Κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής επικοινωνίας ο Πρωθυπουργός υπογράμμισε «τη σημασία της στρατηγικής εταιρικής σχέσης Ελλάδας-ΗΠΑ για τη σταθερότητα και ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή», ενώ τόνισε ότι «προσβλέπει σε στενή συνεργασία και με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, για ζητήματα διμερούς, περιφερειακού και διεθνούς ενδιαφέροντος».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απηύθυνε επίσης, πρόσκληση στον Τραμπ να επισκεφθεί την Ελλάδα, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες το κλίμα στη συνομιλία ανάμεσα στους δύο ηγέτες ήταν θερμό.
Στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Ντόναλντ Τραμπ αναφέρθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε πάνελ συζήτησης στο πλαίσιο εκδήλωσης της εταιρείας Grant Thornton με τίτλο «Future Unfold – The Annual Technology Forum», στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι έγινε μία θερμή συζήτηση και ότι του έδωσε συγχαρητήρια ενώ όπως είπε του υπενθύμισε το πολύ καλό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων που είχε ήδη διαμορφωθεί από την πρώτη του θητεία ενώ πρόσθεσε ότι τον κάλεσε να έρθει στην Ελλάδα. Παράλληλα εξέφρασε την εκτίμηση ότι «οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις εξακολουθούν να βαίνουν στην εξαιρετική πορεία στην οποία έχουν μπει τα τελευταία χρόνια».
Όπως είπε «είχα την ευκαιρία πριν από μια ώρα περίπου να συνομιλήσω με τον πρόεδρο Τραμπ. Είχαμε μια θερμή συζήτηση τον συνεχάρην για την εκλογική του επιτυχία και του υπενθύμισα το πολύ καλό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, το οποίο είχε ήδη διαμορφωθεί από την πρώτη του θητεία. Είμαι πια από τους παλαιότερους Ευρωπαίους ηγέτες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και από τους λίγους που έχουν θεσμική μνήμη συζητήσεων με τον Πρόεδρο Τραμπ. Τον κάλεσα να έρθει και στην Ελλάδα το συντομότερο δυνατόν, στα πλαίσια κάποιας περιοδείας που σίγουρα θα κάνει στην ευρύτερη περιοχή.
»Από κει και πέρα να διαχωρίσω τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις από τις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Ξεκινώντας με την παρατήρηση ότι οι σχέσεις Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών είναι σχέσεις στρατηγικού χαρακτήρα, είναι σχέσεις οι οποίες πια είναι κατοχυρωμένες μέσα στο πλαίσιο συμφωνιών που έχουμε υπογράψει με τις Ηνωμένες Πολιτείες και αναφέρομαι συγκεκριμένα στη Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας. Και είναι σχέσεις οι οποίες δεν στηρίζονται απλά σε ένα αξιακό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ δύο ιστορικών δημοκρατιών, που πάντα βρέθηκαν από τη σωστή πλευρά της ιστορίας.
Είναι και σχέσεις που στηρίζονται στο αμοιβαίο συμφέρον, το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν στη χρησιμότητα της στήριξης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Μια Ελλάδα, η οποία αποτελεί όχι απλά παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή, αλλά μια χώρα η οποία είναι σε θέση να αξιοποιήσει το ειδικό της βάρος για να διαμορφώσει εξελίξεις στην περιοχή, άρα εκτιμώ ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις εξακολουθούν να βαίνουν στην εξαιρετική πορεία στην οποία έχουν μπει τα τελευταία χρόνια.
»Και θέλω επίσης να θυμίσω ότι οι σχέσεις δεν περνούν μόνο μέσα από την εκτελεστική εξουσία. Περνούν και μέσα από τη νομοθετική εξουσία. Και οι σχέσεις που έχουμε και με τις δύο πλευρές του Κογκρέσου είναι πολύ στενές. Εξάλλου να θυμίσω ότι η πρόσκληση που μου απευθύνθηκε να απευθυνθώ στο αμερικανικό Κογκρέσο ήταν μια πρόσκληση διακομματική.
Άρα ως προς τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, είμαι απολύτως σίγουρος ότι θα συνεχίσουν στην πορεία στην οποία έχουν μπει τα τελευταία χρόνια. Τώρα η Ευρώπη, οι ευρωαμερικανικές σχέσεις είναι ενδεχομένως λίγο πιο σύνθετες. Είναι δεδομένο ότι η Ευρώπη, ανεξαρτήτως του τι έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να ξυπνήσει από αυτόν τον λήθαργο γεωπολιτικής αφέλειας στον οποίο δυστυχώς έχει εισέλθει εδώ και πολλά χρόνια.
»Διότι όταν ο πρόεδρος Τραμπ το 2018 είπε στους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ με τρόπο ίσως, θα έλεγα πολύ άμεσο, πολύ ωμό, ότι δεν γίνεται μονίμως οι Ηνωμένες Πολιτείες να εγγυώνται την ασφάλεια όλων των ευρωπαϊκών χωρών και η Ευρώπη να μην φτάνει στις αμυντικές δαπάνες που είναι καθορισμένες από το ΝΑΤΟ, δηλαδή στο 2%, είχε επί της ουσίας δίκιο. Η Ελλάδα βέβαια ήταν μια χώρα που πάντα βρισκόταν στο 2% και τώρα είναι στο 3% των αμυντικών δαπανών.
Αλλά πρέπει να αντιληφθούμε ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών και η καλύτερη ευρωπαϊκή συνεργασία θωρακίζει την Ευρώπη ως προς τη στρατηγική της αυτονομία και ενισχύει ταυτόχρονα και το ΝΑΤΟ. Και σίγουρα χτίζει και γέφυρες στενότερης συνεργασίας με την καινούργια αμερικανική διοίκηση[…]».
Σε άλλο σημείο ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε «[…] Προσωπικά, δεν πιστεύω πολύ στις πολιτικές των των δασμών. Εξάλλου η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία παραδοσιακά πιστεύει στις ανοιχτές οικονομίες, στο ελεύθερο εμπόριο. Μην ξεχνάμε ότι και ένας από τους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, η ναυτιλία, είναι κατεξοχήν ο κλάδος εκείνος ο οποίος ωφελείται όταν υπάρχει πολύ παγκόσμιο εμπόριο».
Ερωτηθείς για το αν τον ανησυχεί η κατάσταση στην Ευρωζώνη και πώς βλέπει την επόμενη μέρα απάντησε μεταξύ άλλων «από τη μία με ανησυχεί από την άλλη δεν ανήκω στην κατηγορία αυτών που έχουν ξεγράψει την Ευρώπη και που από τώρα έχουν φορέσει πλερέζες για το μέλλον του κοινού ευρωπαϊκού μας σπιτιού. Ας συγκρατήσουμε ότι και την τελευταία πενταετία, εν μέσω πολύ δύσκολων γεωπολιτικών εξελίξεων, η Ευρώπη έκανε σημαντικά βήματα προς τα εμπρός. Από τη συνεργασία που καταφέραμε να πετύχουμε για τον κοινό ευρωπαϊκό εμβολιασμό, τη στήριξη της Ουκρανίας, αλλά το σημαντικότερο από όλα ουσιαστικά την ίδρυση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η οποία ουσιαστικά έγινε με κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό[…] επρόκειτο για ένα εργαλείο, το οποίο συνεισφέρει σημαντικά και στην ανάπτυξη εκείνων των χωρών που αποδέχονται πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους. Διότι πολλές από τις δράσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο υπουργός πριν που αφορούν το ψηφιακό μέλλον της Ελλάδος, άρα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης[…]
»Η Ελλάδα είναι στην ευχάριστη θέση αυτή τη στιγμή να θεωρείται υπόδειγμα δημοσιονομικής πειθαρχίας, χωρίς όμως αυτή η δημοσιονομική πειθαρχία να έχει υπονομεύσει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Δεν είναι πολλές χώρες που το έχουν πετύχει. Ξέρουμε όμως ότι τα περιθώρια ελιγμών και επενδύσεων με εθνικούς πόρους είναι περιορισμένα και εκεί μπορούμε να πετύχουμε κάποια σχετική ευελιξία[…]».
Επιπλέον ανέφερε «[…]έχουμε καλύψει μια σημαντική απόσταση από το χαμένο έδαφος της κρίσης. Δεν ήμασταν ποτέ πρωταθλητές στις επενδύσεις, ούτε πριν την κρίση. Η κρίση ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν υπερβολικής έμφασης στην κατανάλωση, η οποία χρηματοδοτήθηκε με δανεικά. Τώρα καλούμαστε όμως ουσιαστικά να κάνουμε ένα επενδυτικό άλμα, το οποίο σε ένα βαθμό ήδη δρομολογείται, αλλά είναι σαφές ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα[…] ξέρετε πολύ καλά ότι η απόφαση οποιασδήποτε επιχείρησης να επενδύσει στην ανάπτυξη της δραστηριότητάς της στηρίζεται πρώτα και πάνω από όλα στην πίστη την οποία έχει ότι μπορεί να διεκδικήσει καινούργιες αγορές και ότι μπορεί τελικά αυτή η επένδυση στο περιβάλλον που δραστηριοποιείται εν προκειμένω στην Ελλάδα, να αποδώσει καρπούς. Αυτό προϋποθέτει και προϋποθέτει ένα σταθερό πλαίσιο, μια πολιτική σταθερότητα για την οποία μιλάω πολύ, την οποία τη θεωρούμε δεδομένη[…]».
Μιλώντας για την τεχνητή νοημοσύνη ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε «Η τεχνητή νοημοσύνη είναι μία τεχνολογική επανάσταση τις επιπτώσεις της οποίας ακόμα δεν μπορούμε να να προβλέψουμε. Είναι εδώ όμως. Και επειδή είναι εδώ, οφείλουμε ως χώρα όχι απλά να προσαρμοστούμε, αλλά να δούμε με ποιο τρόπο μπορούμε να κάνουμε ένα άλμα παραγωγικότητας, ενσωματώνοντας πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά την τεχνητή νοημοσύνη σε πολλούς τομείς πολιτικής. Για αυτό και μόλις παρέλαβα και θα παρουσιάσουμε σύντομα το πόρισμα από την επιτροπή την οποία κάναμε για την τεχνητή νοημοσύνη, η οποία αποτελείται πραγματικά από εξαιρετικούς ανθρώπους, επιστήμονες, επιχειρηματίες[…] θέτει με πολύ σαφή τρόπο ένα πλαίσιο στο οποίο η Ελλάδα μπορεί πραγματικά να ξεχωρίσει στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης[…]».