επηρεάζει την εγχώρια και διεθνή σκηνή”. ( Η εφημερίδα δεν τήρησε την ίδια στάση μετά το πέρας των αμερικανικών εκλογών, ούτε στην περίπτωση των Pandora Papers όπου τίθενται πολιτικά διακυβεύματα για τα αποτελέσματα εκλογών σε άλλες χώρες, καθώς αναφέρονται ονομάτα πολιτικών αξιωματούχων).

Εδώ και καιρό, η Ουάσιγκτον με δικομματική συναίνεση έχει δεσμευθεί να αποκαλύψει και να καταδικάσει πληροφοριοδότες, και για λόγους εκδικητικής τιμωρίας αλλά και προς παραδειγματισμό στο μέλλον για άλλους υποψηφίους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μπάιντεν συνέχιζει την παράδοση του Τραμπ για την έκδοση και την καταδίκη του ιδρυτή των WikiLeaks Julian Assange. Πέραν το ότι κάτι τέτοιο υπονομεύει κατάφωρα την ελευθερία του τύπου, ταυτόχρονα μπορεί να επηρεάσει παγκοσμίως τους πληροφοριοδότες ακόμα και αυτούς που λειτουργούν προς όφελος της αμερικανικής πολιτικής και ενδεχομένως να κρύβονται πίσω από την πρόσφατη αποκάλυψη των Pandora Papers.
Αντιθέτως, η μεταχείριση του Ασάνζ από την αμερικανική κυβέρνηση είτε αγνοήθηκε είτε επιδοκιμάστηκε από τα μέλη του αμερικανικού Τύπου, παρόλο που μεταξύ των αποκαλύψεων του Ασάνζ και αυτής της τελευταίας διαρροής των Pandora Papers, δεν υπάρχουν πολλές διαφορές πέραν των εμπλεκόμενων εθνικών κυβερνήσεων.

Αυτή τη φορά ο φιλο-εθνικιστικός Τύπος στις ΗΠΑ μάλλον δεν ενδιαφέρεται να εφαρμόσει τις προηγούμενες επιφυλάξεις και δισταγμούς του για πληροφορίες που προκύπτουν από χακαρίσματα ή από κρυφούς πληροφοριοδότες. Τα Pandora Papers αναδεικνύουν τη σημασία της δημοσιοποίησης σημαντικών πληροφοριών ανεξαρτήτως ταυτότητας της πηγής και υπενθυμίζουν πόσο επικίνδυνη είναι η Ουάσιγκτον στον πόλεμο που μαινέται ενάντια στους πληροφοριοδότες και τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος.